Fractal

✔ Προδημοσίευση: «Γονυπετείς – Μια πορεία προς την αρχή» της Τζούλιας Γκανάσου

  

gonypeteisΤζούλια Γκανάσου, «Γονυπετείς – Μια πορεία προς την αρχή», Εκδ. Γκοβόστη

 

 

Μέρος 1ο

Υπέρ Πίστεως

 

Δεν γνωρίζω πότε ακριβώς πρέπει να σκύψω, να σύρω τις παλάμες και τα γόνατα, να αρχίσω. Ένας άγνωστος μού πρότεινε να επιλέξω αυτήν τη στάση όσο πιο άμεσα. Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπό του, μόνο η φωνή του μου εντυπώθηκε: ήταν μπάσα και σκληρή, γεμάτη ανησυχία. Πριν φύγω, δεν αποχαιρέτησα. Τώρα πλέον το μετανιώνω. Με ένα φορτίο ενοχής ως τα ακροδάχτυλα και με μια αίσθηση προσήλωσης στον στόχο ετοιμάζομαι: τεντώνομαι, τρίβω με δύναμη τα γόνατα, τινάζω τα χέρια και τα πόδια. Μια γυναίκα με περούκα με σκουντάει. Στραβώνει η κόμη, την προδίδει. Μουρμουρίζει: «Είναι πολύ νωρίς, θα εξαντληθείς». Δεν φαίνεται καθαρά το πρόσωπό της, μόνο μια τούφα από τρίχες καστανές, συνθετικές πάνω στο κούτελο. Κοιτάζω τριγύρω αναποφάσιστη. Κάποιοι ήδη βρίσκονται στα τέσσερα, σε στάση σκύλου που περιμένει να ορμήσει, άλλοι κάθονται οκλαδόν διαβάζοντας ή συνομιλώντας, μερικοί ξαπλώνουν και κοιτάζουν ψυχρά τον ουρανό, πολλοί δειλιάζουν – στέκονται όρθιοι μετέωροι σε συλλογισμούς που τους κρατούν συντροφιά μαζί με τις ελλείψεις τους. Ορισμένοι ψιθυρίζουν αργά μια προσευχή. Παλαιότερα προσευχόμουν συχνά. Το βράδυ επαναλάμβανα το δημοφιλές «Πάτερ υμών», την ημέρα προτιμούσα τους «Χαιρετισμούς». Έχω καιρό να απευθυνθώ στους Παντοδύναμους. Λέτε να με έχουν ξεχάσει;

Το πλοίο φτάνει στο λιμάνι. Τα λευκά, άσπιλα σπίτια αστράφτουν κάτω από το πρωινό φως. Ένα αεράκι φέρνει στον νου την ορμή της εφηβείας, κερνάει τη γλώσσα με αρμύρα. Οι επιβάτες κατεβαίνουν: άλλοι στα δύο, άλλοι στα τέσσερα, κάποιοι επάνω σε αγκαλιές ή σε φορεία. Ένας δρόμος οδηγεί μέχρι τον λόφο όπου βρίσκεται ο ναός. Και βέβαια θα φτάσω ως επάνω! Και μάλιστα αρχόντισσα! Τι σκέφτεστε; Μα δεν έκανα αυτό το ταξίδι για να χάσω! Η υγρασία εντείνει το τρέμουλο στη δεξιά παλάμη, στριμώχνει τις φοβίες στη θέση των νυχιών. Το βλέμμα αγκιστρώνεται στο στήθος μιας μεσήλικης γυναίκας με γκρι, αυστηρό πουκάμισο: φοράει τρεις χρυσούς σταυρούς, κρατάει ένα προσευχητάριο στο χέρι, σίγουρα λοιπόν πρέπει να ξέρει.

«Δεν υπάρχει σωστή απάντηση», αποκρίνεται. «Μόνο ένα μονοπάτι που βγάζει ως εκεί. Είναι η πιο ασφαλής επιλογή».

Δεν με ικανοποιεί. Η φωνή της προδίδει απροθυμία, σαφώς μυστικοπάθεια. Η άγνοια λοιπόν με βασανίζει. Πρέπει να ανακαλύψω ποια είναι η πιο ολοκληρωμένη εκδοχή σε αυτήν τη διαδικασία για να τα κάνω όλα σωστά, για να επιτύχω. Με τυραννάει η υποψία ανεπάρκειας. Πώς θα μπορέσω να ζητήσω, αν δεν έχω πρωθύστερα προσφέρει στον βωμό;

