Fractal

Ποιητική ένταση και αυτογνωσία

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

Δημήτρης Π. Κρανιώτης «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ» – Ποίηση

 

Μετά από μισόν αιώνα θητείας στα Ελληνικά Γράμματα πιστεύω, πως αν για τα διάφορα είδη τού λόγου έχει κάποιος να πει κάτι, για την ποίηση έχει να πει ελάχιστα.

Έχω διαβάσει χιλιάδες σελίδες που αφορούν αναλύσεις και παρουσιάσεις έργων, έχω ακούσει εκατοντάδες ειδικούς να μιλούν για δημιουργούς και δημιουργήματα, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μου έχει δώσει ούτε το χιλιοστό της αισθητικής χαράς που μου δίνει το ίδιο το έργο, όταν μου μιλά στη σιωπή τής νύχτας για όσα ο ποιητής επιμελώς έχει γεννήσει, στις επίσης μοναχικές, δικές του ώρες.

Πιστεύω πως η ποίηση είναι ένας εντελώς μοναχικός δρόμος, ένας απόλυτα ιδιωτικός χώρος, συχνά ένας πολύ προσωπικός λυγμός, ακόμα κι όταν σ’ αυτήν εντοπίζουμε οικουμενικές αξίες ή οραματισμούς πολλών ανθρώπων.

Σ’ αυτήν την απόλυτα προσωπική έκφραση, συχνά τόσο γρήγορη όσο ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, αλλά και συχνά τόσο πυκνή που αρκούν λίγες λέξεις για να παραθέσουν ολόκληρα κομμάτια ζωής, κάθε άλλος λόγος, πλην ο λόγος τού ποιητή, περιττεύει. Και ο λόγος τού Δημήτρη Π. Κρανιώτη στο «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» (Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»), είναι αρκετά ευρύς και βαθύς, που κάθε άλλος λόγος μάλλον περιττεύει.

Όμως, επειδή πιστεύω, και πως η ποίηση μάς ξανασυστήνει τον κόσμο, αλλά, και κάνει πιο υποφερτή τη συνειδητοποίηση της πίκρας, θαρρώ πως έχω χρέος να καταθέσω τον σεβασμό μου απέναντι στις γραφές τού Δημήτρη Π. Κρανιώτη.

Η συνειδητοποίηση της πίκρας, λοιπόν. Στο ποίημα με τον τίτλο «Αλφαβητάρι» οι αναμνήσεις γίνονται δυο χούφτες, που αντί να κρατούν από ένα μήλο, κρατούν τη θλίψη για κάποια χαμένη νεότητα:

 

Έχασα το αλφαβητάρι

της πρώτης δημοτικού.

 

Και τώρα,

που ψάχνω απεγνωσμένα

να δώσω στην Άννα

ένα μήλο,

γέρασα από αναμνήσεις.

 

Χωρίς διακοπή

για διαφημίσεις.

 

Πίνοντας αναψυκτικό λάιτ

και κάνοντας λάικ

σε τετράστιχα ημερολογίου.

(Αλφαβητάρι – σελ. 9)

 

Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης ανήκει στους μάχιμους ποιητές, αυτούς δηλαδή, που επιδιώκουν ν’ ακουστούν οι φωνές τους. Δουλεύει τον λόγο του λέξη τη λέξη, αφήνοντας την εντύπωση πως πάντα σε ό,τι και για ό,τι εκφράζεται, πρέπει να καταθέτει και τον αντίλογο

 

Σου γράφω…

Κορώνα γράμματα

παίζω τον εαυτό μου.

 

Ματώνω τρέχοντας…

 

Με τον νου

σκοντάφτω

στην καρδιά μου.

 

Ληστεύω συναισθήματα,

χορεύω μοιρολόγια.

 

Σαν τιμωρούμαι

με ποίηση,

με λέξεις αναρρώνω.

(Κορώνα γράμματα – σελ. 38)

 

‘Όπως δεν έχουμε ιδέα πόσο πονάει ένα λουλούδι όταν ανοίγει για πρώτη φορά τα πέταλά του, έτσι δεν ξέρουμε πόσο πονάει ο ποιητής κάθε φορά που καταθέτει λέξη τη λέξη τον λόγο του. Με βεβαιότητα, εδώ, μπορώ να πω πως, γδέρνεται ο ποιητής, καταπίνει καρφιά, παλεύει με τη λευκότητα του κενού και το σκοτάδι που τον απειλεί.

 

Έσπασα μέσα μου

δυο ποτήρια κρασί

και τρεις κούπες τσάι,

μα δεν έκοψα το ψωμί

με το μαχαίρι,

που πισώπλατα

κάρφωσα τη λογική μου.

 

Το βράδυ που ξέφυγε

η ανάσα μου

απ’ το μετέωρο γιατί,

όταν αράχνη έγινε

και παγίδευσε

χώματα και χρώματα,

που η ζωή γεννάει

και τυραννάει…

 

Καταραμένες ώρες

έμπνευσης και θανάτου.

