Fractal

Διήγημα Fractal: «Γλυκιά μας Όλγα»

 

 dihghma

 

Η Όλγα ήταν ένα παιδί χωρισμένων γονιών.  Ζούσε με τη μάνα της, μια έξαλλη μανικιουρίστα, με μαλλί βαμμένο σε πλατινέ ξανθό χρώμα, που περνούσε αρκετές ώρες της μέρας κάτω από τα σεσουάρ των κομμωτηρίων συζητώντας για μόδα και κουτσομπολιά.  Φορούσε σχεδόν πάντα μια χρυσή αλυσίδα στο πόδι, που την έπλενε και τη γυάλιζε συχνά, για να καθαρίζει από τη μάκα και την ιδρωτίλα.

   Αραιά και που μαγείρευε τα βράδια και σπάνια έτρωγαν με την Όλγα φρέσκο, ζεστό φαγητό. Η κυρία Τάνια, όπως την έλεγαν, προσπαθούσε με συχνό βάψιμο, δίαιτες, περιποιήσεις προσώπου -πίλινγκ, αποτριχώσεις, μάσκες και τέτοια- να εμποδίσει τον χρόνο που έβραζε κάτω από την επιδερμίδα της, δημιουργώντας ρήγματα στο παστωμένο με μέικ απ πρόσωπό της.

   Και όλα αυτά γιατί;  Για να προσελκύσει, να τραβήξει την προσοχή, να ξεχωρίσει και τελικά να κατακτήσει.

   Τα τελευταία χρόνια είχε σχέσεις με έναν κοιλαρά αστυνομικό, χοντροκομμένο ανδροειδές.  Έκανε διαρκώς τον νταή, τον άντρα και τον περιωπής γαμίκουλα με τις πολλές κατακτήσεις. Ήταν που και της Τάνιας της άρεσαν οι άντρες με στολή -άλλο βίτσιο κι αυτό- και, παρόλο τους κατά καιρούς ενοχλητικούς τσακωμούς τους, που σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι και έκαναν την Όλγα να την κοπανάει από το σπίτι, είχαν γίνει αυτοκόλλητοι.  Η μικρή τον ονόμαζε «ορισμό της αηδίας», κάτι που επιδείνωνε την υστερική σχέση μάνας και κόρης.

   Ο πατέρας της, πολυάσχολος επιχειρηματίας, ξαναπαντρεμένος και με δύο ακόμη παιδιά, δεν είχε πολύ χρόνο να ασχοληθεί με την αταίριαστη Όλγα, που μεγάλωνε και άνθιζε μόνη της σαν αγριολούλουδο. Πάντα βέβαια τυπικός στην καταβολή της διατροφής, και μ’ αυτό ένοιωθε ότι ξεμπέρδευε.

   Εκείνη ήταν ένα νευρικό και ατίθασο παιδί, που έλεγε διαρκώς ότι ήταν αναρχική, άκουγε hard rock και ζωγράφιζε νεκροκεφαλές σε τοίχους και θρανία, προσπαθώντας να απωθήσει τους μεγάλους, τους φλώρους, τα βουτυρόπαιδα, τα φυτά και τους συμβιβασμένους.  Είχε τοποθετήσει μια τεράστια γραμμή άρνησης, μην μπορώντας να κατανοήσει τους διαφορετικούς, όπως δεν μπορούσαν να την κατανοήσουν οι γονείς της.  Αρνούνταν για παράδειγμα να ακούσει τις ιδέες και τη μουσική των άλλων δογματικά και τους περιέπαιζε με χλευασμό, παρά προσπαθούσε να τους αποκρούσει με επιχειρήματα.