Στο κατάστρωμα, δίπλα στο κατάρτι, ένα νεαρό αγόρι χαϊδεύει τους μηρούς μιας νεαρής κοπέλας, τους σφριγηλούς καλλίγραμμους μηρούς που είναι σφιχταγκαλιασμένοι σε στάση σταυροπόδι, καθώς το αγορίστικο χέρι ψάχνει τρόπο να εισχωρήσει ανάμεσά τους, να βρει τον δρόμο ως την πηγή -όπως κι εγώ αυτήν την ώρα- τον δρόμο ως τον κρουνό των υποσχέσεων. Το εφηβικό χέρι γίνεται ξάφνου νεανικό κι ύστερα βαρύ αντρικό και το θυμάμαι. Χαϊδεύει με μια ζέση που μετατρέπεται σε δύναμη. Με παρασύρει. Θέλω να ανοίξουν οι κοριτσίστικοι μηροί, να γίνουν σκέλια υγρά και μυρωδάτα, να επιτρέψουν στο αρσενικό χέρι να κινηθεί ως τη σπηλιά, ώσπου τα σώματα να νιώσουν τις ανάσες ως τη μόνη επιλογή και την αφή ως μερτικό από ληστεία στα αποθέματα του χρόνου, ώσπου τα σώματα να δικαιώσουν την ανάγκη για επαφή και να αφεθούν αργά στην ηδονή – όπως κι εγώ τότε (μετά από τόσα χρόνια) σε ευλογημένο υπερβατικό ερεθισμό

Αυτό ήταν το αμάρτημα;

Θα σκύψω τώρα, το αποφάσισα! Θα βγω έτσι από το πλοίο. Θα βολέψω το σώμα μου στα τέσσερα να εξοικειωθεί για να μπορέσει τελικά να ανταπεξέλθει. Ας βρούμε το κατάλληλο σημείο για την εκκίνηση: δεν θέλω να έχει πολύ κόσμο, προτιμώ να μην μυρίζει, θέλω να είναι καθαρό. Δεν αρχίσαμε καλά! Δεν πρέπει επ’ ουδενί να σκέφτομαι έτσι. Όλα είναι «καθαρά» στον δρόμο προς Εκείνη, την πανύμνητη μάνα, τη φωτοδόχο λαμπάδα, όλα είναι αγνά, αθώα, μαγικά

Και όλα επιτρέπονται;

Στα ρουθούνια φτάνει καπνός από τσιγάρο. Ξυπνάει τη ροπή προς την παρανομία, τη στιγμιαία ατασθαλία, την ερώτηση. Υπάρχει κάτι που δεν έλαβα υπόψη; Μια δεύτερη ευκαιρία – αυτό τους ζήτησα, τους είχα δώσει όλο τον χρόνο μου, δεν είχε αποτέλεσμα. Σας το δηλώνω ευθαρσώς: με τρομάζει η αδυναμία να εντοπίσω την κατάλληλη στιγμή κατά την οποία πρέπει να ξεκινήσω, να συνεχίσω ή να αποχωρήσω. Ας πούμε… Όταν μας ανακοίνωσαν τα νέα, ήταν απόγευμα. Στην οθόνη τρεμόπαιζε η τελευταία εν δυνάμει ανακάλυψη. Τεχνητά κύτταρα – πολεμιστές θα εισέρχονται στο σώμα αναζητώντας, ανακαλύπτοντας και τελικά κατατροπώνοντας τα κακοήθη κύτταρα σε οποιαδήποτε παθογενή περιοχή. Μέσα στον χώρο αντηχούσε μια κλωτσιά. Ακόμη θυμάμαι ότι αντέδρασα αφού άφησα τον ήχο της να σβήσει.

«Θα το παλέψουμε» του είπα. «Θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά! Θα κλέψουμε αν χρειαστεί, θα εξαπατήσουμε, θα…»

Εκείνος με κοίταξε και έγνεψε, ενώ συνέχιζε να μασουλάει καρύδια προσπαθώντας να ανοίξει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.

Ένας άντρας στα τέσσερα, με ένα σπινθήρα στα κόκαλα του σβέρκου που εξέχουν σχεδόν προκλητικά, με προσπερνάει με ταχύτητα. Αγγίζει ανεπαίσθητα τους κάβους, περνάει τη διαβάθρα, κατεβαίνει στη στεριά. Έχει το βλέμμα στυλωμένο στον ναό πάνω στον λόφο: η προσήλωσή του με ξενίζει, φθονώ και συγχρόνως τον θαυμάζω. Εστιάζω: αν βάλω τη δεξιά παλάμη στο τσιμέντο και ύστερα την αριστερή και ακολουθήσουν τα γόνατα, θα βρεθώ τότε στα τέσσερα, θα αρχίσω να κινούμαι. Έτσι μπράβο Σκύβω πολύ κοντά στο έδαφος, δεν έχω χάσει χρόνο, πράγματι βγήκε πολύς κόσμος, μα άλλος τόσος περιμένει στη σειρά. Δεν υπάρχει ιδανικό σημείο εκκίνησης. Το πρώτο βήμα είναι δύσκολο. Το πρώτο βήμα λοιπόν πρέπει να γίνει.

