Fractal

Διήγημα: «Γλυκά έφαγες Στόλη μ’, ξινά θα τα ξεράσεις τομάρ’»

Της Χαρούλας Βερίγου // 

 

f15

Αρέντευε στα βουνά και στα λαγκάδια και κορφολόγαγε τη χαρά και τη ζωή, πότε απλώνοντας δυο πήχες τα χέρια της, φτερά στον αγέρα της Μουργκάνας και πότε πετώντας αλαφροΐσκιωτη μέσα στα σύγνεφα. Τούτη η μαυρονιά, γιατί καλορίζικη και καλογραμμένη δεν την ονομάτιζες, ήταν η Αλέξω απ’ τον Τσαμαντά. Την έλεγες νταρντανοκοπέλα, όχι σαν κάτι άλλες ζουλάπια σκέτα που αν έκαναν κι έβγαιναν στη δημοσιά σκιάζονταν καταμεσήμερο οι διαβάτες. Κοντά δυο μέτρα, γυναίκα τελειωμένη και δεν είχε πατήσει ακόμη τα δεκαεφτά. Με τ’ άφαντα πουλιά έκανε παρέα, με το τραγούδι τους, εκείγια πάνου στις ράχες που ροβόλαγε πότε με το τραγούδι κι αυτή, πότε με το μοιριολόι στα χείλη και να μη σκιάζεται, μήτε βροντές, μήτε αστροπελέκια χαμπέριζε. Την ίγλεπες πάντα περήφανη κι ανήμερη να τη χτυπούν τα λιοβόρια κι αυτή να τρέφει κορμί και νιάτα χλωρά από δαύτα. Σαββατογεννημένη την είχανε, όχι που θυμόταν κανείς λεπτομέρειες απ’ τα γεννατσούρια της μέσ’ την κατοχή, όχι, μα έτσι την είχαν γιατί δεν φοβόταν στοιχειά και δεν την ίσκιωναν φαντάσματα.

Ανέβαινε τ’ αψήλου στα γκρεμνά γληγορότερα απ’ τα ζαρκάδια κι αν την ρώταγες τι γύρευε στα τσιέπια θα σου ’λεγε χαμογελώντας: «την παλιά κατοικιά τ’ αητού, του πατέρα μου, αητός ήταντος ορέ, αητός ο αγουροθανατισμένος», στον εμφύλιο είχε σκοτωθεί ο μαύρος, το σκέπτονταν μια στιγμή και μετά κίναγε με παράπονο δικό της μοιριολόι, λόγια πικρά όπως τάηθελε αυτή για τον πατέρα που δεν είχε γνωρίσει, τον «αγουροθανατισμένο», όπως τον έλεγε μα χωρίς δάκρυα, η καρδιά ήταν κατάστεγνη φαρμακωμένη απ’ την ορφάνια και την ξενιτιά.

Είχαν διαβεί δεκαπέντε χρόνοι απ’ τα τότε που την άφηκε η μάννα της για να πάει στην Αυστραλία, τι να ’κανε η δόλια, πώς να τα ’βγαζε πέρα; Δεν είχε κλείσει δυο χρονών που την παράδωκε στη μαλέκω την Τσιαβολήγιενα και τον πάππου τον Λήγια ένα γεντέκι άντρα ως κειγιά πάνου, μα δεν είχε ντιπ μυαλό στην γκλάβα τ’ ο έρμος, απ΄το γρέκι του και πέρα δεν ήξερε τίποτις.

Η μαλέκω την κουνάρισε, μια τσιάφκα θρίψα γάλα το πρωί, ψχίχα μπαζίνα το μεσημέρ’, καν’ αβγό άμα γέναγαν τα κοτερά και το βράδ’ πότε ένα κομμάτ’ μπλατσαριά, πότε ένα πιάτο τραχανά, βολεύονταν, αυτά ήταντα όλα κι όλα. Που και που, καμιά Κυριακή ή σκόλη έβαζαν στο νταβά δυο κοψίδια πρατίνα με ολάκαιρες πατάτες και ρίγανη. Ψαίνονταν το κριγιάς και μοσχοβόλαγε ο μαχαλάς. Έστρωναν την τάβλα στο ματζάτο, κάθονταν ολόγυρα στα κουτσούμπια, φώναζαν και το κούσιαλο το νούνο τσ’ Αλέξως, τον Νασιοτσιούμπη, καλός άνθρωπος, αυτός τους ίφερνε μια ντραμουζάνα κρασί, «να κλέψουμ’ μιαν ώρα του χάρου κουμπάρ’», ίλεγε με γέλιο.

