Fractal

Διήγημα: “Γράμματα στην αθωότητα”

Της Ζωής Δικταίου // *

 

 

F1

 

 

Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς μου, λες και ήταν χτες… κυδώνι γλυκό του κουταλιού σε πιατάκι γυάλινο, με άρωμα κανέλα … Η φωνή της ψιθυριστή, μ’ ένα τρέμουλο κι ένα παράξενο θρόισμα μαζί, σαν αεράκι που κατάφερνε να περνά με τρόπο μέσα από ξεχασμένη φυσαρμόνικα. Τα χελιδόνια σε χαμηλά τόξα, όπως τότε κι ο ορίζοντας ακόμη πιο χαμηλά φορτωμένος σύννεφα.

«Ένα μεγάλο παραμύθι είναι η ζήση μας, παραμύθι και πρέπει απ’ την αρχή ως το τέλος καθένας να το διαφεντέψει μόνος του. Δεν γίνεται και δεν έχει αξία αλλιώς. Συνοδοιπόρους μπορεί να ‘χεις πολλούς στο ταξίδι της ζωής, μα το ταξίδι θα το κάνεις πάντα για εσένα και ο φτασμός θα ‘ναι δικός σου, ξεχωριστός και μοναχικός. Ύστερα από εκείνον το φτασμό μου φαίνεται πως σταματούν τα έργα του ανθρώπου κι αρχίζουν τ’ άλλα, τα μεγάλα του Θεού» , έλεγε η Γαρεφαλίτσα και η ματιά της με προσήλωση ιερή έφευγε στ’ άστρα.

Απ’ τα ξεφτισμένα μανίκια της ρόμπας πρόβαλαν μακριά τα χέρια της με τα λεπτά δάχτυλα για να συνηγορήσουν κι αυτά στις ιστορίες που έφτιαχνε. Μιλούσε και με τα χέρια της, μια άλλη γλώσσα που γνώριζε να με κολακεύει, να μου υπόσχεται, να με προειδοποιεί, να με προστατεύει, να μου υπενθυμίζει το σκοπό της ζωής και της αγάπης που κρύβει πολλές πραγματικότητες και είναι πέρα από τους τόπους και τους χρόνους.

Το δικό μου ταξίδι έχει αλήθειες και ωραίες στιγμές πολλές. Τώρα που ακόμα κουμαντάρω τη μνήμη κατά πως θέλω, δίχως πρόθεση να παραλλάξω τις ιστορίες και τα γεγονότα, δίχως υπερβολές, πάω πίσω απ’ τον καιρό, πολύ πίσω, εκεί που ανταμώνω παιδιά, τότε στον καιρό της αγάπης, παιδιά σαν εμένα κι εμένα. Εκεί που οι αθωότητες ξεχειλίζουν στα μάτια και γίνονται στάλες φθινοπωρινής βροχής ή δάκρυα στ’ άγουρα ροδομάγουλα. Εκεί με ταπεινοσύνη επιστρέφω και λατρεύω , ναι λατρεύω την αμόλευτη χαρά και συγκίνηση, την αγιοσύνη που είχαν οι μέρες και οι νύχτες σ’ αυτές τις γειτονιές.

Γυρίζω πίσω απ’ τον καιρό, πίσω απ’ το χρόνο και ψάχνω να ξεχωρίσω τις πατημασιές και τα σημάδια της ψυχής στον ανθισμένο Λασιθιώτικο κάμπο, τις αγγελοπατημασιές στο υγρό χώμα, να ακούσω ξανά τα φτερουγίσματα στον άνεμο, να θαυμάσω το φως στη χιονισμένη κορφή. Σκαλίζω τις μνήμες, τις θύμησες. Τα κιτρινισμένα χαρτάκια γίνονται μ’ ένα άγγιγμα εισιτήρια για μεγάλα ταξίδια. Γυρίζει ο νους, ανεμόμυλος. Κάτι συμβαίνει. Όλα απείραχτα μένουν, όπως τα άφησα εκεί στο μυρογυάλι της καρδιάς, εκεί που δεν υπάρχει χρόνος γιατί δεν τον μέτρησε κανένα ρολόι, τότε που οι περισσότεροι μετρούσαν τις μέρες και τις νύχτες αλλιώς, κυρίως με τις ανθρώπινες παρουσίες και τις στιγμές που πήραν άρωμα και χρώμα από τις κουβέντες με τα γιασεμιά και τα φεγγάρια σε μικρές και μεγάλες αυλές.

Ανοίγω το παραθυράκι της ψυχής. Ξετυλίγεται σαν ταινία μικρού μήκους, σαν όνειρο και μ’ αρέσει. Αναγνωρίζω την παλιά μου ταυτότητα. Ανταμώνουμε όλοι, όλοι στην ίδια αυλή κάτω απ’ τον πλάτανο. Πέφτει ψιλόβροχο η χαρά της ευτυχίας και η καλοσύνη και η αγάπη στα χέρια μας. Τρέχουμε. Να προλάβουμε να την κρατήσουμε, να την φυλακίσουμε, ως αύριο που ίσως δεν θα βρέξει, ως αύριο. Μπροστά η ζωή με κόκκινα σαντάλια κι εμείς ένα τσούρμο «κοπέλια» στο κατόπιν της· να την κατακτήσουμε, νικητές ως το τέλος.

Μ’ αρέσουν τα μενεξεδένια δειλινά, τότε που χαμήλωνε ο ουρανός και μεθούσαμε με χρώματα ανέγγιχτοι από φόβους, και σκιές και αδιέξοδα. Ανασταίνονται άγιες οι ώρες κι οι μέρες κι οι νύχτες, όλα, όλα όσα έζησα παιδί. Γελάω και κλαίω, δηλαδή γεύομαι τη ζωή. Χαρά και δάκρυ, ανθούν όλα γύρω μου και τα θέλω όλα δικά μου. Φύση πλεονέχτρα, όχι μη βιαστείς να με κρίνεις, η πλάση είναι περιουσία όλων κι όσα γοητεύουν τα μάτια και με διδάσκουν απ’ την αρχή, θέλω να τα αγαπώ. Εξάλλου, ποιος μπορεί να μου πει “απαγορεύεται η όραση”. Δεν υπάρχει απαγορεύεται. Καταφέρνω και ξαναβλέπω τις ιστορίες και ξαναμπαίνω στις λέξεις. Άλλοτε με διασκεδάζουν κι άλλοτε μου φέρνουν μια χαρμολύπη. Όπως και να έχει όμως, επιστρέφοντας στα ίδια βήματα μετά από τόσο καιρό, νιώθω ευγνωμοσύνη ξαναδιαβάζοντας το ίδιο μήνυμα με άλλο τρόπο, γιατί τα συστατικά της αγάπης δεν αλλάζουν, παραμένουν τα ίδια, όσο κι αν κυλά ο χρόνος.

Στο θαμπό χάραμα του νου προβάλει μαζί με τα παλιά σημειωματάρια κι εκείνος ο περίβολος του σχολείου και ξαναζωντανεύει. Οι εικόνες πετούν από το παράθυρο, πουλιά που κελαηδούν κόντρα στο θόρυβο, φύλλα κίτρινα που ακολουθούν με το δικό τους φευγαλέο πέταγμα και στροβιλίζονται στο χορό του ανέμου. Μια μικρή πολιτεία που ξέρει να ξυπνά χαρούμενη σαν μετά από γιορτή.