Συγνώμη, αν ομολογήσω όλα όσα έχουν συμβεί, θα είμαι σε θέση να ζητήσω; Κι αν ναι, τι θα αιτούμουν ακριβώς; Δεν είμαι σίγουρη. Ίσως παράταση του χρόνου. Ή υπερδύναμη. Μια θέση ίσως στον ήλιο. Βλέπετε, δεν βρίσκομαι εδώ για τον λόγο που φαντάζεστε. Πρέπει αυτό να σας το πω.

Τα πέλματα στριμώχνονται το ένα δίπλα στο άλλο. Τα γόνατα τοποθετούνται κάθετα. Οι παλάμες αγγίζουν το έδαφος, είναι κρύο και μυρίζει μια ζωική εκδοχή ικανοποίησης. Το βάρος μου στα τέσσερα φαντάζει υπερδιπλάσιο, είναι αδύνατον λοιπόν να ελιχθώ. Πρέπει να εφεύρω έναν νέο τρόπο κίνησης που να επιτρέπει στον όγκο μου να προχωράει παρά τον πρόσθετο σωρό. Το σώμα μου δεν είναι ακριβώς «κανονικό»: απόκτησε ένα ακόμη μέλος από όταν πίστεψα ότι μπορώ να φτερουγίζω, από όταν έδωσα το πρώτο παράνομο φιλί. Σας λέω την αλήθεια. Το νέο μέλος επηρεάζει συχνά τη θέαση του κόσμου, πολλές φορές και την οπτική γωνία της αφήγησης. Είναι σκανταλιάρικο, απείθαρχο, ανεξάρτητο! Ωστόσο δεν θα του επιτρέψω να εμποδίσει την πορεία μου εδώ. Θα προσέξω ιδιαιτέρως ώστε να μην με επηρεάζει.

Όμως δεν μου είπατε: στην περίπτωση που φτάσω στο πολυπόθητο σημείο και ικανοποιώ τις απαιτήσεις, είναι σίγουρο πως θα αποζημιωθώ;

Ω, δε με νοιάζει! Τι ρωτάω; Μου φτάνει που βρίσκομαι κοντά Σου! Είναι αλλιώτικα εδώ κάτω, οφείλω να το πω. Όλα μοιάζουν τεράστια. Τα χτίσματα στο λιμάνι σχηματίζουν ψηλό οχυρό καλωσορίσματος. Οι στύλοι της ηλεκτροδότησης δεσπόζουν σαν ξεδιάντροποι ακροβάτες. Τα δέντρα αγγίζουν πλέον τον ουρανό. Το ένα γόνατο, το δεξί, σηκώνει το βάρος μου ευχάριστα. Το αριστερό είναι αδύναμο. Επιπλήττω τον εαυτό μου – η δύναμη πηγάζει από μέσα, πες το: «Η δύναμη πηγάζει από μέσα μας». Παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά κι ένα βήμα. Ύστερα δεύτερο. Δεν είναι εύκολο

«Η δύναμη πηγάζει από ψηλά!»

Πες το.

«Η δύναμη πηγάζει από»

Στερεώθηκε στα πόδια, γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε: ο γιος μου χαμογέλασε σηκώνοντας το αριστερό πέλμα.

«Έλα, αγάπη μου, μπορείς!»

Οι παλάμες στηρίχτηκαν επάνω στο τραπέζι, το σώμα τραμπάλισε αμήχανα.

«Δεν πειράζει! Συνέχισε. Θα πέσουμε – θα σηκωθούμε! Θα χτυπήσουμε – θα περάσει!»

Όχι, δεν ήταν απλό. Έστρεψε το κεφάλι προς τα πάνω.

«Μαμά, πού πάει ο ουρανός;»

Είχε μιλήσει πολύ γρήγορα. Ή είχε αργήσει πολύ να ορθοποδήσει. Δεν μας ένοιαζε: έφτανε που είχε δραπετεύσει από τον σωλήνα.

«Μαντάμ, θα προχωρήσεις;»

Ένας εύσωμος άντρας στα τέσσερα βήχει ηχηρά.

«Σας παρακαλώ, μην βήχετε επάνω μου!»

«Είσαι στη γέφυρα, μαντάμ. Αν δεν μπορείς, κάνε στην άκρη!»