«Μπήξε τσούπρα μ’, μην το τηράς», σκούνταγε ο Λήγιας την αγγονιά του, την Αλέξω είπαμαν και γιόμιζε τις κούπες κρασί να πάνε κάτω τα περασμένα και τα φαρμάκια.

«Χώσε πάππου, κακό νταλάκι να μην σ’ εύρει», του ’κραινε η Αλέξω και του ξαναγέμιζε την κούπα ως απάνω. Από ’κείνο που του ’βαζε η κοπέλα έσταζε λίγο κάτω στο χώμα «για την ψχούλα του πατέρα σου», της έλεγε, ήταν καλός ο μαύρος, καλός μα άτυχος.

Ο νούνος, ο Νασιοτσιούμπης το ’πινε στο μαστραπά. Μετά το πρώτο άρχιζε τις ορμήνιες: «Χλωρά κλωνάρια λυγαριάς να στρώνεις να πλαγιάζς τσούπρα μ’, διώχνουν τα μουμούδια και να βάζεις φουρκάλες απ’ αγριοπουρνάρι από κάτου, για να μη γλιστράν τα φύλλα κι αγκυλώνεσαι. Ισιαπέρα που παγαίνεις για βοσκή τ’ αμαρκάλιστα και τα βετούλια να ’χεις το νου σ’ τετρακόσια, μη σε μπλέξ’ κάνα ρέτζελο και σ’ απαφτώσει με το συμπάθιο. ’Κους τσούπρα μ’; ’Κούγω να λες. Γιόμισε ο τόπος σιαϊτάνηδες. Και να μην φεύγεις πέρα κατά το ποτάμι στην Πόβλα, είναι επικίνδυνα, έχει λένε στοιχειό στο βιρό, σε καλοπιάνει με τη φωνή την κελαηδιστή και σε πλανεύει. Αν πεισμώσει αυτό, ρουφάει το ποτάμι μαζί με τς ανθρώπους, όποιος το ’ιδε πήγε αξύπνητος στον άλλον κόσμο.

Γελούσε η μαλέκω, έσφιγγε την καρδιά και γελούσε για τούτο το θηλυκό. Τρίγια δόντια κάτω και τρίγια πάνω της είχαν μείνει. Ίφερνε η δόλια το χέρι μπροστά στο στόμα της, να τα κρύψει να μη φαίνονται, «αντρέπομαι κάπως με τόσα μαύρα παραθύρια, μωρέ παιδάκι μ’», ίλεγε και την τήραγε την Αλέξω στα μάτια και την καμάρωνε, δεν είχε κι άλλα να καμαρώσει, δεν της είχε αφήκει η μαυροζωή. «Νιάτα χλωρά, ψχούλα μ’, φάε» έκραινε και της έκοβε τον κόθρο απ’ το ζυμωτό το ψωμί που της άρεγε και της το ’βαζε στο χέρι μαζί με την ευκή, «να ζήσς σαν τα ψηλά βουνά».

Κι η μαυρομάννα της στην ξενιτιά; Καζάντια; Ένα ζβίγκο με χερούλι έκαμε. Κάποιοι λέγανε πως ήταντη άρρωστη βαριά με φυματίωση και όλα της τα λεφτά τα ’δινε να γιατρευτεί, άλλοι πάλι πως δεν άντεξε τον ξεριζωμό απ’ τα γονικά και της είχε σαλέψει εκεί στον ξένο τόπο. Αλήθεια ψέματα ποιός να ήξερε να μολοήσει;

Η Αλέξω τη μάννα της, τη γνώριζε μόνο από κάτι φωτογραφίες. Πώς ήταν η αγκαλιά της, πώς μύριζε ο κόρφος της, πώς ήταν τα χνώτα της δεν ήξερε. Κρατούσε την ασπρόμαυρη φωτογραφία και της έκανε παράπονα, αλλά τι παράπονα; Αδάκρυτα. Λόγια σπαραχτικά και γιατί χωρίς απάντηση. «Ποιός μου σκότωσε τον πατέρα; Πού πήγαν οι δικοί του; Ποιός τους πήρε; Είναι καλοί ή κακοί οι κουμμουνιστές; Πού είναι οι νάρκες μωρή μάνα; Γιατί μ’ άφησες; Πότε θα (λα) ’ρθεις; Θα προλάβεις ή θα σε χαντακώσει κι εσένα η ξένη γή;» Μετά ξανάβαζε την αλάλητη μάννα μέσα στον άσπρο φάκελο να μην λερωθεί και τον φάκελο κάτω από το σάισμα που κοιμόταν για φυλακτό.