Και τα ερωτήματα ίδια : «Γιατί τα φεγγάρια ζουν μόνο στον ουρανό και γιατί κάποια ξεχνιούνται στον ουρανό της μέρας;» ή «γιατί δεν βλέπουμε τον άνεμο;» και άλλοτε με πρώιμο στοχασμό «τι χρώμα έχει η ψυχή;» Η γιαγιά δεν είχε για όλα απαντήσεις.

Κλείνω τα μάτια. Τα χαρούμενα γέλια γράφουν στις πρωινές ηλιαχτίδες ευχές και καλημέρες. Συλλογίζομαι τις μικρές φωνές, αυτές που μας ενώνουν. Κατεβαίνω απ’ το χωματόδρομο, αντικρίζω στην ίδια αυλή τη μεγάλη και τη μικρή εκκλησία, – άγιος Χαράλαμπος και άγιος Τρύφωνας -, ανασαίνω βαθιά τον πρωινό δροσερό αέρα, σμίγω μ’ άλλες ανάσες, της Μαρίκας, του Κωστή, της Ναυσικάς, της Ρηνούλας , της Γεωργίας, του Μανόλη, της Αρετής κι άλλες, κι άλλες πολλές, νιώθω κι εκείνη, γλυκιά κι απαλή της δασκάλας μου, της Αντιγόνης και δραπετεύω απ’ την πραγματικότητα και φεύγω. Ξεδιπλώνω το χάρτη στην ονειροφαντασία της καρδιάς και του σύμπαντος.

Θυμάμαι όλα αυτά με νοσταλγία. Θυμάμαι λεπτομέρειες πολλές, σημάδια και χνάρια της ζωής στο χρόνο. Θυμάμαι κάτι κόκκινα τριαντάφυλλα μέσα στον κισσό, ατμόσφαιρα υγρή, μελαγχολική, θυμάμαι τα μάτια σου αινιγματικά και μεγάλα στραμμένα στο πουθενά ή στον ουρανό, δεν ξέρω, θυμάμαι όμως, απλά θυμάμαι όπως αναπνέω, θυμάμαι και μια άλλη αίσθηση αναδύεται μέσα μου. Στιγμές όμορφες. Στην άκρη τους, δεμένη ακόμα σε ασημένια κλωστή η αθωότητα.

Τα όνειρα μας, όλα άστρα και τα ταξιδεύαμε με χάρτινα καραβάκια από καρδιά σε καρδιά και από θρανίο σε θρανίο. Δεν γνωρίζαμε κάτι άλλο, τόσο καλά, εκτός από την τέχνη του ονείρου. Τα όνειρα, είναι τέχνη ακριβή, είναι η τέχνη που ξέρουν καλά τα παιδιά γι’ αυτό και έχει μεγάλη αξία, ανεκτίμητη, να μπορείς να ονειρεύεσαι.

«Όταν κάνεις όνειρα δεν αρρωσταίνεις, δεν κουράζεσαι, δεν γερνάς», έλεγε η δασκάλα, η Αντιγόνη και φυσικά το πίστευε. Θα το θυμάσαι άραγε αυτό; Ξέρεις, με τα χρόνια το πίστεψε και η ταπεινότητα μου. Ακόμη βλέπω όσα ονειρεύτηκα να περνούν πίσω από την εικόνα που μου επιστρέφει ο καθρέφτης.

Μια ψιχάλα ήταν μόνο, στα βλέφαρα. Μια ψιχάλα από εκείνες που καταφέρνουν να εξαγνίζουν τη θύμηση. Αγαπώ τη βροχή. Μου θυμίζει την αξία της μνήμης. Στη δεύτερη ψιχάλα συνωστίζονται κιόλας οι σκέψεις. Πόσο μοιάζει η βροχή με την αγάπη.

-Έλα, είχες πει, απλώνοντας το χέρι να με κρατήσεις.

Το ουράνιο τόξο με τη μια άκρη πάνω από τα κεραμίδια στο παλιό σχολείο και την άλλη πάνω από τον πλάτανο μοίραζε καινούριες υποσχέσεις.

-Έρχομαι, ψιθύρισα και άπλωσα δειλά το δικό μου χέρι.

Ματιά πρώτη, γεμάτη αινίγματα. Τα χέρια λύθηκαν βιαστικά. Κι όμως, έτσι όπως έμεναν κρεμασμένα κι αμήχανα θαρρείς κρατούσαν με φόβο στ’ ακροδάχτυλα ζαχαρωτό χρωματιστό ένα κομμάτι εκείνης της αθώας παιδικής ψυχής.

Ήσουν πάντα λιγομίλητος. Ήμουν φλύαρη, από τότε. Ίσως εσύ επειδή είχες χάσει τον πατέρα σου να έβλεπες τα πράγματα διαφορετικά, με κάποια οδύνη. Το σκεφτόμουν, μα ποτέ δεν σε ρώτησα, καταλάβαινα πως δεν θα ήθελες να μου πεις, πως δεν θα μου απαντούσες. Καταλάβαινα όμως και το γιατί που σκοτείνιαζε την καρδιά σου, την πίκρα που στο λαβύρινθο του νου σκόρπιζε μόνο μελάνι, όμοιο μ’ αυτό που γέμισε τις λευκές σελίδες στο τετράδιο της καλλιγραφίας, όταν τινάχτηκε αδέξια το χέρι της Αργυρώς και άδειασε το γυάλινο μπουκαλάκι στο θρανίο.

Σε είχα ακολουθήσει, ως τις μηλιές στην άλλη άκρη της αυλής, μα σαν φτάσαμε εκεί έσκυψες χαμηλώνοντας τα μάτια στο χώμα, μπορεί και να δάκρυσες κι ύστερα μια παράξενη σιωπή και το καρδιοχτύπι σου, ώσπου χτύπησε το κουδούνι για μάθημα και φύγαμε. Μια αστραπή απ’ το πουθενά τ’ ουρανού μας χώρισε. Στο πλατύσκαλο έστρεψα το βλέμμα προς τα πίσω. Δυο μικρά πουλιά που τρόμαξαν ξαφνικά τρύπωσαν στο φράχτη με τον κισσό. Το αεράκι ξεκρέμασε περισσότερα φύλλα από τα κλαδιά για ένα τελευταίο χορό με τις πρώτες στάλες της βροχής. Στο δρόμο έκανε εντυπωσιακή την παρουσία της η πρώτη κόκκινη ομπρέλα. Δεν έμαθα ποτέ τι ήθελες να μου πεις, ποτέ.

Ο Κωστής ήταν σιωπηλός και λυπημένος για πολύ καιρό. Στα μάτια μου έμοιαζε με άγγελο χωρίς φωτοστέφανο. Όλο ήθελα να τον ρωτήσω, κι όλο δεν ρώταγα. Παρακαλούσα μόνο με τα λόγια τα δικά μου, στη σύντομη προσευχή μου, να μην πάει κι η μητέρα του στον άλλο κόσμο.