Κοιταζόμαστε για λίγο και αποστρέφουμε το βλέμμα. Στην άκρη του στόματός του διαγράφεται ένα χαμόγελο ειρωνείας. Πιστεύει πως εκείνος θα φτάσει επάνω, ενώ εγώ Σε γελάσανε, φιλάρα! Θα φας το χώμα μου, σου λέω! Βγάζω ιαχή πολεμική. Εννοείται ότι θα είμαι η νικήτρια! Έχω κίνητρο εγώ, έχω και τύψεις.

«Δεν είναι καφενείο εδώ!»

«Κινηθείτε!» φωνάζουν κάποιοι από πίσω.

Κινούμαι όσο πιο γρήγορα γίνεται δεδομένης της κατάστασης. Οι ηλιαχτίδες αναδεικνύουν τη σκόνη που αιωρείται, μας διαχωρίζει καθώς μας συντροφεύει, εισπνέουμε τους κόκκους της, μας καθιστούν υποτελείς. Η γέφυρα βγάζει στον δρόμο που φτάνει ως τον λόφο, μέχρι τον ναό. Το τσιμέντο εδώ είναι σκληρό, δεν υπάρχει ίχνος από χώμα. Οι ήχοι αποκτούν μια ιδιότροπη απόχρωση. Πλαταίνει ο χώρος. Μια κόρνα μου τρυπάει τα αφτιά. Κοιτάζω καχύποπτα τριγύρω. Μια ανατριχίλα διαπερνάει όλο το σώμα, μια εφήμερη επίγνωση: το να υποφέρουμε – το να υπομένουμε στωικά, μας φέρνει πιο κοντά στη λύτρωση, μας φέρνει δίπλα στον Θεό.

Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις. Χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις. Χαῖρε…

«Γιατί πάτε;»

Ένας μεσήλικας με κίτρινο πουκάμισο με σταματάει. Βρίσκεται στα τέσσερα στην πρώτη γωνία, στο πεζοδρόμιο. Μασουλάει φύλλα δυόσμου. Έχει παχιές ρυτίδες σαν αστραπές πάνω στο κούτελο. Έχει την ίδια ανάσα με τον γίγαντα, το ίδιο βλέμμα με τον γίγαντα, μάτια που δεν αγρίεψαν στην πορεία της ζωής, φωνή γαλήνια.

«Εγώ πηγαίνω μια φορά τον μήνα εδώ και καιρό» λέει χωρίς στόμφο. «Με βοηθάει να συνεχίζω».

«Σας βοηθάει πραγματικά;»

«Μου δίνει χρόνο, ενώ οι γιατροί με έχουν ξεγράψει».

«Και πάτε όλο αυτόν τον δρόμο έτσι στα τέσσερα;»

«Πάω όσο μπορώ Με κάποιον τρόπο πάντως κατορθώνω πάντοτε και φτάνω».

«Τότε θα ξέρετε να μου πείτε αν ξεκίνησα σωστά και τι ακριβώς πρέπει να κάνω!»

Ο άντρας με το κίτρινο πουκάμισο ξεσπάει σε γέλιο ηχηρό, όχι σαρδόνιο ή χαιρέκακο, αλλά εγκάρδιο, σαν να άκουσε το πιο εύστοχο αστείο. Μου προσφέρει λίγο δυόσμο, καθώς το σώμα του δονείται από τα χάχανα. Αρπάζω τα φύλλα και τα χώνω βαθιά μέσα στην τσέπη, δεν ξέρεις πού και πώς θα χρειαστούν.

Το σώμα αρχίζει να συνηθίζει έτσι στα τέσσερα. Ένα βήμα κάθε φορά, όπως κάνουν τα μωρά. Παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά, επόμενη παλάμη, επόμενο γόνατο Τα καταφέρνω! Άλλη μια προσπάθεια. Θα αρχίσω λοιπόν να αφηγούμαι. Θα σας πω – θα Της πω όλη την αλήθεια για να επικαλεστώ τη συμπόνια, για να προστρέξω ίσως στην εύνοια. Μα δεν τα ξέρει ήδη; Ναι, αλλά θέλει να τα ακούσει από μένα, να νιώσει ότι αναγνωρίζω το ατόπημα, ότι μετανοώ. Υπάρχει ωστόσο ένα ζήτημα: μου είναι αδύνατο να μιλήσω για την ημέρα της οργής, της ορμής, της άγριας χαράς. Είναι αποδεκτό ή θα έχω επιπτώσεις; Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις. Χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις. Το νέο μέλος του σώματος που σας ανέφερα πιο πριν – το αριστερό μου κεφάλι εκδηλώνει φαγούρα. Σηκώνω την παλάμη που τρέμει, της επιτρέπω να ξύνει την κορυφή του κρανίου, ανακουφίζομαι. Εφόσον με ρωτάτε αν θα άλλαζα κάτι, το αριστερόστροφο στόμα απαντάει πως θα τα έκανα όλα όμοια εκείνη τη μέρα. Ναι, θα έκανα ακριβώς τα ίδια και ίσως τελικά περισσότερα!

