Fractal

Μίλησε, παρελθόν

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

grafikos-xaraktiras«Γραφικός χαρακτήρας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, σελ. 184, Εκδ. Μεταίχμιο

 

Μια παλιά ρωσική παροιμία λέει πως «το μόνο σίγουρο είναι το μέλλον, το παρελθόν μεταβάλλεται». Υπήρξε αυτό που ζήσαμε; Ναι, αλλά η μνήμη όταν μιλάει πάντα ψεύδεται. Ξεφλουδίζει ένα κρεμμύδι έως την καρδιά του (κατά τη λογική του Γκύντερ Γκρας) μέχρι να δει βλαστό. Κι όταν τον ανακαλύψει, τότε βρίσκεται μπροστά σε μια πρωτεϊκή μεταμόρφωση λόγω του χρόνου, της απόστασης, του απρόσμενου παλμού της θύμησης. Ο βλαστός έχει μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο.

Κι όμως, πάντα το παρελθόν θα εισβάλλει στο παρόν περικυκλώνοντας τις αντιστάσεις του, παρακωλύοντας τη χειροπιαστή λειτουργία του.

Τι είναι, τελικά, αληθινό; Τι είναι επινοημένο; Και ποιος είναι ο ενδιάμεσος χώρος όπου η λειτουργία της μυθοπλασίας έρχεται να συναντήσει τη βιωμένη κατάσταση; Για τους καλούς συγγραφείς αυτά τα ερωτήματα είναι λυμένα εν τοις πράγμασι. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος προσφέρει 67 μικρές ιστορίες προσωπικής υφής, δίχως όμως να αυτοβιογραφείται. Ή, τουλάχιστον, όχι εντελώς. Όπως σημειώνει στην κατακλείδα του «Γραφικού Χαρακτήρα» όλες οι ιστορίες είναι αληθινές εκτός από μια. Ποια μπορεί να είναι; Ο αγωνιώδης αναγνώστης θα προσπαθήσει να την βρει. Ο υποψιασμένος, πάλι, θα αφεθεί στη γητεία της εξιστόρησης αδιαφορώντας για τα όρια του πραγματικού και του επινοημένου.

Πράγματι, όσο και αν αυτά τα μικρά κείμενα, φτιαγμένα για να διαβάζονται μεταξύ δύο σταθμών του μετρό, όπως σημειώνει εύγλωττα ο Παναγιωτόπουλος, εκκινούν από μια αυτοβιογραφική σκοπιά δεν περιορίζονται στο αμιγώς ατομικό, αλλά συμπαρασύρουν συλλογικές εικόνες, κοινές μνήμες και ανασύρουν τριγμούς περασμένων δεκαετιών (εν προκειμένω του ’60 και του ’70), οι οποίοι έχουν εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο.

Άλλωστε, η μέση ελληνική οικογένεια είναι τόσο, μα τόσο, ίδια με όλες τις άλλες που η διαδικασία της ταύτισης και της προσομοίωσης γίνεται αυτόματα και δίχως δεύτερη σκέψη. Η μητέρα, ο πατέρας, ο μικρός αδελφός, οι μεταξύ τους σχέσεις, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες, η σχέση με το άλλο φύλο, ο στρατός, η δουλειά, οι σπουδές, η συγγραφή, το θαύμα του περάσματος από την παιδικότητα στην ενηλικίωση.  Οι 67 ιστορίες δεν διεκδικούν καμία πρωτοτυπία, δεν προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, δεν αποζητούν τον αγέρωχο αέρα της μοναδικότητας. Αντιθέτως, κρατούν με το… σπαθί τους κάτι πολύτιμο: την αυθεντικότητά τους. Είναι οι «πίσω σελίδες» που μέσω των λέξεων αποκτούν μια αυθύπαρκτη οντότητα. Έτσι που το ατμώδες σκοτάδι του παρελθόντος να γίνει ξανά απτό, στοχαστικό, αργασμένο από τους ανθρώπους που το καθόρισαν. Ο Παναγιωτόπουλος επιλέγει το… πρέπον: να γράψει απλά και ανεπιτήδευτα. Μιλάει ευθέως, οι λέξεις του έχουν την υδάτινη λιακάδα της νιότης και την ασυγκράτητη ενατένιση των ύστερων χρόνων. Όλα μαζί, όμως, συνθέτουν μια μουσική ζεστή, απόλυτα ανθρώπινη, συναισθηματικά εμποτισμένη δίχως να έχει πληγεί από την κοινοτοπία του συναισθήματος. Το πιο δύσκολο έργο για έναν συγγραφέα που έχει σκοπό να κάνει τη… θητεία του στο παρελθόν είναι να μην το εξωραΐσει, να μην το βαρύνει, να μην το μετατρέψει σε αναμνησιακή κολυμβήθρα, αλλά να το αντιμετωπίσει όπως είναι: ένας κύκλος ζωής μέσα σε άλλους που τώρα ανοίγουν ή πρόκειται να ανοίξουν στο μέλλον. Η απομαγευτική ικανότητα του Παναγιωτόπουλου λειτουργεί γαλήνια, δεν πιέζει τα πράγματα, τα αφήνει να μιλήσουν μόνα τους. Δεν υποσημειώνει, δεν διαβαθμίσει την εύνοια του στα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Αυτή η ισόπαλη σχέση με το παρελθόν είναι που προσφέρει στις ιστορίες του τη στοργικότητα και τη συγκατάβαση που ίσως ψάχνουν. Σαν κάπως να τακτοποιούνται στο τέλος τα πάντα: μέσα στην ιστορία και μέσα μας.

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος

Νίκος Παναγιωτόπουλος

 

Από τα μικρά διηγήματα της συλλογής παρελαύνει μια Ελλάδα που πλέον δεν υπάρχει, αλλά που καθόρισε τους σημερινούς πενηντάρηδες. Μια γενιά που πέρασε πολλά, βίωσε αλλαγές, μετείχε σε αυτές, φέρει το δικό της στίγμα στην ελληνική κοινωνία και εξακολουθεί να δρα και να υπάρχει. Η ουσιαστική επενέργεια αυτών των ιστοριών δεν είναι η λύτρωση, αλλά η κατανόηση. Η αποδοχή του βάρους που φέρει το παρελθόν στο παρόν. Μπορεί αυτή η διαρκής διελκυστίνδα (τι έζησα-τι ζω) να είναι αδιάπτωτη, αλλά, τουλάχιστον, μπορεί να γίνει με «καθαρούς» και ειλικρινείς όρους. Στις ιστορίες του Παναγιωτόπουλου αυτό συμβαίνει και με το παραπάνω.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top