«Μα ποιος ήταν αυτός ο άλλος κόσμος και τι κακό είχε, πόσοι κόσμοι υπήρχαν» αναρωτιόμουν τα βράδια και με τρόμαζε όταν άκουγα στις γειτονιές να μιλάνε οι μεγάλοι με λύπη όπως στην περίπτωση του Κωστή “το κακόμοιρο, το ορφανό, το έρημο” κι άλλα παρόμοια, λόγια σκληρά από αυτά που δεν χαϊδεύουν τ’ αυτιά κανενός, από αυτά που δεν θέλουν να ακούνε τα παιδιά.

Μου κακοφαινότανε, πολύ και θύμωνα, δεν έλεγα όμως και τίποτα. Ο Κωστής ήταν συμμαθητής μου και με συγκινούσε. Βαθιά μέσα μου, πίστευα πως ο θεός, αυτός ο γέρος με τα άσπρα γένια σαν παππούς, όπως τον περιέγραφε η γιαγιά, τον αγαπούσε και τον ξεχώριζε, γι’ αυτό και στην εκκλησία που ήταν το σπίτι του, όπως και πάλι έλεγε η ίδια γιαγιά η Γαρεφαλίτσα, έμπαινε στο ιερό και ακουμπούσε τα χέρια του στα μυστήρια, όταν δεν κρατούσε το μεγάλο αναμμένο κερί. Ίσως να είχε δει και τους αγγέλους, αληθινούς αγγέλους και όχι εκείνους που βλέπαμε εμείς ζωγραφισμένους στις ξύλινες πόρτες αριστερά και δεξιά ή στη φαντασία μας. Καμιά φορά, έτσι όπως τον έβλεπα ντυμένο στ’ άσπρα, χάζευα, του ‘βαζα τότε δύο πολύ μεγάλα φτερά και τον έκανα δικό μου, ναι, δικό μου άγγελο. Κι ήταν ωραίος ο Κωστής και σαν παιδί και σαν άγγελος.

Όσα δεν μας επιτρέπουν οι περιστάσεις να τα ζούμε, τα βιώνουμε αλλιώς. Γι’ αυτό υπάρχει η φαντασία. Μπορεί ο Κωστής να έμοιαζε αλάλητο πουλί μα στα όνειρά μου δεν ήταν το ίδιο. Εκεί, στον κήπο της καρδιάς μου γελούσε, τραγουδούσε, έπαιζε, χόρευε, γινόταν εκείνος που πίστευα πως είναι στην πραγματικότητα. Εκεί ο χρόνος δεν με πίεζε, ούτε το κουδούνι στρίμωχνε τις σκέψεις μας, μα ούτε και λύπη υπήρχε, όχι. Μόνο μια απέραντη χαρά. Η απεραντοσύνη τούτης της χαράς ανέβαινε σαν καπνός πάνω απ’ τις χιονισμένες κορφές του κλειστού τόπου και ύστερα χάνονταν πίσω απ’ τα βουνά σμίγοντας με μιαν άλλη μπλε απεραντοσύνη, όπως τη φανταζόμουν, εκείνη της θάλασσας. Ήμουν ευτυχισμένη.

Τώρα καταλαβαίνω πως η ευτυχία είναι γύρω μας, κοντά μας, μας πολιορκεί από παντού θέλοντας να φτάσει στην καρδιά με τον αέρα που αναπνέουμε. Φταίμε εμείς, που ξεχάσαμε πως ήμασταν παιδιά γι’ αυτό δεν μπορούμε να την αναγνωρίσουμε. Εκείνη, δεν έπαψε να χτυπά την πόρτα της καρδιάς, δεν έπαψε. Εμείς διπλοκλειδώσαμε από φόβο και δεν την αφήνουμε να περάσει. Κι όμως, αν της ανοίξουμε μια τόση δα χαραμάδα, αν από την αρχή χτίσουμε πέτρα – πέτρα καινούργια σκαλοπάτια για να ανεβούν αυτά που αγαπήσαμε και ονειρευτήκαμε, αν επιστρέψουμε εκεί, στο παιδί που υπήρξαμε κάποτε και ζωγραφίσουμε τη ζωή ανάμεσα σε ήλιους και φεγγάρια ντυμένη παπαρούνες όπως τότε, αν πιστέψουμε πως είναι ένα ταξίδι και την ταξιδέψουμε, τότε δεν μπορεί, αρμενάκι την ευτυχία θ’ αναγνωρίσουμε.

Ταξίδια πίσω απ’ τον καιρό αμέτρητα και ημέρες μαγείας, εκεί που ακόμη κι η αστραπή και η βροχή μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά, πολλές. Στα όνειρα, ένιωθα ό,τι και οι θαλασσοπόροι κι είχα σαν καπετάνισσα ένα αίσθημα ανωτερότητας και υπεροχής, μια ανόθευτη περηφάνια κόντρα στις φουρτούνες, στον ύπνο μου πάντα… έβγαζα τα ωραιότερα σχέδια μου στο φως.

Στον ύπνο μου ταξίδευα κι εσένα, με εσένα Κωστή εννοείται και με τους ανέμους, στο πέρα του ορίζοντα και πιο μακριά, σε ωκεανούς και ουρανούς, στα πέρατα του άλλου κόσμου που δεν ήξερα ποιος ήταν και πως ήταν, τολμούσα όμως να τον γεμίζω λουλούδια, για να συναντήσεις τη δική σου χαρά και τον πατέρα σου. Κατάφερνα να σε φέρνω πίσω, στον κήπο με τις μνήμες, τον κισσό και τα κόκκινα τριαντάφυλλα ευτυχισμένο και με μια υπόσχεση, “αύριο πάλι , αύριο”.

Το πρωί, έδενα τη βάρκα με την γοργόνα στο πλάι της άγκυρας στο λιμάνι μου κι έσβηνα τ’ άστρα που της κρατούσαν παρέα τη νύχτα. Μόνο μια χούφτα αλάτι και το φεγγάρι έκρυβα στην τσάντα μου κι εκείνο μάλωνε με τα γράμματα, όλο μπροστά τους έμπαινε και γινότανε τ’ αναγνωστικό μου και το μυαλό μου, ένα μεγάλο φωτισμένο φεγγάρι κι όσο γοήτευε εμένα αυτός ο λαμπερός χαμός, τόσο δεν άρεσε στη δασκάλα που με ήθελε λίγο πιο συγκεντρωμένη, αλλά πάλι δεν με μάλωνε, θαρρείς και συνηγορούσε με το χαμόγελό της στο ατέρμονο της αφηρημάδας μου. Μετά της χάριζα μια χάντρα αλάτι, για να έχει ένα «στοιχειό από δάκρυα» και να μη ντρέπεται να κλαίει. Εμένα μου ήταν πολύ εύκολο, να δακρύσω για το τίποτα.

Ήθελα να σου δείξω το φεγγάρι που κουβαλούσα μαζί μου, όμως εσύ, δεν ήσουν ποτέ αφηρημένος και έτσι έκρινα πως δεν μπορούσες να το δεις.

«Κρίμα τόσο ασήμι να μένει κρυμμένο στην τσάντα μου», στενοχωριόμουν.