Δεν είναι όμως ετούτο το έγκλημα. Ω, μα σας είπα δεν έχω έρθει εδώ για τον λόγο που σκέφτεστε. Είναι πολύ πιο περίπλοκο. Δεν είμαι βέβαιη ότι θα πάρετε το μέρος μου εύκολα, γι’ αυτό θα σας εξηγήσω τα πάντα.

Μπροστά σε ένα κατάστημα με κομποσκοίνια, μια γυναίκα τραγουδάει δυνατά ένα παιδικό τραγούδι. Η φωνή της άδεια, στεγνή, χωρίς ηχόχρωμα με κάνει να σαστίζω. Τριγύρω ακούγονται πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν, σκυλιά που εκπληρώνουν την αποστολή τους γαυγίζοντας. Από ένα μισάνοιχτο παράθυρο, μια ηλικιωμένη υπενθυμίζει σε ένα νήπιο να μην βγάλει το πορφυρό πανωφόρι. Η φωνή της έχει μια έκφανση απόγνωσης. Τη φωνή μου δεν μπορώ να τη συλλάβω, τουλάχιστον όχι όπως την ακούν οι υπόλοιποι. Την ηχογράφησα, αλλά δεν τόλμησα να την αφήσω εκτεθειμένη σε εκείνους που έμειναν πίσω. Την έκρυψα. Ξέμεινε έτσι ένα αντίο μες στο συρτάρι πλάι στα εσώρουχα, δίπλα σε χρήματα που τοποθετήθηκαν εκεί τελείως κρυφά. Χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα. Χαῖρε… Ναι, αντιλαμβάνομαι ότι αμάρτησα: υλοποίησα βλασφημία νοερή, εκούσια σαφώς και ακούσια, πίστεψα στην καφεμαντεία, δεν κατόρθωσα να είμαι σαρκικά εγκρατής στις γιορτές, υπέπεσα σε πονηρούς λογισμούς, έδωσα κακές συμβουλές, εφεύρα ψευδείς δικαιολογίες, υπήρξα φιλόδοξη, επιπόλαια, ισχυρογνώμων, γοητεύτηκα από έξαλλη μουσική, υπέκυψα εντέλει στον πόθο. Όχι, δεν είναι άσεμνη ετούτη η στάση! Είναι πρόστυχος ο τρόπος που σκέφτεστε! Δεν είμαι εγώ προκλητική, αλλά η ματιά σας επάνω μου! Εστιάζετε στα σημεία που επιλέγετε άκριτα, στα κομμάτια του σώματος που σας έχουν υποδείξει να βαθμολογείτε. Το ομολογώ: μου άρεσε πάντα η στάση στα τέσσερα, ήταν η πιο εύφορη οδός προς την ηδονή. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί. Ίσως επειδή συνομιλεί με την αρχική καταγωγή των ειδών μας ή επειδή οι ματιές των εραστών δεν συναντιούνται, και έτσι εκείνοι μπορούν να φαντάζονται ό,τι και όποιον διαλέγουν. Θεωρούσα ότι είναι η καλύτερη θέση. Δεν ήξερα

Η γυναίκα με τα πολύχρωμα ρούχα συνεχίζει να τραγουδάει μαζί με κάποιους που ψέλνουν. Ένα μωρό πίσω από τα κάγκελα σπάει δυνατά ένα αυγό. Το ασπράδι διανύει την πορεία ως το έδαφος, προετοιμάζει το πεδίο για τον κρόκο. Ένα μάτι σχηματίζεται στον δρόμο, ένας πορτοκαλί αφράτος οιωνός. Ποντίκια αρχίζουν να τρέχουν στα καλντερίμια ανάμεσα στα ολόλευκα σπίτια. Λένε πως όταν τα τρωκτικά απομακρύνονται, πρόκειται να πιάσει φωτιά. Κοιτάζω τριγύρω. Κανένας δεν μοιάζει να νοιάζεται. Όλοι πάνε προς τα δεξιά. Θα ακολουθήσω λοιπόν και θα δω. Ή μήπως όχι; Κάποιοι σηκώθηκαν, δεν άντεξαν την επαφή με το έδαφος. Αισθάνομαι ωραία που δεν με τριγυρίζει αυτή η ανάγκη, νιώθω ανώτερη. Αμαρτάνω κι αυτήν τη στιγμή, έτσι δεν είναι; Το ομολογώ. Ήμουν ευκατάστατη, μορφωμένη, ευπαρουσίαστη. Δεν μου άρεσε η κατασκήνωση, τα ρούχα από δεύτερο χέρι, το ταχίνι με μέλι. Προτιμούσα τα ψυχρά πρωινά στο βουνό, τα ανοιξιάτικα μεσημέρια στη θάλασσα, το σούρουπο στην πεδιάδα. Οραματιζόμουν μια λειτουργία που θα ανέπτυσσε μια νέα διαδικασία ευζωίας: επιθυμούσα να ανακαλύψω κάτι ριζικά καινοτόμο που θα μπορούσε να παρατείνει ζωές, ήθελα να χαρτογραφήσω τις άγνωστες ζώνες στο ανθρώπινο κύτταρο, μελετούσα πώς θα ήταν αν ζούσαμε σε έναν κόσμο φτιαγμένο για γίγαντες και ήμασταν εμείς τα μυρμήγκια.

