Fractal

Διήγημα: «Γνήσιο δέρμα»

Της Πολυτίμης Λινάρδου // *

 

f15

 

Κι ενόσω προσπαθείς να ανακουφίσεις τις φτέρνες σου από το ασφυκτικό σφίξιμο των καινούργιων παπουτσιών, ακούς τους άλλους να ψιθυρίζουν σαν να βαριανασαίνουν συριχτά, σαν να ρουφούν την μύτη τους, δήθεν κατά λάθος, ενώ θα ’πρεπε να την φυσούν διακριτικά . Αφού σκοπός τους είναι να αποσπάσουν την προσοχή από τις λαθραίες κινήσεις των χεριών, των ματιών, της πλάτης, του αγκώνα και φυσικά των χειλιών. Καταγράφεις ακόμα και το τικ τακ του ρολογιού στο κέντρο της αίθουσας, πάνω ακριβώς από τον μαυροπίνακα, κολλητά δίπλα στους τρεις Ιεράρχες, φωστήρες και προστάτες των μαθητών, που αυτή τη στιγμή κλωθογυρίζουν τα γραπτά τους στα θρανία, μαζί και τον πισινό τους. Στριφογυρίζεις και εσύ μαζί τους. Να δοκιμάσεις να τα βγάλεις για λίγο, τρίβοντας τις ερεθισμένες φτέρνες; Ανάθεμα στην φετινή μόδα των Oxford δετών. Σκύβοντας, βλέπεις τον Μίκαελ να έχει ανοίξει το βιβλίο πάνω στα γόνατα, σε λάθος σελίδα, καθώς διακρίνεις τη φωτογραφία του Κοραή και του Καποδίστρια με υπερμεγέθη, ζωγραφιστά μουστάκια. Και τότε βλέπεις τον Σταύρο από δίπλα του, να γέρνει μπροστά. Κρατάει τις παλάμες του φυλακισμένες ανάμεσα στα μπούτια του, ενώ το στυλό του αράζει κάθετα πάνω στην τρίτη ερώτηση, κεντώντας με την μύτη του το πρώτο υποερώτημα, αναμφισβήτητα το πιο ζόρικο. Σιγά μη το ξέρει. Το πουλί του προσπαθεί να μαντρώσει, αφού η Λίντα μπροστά του τουρλώνει τον πισινό της μεγαλόπρεπα. Και ενώ ετοιμάζεσαι να το τολμήσεις, να ακουμπήσεις τις ρόδινες φουσκάλες με το διάφανο υγρό, δώρο των μοδάτων παπουτσιών, αναρωτιέσαι γιατί φοράει πάντα χρωματιστό στρινγκ βρακί που πάντα ξεφεύγει, δήθεν τυχαία ,από το στενό της τζιν . Η κοπέλα είναι τεράστια, οι γλουτοί της είναι τεράστιοι, το εσώρουχο λιλιπούτειο αλλά ερεθιστικά ζωηρό. Το βλέμμα του Σταύρου αδυνατεί να εστιάσει κάπου αλλού . Πόσο μάλλον να επιστρέψει στο ερωτηματολόγιο. Εκεί που δεν το περιμένεις, ιχ, ιχ, ιχ ακούγονται λυγμοί. Πας στοίχημα ότι η Κορίνα ξανάνοιξε τις κάνουλες. Και με αγανάκτηση διαπιστώνεις, περισσότερο λόγω πείρας παρά λόγω τεκμήριων, ότι η κακή μοίρα των μαθητών επέστρεψε σ αυτήν την τάξη. Κρίση πανικού το όνομά της. Τα λόγια πλέον είναι περιττά. Η Κορίνα όμως ετοιμάζει αντεπίθεση. Προφανώς είναι υπέρ διαβασμένη. Είσαι περίεργη. Θα οπλίσει το στυλό της; Θα πιάσει την άσκηση από τα μαλλιά, ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις; Ή θα μπήξει τα κλάματα τρεκλίζοντας προς την έξοδο. Κατά βάθος δεν θες να ποντάρεις σε κουρασμένο άλογο. Νωρίτερα ο Σαράντης, πρόεδρος του τμήματος, πρωτοστατούσε στην ανταρσία. Το φλούο σκουφί, που δεν αποχωριζόταν ποτέ το κεφάλι του, γλιστρούσε χαμηλά στο πρόσωπο, ενώ παπαρολογούσε για άχρηστες ιστορίες και βαρετές δοκιμασίες. Δεν έβρισκες κουράγιο να τον ακούσεις, αφού οι πατούσες σου εκείνη τη στιγμή είχαν αρχίσει να θυμίζουν πατούσες γκέισας μέσα στα ξυλοπάπουτσα, στα σκατοπάπουτσα καλύτερα. Τώρα μηρυκάζει τις ερωτήσεις μπροστά του χωρίς να μπορεί να τις καταπιεί. Δεν τρώγονται με τίποτα, αλήθεια. Πολυλογούδες και κουτσομπόλες, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Όσο λιγότερο γράφουν αυτοί οι στόκοι, τόσο καλύτερα για σένα. Δεν τρέφεις αυταπάτες. Έχεις πάψει προ πολλού να δίνεις σημασία.