Ύστερα από χρόνια σταμάτησε να ρωτά τη φωτογραφία για όλα τούτα και γύρεψε απ’ αλλού τις απαντήσεις. Πήγαινε στο σχολειό. Ένα πρωί, είπε να ρωτήσει εκείνο τον αφορεσμένο, τον δάσκαλο, «φοράει κοστούμι και γυαλιά σου λέει, μορφωμένος, θα ξέρει, αυτός θα ξέρει απ’ όλα, σε τόσες τάξεις κάνει μάθημα.» Σήκωσε το χέρι, μα όχι για να πει τον πολλαπλασιασμό του οκτώ, ήταν και δύσκολο το οκτώ, τι την ένοιαζε την Αλέξω πόσο έκανε οκτώ φορές το οκτώ, ας έκανε ό,τι ήθελε, έξω αλύχταγαν οι λύκοι, κελαηδούσαν τα πουλιά, χαμήλωναν τα σύγνεφα, έτρεχαν τα ρυάκια για να προφτάσουν το ποτάμι, φυσούσε αέρας κι έριχνε τα φύλλα στο χώμα, είχε έρθει και μια λαβωμένη πέρδικα στο τζάμι κι ο δάσκαλος ξεκομμένος απ’ όλα τούτα του έξω κόσμου συνέχιζε στο ίδιο τροπάριο του οκτώ. «Πόσο κάνει οκτώ φορές το οκτώ;» ξαναρώτησε χαμηλώνοντας τα γυαλιά στην άκρη της μύτης του.

«Κύριε, κύριε!» ακούστηκε κι αμέσως μετά: «Να πω ένα τραγούδι για τους κουμμουνιστές, θα μου πεις πώς είναι αυτοί οι ανθρώπ’ και πού τους βρίσκει κανείς άμα θελήσ’;» Τον ρώτησε άξαφνα, δεν το περίμενε. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του κι αφού έσπασε την κιμωλία δυο κομμάτια την πέταξε στον πίνακα. Μετά γύρισε απότομα με θυμό και κατευθύνθηκε οργισμένος προς το μέρος της. «Άνοιξε τα χέρια ζούδιο και θα σου μάθω εγώ τραγούδια!», είπε θριαμβευτικά και της έδωσε με τη βέργα τις πρώτες δυο δυνατές στα κρυτσαλλιασμένα απ’ την τσιάφνη χέρια.

Ένιωσε πως της κόβονταν τα δάχτυλα μα δεν έκλαψε. Γύρισε στο παράθυρο και με το βλέμμα έψαξε την πέρδικα. Ξεχώρισε μέσα στη φασαρία της αίθουσας και τις απειλές του δασκάλου το πονεμένο της βραχνό κακάρισμα, αλήθεια πιο θλιμμένο και πιο παραπονεμένο απ’ όλα τα δικά της παράπονα, έτσι της φάνηκε. Την ώρα που θα της κατέβαζε ξανά με δύναμη, τη βέργα στο κεφάλι πρόλαβε κι έκαμε ένα βήμα λυγίζοντας το σώμα της προς τ’ αριστερά. Έπεσε πάνω στον Τσιάβο. «Φίδι που σ’ έφαγε αδελφούλα μ’», της ψιθύρισε στ’ αυτί. Ακούστηκε ο κρότος πάνω στο θρανίο. Σκιάχτηκε. «Τη γλίτωσα απ’ τ’ αγγέλου το φτερό», σκέφτηκε και γύρισε το βλέμμα ξανά με αγωνία στο παράθυρο. Είχε πάρει να βρέχει. Μια μπόρα, άγρια. Πρόλαβε να δει κάτι απ’ το τρομαγμένο φτερούγισμα του πουλιού κι ύστερα με τα μάτια διάπλατα ακολούθησε τις κηλίδες απ’ το αίμα του που έτρεχε κατακόκκινο στο τζάμι μαζί με κάτι χοντρές στάλες που έπεφταν λοξά. Πρώτη φορά ίσως, ένιωσε την αλμύρα στα μάτια της. Κοίταξε τα χέρια της. Δυο χοντρά δάκρυα έσταξαν πάνω τους και πόσο ίδιες της φάνηκαν οι γραμμές στις παλάμες με εκείνες τις κόκκινες που άφησε η πέρδικα στο φευγιό της. Όρμησε στο δάσκαλο, μπορεί και με μίσος. Τώρα πια δεν ήξερε αν το ’κανε για εκείνη ή για την τιμή της λαβωμένης πέρδικας. Όλα τα αναπάντητα μέσα της είχαν γίνει μισογκρεμισμένα γεφύρια που δεν θα την οδηγούσαν πουθενά. «Άσκοπα πράματα και γράμματα μας μαθαίνει ο διάτανος, κάλιο με τους λύκους στη ράχη, κάλιο με τους κουμμουνιστές…», έκρινε κι ας μην ήξερε τι ήταν αυτοί οι κουμμουνιστές και ας μην είχε κλείσει ακόμη τα έντεκα. Πήρε τη βέργα για ενθύμιο, άνοιξε την πόρτα κι έκανε κι η Αλέξω φτερά. Το δημοτικό δεν το τέλειωσε. Ούτε απ’ έξω δεν θέλησε να ξαναπεράσει. Ήταν βαριά η βέργα του δασκάλου, δεν τ’ άντεξε.

