Fractal

Διήγημα: “Γυάλινο προσωπείο”

Του Νίκου Ρούπα // *

 

faa

 

«Περισσότερο ανδρείος είναι εκείνος που νικά τις επιθυμίες του, παρά τους εχθρούς του, διότι είναι πολύ δύσκολο να νικήσει κανείς τον εαυτό του.»

Αριστοτέλης

 

Ο πόλεμος μόλις άρχιζε.

Δεν ήταν ένας συνηθισμένος πόλεμος, ήταν κάτι το διαφορετικό. Ήταν μια προσωπική μάχη με τις σκοτεινές δυνάμεις του εαυτού του.

Στην αρχή, εκείνος, είχε δειλιάσει και έψαχνε δικαιολογίες για την αποτροπή ενός τέτοιου ενδεχομένου.

Όμως κάτι μέσα του τον τυραννούσε, δεν τον άφηνε να κοιμηθεί τα βράδια, να φάει γαλήνιος το μεσημεριανό και μοναδικό του γεύμα. Η ζωή του είχε μπερδευτεί ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

Είχε να βγει από το σπίτι του εδώ και μια βδομάδα. Κοιμόταν και ξυπνούσε με μια μόνο σκέψη να γυρίζει γύρω από το κεφάλι του. Του μιλούσε με διάφορες φωνές, που του φαίνονταν γνωστές, και πολλές φορές τον ζάλιζε σε σημείο που να πέφτει στο πάτωμα σε κατάσταση λιποθυμίας.

Έχασε έτσι μια ακόμα βδομάδα της ζωής του, όπως τόσες άλλες, προτού πάρει την μεγάλη απόφαση.

Θα προσπαθούσε να κυνηγήσει το όνειρο, να φτάσει την ελπίδα, να ανυψωθεί σε άλλα επίπεδα μέσα από τον έρωτά του γι’ αυτόν.

Πήρε, λοιπόν την απόφαση να του ανοίξει κάθε πτυχή του εαυτού του, ακόμα και τις πιο κρυφές, εκείνες που δίσταζε ακόμα και ο ίδιος να αντικρίσει.

Ή όλα ή τίποτα” ,έλεγε, ” ή θα αγγίξω την υπέρτατη ευτυχία ή θα χαθώ στο γαλάζιο των ματιών του“.

 

Η ζωή του άρχισε να αποκτά τρελούς ρυθμούς και έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις. Με κάθε του ενθάρρυνση ένιωθε πως προχωράει ένα βήμα μπροστά, με κάθε του ματιά, η καρδιά του πετούσε μακριά, αφήνοντάς τον ανήμπορο να ελέγξει τα συναισθήματά του.

Προσπαθούσε να του δείξει όλα όσα έκρυβε μέσα του, όλα όσα επιθυμούσε στο φως των ματιών του, που είχαν πλημμυρίσει από αγάπη για εκείνον.

Ο κόσμος του φαινόταν τόσο γεμάτος μέσα από την παρουσία του.

Ένιωθε δυνατός, έτοιμος να κατακτήσει και την πιο απόκρημνη κορυφή αν εκείνος του το ζητούσε.

Άρχισε έτσι, να δίνει κομμάτια του εαυτού του, της ψυχής του, των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Πίστεψε πως είχε τόσα πολλά να του δώσει, ώστε κάποια στιγμή θα ανοιγόταν μπροστά του η πόρτα της καρδιάς του, το μυστήριο που κρεμιόταν από τα χείλη του. Εκείνα που είχε αγγίξει τόσες φορές με τόση ευλάβεια, εκείνες τις βουβές στιγμές πνιγμένες στο μαύρο και το κόκκινο, τότε που το πρόσωπό του σχημάτιζε συσπάσεις παρακμής, σαν να πλησίαζε το τέλος του κόσμου, κάτω από τις αχνές, φωτεινές διακυμάνσεις των κεριών, των σκιών που διαγράφονταν στους τοίχους.

Εκείνες τις στιγμές πίστευε πως είχε πλησιάσει το ανώτατο άκρο της ψυχικής και σωματικής του ολοκλήρωσης μαζί του.