Ταξίδευα. Μονίμως ταξίδευα και κορφολογούσα μόνο τα καλά. Ήμουν όπου ήθελα, όπως ήθελα, ήμουν παιδί. Ταξίδευα τη μικρή μου ζωή και στα μάτια σου, τότε, όποτε τα ’βλεπα, μεγάλα αμυγδαλωτά και σκουρόχρωμα, βαθιά μέσα στις κόγχες με μια παράξενη υγρασία που δεν έμοιαζε δάκρυ, αλλά κάτι άλλο ανεξήγητο. Αυτό το ανεξήγητο, τα έκανε να ξεχωρίζουν ή μήπως ξεχώριζαν μόνο για εμένα; Δεν έχει σημασία καμιά ο λόγος, σημασία έχει πως μέσα τους, τα ταξίδια μου ήταν επίσης μεγάλα και ξεχωριστά.

Οι δρόμοι, οι κήποι, γέμιζαν ανθισμένες μηλιές και κόκκινα τριαντάφυλλα, όλοι οι δρόμοι κι αντηχούσαν τραγούδια όλες οι αυλές κι όλοι οι άνθρωποι ήταν μέσα στην ψυχή τους παιδιά, μικρά και μεγάλα, μα παιδιά. Τι όμορφος κόσμος. Ακόμα και η δασκάλα έπαιζε με τις πεταλούδες και τα γυαλιά της και τα γυαλιά μου, πεταλούδες γινόταν κι αυτά κι έτρεχε η κυρία Αντιγόνη, με μιαν αγκαλιά αγριολούλουδα να σμίξει με τις χαρές, τις φωνές, τα πουλιά, με τα χρώματα και τ’ αρώματα. Σε κρατούσα σφιχτά απ’ το χέρι. Είχαμε φτερά. Άγγελοι, ξωτικά… δεν είχε σημασία. Το σημαντικό ήταν πως όλοι μαζί ξυπνούσαμε την Άνοιξη και τον καιρό της Αγάπης.

Καμιά φορά μου περνούσε απ’ το μυαλό πως μπορούσες να ξέρεις όσα μυστικά σκεφτόμουν, πως ίσως ο πατέρας σου παρακαλούσε το θεό, εκείνο τον καλό παππού που μου περιέγραφε η γιαγιά και σου έστελνε ένα γράμμα απ’ τον ουρανό και τότε …

Τότε άνθιζαν πιο κόκκινα τριαντάφυλλα τα μάγουλά μου, από ντροπή, ή μάλλον όχι, δεν είναι ντροπή εκείνο το αίσθημα και δεν ήταν, κάπως αλλιώς πρέπει να το λένε.

Να κοίτα! Η αθωότητα είναι ρούχο διαφορετικό. Όταν καμιά φορά, ντύνεσαι την αθωότητα από την ανάποδη, τότε καταλαβαίνεις πως η ραφή της είναι η αγάπη κι όπως συμβαίνει μ’ ένα ρούχο, που αν το φορέσεις ανάποδα μπορεί και να γελάσουν μαζί σου, έτσι είναι και με την αγάπη, περισσότερο μάλιστα την πρώτη φορά κι από φόβο κι από δέος, συνεχίζεις να φοράς την αθωότητα, ψηλαφίζοντας πότε – πότε την κεντημένη της ραφή και επιμένεις, γιατί τότε αναγνωρίζεις πως μόνο έτσι παίρνει διάσταση η ψυχή σου. Τώρα πες το όπως σ’ αρέσει.

Να κοκκίνιζαν και τώρα τα μάγουλα κι ας ήταν μόνο για μιας αχτίδας φως στο καταχείμωνο, να ντυνόταν η ψυχή με την ίδια απερίσκεπτη αφέλεια, να βγει στ’ ανοιχτά της ζωής, να ξαναβρεί τον παλιό πρωτόγνωρο δρόμο και την αληθινή καταγωγή.

Όσα ήθελα να μου λες σ’ εκείνα τα μυστικά ταξίδια, προσπαθούσα να τα στερεώσω στον ξύπνιο μου, να μην τα χάσω, να μην χαθώ. Φευγαλέα έκλεβα κάτι από τον ήλιο στο βλέμμα σου και φώτιζα τη ζωή και χαιρόμουν. Σε ζωγράφιζα καπετάνιο. Το πλοίο, είχε πάντα τ’ όνομά μου, τι άλλο βέβαια, πώς αλλιώς να το έλεγαν. Δίπλα ζωγράφιζα κι άλλα πλοία, όμως πιο μικρά για να ξεχωρίζει το δικό σου. Κι η θάλασσα βαθιά, μα ατρικύμιστη, γαληνεμένη σαν αγκαλιά, δεν ήθελα να δέρνεσαι εσύ σε άγριες θάλασσες. Εκείνες τις είχα μόνο για εμένα, μόνον η ίδια ήθελα ν’ αρμενίζω μ’ άγριους καιρούς, πιθανόν για να μ’ εκτιμάς, στον ύπνο μου πάντοτε, στα όνειρά μου, καπετάνισσα μια βαρκούλα σαν καρυδότσουφλο. Και τώρα, η τρικυμισμένη θάλασσα με συναρπάζει και νιώθω δέος για το μεγαλείο και τις αλήθειες της. Πόσα κρυμμένα ναυάγια ντύνει κοράλλια…

 

Ακούω το παιδί που μιλάει μέσα μου και μ’ οδηγεί. Έχω αποξεχαστεί στο χτες. Είναι τόσο ανέγγιχτα, τόσο όμορφα. Πάνω που σβήνει το ‘να χαμόγελο ανθίζει τ’ άλλο, πάνω που στεγνώνει το ‘να δάκρυ, να κάποιο δεύτερο κρέμεται στα ματοτσίνορα λαμπερό κι ακριβό , ένα ακόμη διαμάντι. Η ευτυχία πετάει βλαστούς απ’ τις μνήμες κι από τούτη τη μνήμη ανοίγει ένα ρόδο, ρόδο δικό μου. Ρόδο αμύριστο, σαν αυτά που βάζουνε στην εικόνα της Παναγίας οι γιαγιάδες και η δική μου φυσικά η Γαρεφαλίτσα.

Γέμισαν πάλι τα μάτια ροδοπέταλα και δάκρυα.

«Άφησε τα να κυλήσουν», λέω μέσα μου, «άφησε τα να ακολουθήσουν τις ίδιες διαδρομές με τις πρώτες ρυτίδες τώρα πια, τούτα τα δάκρυα που φέρνει η νοσταλγία είναι ευλογία μεγάλη , δέξου την», συνεχίζει η σκέψη το δρόμο μονάχη της.

Κοιτάζω απέναντι, μακριά, ξένα , τα ξένα χιονισμένα βουνά και θυμάμαι εκείνα , τα Λασιθιώτικα και τρέχει ο νους ν’ αγγίξει ξανά τις αγαπημένες κορφές και πιο ψηλά από τις κορφές εσένα.

Εξομολόγηση μοιάζουν ετούτες οι στιγμές. Μιλάω, πότε από μέσα μου και πότε ψιθυριστά. Σε ποιον; στον άνεμο, στο μακρινό αστεράκι που τρεμοσβήνει, στα φύλλα που πέφτουν, στη θάλασσα, στη βροχή που έρχεται; Μόνη μου ρωτώ , μόνη μου απαντώ. Μόνη μου είμαι. Τι ωραία στην ησυχία!