Από τότε, αρέντευε στα κορφοβούνια και μεγάλωνε χωρίς ψευδαισθήσεις για τον κόσμο και τους ανθρώπους κι απ’ τα πλήθια όνειρά της καταλάβαινε πως ελάχιστα μπορούσαν να βγουν αληθινά, μα δεν την πείραζε, κάθε φορά που έπαιρνε ένα το ποτάμι το μεγάλο και χάνονταν, «ας πάει, δεν ήταν γραμμένο και ριζικό», έλεγε και ως το βράδυ σκάρωνε άλλο, «τούτο θα βγει με το καινούργιο φεγγάρι», συλλογίζονταν κι έταζε στη μοίρα λαγούς με πετραχήλια.

Μέσα της πάλευαν πολλά στοιχειά κι όλα απαράδοτα. Στοιχειό κι o έρωτας φανερώθηκε μπροστά της ένα σούρουπο στο παλιό γεφύρι μέσα στην ομίχλη, εκεί που δεν τον περίμενε. Χινόπωρο, το καλντερίμι στρωμένο κίτρινα φύλλα και βελανίδια. Εκεί τον πρωτοείδε, εκεί την πρωταντίκρισε. Όλες οι κοιμισμένες αισθήσεις ξύπνησαν μεμιάς. Το ’νιωσε στο αίμα της που ξαφνικά πήρε κι άναψε κι ανέβηκε στα μάγουλα, το ’νιωσε και στο κορμί της πιότερο τρανταχτά, που αφού πρώτα αγριεύτηκε στο πρωτόγνωρο ξένο άγγιγμα και το απόδιωξε, ύστερα το ’θελε ξανά θαρρείς και γύρευε να χορτάσει φωτιά, ένα πράγμα ίδιο με τα κούτσουρα στο τζάκι που ζητάνε τη φλόγα κι ας ξέρουν πως θα γίνουν στάχτη. Το μόνο που δεν κατάλαβε ήταν η κολασμένη του ψυχή, του Στόλη, έτσι της είχε δώσει γνώρα, «Στόλης απ’ τον κάμπο με τα καλαμπόκια» κι είχε έρθει στα δικά της τα μέρη για να βρει νύφη καλή, να κάμει προκοπή και βιός κι όχι στην ξενιτιά, όχι, στο χωριό του θα στέριωναν, σπίτι έτοιμο, μεγάλο, δυο πατώματα με ταβάνια ζωγραφιστά και κόκκινα κεραμίδια στη σκέπη.