Αμάρτησα βέβαια! Μετανοώ! Υπέκυψα στον θαυμασμό της παγκοσμιοποίησης, υπήρξα ανυπάκουη στον τυφλό εθνικισμό, συμπορεύτηκα με αιρετικούς επιστήμονες – ψευδοπροφήτες, με παρακίνησαν αισχρές επιθυμίες, βίωσα οργή όταν με απέτρεψαν από το να ξεπεράσω τα όρια, συνήθισα το κουτσομπολιό, δωροδόκησα τουλάχιστον έναν γιατρό. Κι όμως, τώρα, σε αυτήν τη στάση, με τον κόσμο να μοιάζει γιγάντιος, χάρτινος και τόσο ιλαρός, με τις ξένες πατούσες μπροστά μου -τα άγνωστα πέλματα που μαύρισαν ήδη- με τη γη να προσφέρει κατάλυμα, χάδι, αγκαλιά, ναι σε αυτήν την αλλαγή της κατάστασης του σώματος και εντέλει του νου, το αίσθημα τεντώματος των μυών προκαλεί υπερηφάνεια, αναπόφευκτα τέρπει: προσεγγίζω επιτέλους μια άλλη εκδοχή ύπαρξης με νέους κανόνες που ανατρέπουν τα όρια, επαναπροσδιορίζουν τα σύνορα, γίνομαι σταδιακά κάτι άλλο.

Εντάξει, θα σας αποκαλύψω το πιο κρυφό μυστικό: δεν βγήκα σε αυτόν τον δρόμο με στόχο την ίαση, αλλά την επιβεβαίωση μιας ανακάλυψης. Έχω συλλέξει στοιχεία. Πιστεύω ακράδαντα πως αν το πάσχον σώμα αναπτύξει ένα νέο είδος ισχύος, μια εξελικτική υπερδύναμη η οποία θα εδράζει στο ανεξερεύνητο κομμάτι του εγκεφάλου, θα ισοσταθμίσει τελικά τις παθήσεις.

Τι άλλο να πω;

Όχι! Δεν βγήκα στον πηγαιμό μόνο γι’ αυτό. Το ομολογώ.

Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα. Χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα. Παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά, πάμε πάλι. Προχωράω με γνώμονα λοιπόν τον σταυρό πάνω στον λόφο, χωρίς να ξέρω με ακρίβεια πού πάω. Από εδώ, από το σημείο όπου βρίσκομαι τώρα, τα οικήματα δεν μοιάζουν φιλόξενα. Οι κάδοι απορριμμάτων φαντάζουν θεόρατες κοιτίδες πεταμένης ζωής – απειλής. Οι κολώνες γίνονται στυγνοί δεσμοφύλακες. Να πάω δεξιά όπως όλοι; Όχι, βέβαια! Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι! Αν επιλέξουν δηλαδή να πνιγούν, θα τους πάρω από πίσω; Ωραία, τότε θα πάω ευθεία. Κι αν χάσω τον δρόμο; Δεν είμαι βέβαιη Μήπως να ακούσω το αριστερό μου κεφάλι; Ή ίσως τελικά τις μυρτιές; Με προσκαλούν να αλλάξω πορεία, να τις διαβώ προς τον ουρανό, να εμπιστευτώ τα κλαδιά, τη φυλλωσιά, τις κουφάλες, να θυμηθώ την καρέκλα μπροστά από τα κάγκελα, την γυρισμένη πλάτη τού πρώην άντρα μου στο μπροστινό μπαλκόνι την εποχή που

«Έλα να δεις! Η απέναντι πάει στο μπάνιο και ο δικός της την περιμένει στον καναπέ. Τρεις μέρες έχουν να βρεθούν, παιδιά, πράγματα! Εμείς στην ηλικία τους»

Στρέψαμε τις καρέκλες προς την πολυκατοικία που βρισκόταν διαγώνια. Καθίσαμε εκ νέου πλάι πλάι αναβάλλοντας. Στραγάλια έπεσαν από τη χούφτα. Ο ήχος που έκαναν κατά την πρόσκρουση στο μωσαϊκό επανέφερε τα πράγματα σε μια ροή κανονικότητας, σε μια περίσταση συνήθειας.