Την αγαπώ, πολύ την αγαπώ τη μοναξιά. Μοναξιά κι εξομολόγηση λοιπόν και όταν το παιδί βάζει το χέρι στην καρδιά και ξομολογιέται, γιατί όλα αυτά, εκείνο, το παιδί που υπήρξα κάποτε, ξεφυλλίζει την ψυχή του, εκείνο το παιδί ξαναδιαβάζει στο σημειωματάριο της καρδιάς και μαθαίνει από την αρχή, ανάγνωση, γυρεύοντας την πιο οικεία μορφή του κόσμου, όχι του άλλου, μα του δικού μας, δε μπορεί, θα έχει μια τρυφερή μορφή κάπου κρυμμένη και αυτός ο κόσμος.

Και είναι αλήθεια πως το παιδί δεν διαφέρει μέσα στην αθωότητά του, από εκείνον το φτωχό άγιο που ταπεινώνεται και περιμένει καρτερικά, ο θεός να μην του χαλάσει το χατίρι, να του ανοίξει μια πόρτα ή έστω μια σκισμάδα, μια χαραμάδα φως, στην ολόκληρη γνώση του παραδείσου.

Το φως γυρεύει και η ταπεινότητα μου, το φως που με κλειστά μάτια ανακαλύπτει ο καθένας μέσα του, μα πρέπει να αγωνιστεί πολύ για να το κρατήσει, το φως εκείνο, τη φλογίτσα, τη σπίθα, την πυρκαγιά της αγάπης.

Κάποτε θυμάμαι, σε είδα σκυμμένο να κλαις. Νόμιζα πως ήταν η ψυχή σου αποκόμματα στα χέρια μου και πως έφταιγα γι’ αυτό. Ίσως τελειώναμε το δημοτικό τότε. Σημασία έχει πως, από εκείνη τη στιγμή σταμάτησα να είμαι μαζί σου στη χώρα της φαντασίας. Με βασάνιζε κάτι σαν ενοχή, γιατί εσύ δεν ήξερες. Και δεν ήξερες τι ένιωθα.

Ήταν δειλινό, ένα ξεχωριστό δειλινό. Άνοιξα την πόρτα στη μικρή εκκλησία στον άγιο Τρύφωνα και μπήκα θαρρετά, με την ίδια άνεση που έκανα τούτη την επίσκεψη κάθε φορά. Πρώτα είχα αγαπήσει τούτο τον όμορφο άγιο και μετά εσένα. Του το είχα πει, σ’ εκείνον τελικά είχα πιο πολύ θάρρος. Παρότι πάρα

πολύ νέος, παρότι πέρασα πολλές ώρες στην αυλή του παίζοντας με τ’ άλλα παιδιά ανάμεσα στα δέντρα και τα λουλούδια, παρότι τον κοίταζα ίσια στα μάτια και σκεφτόμουν αμπέλια, χωράφια, και το χρυσό του δρεπάνι γινόταν το έμβλημα της αγάπης , παρ’ όλα αυτά, ο Τρύφωνας, γιατί έτσι τον αποκαλούσα «Τρύφωνα», χωρίς το άγιος, έμενε παγερά αδιάφορος, κουβέντα δεν μου είπε, ποτέ.

«Μήπως όταν θα μεγαλώσω θα μπορείς να μ’ αγαπήσεις; Θα σε αφήσει ο θεός;», ρωτούσα.

«Δε ρωτούν τέτοια πράματα τους αγίους παιδάκι μου», μου ’λεγε η γιαγιά η Γαρεφαλίτσα και την έπιανε πανικός και σταυροκοπιότανε.

«Ποιά μοσκοκούζουλη, ποιά νεράιδα σου μίλησε στον ύπνο σου, ποιό αερικό σε φίλησε, ποιος Δροσουλίτης σου ’ταξε τραγούδι, ίδια η αδελφή μου η Χαρίκλεια η φεγγαροπαρμένη, ίδια είσαι παιδάκι μου», έλεγε και με ξόρκιζε με ροδόνερο, προσθέτοντας κατηγορηματικά, «δεν πρέπει να κάνεις τέτοιες σκέψεις γιατί είναι αμαρτία… λέγε τραγούδια όταν σου μπαίνουν τέτοιες ιδέες και χόρευε, μέχρι ν’ ανάψουν οι πατούσες σου…»

Αμαρτωλή από τότε. Πάντως και που τραγουδούσα και που χόρευα τα ίδια σκεφτόμουν και κατέληξα πως ο άγιος δεν με ήθελε , επειδή φορούσα γυαλιά, αυτό πίστευα…

Κατάλαβα αργότερα την αλήθεια και γελούσα. Δεν με πείραζε πια, πείραζα όμως τη Γαρεφαλίτσα. Είχα ανάγκη τις ιστορίες της και τις ευχές της μέσα στη νύχτα, ώρες που το φεγγάρι άφηνε τον ουρανό και τριγυρνούσε στα σοκάκια κι έκανε θόρυβο στο πέρασμα του, πιο πολύ κι από το νότο, μα αυτό δεν το αντιλαμβάνονται όλοι, μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι σαν κι εμένα.

«Στην καρδιά μου είναι ο καλύτερος φίλος, να το ξέρεις» της έλεγα μετά από καιρό και … Τρύφωνας σκέτο, όχι άγιος Τρύφωνας.

Ένα δειλινό, τι γλύκα που έχουν αλήθεια κάποιες αναμνήσεις. Ήταν σαν να με περίμενε. Μύριζε γιασεμί παντού. Αναμμένα τα καντήλια μέσα στα χρωματιστά γυάλινα ποτηράκια. Ένα μόνο μικρό κεράκι στο μανουάλι. Σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη αγνότητα ξανασκέφτηκα όλα όσα ένιωθα για εσένα.

Οι τελευταίες ηλιαχτίδες χρωματιστές κι ανάλαφρες τρεμόπαιζαν πάνω στο ασημένιο φωτοστέφανο , δείχνοντας πιο οικείο το πρόσωπο. Ένα γλυκό χαμόγελο. Η σκέψη προσηλωμένη. Η καρδιά φτερούγισε δυνατά, σαν χελιδόνι που σπαθίζει με τα φτερά του τον αέρα του Μάρτη. Κατάλαβα πως μόνο εκεί, στην καρδιά μου μπορούσα να κρατήσω την αγάπη.

Έτσι έγινε, εν ονόματι της αθωότητας και της κόκκινης κεντημένης ραφής της. Στο χορό της ψυχής στροβιλίζονται χιλιάδες αγαπημένες στιγμές και θύμησες και είμαι ευτυχισμένη που είναι και δικές μου και μπορούν να μου ανήκουν. Κι είμαι ευτυχισμένη που μεγάλωσα στον κλειστό τόπο εκείνου του κάμπου που δεν βαριέται να ντύνεται από φεγγάρι σε φεγγάρι, κάθε φορά και μιαν άλλη ομορφιά. Κι είμαι ευτυχισμένη, γιατί μια ανέγγιχτη κι αβεβήλωτη συγκίνηση μέσα σ’ εκείνο το τοπίο που αγάπησα με την ψυχή μου υπήρξες κι εσύ, Κωστή.