«Να φανερωθείς απ’ το σπίτι να με ζητήσεις και μετά σου δίνομαι ψχή και κορμί», του είχε πει και πριν αποσώσει το λόγο της, την έπιασε απ’ τη μέση και ξαναβρέθηκε στην αγκαλιά του. Την ξάπλωσε πάνω στο παχύ στρώμα απ’ τα φύλλα κι έφερε το σώμα του, νταβραντισμένο από πάνω της. Μύρισε τη βρεγμένη γη, μετά την ανάσα και το ιδρωμένο στέρνο του. Ένα ρίγος τη διαπέρασε απ’ τα νύχια ως την κορφή. Η καρδιά της σπαρτάρισε. Κάτι σύρθηκε μες στον κισσό. Ντράπηκε, της πέρασε από το μυαλό πως ήταν άνθρωπος εκεί και παρακολούθαγε. Τον έσπρωξε άγρια. Πετάχτηκε πάνω, έτρεξε κατά το λόγγο σαν αγρίμι. Την πρόφτασε σε μια γκορτσαπιδιά κοντά στ’ αμπέλι του Φώτου. Την άρπαξε πάλι απ’ τη μέση. Κυλίστηκαν ξανά καταγής στα νοτισμένα φύλλα. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Έκαιγαν. Άρχισε τα γλυκόλογα, τα καλοπιάσματα και τους όρκους: «Ως τα Χριστούγεννα θα γένει ο γάμος λαφίνα μου, για τ’ εσένα πήρα πληροφορίες απ’ τον παπά και τον πρόεδρο, έφαγα το βουνό να σε γυρεύω ολημερίς, έχε μου εμπιστοσύνη. Άιντε μη φοβάσαι θα ζήσουμε ζωή χαρισάμενη, δεν θέλω προίκα, ξέρεις τι έχος έχ’ ιγώ; Θέλω να γλέπω τα μάτια σου Αλέξω μ’, μάναχα αυτά, να σ’ έχω συντροφιά νύχτα και μέρα, να τρυγώ τη χαρά απ’ τον κόρφο σου, άφησ’ με να σε κάνω δική μ’ κι έρχομαι ευθύς αμέσως και σε ζητάω.»

Στα χέρσα της ψυχής της Αλέξως πρώτη φορά έφτασαν τέτοια λόγια. Όσες αντιστάσεις κι αν είχε πάησαν, διάβηκαν σιαπέρα. Βλέπεις λίγο το παράστημα του και περσότερο οι κουβέντες του, δεν της άφησαν χρόνο και χώρο να προλάβει, ν’ ακούσει εκείνη την άλλη φωνή της διαμαρτύρησης μέσα της, αυτό το «μην αφειδεύεσαι σε γλυκόλογα και σε χαλάσει καένας τζερεμές» που της έλεγε ο νούνος. Το ασυγκράτητο της νιότης, μα πιο πολύ η ανάγκη να ξεφύγει απ’ τη φτώχεια ήταν που την έσπρωξε στην αγκαλιά του κι ας είχε ακούσει τόσες φορές τη μαλέκω να την ορμηνεύει : «πρόσεχε παιδάκι μ’ πρόσεχε, η σκύλα απ’ τη βιασύνη της κάνει στραβά τα κουτάβια.»

«Καλά σε γάτσιεψα Αλέξω μ’, είσ’ όμως μια τσουρδάλω κι εσύ, πάγαινες γυρεύοντας», της είπε σαν θηλύκωνε τη ζώνη του. Μετά τακτοποίησε τ’ αχαμνά του στο πανταλόνι, με θράσος μπροστά της. Κάτι δεν της κάθισε καλά μ’ αυτή την κουβέντα που της είχε πετάξει κατάμουτρα σα να ήτανε καμιά πρόστυχη. Δεν λογάριαζε τόσο φτηνά τον εαυτό της. Τον είδε που έγλυφε μ’ ευχαρίστηση το πυκνό του μουστάκι. Χαμήλωσε το βλέμμα. Είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Και στα μάτια της, ένα σταχτί σύγνεφο άπλωνε κι άπλωνε κι άπλωνε, ώσπου μαύρισαν όλα τριγύρω. Μια δυνατή βροντή και μια λάμψη αμέσως μετά την γύρισαν στην πραγματικότητα. «Πάμε να με ζητήσεις απ’ τη μαλέκω και τον πάππου, όπως μου ’ταξες πρωτύτερα», είπε, «με χάλασες.» Μόνο η γκορτσαπιδιά την είχε ακούσει. Ο Στόλης είχε γίνει καπνός.