Κι όμως, σαν σβήσανε τα κεριά, σαν άναβε το φως, το πρόσωπό του ανακτούσε την γνώριμη, μα φευγαλέα εντύπωση πως του είχε ανοίξει μια μικρή χαραμάδα για να φτάσει στην ψυχή του.

Κι εκείνος χανόταν μέσα σε διαδρόμους περίπλοκους, στενούς και σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο ανυπόφορους, που λύγιζε.

Η απογοήτευση τον περικύκλωνε από παντού και άρχιζε να πέφτει σ’ ένα κενό χωρίς τέλος, χωρίς φως -ανήμπορος- χωρίς να μπορεί να κρατηθεί από πουθενά.

Έτσι είναι ο έρωτας“, έλεγε, ” πρέπει να τον αντέξω“.

Άλλες φορές πάλι, όταν του μιλούσε για σκέψεις μικρές, σκοτεινές, αισθήματα απροσδιόριστα, όταν μοιραζόταν μαζί του ανησυχίες, ανασφάλειες και πίκρες, που τον έκαναν να φαίνεται απροστάτευτος μπροστά του, μικρός και εξαρτημένος απ’ αυτόν, τρελαινόταν!

Ήθελε να τον σηκώσει ψηλά, να τον σφίξει στην αγκαλιά του, να τον γεμίσει με φιλιά και η δύναμη της αγάπης του να τον κάνει τόσο σίγουρο και δυνατό, δυναμώνοντας τη σπίθα των ματιών του.

Όμως δεν υπήρχε σπίθα μέσα στα μάτια του, παρά μόνο το αντιφέγγισμα της δικής του φλόγας, που φώτιζε το πρόσωπό του, τον είχε παραπλανήσει να πιστεύει πως κάθε μέρα έλαμπε περισσότερο απ’ την αγάπη του γι’ αυτόν.

Κι εκείνος προσπαθούσε, έδινε τα πάντα, έτσι που σε λίγο δεν υπήρχε τίποτα να κρατήσει για τον ίδιο.

Κι εκείνος αυτάρεσκος, περήφανος, απόμακρος, να του ζητάει κι άλλα και περισσότερα προκειμένου να θρέψει το εγωιστικό του είδωλο στον καθρέφτη του κυνισμού του.

Ήταν το τέλος;

Δεν ήξερε, τι να πει και τι να κάνει!

Έσπασε με μιας τον καθρέφτη και μάζεψε με προσοχή ένα – ένα τα κομμάτια του.

Ενώθηκε για τελευταία φορά με το ψεύτικο είδωλό του, αδιαφορώντας για τις αιχμηρές λεπίδες του, που του ξέσκιζαν τις σάρκες, καθώς χανόταν ονειροπόλα στο γαλάζιο των ματιών του.

Αγάπη ίσως είναι να μην πολυσκέφτεσαι, όταν πρόκειται να πετάξεις τη μάσκα σου στο λάκκο της λήθης.

«Όλοι μας φοράμε μάσκες και έρχεται η στιγμή που δε μπορούμε να τις βγάλουμε δίχως να ξεκολλήσουμε μαζί τους κι ένα κομμάτι απ’ το πετσί μας», σκέφτηκε.

Αθήνα 2002

 

 

* Ο Νίκος Ρούπας γεννημένος στην Αθήνα και με καταγωγή από την Εύβοια, είναι μουσικός. Απ’ το 2002 ασχολείται εντατικά με την μετάφραση ελληνικών αρχαιολογικών κειμένων στην αγγλική σε συνεργασία με πολλούς Έλληνες αρχαιολόγους. Κείμενά του έχουν εκδοθεί στο Archaeology Magazine of New York, καθώς και προσωπικές του αρθρογραφίες κατά το 2011-2012. Η αγάπη του τόσο για τη γλώσσα όσο και την ιστορία αυτής αποτελούν αναπόσπαστοι παράγοντες τόσο στις ποιητικές του απόπειρες, στα πεζά, όσο και στα διηγήματά του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top