«Οι πάγκοι στη λαϊκή ξεπούλησαν σήμερα» σχολίασε βαριεστημένα ο πρώην άντρας μου.

«Ο κυρ Γιώργος πώς πήγε;»

«Χάλια! Το κρέας είναι είδος πολυτελείας».

«Πρέπει να πάρουμε απόφαση για»

«Χοχο! Κοίτα, της βγάζει την μπλούζα! Όχι, ρε φίλε, μην τραβάς την κουρτίνα!»

«Μελέτησες τα δεδομένα της πρότασης για την κλινική δοκιμή;»

«Για δες! Βγήκε η όμορφη του ισογείου με άσπρη φούστα και κόκκινο εσώρουχο!»

«Έλα, λοιπόν, σοβαρέψου! Πρέπει να διαλέξουμε απόψε!»

«Σε λίγο, όταν κλείσουν οι κουρτίνες, τα φώτα, τα πατζούρια, οι πόρτες.»

Μα πώς βρέθηκα εδώ; Αυτός ο τοίχος δεν με βοηθάει να αποφασίσω αν θα πάω δεξιά με τους υπόλοιπους ή αριστερά πλέον μόνη. Ναι, αυτή η ψυχρή, πλινθόκτιστη κατασκευή, που μυρίζει ασβέστη, θυμίαμα, ούρα, δεν μου αφήνει περιθώριο για να συγκεντρωθώ. Μια οδυνηρή υγρασία διαπερνά τους ιστούς, φτάνει στα κόκαλα, τα ροκανίζει. Η πλάτη στραβώνει από τη στάση του σώματος, έτσι στα τέσσερα, τα κεφάλια βαραίνουν. Ένα υπόκωφο μούδιασμα διαπερνά τη ραχοκοκαλιά και την ορίζει. Μια ανασφάλεια στυφή με πλημμυρίζει: η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει -ο χρόνος δεν κάνει ποτέ διακρίσεις- αν χάσεις μια ευκαιρία, δεν είναι βέβαιο πως θα την ξαναβρείς. Γιατί συμβαίνει ετούτο σε εμένα; Ναι Γιατί σε εμένα συνέβη όλο αυτό;

Ο θεϊκός ορισμός δεν ακολουθεί ποτέ τη λογική του ανθρώπου. Έτσι δεν μας έχουν πει; Άρα είναι προδιαγεγραμμένη η μοίρα μας; Μα αν φλερτάρετε με αυτήν την ιδέα, γιατί βρίσκεστε εδώ; Αν πιστεύετε ότι όλα είναι προγραμματισμένα εκ των προτέρων, γιατί συνεχίζετε να αγωνίζεστε ακόμα; Γιατί επικαλείστε τη δική Της παρέμβαση; Χαῖρε, στεῤῥὸν τῆς Πίστεως ἔρεισμα. Χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα. Ρωτήστε με λοιπόν κάτι άλλο. Όπως, ας πούμε, αν μας είχε απομείνει άλλη επιλογή τότε ή αν τις εξαντλήσαμε όλες. Αν βαλθήκαμε να το «παίξουμε» για λίγο θεοί ή αν χωρέσαμε σε μια αγκαλιά όλες τις ώρες. Σκέφτομαι Μήπως να έγερνα εδώ να ξαπόσταινα; Να ξάπλωνα για λίγο ανάσκελα, να χάζευα τα περιστέρια που πετούν χαμηλά, να τα ακολουθούσα κρυφά στις οικείες τους και να έγερνα πλάι τους αργά και απαλά Δεν εμπιστεύομαι τόσο το σώμα, δεν είναι αξιόπιστος σύμβουλος, μου στέλνει εικόνες από στρώματα αφράτα, από άμμο ζεστή και απαλή. Θα ήθελα να κουρνιάσω και να μου φέρνει ο γιος μου αχνιστό φαγητό, να με σκεπάζει και να χαϊδεύει κάθε φορά ό,τι ακριβώς του ζητάω, να ξαπλώνει τη νύχτα στο πλάι μου όπως κάναμε όταν ήταν μωρό γιατί εγώ τον γέννησα εντέλει, εγώ τον μεγάλωσα, εγώ του έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, μου χρωστάει τα πάντα! Πού είναι τώρα που βρίσκομαι ξαφνικά στην ανάγκη του;

