Fractal

Γοργόνα ή μέδουσα, για ποια χτυπάει η καρδιά του;

Γράφει η Αγγελική Λάλου // 

 

 

Αυτό ήθελε να είναι η τελευταία η εικόνα. Ό,τι θα έπαιρνε μαζί του φεύγοντας. Καθισμένος στο κατάστρωμα με κλειστά τα μάτια, το έσω του βλέμμα έμενε καρφωμένο σ’ αυτή τη μικρή καρδιά – με τον ίδιο τρόπο που έμενε καρφωμένη η καρδιά του σε αυτό το μικρό νησί. Δεκατρία καλοκαίρια μετά, ταξίδευε με το πλοίο της επιστροφής μόνος. Οι δίπλα θέσεις κενές. Η άγκυρα ήθελε λίγο χρόνο επιπλέον για να σηκωθεί. Ένα ακόμα τσιγάρο σκέφτηκε και στάθηκε στην κουπαστή. Ο φάρος, η θάλασσα, τα κύματα, η προβλήτα. Κι αυτή η μικρή καρδιά, να πάλλεται μία στο φάρο, μία στη θάλασσα, μία στα κύματα και μία μέσα του. Εναλλάξ, ποτέ ταυτόχρονα.

 

thumbnail_lalou3

 

Χαμογέλασε. Πριν από τρία περίπου χρόνια, στον ίδιο τοίχο υπήρχε ζωγραφισμένη μια γοργόνα, που κάποιος αφελής προσπαθούσε να ψαρέψει με το καλάμι του. Τι έγινε τελικά, ίσως να μην μάθουμε ποτέ. Μπορεί ο ψαράς να την ακολούθησε στο βυθό και να μη της στέρησε την ελευθερία και τη φύση της. Μπορεί, ωστόσο, εκείνη να προτίμησε τη στεριά κι ένα σπιτικό κανονικό. Κι έτσι να αρνήθηκε την αθανασία για χάρη του έρωτα και να έγινε η Μέδουσα. Αυτή η ίδια μέδουσα που είναι τώρα ζωγραφισμένη στον ίδιο αυτόν τοίχο.

Το τσιγάρο άφηνε στα χείλη του μια ανεπαίσθητη πικρή γεύση. Γλυκόπικρη ήταν και η γεύση που του άφηναν τα φιλιά. Οι γυναίκες που είχε ερωτευτεί είχαν συνήθως κάτι από μέδουσα. Υπονοώντας όχι το πρόσωπο της μυθολογίας, αλλά πιο πολύ το θαλάσσιο ον. Ένιωθε τα πλοκάμια τους στο σώμα του, το ασύγκριτο αίσθημα να παραλύει από ηδονή. Εντυπωσιακές από μακριά, απρόσιτες κι επικίνδυνες. Έμοιαζαν διαφανείς αλλά σπάνια μπορούσες να διακρίνεις ή να καταλάβεις τι έκρυβαν μέσα τους. Ακόμα κι όταν δεν ανήκαν σε αυτές που μπορούσαν να προκαλέσουν θανατηφόρα τσιμπήματα, οι πληγές που του χάρισαν απαιτούσαν χρόνο για να επουλωθούν και του άφηναν πάντα ένα σημάδι ενθύμιο. Μέσα του κυρίως, βαθιά, μη ορατό από τους άλλους.

 

thumbnail_lalou2

 

Ένιωσε τον παλμό των μηχανών. Άκουσε την άγκυρα να ανεβαίνει. Ο κόσμος έκανε φασαρία που δεν έφτανε στα αφτιά του. Άκουγε μόνο την ανάσα της θάλασσας και τον άνεμο. Θα ταξίδευαν με αρκετά μποφόρ. Άφηνε πίσω του το νησί συννεφιασμένο, ανταριασμένο, θυμωμένο ή θλιμμένο. Αστείοι που είναι οι άνθρωποι, με τις προσωποποιήσεις και τις μεταφορές τους, δεν αντέχουν να κουβαλούν οι ίδιοι τα αισθήματά τους, προτιμούν να έχουν την ψευδαίσθηση ότι τα νιώθει ο τόπος. Ο τόπος μπορεί να έχει μνήμη. Πρόκειται για αυτή τη μνήμη που και να θες να ξεφορτωθείς δεν γίνεται, γιατί ρέει πλέον στις φλέβες σου. Το σώμα έχει κι αυτό τη δική του μνήμη και τους δικούς του μηχανισμούς άρνησης κι άμυνας ή προβολής.

Αφέθηκε στην ορμή του αέρα. Κοίταζε τα κύματα, τον αφρισμένο δρόμο που άνοιγε το καράβι στη θάλασσα. Το ταξίδι διαρκεί λίγο. Δεν δίνει την πολυτέλεια για πολλές σκέψεις. Δίνει χρόνο αρκετό μόνο για να ξεχάσεις. Να καθαρίσεις το μυαλό. Να πάρεις μαζί σου τα απολύτως απαραίτητα. Τη μικρή με μαύρο μαρκαδόρο ζωγραφισμένη καρδιά. Θα την χρειαζόταν τώρα που θα έδενε το καράβι στο λιμάνι και θα έβγαζε τα βήματά του στο δρόμο. Γιατί όλα είναι δρόμος. Κι ήξερε ότι είχε πολλούς ακόμα δρόμους να ανακαλύψει, να περπατήσει, να ζήσει μέσα τους…

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top