Της είχε περάσει ένα δαχτυλίδι στο χέρι για υπόσχεση, τάχαμου το ’χε βλοήσει κι ο δεσπότης στην Παραμυθιά. Εκεί ανάμεσα στα φιλιά και τα χάδια λίγη ώρα πριν το αισθανόταν βαρύ και πολύτιμο, «ολόχρυσο», όπως της είχε πει, «δεκαοκτώ καράτια» κι ας μην ήξερε τι ήταν αυτά τα καράτια, το καμάρωνε που στραφτάλιζε. Γύρισε και το κοίταξε με μισό μάτι. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο απόγνωση. Το ’βγαλε, το ’φερε ανάμεσα στα δόντια και το δάγκωσε. Έτσι της είχε μάθει ο πάππους να ξεχωρίζει το χρυσό, απ’ το κάλπικο κι είχε για μέτρο τον αρραβώνα του πατέρα της. Σαν πολύ φτενό και ψεύτικο της φάνηκε και το ξαναδάγκωσε. Την τρίτη φορά το σιγούρεψε. «Ανάθεμά και τρισανάθεμά σε τριατζή που να σε τυλίξουνε γλήγορα στο σάβανο», γούριαξε κι ακούστηκε ίσαμε απάνου στα σύνορα.

Το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμη όταν έφτασε ζαλωμένη στο σπίτι. Είχε τα χάλια της, το πρόσεξε η μαλέκω μα θεώρησε πως ήταν απ’ τη βροχή, δεν της είπε τίποτα. Η στιά αναμμένη. Πήρε μια τσέργα σκεπάστηκε από κορφής στο παραγώνι αμίλητη. Μια μαύρη σκατόμυγα γύριζε γύρω απ’ τη λάμπα που κρέμονταν απ’ το κριτζέλι στον τοίχο. Έβγαλε το τσεμπέρι η μαλέκω να τη διώξει, την είχε για γρουσουζιά, τη σχαίνουνταν, «μην κάτσει και στο πρόσωπο της κοπελώς και το μαγαρίσει», σκέφτηκε. Η μύγα έφερνε γύρα τη λάμπα, η μαλέκω βάραγε κατ’ ανέμου με το τσεμπέρι, δεν άργησε να γίνει το κακό. Έπεσε η λάμπα πάνω στ’ αγκωνάρι γένηκε θρύψαλα το γυαλί. Το πετρέλαιο πότισε τη μάλλινη τζακοποδιά και μετά έσταζε στα τσάκνα και στα κουκουνάρια που ’χαν στοιβαγμένα για προσάναμμα. Τελευταίο έπεσε το φυτίλι αναμμένο. Οι σπίθες θέριεψαν σε φλόγες κι οι φλόγες δαιμονισμένες κόκκινες γλώσσες χόρεψαν ολοτρόγυρα. Βόηθησε κι ο αέρας που σφύριζε. Τι βιός θα γλίτωναν, τίποτις! «Ευτυχώς δεν χαθήκαταν εσείς», σταυροκοπήθηκε ο νούνος, «εσείς και τα ντουβάρια γλιτώσαταν.» Την άλλη μέρα μαζώχτηκε το χωριό. Είχε κάμει καλοκαιρία. Βόηθησαν όλοι, άλλοι με το μυστρί και τον ασβέστη, άλλος στη σκέπη, άλλοι να μάσουν τ’ αποκαΐδια, μπάλωσαν όπως – όπως τις ζημιές. Τους έδωκαν βελέντζες και σκουτιά και κάτι απ’ τα χρειαζούμενα του νοικοκυριού, ότι είχε περισσευούμενο καθένας. Ο Αντρεαλαγός τους ήφερε ένα ντρουβά αλεύρι, ο Κωτσιομπάλης μισό τενεκέ λάδι, η Αντώνοβα ένα σακούλι τραχανά, η Αντρίγιοβα μια αρμαθιά μαραγγούλες, η Λένη του Μπάντιου ένα νταβά γιομάτο φασούλια, ως να βραδιάσει είχαν ξαναμάσει καινούργιο βιός.

«Εγώ γένηκα αιτία κι αφορμή για τούτη τη γρουσουζιά, εγώ φταίω, να με σχωράς», ξομολογήθηκε η Αλέξω στη μαλέκω την άλλη νύχτα.

«Τσώπα, μην το λες σε καέναν, θαλάρθει ο καιρός του να πλερωθεί όπως τ’ αξίζ’, εσύ να είσαι καλά», αποκρίθηκε η μπάμπω.