   Μέσα σε παρέες δήθεν ασυμβίβαστων φρικιών, που περιφέρονταν μπεκροπίνοντας στα Εξάρχεια ή στις καμαρούλες των μικρών σπιτιών τους, σε παμπάλαιες πολυκατοικίες τέρατα του κέντρου, που ξεχείλιζαν όμως συχνά από ανέμελη ευτυχία, γέλια, φωνές και ζωντάνια –πόσο τους ζηλεύω αλήθεια κάποιες στιγμές-, εμπλέκονταν σε χειρότερες προκαταλήψεις, περιχαρακώσεις και φοβίες.   Κατά βάθος αισθανόταν ένα έντονο κενό, που συχνά την κατέβαλλε κυκλοθυμικά και απότομα, οδηγώντας την στη ανία και στην ανασφαλή αυτοκατηγορία για ό,τι είχε κάνει ή έκανε στη ζωή της, ενώ ένοιωθε να σβήνει, να πνίγεται, να χάνεται και ήθελε να διαγράψει ό,τι υπήρχε γύρω της, καθώς όλα ήταν άσκοπα, ανούσια και περιττά, και το χειρότερο άρχισε να ψάχνει πλαστούς παραδείσους.

   Κάπνιζε χασίς με τους φίλους της, ενώ κατά καιρούς ρουφούσε από τη μύτη σκονάκια, ξεχνώντας τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Της έφερναν ζαλάδα, της χαλάρωναν τη συνείδηση, τα έβλεπε όλα γύρω της όμορφα και χαρούμενα, μα προπαντός πετύχαινε να σβήσει, να εξαφανίσει αυτά που τη βασάνιζαν, να γίνει λευκό χαρτί και πάνω του να χορέψει, να παίξει και να διασκεδάσει τρελά με τους φίλους της.

   Μα και γενικά ήταν ένα χαρούμενο θηλυκό –άραγε μια ακόμα αντίδραση σε αυτά που βίωνε;-, με έντονο χιούμορ, γελαστή και βαβουριάρα, σε μια ακόμα προσπάθεια να την προσέξουν.  Οι φίλοι της την αγαπούσαν πολύ, γιατί ήταν εύχαρις και μπεσαλού.  Είχε έντονα συναισθήματα αγάπης, μίσους και πάθους που απέρρεαν από τη βασανισμένη της ζωή, μια και κατανοούσε και συναισθανόταν τον πόνο όπου τον συναντούσε.

   Σαν να τη βλέπω μπροστά μου, με τα κατσαρά μαύρα ατημέλητα μαλλιά, το κολλητό τζιν παντελόνι, που της τόνιζε τη μεγάλη περιφέρεια, τα ολοστρόγγυλα καστανά μάτια της σαν προβολείς να με κοιτούν, το γέλιο της βροντερό να με ηλεκτρίζει, να με αναγεννά, τη διαμαρτυρία της να με διαπερνά και να με ζωντανεύει, ενώ κατά διαστήματα να σταματά και να παίρνει απολαυστικές τζούρες από το τσιγάρο της.

   Γλυκιά μας Όλγα, μείνε για πάντα έτσι στη μνήμη μας.

 

* Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής ζει στην Αθήνα. Σπούδασε θετικές επιστήμες (απόφοιτος του Χημικού τμήματος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Συμμετείχε στην Ανθολογία Αντώνης Σαμαράκης β΄ (Καστανιώτης 2004). Συνεργάστηκε με πολλά Λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Η όψη (Γκοβόστης 2010) και τα μυθιστορήματα Αφιερωμένο στην Έλενα (Ηριδανός 2007) και Ο Αρχίλοχός του (ιστορικό μυθιστόρημα/ Γαβριηλίδης 2016). Από το 2011 διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Ο Σίσυφος. Ασχολείται επίσης με το δοκίμιο για τη λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία). Έχει επιμεληθεί αρκετά αφιερώματα στον Σίσυφο για Έλληνες λογοτέχνες. Συμμετείχε επίσης με κείμενά του σε αφιερώματα πολλών περιοδικών ή συλλογικών εκδόσεων.  Διατηρεί τα blogs www.tehlemetzis.blogspot.gr και www.osisyfos.blogspot.gr   tehlemetzis@gmail.com

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top