(Χώματα και χρώματα – σελ.: 35)

 

Οι ποιητές κατοικούν στην ποίηση και η ποίηση κατοικεί εντός τους. Μια σχέση αλλόκοτη, παράξενη, ανερμήνευτη. Ενίοτε γράφουν για ν’ αποκαλύψουν, αλλά κάποιες φορές γράφουν και για να κρύψουν. Κλειδί για την αποκρυπτογράφηση είναι ο συναισθηματικός κόσμος τού αναγνώστη. Το κλειδί για την ποίηση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη είναι ίσως να διαβάσουμε το ποίημα τόσες φορές, όσες να μας δώσει την πεποίθηση ότι το κάναμε δικό μας, σαν ο ποιητής να το έγραψε για μας και μόνο.

 

Παραβίασε τα σύνορα

που έθαψαν

το γνώθι σαυτόν.

 

Γκρέμισε φυλακές

πίσω από κουρτίνες,

που πυρπόλησε

η σπίθα της οργής σου.

 

Χωρίς ουρλιαχτά,

χωρίς ψιθύρους,

στο άψε σβήσε…

 

Έτσι απλά

γέννησες φως.

Σαν αγκάλιασες

όσα δεν λέγονται

(μα γράφονται)

στο σκοτάδι.

(Άψε σβήσε – σελ.: 19)

 

Οι λέξεις που για τους πολλούς δεν κοστίζουν, ακόμα και αν είναι να εκφράσουν πράγματα σημαντικά, όπως αυτά του έρωτα και του θανάτου, αλλά και οι λέξεις που για κάποιους είναι η ίδια η ζωή. Αυτές είναι το εργαλείο που θα οδηγήσουν την ενδοσκόπηση του ποιητή στις ομολογίες του, οι οποίες ενδεχομένως να είναι και οδυνηρές. Άραγε να είναι ο ερωτικός πόνος αυτός που βάφει κόκκινο τον ουρανό;

 

Κόκκινο έβαψα

τον ουρανό.

 

Μέρες που μ’ έχασα

και μ’ απαρνήθηκα.

 

Γελώντας αναίτια

τις έζησα.

 

Κόκκινο έβαψα

το νερό.

 

Σε δάκρυα μ’ έπνιξα

και με διέσωσα.

 

Ξεχνώντας τύψεις

με ξεγέλασα.

 

Κόκκινο έβαψα

το ποίημα αυτό.

 

Με λέξεις μ’ έσβησα

και μ’ ανάστησα

 

Γράφοντας μ’ αίμα

μ’ εκδικήθηκα.

(Το κόκκινο ποίημα – σελ.: 23)

 

Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης είναι εμφανές πως ζει την ποίησή του. Αναγκάζεται να κατοικήσει εντός της και από τα παραθύρια της να δει τον εαυτό του και τον κόσμο, μέσα σ’ έναν ουρανό αντιφάσεων, αλλά και αυτό-αμφισβητήσεων. Η ποιητική ένταση ομολογεί αυτογνωσία:

 

Μη μου ζητάς

δανεικά οράματα

με έντοκα χειροκροτήματα,

μα δάνεισέ μου

τα μυστικά των λέξεων.

 

Τώρα που έπαψα

να ψιθυρίζω προσευχές,

πληγωμένο αγρίμι

από υπερεγώ χαμένα,

σε γραπτές ιαχές,

που χλευάζουν αήττητους…

 

Σε ηττημένες ζωές

που σιωπούν και φεύγουν.

(Αγρίμι – σελ.: 40)

 

Ο ποιητής που λειτουργεί στη ρέουσα πραγματικότητα, που βάζει στη δούλεψή του τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, το ασανσέρ, το αυτοκίνητο με όλα τα σύγχρονα συστήματα ασφαλείας. Η απόστασή του από τη ζωή είναι μηδενική, μιλά τη γλώσσα τής καθημερινότητας, μετατρέποντας σε ποιητικό και το πιο αμυδρό αίτημα. Έτσι η ποίησή του γίνεται οικεία, προσιτή ακόμα και σε μάτια που δεν έχουν ασκηθεί σ’ αυτό το άθλημα.

Παράλληλα όμως αφήνει να διαφανεί και μια ειρωνεία για τα τόσα σημαντικά που έχουμε αντικαταστήσει, καθώς ολοένα και περισσότερο μας καταπίνει μια ελαφρότατη ταχύτητα να είμαστε παρόντες στο ανερμάτιστο:

 

Μη στέλνεις άλλα sms,

με στίχους

να με πείσεις.

Το iPhone μου πέταξα

στου Πηνειού τα «όχι»,

που δεν ληστεύουν δάκρυα

που δεν γυρίζουν πίσω,

που ακυρώνουν

σιωπές και «ναι»,

στη λογική της κρίσης.

(Το sms της κρίσης – σελ.: 59)

 

Ο κόσμος, όπως διαμορφώνεται μέσα στον ποιητή Δημήτρη Π. Κρανιώτη, μετριέται μ’ έναν θρυμματισμένο χρόνο στα όρια του «είναι» και του «αισθάνομαι». Μετέωρες σκέψεις εκεί που η λύτρωση κοστίζει όσο και η ελευθερία.