Πέρασε ο χειμώνας, κουβέντα για δαύτον δεν ματαείπανε. «Σάματις έβαλες κιλά παραπανίσια μο τσούπρα μ’», είπε ο νούνος τη μέρα της αποκριάς στο τραπέζι. Της έπεσε το πιρούνι απ’ τα χέρια. Κάτι σάλεψε στα σπλάχνα της, δεν ήταν η πρώτη φορά, το ’χε ξανανιώσει τρεις με τέσσερις βολές εκείνες τις πρώτες μέρες του Μάρτη.

«Πώς είναι να είσαι γκαστρωμέν’», γύρισε και ρώτησε τη μαλέκω όλο αγωνία.

«Τι σε κόφτ’ εσένα;» πετάχτηκε ο πάππους.

Ο νούνος κατάλαβε. Την άλλη μέρα το πουρνό ξανάρθε, ήβρε τη μαλέκω και την τσούπρα μαναχές. Έμαθε από πρώτο χέρι την αλήθεια. Κάτι είχε ακούσει για μια μαμή στο Φιλιάτι μα, «τώρα είναι αργά, έχει περάσει καιρός δεν χαλιέται και μετά τι σε φταίει αυτό το μάγκουφο; Ζωούλα είναι το, μωρέ παιδάκι μ’, για θα ιδούμε, κάτι σκέπτηκα, θα ματάρθω», είπε και τις χαιρέτησε. Έλειψε τρεις μέρες απ’ το χωριό. Όταν ξαναγύρισε είχε τακτοποιήσει τη δουλειά.

Ενάημισυ μήνα μετά η Αλέξω παντρεύτηκε. Την ημέρα της λαμπρής άλλαξαν τα στέφανα στον Αη Γιώργη στην Καμίτσιανη. Η μάννα της δεν είχε έρθει. Δεν μπόρεσε. Έστειλε για τα σιχαρίκια ένα χιλιάρικο και μια κάρτα. «Βίον ανθόσπαρτον», έγραφε, αν ήταν δικά της τα γράμματα κι όχι αλλουνού. Ο νούνος που είχε κάμει το προξενιό έγινε και κουμπάρος. Της είχε βρει έναν χήρο, μεγαλούτσικο, είχε σκαπετήσει τα πενήντα. Άκλερος ήταντος, απ’ το Λίμποβο. Ήταν και μιλημένος για το κούτσικο που θα ’φερνε στον κόσμο η Αλέξω. Ο ίδιος που ήξερε πως δεν ήταν καρπερό το σπέρμα του και για δαύτο δεν είχε αποκτήσει φαμίλια με τη σχωρεμένη, το στριφογύρισε για λίγο στο κεφάλι του και στο τέλος δέχτηκε. Τι είχε να χάσει; «Τώρε θα ’βγάλεις και τη ρετσινιά του τζούφιου από πάνω σ’, να μη σε κακοκραίν’», είχε τονίσει με πονηριά ο νούνος ο Νασιοτσιούμπης το δεύτερο πλεονέκτημα εκτός απ’ τα νιάτα της κοπελώς.

Γέννησε τον δεκαπενταύγουστο στο σπίτι τ’ αντρός της, έκαμε παιδί. Το χάρηκαν. Είπαν πως τα ’χαν σ(χ)ιασμένα αναμεταξύ τους απ’ τ’ Αιντριός για να δικαιολογήσουν τους μήνες π’ έλειπαν ίσαμε τη γέννα. «Την ζήλεψα απ’ την πρώτη στιγμή, με ζούρλαναν τα νιάτα τς τα καμαρωμένα, με θέλησε κι η Αλέξω βέβαια», έλεγε στο καφενείο και κέρναγε γνωστούς και φίλους. Έζηγαν καλά. Το ίδιο κι η μαλέκω με τον πάππου κι όταν αντάμωναν είχαν να λένε ιστορίες και ιστορίες.