Απόψε η νύχτα δεν βιάζεται ν’ αλλάξει τη διάταξη των άστρων στο στερέωμα και το ίδιο το στερέωμα μου φαίνεται πως χαμήλωσε πολύ πάνω από τη χορταριασμένη κεραμιδοσκεπή, θαρρείς για να μη μπορέσω ν’ αντισταθώ στην πρόκληση και σε τούτο το πλατύγυρο ασήμι, ν’ απλώσω το χέρι μου και ν’ αγγίξω το φως, να αγκαλιάσω το φεγγάρι, αυτό που δεν ξανακατέβηκε στα σοκάκια. Θα μεγάλωσε κι αυτό και σοβαρεύτηκε.

Απόψε ο νους δεν συμμαζεύεται, ταξιδεύει, ταξιδεύει πίσω απ’ τον καιρό κι οι λογισμοί κι οι μνήμες κι η νοσταλγία γίνονται κάτασπρα πανιά και γυρίζουν πλάι σ’ εκείνους τους ψηλούς φτερωτούς ανεμόμυλους ακολουθώντας όλους τους ανέμους κι όλα τ’ αρώματα.

Τέτοιες νύχτες, βλέπω βαθιά μέσα στην ψυχή μου κάνοντας πάντα την ίδια ευχή, «να μην ξεχάσω να θυμάμαι, να θυμάμαι, να μην ξεχάσω ν’ αγαπώ».

Κι όσο πιο συχνά εύχομαι μέσα μου, τόσο πιο μεγάλη σιγουριά αισθάνομαι και περνώ από πανσέληνο σε πανσέληνο ντυμένη κατάσαρκα το παρελθόν κι από πάνω, την αθωότητα, ότι απόμεινε απ’ την ανάποδη και δε ντρέπομαι, πίστεψέ με, καθόλου δε ντρέπομαι που φαίνονται οι κόκκινες ραφές της.

Κι όλο νιώθω πως, η ζωή με διδάσκει να χαίρομαι κάθε στιγμή σαν παιδί, γι’ αυτό αφήνομαι, να με οδηγεί το παιδί, που υπάρχει ευτυχώς ακόμα μέσα μου όπου αρχίζει όνειρο κι όπου ξημερώνει η αγάπη και ξημερώνει νιολουσμένη κι ανάλαφρη στο Λιβυκό και κοιμάται στα μπλε τ’ ουρανού και στις βαθιές μυστικές νερένιες πολιτείες και ξεδιψά στην καρδιά και πάντα διψώ, την αγιοσύνη της κοινωνώντας την στάλα – στάλα στη βροχή και φως.

Κι όμως δεν είναι υπερβολές όλα τούτα που θέλω να σου γράψω. Όχι, είναι τ’ απόσταγμα της ψυχής και προσπαθώ να το μεταποιήσω σε γράμματα, να το ταιριάξω σε λέξεις, είναι ότι αισθάνομαι, φωτογραφίες απ’ τη σκέψη μου. Λαχταρώ εκείνη την ξεγνοιασιά, τότε που δρούσα όπως ήθελα χωρίς συνέπειες. Το παρελθόν με τραβά σαν μαγνήτης πάνω του και με γοητεύει. Το παρελθόν μου, αυτό που είναι φτιαγμένο από πολλά όμορφα πράγματα μαζί. Ξεδιπλώνεται και μου προσφέρεται ως ευλογία.

Θυμάμαι προσπαθούσα να επινοήσω διάφορες τακτικές και πόζες, παιδιάστικα καμώματα, για να κερδίσω την προσοχή σου. Τώρα γελώ, μου φαίνονται αστεία, τότε όμως έκλαιγα, γιατί δεν με πρόσεχες, παρότι έκανα σχέδια μεγάλα. Εσύ χαμογελούσες καραμελένια και εντελώς αμέριμνος για τα καμώματά και τα παθήματα μου. Τα μάγουλά σου έκαναν λακκάκια κι σ’ εκείνα τα λακκάκια φώλιαζε η ελπίδα, με μια κρυφή χαρά πως ίσως αύριο …

Τρελή από αγωνία, αλλά δεν ήθελα και ν’ αποκαλυφθώ, ούτε σ’ εσένα. Σε είχα αγαπήσει με τη σφραγίδα της αγνότητας. Ευχόμουν και προσευχόμουν κάθε βράδυ για εσένα, με τα δικά μου λόγια, αυτά καταλάβαινα και παρακαλούσα να είσαι καλά. Παρακαλούσα να σου στείλει ο ουρανός την αγάπη με μια βροχή ή μ’ ένα άστρο ας ήταν και το πιο μακρινό, παρακαλούσα να μη σε τρομάξει ο θάνατος άλλη φορά.

Δεν με κυρίευσε ποτέ πανικός μην τυχόν αγαπούσες ένα άλλο κορίτσι. Αν ήταν θα το καταλάβαινα. Έβλεπα να είσαι μόνος, εντελώς μόνος και ξεχωριστός.

Ζυγίζομαι ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν έχοντας διαρκώς την ίδια προσδοκία και για το μέλλον. Θέλω να μπορώ να σκέφτομαι τη ζωή σαν παιδί και ν’ αποφασίζω πάλι σαν παιδί. Θαρρώ πως τα παιδιά ξέρουν καλύτερα κάθε τι και αντιλαμβάνονται τα πάντα με την καθαρότητα της σοφίας και της απλότητας. Έχουν τη δύναμη να αποκρυπτογραφούν τα μυστήρια του κόσμου, με τα μικρά σημάδια που παρατηρούν γύρω τους.

Τα όνειρα, τα παιδικά όνειρα είναι φυσικές προεκτάσεις των τοπίων του σύμπαντος κι εσύ μια ασημένια κλωστή του φεγγαριού και μια θαλασσινή αύρα που πηγαινοέρχεται στο χρόνο και στις εσχατιές της μνήμης μου, με μια μοναδική αίσθηση ελευθερίας.

Ο πιο δικός μου τόπος, ο πιο οικείος είναι εκείνα τα χρόνια. Ο ήχος της καμπάνας ακόμα στ’ αυτιά μου λες κι είναι τώρα. Δεν ήταν ήχος απλός. Κάλεσμα ακριβό, κάλεσμα ζωής, ένα κάλεσμα αγάπης που φτάνει εντός, στα μύχια της καρδιάς και με καλεί ξανά και ξανά σε ταξίδια άλλα και διαδρομές μεγάλες. Προσπαθώ να αναγνωρίσω τη σημασία κάθε θύμησης έτσι όπως καταγράφεται μέσα μου, σε πείσμα της μετριότητας και της ευκολίας όσων συμβαίνουν.

Έχω την πολυτέλεια του ονειροπολήματος ακόμα και μου φαίνεται πως δεν θα την εγκαταλείψω και δεν θα μ’ εγκαταλείψει ποτέ. Είναι στιγμές που σε βλέπω να κάθεσαι, στον ίσκιο της δικής μου μηλιάς και φοράς το σκούρο μπλε πουλόβερ κι από μέσα τ’ άσπρο πουκάμισο κι ύστερα χάνεσαι μαζί με την τελευταία δειλινή ηλιαχτίδα πριν προλάβεις να μου πεις τι σκέφτεσαι. Ξεγλιστράς στο φως.