Όχι, δεν θα αμαρτήσω εκ νέου! Δεν θα αναζητήσω στους άλλους τον ένοχο. Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό της παραίτησης. Παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά Το δεξί χέρι προχωράει με δυσκολία. Το τρέμουλο εντείνεται. Κάθε απόσταση που διανύει η δεξιά μου παλάμη μοιάζει πολύ πιο μεγάλη από την προηγούμενη, ακόμη πιο δύσβατη. Χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος Ένας μικρός στόχος κάθε φορά, έτσι μου έλεγε διαρκώς η γιαγιά μου. Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα. Χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα. Ένας μικρός στόχος

Ένα είναι βέβαιο: αυτός ο ασβεστωμένος, βρώμικος τοίχος που βρίσκεται πλάι μου, δεν με βοηθάει να προχωρήσω. Όλοι κατευθύνονται προς τα νότια, απέναντι. Το επέλεξαν ή ακολουθούν όπως πάντα τον όχλο; Μια νευρική γυναικεία φωνή μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο: υπάρχει ένα μονοπάτι δίπλα στον δρόμο, εκεί βρίσκεται ένας τάπητας θαυματουργός! Ναι, εκεί δεν γδέρνεται καθόλου το δέρμα! Προσπαθώ να κοιτάξω προς το μέρος αυτής της γυναίκας, αλλά μια σουβλιά διαπερνάει τη σπονδυλική μου στήλη, από τον αυχένα μέχρι τον κόκκυγα. Είναι απειλή. Ποτέ δεν υπάκουσα πιστά το κορμί. Ούτε κι εσείς φαντάζομαι Ούτε κι εκείνοι που βρίσκονται απέναντι. Λέτε εκεί να προσφέρουν νερό; Στέγνωσε ο λαιμός μου, αλλά δεν επιτρέπεται ούτε καν να το σκέφτομαι. Λέτε να προσφέρουν δροσιστικό φαγητό; Δεν είπαμε; Πώς θα επιτύχουμε τον στόχο αν δεν κοπιάσουμε, αν δεν τιθασεύσουμε τελικά τις ανάγκες, αν δεν αφιερωθούμε αποκλειστικά; Ένας εφικτός σκοπός τη φορά (έτσι είπαμε), ένα ανθρωπόμορφο πλήθος στα τέσσερα (αυτό είδαμε), μια εικόνα παρέλασης λίγο στρεβλής, μια ασθμαίνουσα φόρτιση σε πρόσωπα που προσδοκούν αφοσιωμένα…

 

 

Οπισθόφυλλο:

 

Μια γυναίκα στα τέσσερα ξεκινάει μια ανάβαση για να υλοποιήσει μια ικεσία, ένα τάμα.

Οραματίζεται το θαύμα.

Έχει εξαντλήσει όλες τις επιλογές.

Το ίδιο και όσοι στέκονται στα γόνατα παράλληλα με εκείνη.

Ωστόσο δεν βρίσκεται στο δρόμο για τους λόγους που φαντάζεστε.

Δεν βγήκε καν στον πηγαιμό για τους λόγους που δηλώνει, τουλάχιστον στην αρχή.

Μια ιστορία για τη δύναμη της πίστης, μια πορεία εξομολόγησης, ένα σκανδαλώδες μανιφέστο για τον πειραματισμό, τη δοκιμή, την εξερεύνηση, για ό,τι κάνει το ανέφικτο να μοιάζει εφικτό.

 

Ganasou

 

Η Τζούλια Γκανάσου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών και στο Παν/μιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία (ως υπότροφος) στο Παν/μιο της Σορβόννης και στο Παν/μιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.. Βιοπορίζεται από την πληροφορική. Διηγήματα και άρθρα της για τη λογοτεχνία δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.

Έχει εκδώσει τα βιβλία:

«Σε μαύρα πλήκτρα» (Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2006 – αποσπάσματα συμπεριλαμβάνονται στη συλλογική έκδοση του Παν/μίου του Εδιμβούργου «Παγκοσμιουπόλεις»).

«Ομφάλιος λώρος» (Μυθιστόρημα, Εκδ. Γκοβόστη 2011 – συμμετοχή στα: 4ο Διεθνές Φεστιβάλ στο Dasein, 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών της Αθήνας, 9ο  Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών της Γλασκώβης).

«Ως το τέλος» (Νουβέλα, Εκδ. Γκοβόστη 2013 – υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» του λογοτεχνικού περιοδικού «Κλεψύδρα» & για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014»).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top