Ποιος χρόνος; Ο γραμμικός; Ο κυκλικός; Ή αυτός που μας ζητά τα ρέστα μιας ζωής για όσα διστάσαμε να ζήσουμε;

 

Ο χρόνος είναι κυνηγός

κι οι σκέψεις ξιφολόγχες.

 

Γέμισε ο νους μας φυλακές.

 

Εκεί μέσα δεν ελπίζω.

 

Βρίσκω χάρτες μεσάνυχτα,

χάνω κλειδιά χαράματα.

 

Θύτης και θύμα εγώ.

 

Γεννιέμαι και πεθαίνω…

 

Μη σταματάς

να με ρωτάς

γιατί κοιτάζω πίσω.

 

Το αίμα στέγνωσε πια

σ’ ερείπια και δρόμους.

 

Συνθήματα που θάφτηκαν,

η νιότη τ’ ανασταίνει…

 

(Γιατί κοιτάζω πίσω – σελ.: 57)

 

Τεχνικά, ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης, δουλεύει τον στίχο του μέσα σε αντιθέσεις. Αυτό αποκαλύπτει πως η ποίησή του δεν είναι μια φυγή από το πραγματικό, αλλά μια απόπειρα βύθισής του στο κατ’ εξοχήν ρεαλιστικό, αυτό που ίσως κυκλοφορεί εντός μας, όχι μόνο χωρίς ρούχα, αλλά και χωρίς προσχήματα. Το κατ’ εξοχήν πραγματικό είναι που διαφεύγει από τις μέρες μας, ίσως γιατί μας παρηγορεί να ζούμε μέσα σε μυθοπλασίες και αυταπάτες.

 

Δαπάνη φωτός

για αγορές

φτηνών εσωρούχων,

σε ταξίδι του μέλιτος

στην έρημο.

 

Κάθε αναστεναγμός

σε σκονισμένα φιλιά,

κάθε ύβρις

σε σκουριασμένα λάβαρα.

 

Με ανόητα «ξ»

σε ήξεις – αφήξεις,

από ανθρώπους

σαστισμένους

απέναντι στη μοίρα τους,

ανήμπορους να την αλλάξουν.

 

(Ανόητα «ξ» – σελ.: 31)

 

Συχνά, διαβάζοντας λογοτεχνία και ιδιαίτερα ποίηση, αναρωτιέμαι ποιος ο ρόλος τους σήμερα, σε μια εποχή που όλα μοιάζουν – και είναι – ρευστά και γκρίζα;

Δεν βρίσκω απαντήσεις κι έτσι αρκούμαι να πίνω γουλιά – γουλιά αυτό που συναντώ στους συγγραφείς. Δεν έχει σημασία να  εξομολογηθώ γεύσεις εισπράττω. Σημασία έχει να προσεγγίσουν οι αναγνώστες την ποίηση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη με ανοιχτή την καρδιά και τις αισθήσεις καθαρές.

 

Φυλακισμένοι ισόβια

στο κλεινόν άστυ,

εκεί που η άρνηση

ισοδυναμεί με αφωνία

και η βούληση

με υποταγή.

 

Σκρίπτα μάνετ

με την ποίηση.

 

Παραβολή του Ασώτου.

Καταδικασμένοι

δις είς θάνατον

σε δίκη – παρωδία.

 

Πριν ο αλέκτωρ

λαλήσει τρεις φορές

και γυμνοί ομολογήσουμε

τον ευνουχισμό μας.

(Αλέκτωρ – σελ.: 50)


 

 

Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης γεννήθηκε το 1966 και κατάγεται από το Στόμιο Λάρισας, όπου μεγάλωσε. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Λάρισα ως ιατρός ειδικός παθολόγος.

Έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: Ίχνη (1985), Πήλινα Πρόσωπα (1992), Νοητή Γραμμή (2005), Dunes-Dune (Ρουμανία, 2007), Edda (Ρουμανία, 2010), Iluzione (Ρουμανία, 2010), Ενδόγραμμα (εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, 2010), Foglie vocali (Ιταλία, 2017) και Γραβάτα δημοσίας αιδούς (εκδ. Κέδρος, 2018). Επιπλέον, έχει εκδώσει κι έχει επιμεληθεί την ανθολογία στα αγγλικά World Poetry 2011, στην οποία ανθολογούνται ποιητές από 65 χώρες.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 25 γλώσσες και έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες χώρες του κόσμου, ενώ έχει συμμετάσχει σε αρκετά Διεθνή Φεστιβάλ Ποίησης στο εξωτερικό. Το 2011 διοργανώθηκε υπό την προεδρία του το 22ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών στη Λάρισα, όπου επίσης ίδρυσε και διοργάνωσε το 1ο Μεσογειακό Φεστιβάλ Ποίησης.

Στο διαδίκτυο επιμελείται τον ιστότοπο “Poetics @ GR” [Τετράδιο Ποίησης]:  http://greekpoetics.blogspot.com  και η προσωπική του ιστοσελίδα είναι: http://www.dimitriskraniotis.com

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top