Τα κατάφερα, μια πνοή φλόγας κοκκίνισε το πρόσωπο. Σε λίγο θα βρέξει πιο δυνατά. Θα ξεχυθούν οι μυρωδιές από τη μουσκεμένη γη και ο άνεμος θα με τυλίξει και θα με φέρει εκεί και θα μπω πάλι στο δικό μου παραμύθι ψηλαφώντας τα θαύματα.

Τα σύννεφα πηγαινοέρχονται ταξιδεύοντας πάνω απ’ το σπίτι και πάνω απ’ τα ψηλά κυπαρίσσια αλλάζοντας συνεχώς χρώματα και σχήματα. Σκοτείνιασε κι άλλο ο ορίζοντας εκεί μακριά πέρα στο πέλαγος. Το παιδί της φωτογραφίας ακόμα μου γελάει μυστήρια. Ήρθαν κι οι πρώτες χοντρές στάλες βροχής στα μάτια. Άφησέ τα να γίνουν θάλασσες να ταξιδέψεις και τούτη τη νύχτα συλλογίζομαι.

Και τ’ αφήνω τα δάκρυα, κάνα δυο έπεσαν κιόλας πάνω στο χαρτί που γράφω. Αναπολώ τον άλλο καιρό. Γυρίζω πίσω με μια γλυκιά μελαγχολία να μ’ αγκαλιάζει. Μια αλλιώτικη φθινοπωρινή ευτυχία .

Είσαι στην καρδιά μου, μνήμη αθώα χαραγμένη βαθιά. Εκεί της πρέπει, εκεί τίποτα δεν καταστρέφεται. Ίσως από εκεί ν’ αρχίζει η αιωνιότητα. Όπως και να ‘χει είναι σπουδαίο. Η καρδιά σηματοδοτεί σταθμούς και ορόσημα ζωής. Η καρδιά δεν έχει περιθώριο, ότι της συμβαίνει είναι πέρα για πέρα αληθινό. Την ακούω να χτυπά δυνατά και μ’ αρέσει. Στοιχηματίζω πως έχει τη δική της γλώσσα. Ήθελα να μπορείς να την ακούσεις. Ήθελα να ξέρω να διαβάζω τις καρδιές, μα παρ’ ότι ακόμη αλαφροΐσκιωτη δε γίνεται. Κάποιες στέλνουν δυσανάγνωστα μηνύματα.

Νιώθω πως έχω φτάσει κάπου που βολεύομαι, μέσα από μια προσωπική εσωτερική διαδρομή. Μιλώ με την ψυχή μου. Συνειδητοποιώ πως υπηρετώ τη ζωή μ’ ένα τρόπο ασυνήθιστο, πηγαίνοντας προς τα πίσω. Δεν αμφιβάλλω πια για τίποτα. Η λάμψη της παιδικής ηλικίας καθρεφτίζεται και τώρα κρυστάλλινη στα μάτια μου και διαφέρει απ’ όλες τις άλλες γιατί τούτη περικλείει όσα είχα ονειρευτεί. Η αγάπη, μας επιβάλλει την ελευθερία. Η ελευθερία, μας επιβάλλει με τη σειρά της το ριψοκίνδυνο. Ε και τι μ’ αυτό, το ριψοκίνδυνο είναι η άλλη όψη του ωραίου, επιμένει εκείνη η εσωτερική φωνή στην οποία πάντα υπακούω.

Οι μνήμες γέρνουν στην καρδιά, μα δεν γερνούν. Σημαδεύουν τα όρια κι αυτό με συναρπάζει. Η μνήμη γέφυρα κόντρα στη λήθη, αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς. Δεν θυμάμαι απλά, αλλά από την αρχή ξαναζώ. Μ’ αρέσει τούτη η διαφορετική αίσθηση στο μέτρημα της ζωής. Παλαιώνεται μέσα μου κι ύστερα σαν ακριβό κρασί έρχεται να με μεθύσει, κάθε γλυκιά θύμηση.

Μη γελάσεις μ’ αυτό, όμως το πιστεύω, η μνήμη κυοφορεί την αναγέννηση. Στις διαδρομές της σε συναντώ κι ας έχουμε επιλέξει δρόμους χωριστούς. Σε συναντώ περιμένοντας ν’ αναγνωρίσω στο βλέμμα σου αυτό που υπάρχει και στο δικό μου βλέμμα, όταν πίσω απ’ τον καιρό όλα συνωμοτούν για να κερδίσω το παιχνίδι της ζωής. Ακουμπούν οι στιγμές η μια στην άλλη, στιγμές όμορφες και ξεδιπλώνονται στα πέρατα του νου με την απλότητα του σεντονιού που ολόλευκο ανεμίζει στο σκοινί της μπουγάδας κάνοντας φασαρία. Σε θυμάμαι ή καλύτερα θυμάμαι εμένα μέσα από εσένα.

Με τη φλόγα της νοσταλγίας καίω το σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι από νάιλον, τελικά μπορεί να προκαλεί φόβο, μα καίγεται εύκολα. Πίσω του, ανακαλύπτω ένα άλλο τοπίο ζωής μοναδικά γραφικό και με μια μεγαλοπρέπεια ξεχωριστή. Τούτο το τοπίο αναπαράγεται κάθε φορά που η ψυχή αναζητά τα κρυμμένα φτερά και γεμίζει μουσική, τραγούδια, ξόμπλια, μεστές ώχρες από τις καλαμιές, φωνές και αγάπη, αγάπη , αγάπη.

Μαζί σου, σκοντάφτω σ’ ένα κατώφλι από φως. Δείχνεις εξοικειωμένος με το φως, σε περιέχει και το περιέχεις. Έτσι εξηγώ και το πώς έγινες αγιογράφος. Είναι το φως, η έλξη. Συνειδητά μένω στο κατώφλι, μόνον στο κατώφλι ενώ εσύ περνάς απέναντι και βλέπω να τυλίγονται ασημένιες και γαλάζιες γιρλάντες γύρω σου, σαν να αποτελούν κομμάτι αναπόσπαστο της ύλης σου. Μια αγκαλιά ρόδα κυριαρχούν ανάμεσά μας. Ταπεινή η αθωότητα. Μια αγκαλιά ακριβή.

Μακρινή κι όμως πάντα τρυφερή παρουσία μένεις Κωστή. Η αγάπη, παραμένει απολύτως αγνή όπως τότε. Τούτο το αίσθημα με γεμίζει χαρά κι ως μόνο ζητούμενο έχει μια καλημέρα και μια καληνύχτα. Μ’ αρέσει που μπορώ και θυμάμαι. Σε κρατώ θύμηση ξεχωριστή αφοσιωμένη κι αφιερωμένη στη μνήμη της βροχής. Κάθε φορά, όταν γιορτάζουν τα κυκλάμινα συνδυάζω τη φύση μ’ εσένα. Έτσι και τώρα, τα κυκλάμινα, εκείνα φταίνε.

Με το ηλιοβασίλεμα οι ορίζοντες αλλάζουν. Τότε δένει μοναδικά σ’ ένα ξεχωριστό σμίξιμο το χώμα, το φως, ο αέρας, οι φωνές. Τότε, η παλιά φυσαρμόνικα ακούγεται στην αυλή, κάτω απ’ τον πλάτανο, η ίδια μελωδία. Τότ, απ’ την αρχή μαθαίνω «σε λένε Κωστή», έτσι νιώθω πως ποτέ ο καιρός δεν χαλάει αυτό που θυμόμαστε.