Κάθε φορά που στύβεις το κεφάλι σου, να κατεβάσεις πιασάρικες ιδέες, κίνητρα μάθησης τα λένε τώρα, σπας τα μούτρα σου. Σε φλομώνουν στις μαλακίες. Μια ρωγμή στο λούστρο σου και πάει περίπατο η στεγανοποίηση. Κυλούν μέσα σου τα απόβλητα υγρά τους, για να μην πω τα σκατά τους. Κι είναι τοξικά γαμώτο. Γι’ αυτό σου λέω. Τόσο το καλύτερο. Από μέσα σου ρίχνεις καντήλια όσο η ώρα περνά και τα βρομόπαιδα εξακολουθούν να μην γυρνάνε σελίδα. Δεν λένε όμως να παραδώσουν τα όπλα, να παρατήσουν τις κόλλες στην έδρα, να βγεις και εσύ μία ώρα αρχύτερα στο διάλειμμα, να πατήσεις τα πόδια σου στη γη, να δεις αν σε υπακούν ακόμα, κλεισμένα μέσα στα παπούτσια σφιγκτήρες. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Ένας σφιγκτήρας στραγγαλίζει καθημερινά μέσα σου την προσπάθεια να επιτελέσεις το ιερό λειτούργημα που σου εμπιστεύτηκαν οι σοφοί άρχοντες του τόπου και οι βασανισμένοι φιλόστοργοι γονείς. Τολμάς να ψελλίσεις «Συντομεύετε» και εικοσιένα ζευγάρια δηλητηριώδη βέλη πετούν προς εσένα. Μάχονται με τα μάτια για να μην πουν «μας έχεις γαμήσει με τα τεστ». Και όχι μόνο. Κάθε φορά ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα μες το μυαλό τους, που είναι ασφυκτικά γεμάτο με φρέσκιες πληροφορίες , εύπεπτες και θρεπτικές. Πού χώρος διαθέσιμος για τα παλιά. Άλλωστε είναι περήφανοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, μυρίζουν ιστορία, βρωμάνε ιστορία. Άσχετο αν οι περισσότεροι από τους γονείς τους μιλούν με προφορά. Γι’ αυτούς φοράς σήμερα τα παπούτσια- βάσανα. Μήπως πλησιάσει κανείς τους κατά δω, να υπερασπιστεί το βλαστάρι του. Να σταθείς στο ύψος σου. Δεν επιτρέπεις σε κανένα να σου ξεκολλήσει την μάσκα της ανοιχτόμυαλης, της ανεκτικής, της ακομπλεξάριστης. Κι ας βρίζεις το βράδυ στο τραπέζι της κουζίνας σου, πίνοντας χωνευτικά, να μη σου πέσουν πέτρες στο στομάχι τα γραπτά τους. Χωρίς να έχεις τη διάθεση, ούτε να μπήξεις τις φωνές, ούτε να σχεδιάσεις κόκκινα κουλούρια δίπλα στο ονοματεπώνυμό τους, κοπανάς τις παλάμες σου ρυθμικά πάνω στην έδρα. Πασχίζεις να ταχυδρομήσεις εξπρές τη συστημένη κατσάδα, με οπτικοακουστικά μέσα. Αιθεροβατείς χωλαίνοντας. Καπερνάρου-Καρελιά, Καρελιά-Καπερνάρου, το θεατρικό δίδυμο δε σταματά, ούτε την ώρα της κρίσης του, να κακαρίζει αισιόδοξα. Κόβεις το κεφάλι σου ότι πετούν μακριά από την αίθουσα, ότι γράφουν κανονικά το διαγώνισμα. Εννοώ ότι το γράφουν στα τέτοια τους. Περνούν τα χτυπήματα των χεριών σου για χειροκρότημα. Και συνεχίζουν να περιοδεύουν με μεγάλη επιτυχία. Και γιατί όχι δηλαδή. Πετώντας μακριά τα παπούτσια -βαρίδια πετάς μαζί τους, μήπως κι αφήσεις χάμω την θλιβερή δοκιμασία. Τότε σου ανεβαίνει η τυρόπιτα στο στόμα. Όχι, το μάθημα τελικά δεν είναι δύσκολο, το μάθημα είναι παράσταση ρουτίνας. Το μετά είναι το ζόρικο. Κι ενώ, ως ονειρική κάργια, ακολουθείς την Καρελιά και τη Καπερνάρου έξω από την αίθουσα-κλουβί, την ίδια στιγμή που στέκεις πάνω στο βήμα μπροστά σ’ ένα εκστατικό κοινό ή μέσα σε μια έντονα αρσενική μυρωδιά, σε ρωτάει το βλαμμένο «Σε πόση ώρα χτυπάει;» Κι απότομα προσγειώνεσαι ξεπουπουλιασμένη, πάνω ακριβώς στην τυπωμένη στάμπα «γνήσιο δέρμα» των αφιλόξενων παπουτσιών σου, τη μόνη πιστοποίηση πάνω σου, τη μόνη με εγγύηση γνησιότητας.

 

*Η Πολυτίμη Λινάρδου σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Φοίτησε σε εργαστήρι βυζαντινής εικονογραφίας καθώς και σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και κριτικής. Ζει με την οικογένειά της στο Παλαιό Φάληρο Αττικής.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top