Η ζωή ακολουθεί τη φορά των δειχτών του ρολογιού. Τέλειες κυκλικές διαδρομές που περνούν και ξαναπερνούν με απόλυτη ακρίβεια και απόλυτη συνέπεια από τα ίδια σημεία. Δεν επιστρέφουν σ’ αυτά, όχι, μόλις τ’ αγγίζουν, εφάπτονται στον παλιό καιρό και συνεχίζουν αναζητώντας στο χρόνο να γνωρίσουν τα μυστικά περάσματα της αιωνιότητας.

Διαδρομές κυκλικές. Ξανασυναντώ το παρελθόν και γοητεύομαι με νέες μαρτυρίες ζωής. Η ζωή είναι ωραία. Είμαι σίγουρη πως ξέρεις ν’ αποσπάς τα χαμόγελα της, με εκείνη την τρυφερότητα που δεν ξαφνιάζει γιατί πηγάζει από μέσα σου. Στον αγέννητο ακόμη χρόνο σε θέλω νικητή της ζωής, οδοιπόρο της χαράς και της αγάπης. Αν ήξερα πως είμαι μια θύμηση κάπου στη μνήμη σου ή ακόμα μια στιγμή, μια στιγμή στην καθημερινότητά σου κάπου, θα τολμούσα να κλέψω έν’ άστρο, από εκείνα που φωτίζουν τις νύχτες τη Δίκτη, να πλέξω καινούργιο κομποσκοίνι, να γράψω άλλο ένα παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά.

Έξω απ’ το παράθυρο φωτίζεται αμυδρά το πλακόστρωτο της δικής μου αυλής. Γυαλίζουν πάνω του οι σταγόνες της βροχής που όλο πολλαπλασιάζονται σε τρελό χορό. Απόψε μου φαίνεται, πως κι ο καπνός που υψώνεται να φτάσει τον ουρανό απ’ την καμινάδα μυρίζει κι αυτός αθωότητα. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε όσα συμβαίνουν μέσα στην ψυχή, εκεί είμαστε ακόμη παιδιά.

Μαζεύτηκαν σπουργίτια στην αυλή. Τρυπώνουν στις φυλλωσιές. Γυρεύουν την αγκαλιά και τη σιωπή της νύχτας. Επιστρέφουν και οι θύμησες, σωπαίνοντας. Αύριο … ναι αύριο, θα ξαναβρούν τη φυσικότητά τους οι φωνές και θα ’ρθουν να με ξυπνήσουν, αύριο θα είναι και πάλι όλα δικά μου, δικά μας, όπως τα αφήσαμε, απείραχτα στο χρόνο.

Ο χώρος μεταξύ του χτες και του αύριο δεν είναι κενός. Ακούω τα βήματα, χιλιάδες βήματα παιδιών να τρέχουν ξυπόλητα πίσω από το χρόνο. Ακούω τα βήματα τα δικά σου στην αθωότητα. Τα παιδιά ξέρουν να μιλούν για τους αιώνες, με τους αιώνες. Τα παιδιά δεν φοβούνται, στα σπλάχνα τους κρύβουν μια γενναιότητα άλλη απ’ αυτή των μεγάλων. Τα παιδιά καθρεφτίζουν τα όνειρά τους στο φρύδι του φεγγαριού με χαμόγελα απ’ ασήμι, κι αστράφτει ο ύπνος τους στ’ άσπρα σεντόνια. Τα παιδιά γνωρίζουν την αθανασία. Η συγκομιδή των καρπών της φαντασίας τους είναι τέχνη , τέχνη που κουβαλούν από τη γέννησή τους και τούτη η τέχνη είναι διδακτική της ευτυχίας.

Θέλω να πιστεύω πως υπάρχουμε ακόμη παιδιά, αφού υπάρχουν οι πράξεις μας, αφού μπορούμε ν’ αγκαλιαζόμαστε μ’ απλότητα, αφού μπορεί η αγκαλιά να γίνεται απέραντη και να φεγγοβολά με όλα τα όνειρα, σημεία και σημάδια ζωής.

Το πρώτο άστρο κρεμάστηκε κιόλας πάνω απ’ τη μηλιά. Αντιφεγγίζουν στο φως τα κόκκινα μήλα. Απλώνεται απαλό το βελούδο της νύχτας και μέσα του λαθραία τρυπώνει η αγάπη και μεταμορφώνει τα απλά πράγματα σε σπουδαία.

Είναι κι αυτή η υγρασία και η ομίχλη και το κερί που κοντεύει να σωθεί.

Στη σκέψη μύρισε ροδόνερο. Φταίει το φθινόπωρο. Δυνάμωσε κι άλλο ο άνεμος. Λέω να μαζέψω τα χαρτάκια πριν τα σκορπίσει, να κλείσω και τον κοντυλοφόρο που τόνιζε η δασκάλα στη θήκη του και μετά στο συρτάρι.

Πίσω απ’ την πλάτη μου τινάζεται ένας ψίθυρος σαν σπίθα : «μαμά, πες μας άλλη μια φορά τι έχει ο κόσμος γιατί νυστάζουμε»

«Ο κόσμος… έχει ότι ονειρεύεστε και ότι χρειάζεστε… αυτά που μιλούν κι αυτά που σωπαίνουν, αυτά που μαγεύουν όπως η μουσική, αυτά που σου δείχνουν που να σταθείς και που να περιμένεις, ο κόσμος έχει κάθε μέρα κάτι καινούργιο, έχει και περιπέτειες και αγάπη!»

 

 

«Καληνύχτα Σπύρο.»

«Καληνύχτα Μαρίνα.»

«Καληνύχτα παιδιά.»

 

Καληνύχτα και σ’ εσένα Κωστή, καληνύχτα.

 

 

 

 

Αύριο… εν ονόματι της Αγάπης

 Ζωή Δικταίου

 

Λάφυρο του παλιού καιρού

Κέρκυρα 1989

 

 

* H Ζωή Δικταίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στον παραμυθένιο τόπο της Δίκτης, της Σελένας. Το Τζερμιάδο είναι το χωριό της. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Το σύμπαν, είχε άλλα σχέδια ανοίγοντας  την πόρτα στην Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει πάντα με σεβασμό την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα και δικαιώνεται ταπεινά στη σιωπή, χωρίς θόρυβο, στο καθαρό βλέμμα και στο δάκρυ. Εργάζεται από το 1984 στις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Τουρισμού. Συμμετείχε στη νεότητα της, σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και είναι αλήθεια, έλαβε αρκετές διακρίσεις. Το πρώτο βιβλίο της από τις εκδόσεις Έψιλον, αφορά στην παιδική λογοτεχνία και έχει τίτλο « Ιστορίες για φεγγάρια ». Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με το Γιάννη Νικολάου και το Νίκο Ανδρουλάκη. Το δεύτερο βιβλίο της από τις εκδόσεις Φίλντισι, είναι μυθιστόρημα και τιτλοφορείται «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο». Πιστεύει στην αγάπη.  Τη γοητεύουν όλα τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης όπως και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top