Στα τρίγια χρόνια απ’ τη γέννηση του παιδιού ήβρε κι η μάννα δρόμο και γύρισε απ’ την Αυστραλία με μια καρό βαλίτσα και μια μαύρη τσάντα. Και τι μάννα δηλαδή; Ένα σκιορτικό γύρισε. Χρυσό μήλο δεν έπαιρνες απ’ το χέρι της. Στο μήνα αρρώστησε βαριά. Τα μάτια ορθάνοιχτα καρφωμένα πότε στη γρεντέ στο ταβάνι, πότε στον τοίχο, πότε να σε τηράει να νομίζεις πως σε γλέπ’, μα δεν ίγλεπε η μαύρη. Το στόμα δεν τ’ άνοιγε, ούτε να μιλήσει, ούτε να φάει. Με το πανί, της δρόσιζαν ψίχα τα χείλη. Πέρασαν δέκα μερόνυχτα, παράδωκε το πνεύμα. Όταν την είδε η Αλέξω μ’ εκείνο το κέρινο χρώμα του νεκρού μέσα στην κάσα, ένιωσε μόνο στιγμιαία τα μάτια της να γιομίζουν δάκρυα. «Μαυρομάννα, ω μαυρομάννα!», είπε δυο φορές, έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο και βγήκε όξω. Η μαλέκω μαράζωσε. Ως τα σαράντα άντεξε. Μετά το μνημόσυνο ακολούθησε κι αυτή το δρόμο που δεν έχει πιστρόφια. Του πάππου, του είχε σαλέψει. Γκιόρευε αξούρηγος μέρες πολλές. Ύστερα χτύπησε τις καμπάνες όπως τότε στον πόλεμο, ζώστηκε κατόπιν ένα σκόπι και την γκλίτσα γι’ άρματα και πήρε τα βουνά. Τον έψαξαν σ’ όλες τις ρεματιές, δεν τον ήβραν πουθενά. Η Μητσηδήμαινα τον είχε δει τελευταία που πήγαινε κατά τα σύνορα κι άλλος κανείς. Ούτε ακούστηκε, ούτε φάνηκε ποτέ.

«Ορ’ άντρα, σύρε φέρε μου το κόσκινο», ζήτησε βοήθεια η Αλέξω τον άλλο χρόνο ένα μεσημέρι στ’ αλώνι. Μόλις που ’χε τελειώσει το λίχνισμα, σωρό το στάρι απ’ τη μια, στοίβα τ’ άχυρα απ’ την άλλη. Το κούτσικο είχε βρει μια κολοβή γκουστερίτσα κι έπαιζε ήσυχο κάτω απ’ την κουμπουλιά. Ο άντρας της ήταν ώρα ξαπλωμένος πάνω στα στάχυα παρέκει στη θημωνιά. Έτσι νόμιζε. Αφού δεν πήρε απόκριση, έσυρε σιμά του. Τον σκούντησε. «Ορ’ άντρα (χ)σήκου!»

ξανάειπε πιο δυνατά. Τίποτα. Παραξενεύτηκε. Έσκυψε από πάνω του. Στις άκριες των χειλιών του που ’χαν μελανιάσει είδε κίτρινο πηχτό αφρό. Τον ξανασκούντησε μάταια. Τον άγγιξε στα χέρια, ήταντα ζεστά. Τον ζούπηξε, τον χτύπησε στον πλάτη, έβηξε αυτός. «Ευτυχώς κάνε, δεν μου πέθανε», παρηγορήθηκε, γύρισε κατά την ανατολή κι έταξε αμέσως μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του. Μαναχή τον φόρτωσε στο γομάρι, τον έδεσε με την τριχιά μην πάει και πέσει, έβαλε και το παιδί στα καπούλια, τον κατέβασε στο σπίτι. Με το που ’φτακε στην αυλή, έβαλε φωνή ως τον ουρανό: «Βοήθειααα!». Άνοιξαν πόρτες και παραθύρια, μαζεύτηκε η γειτονιά. Μια μέρα του ’γραφε μόνο ακόμη του καψερού, μια.

«Κάπνιζε όμως σαν φουγάρο ο σχωρεμένος, η μπαφιάρα, αυτή τον έφαγε, είχαν πάρει σου λέει να σέπονται τα πλεμόνια του», αυτό μαρτυράγανε στην κηδεία.

Πάγαινε μαυροφορεμένη τ’ άναβε το καντήλι, να σχωρεθεί η ψχούλα του. Είχε περάσει χρόνος κι αυτή εκεί στην κρύα πλάκα, ένιωθε πως του ’χε μεγάλη υποχρέωση. Δεν ήταν και λίγο που την είχε καταδεχτεί και κουκούλωσε με το γάμο τέτοιο βαρύ παραστράτημα. Ποιος άλλος θα την στεφανώνουνταν. Σχώραγε και του νούνου, μαζί στο ίδιο τρισάγιο πο ’κανε και τ’ αντρός της. «Και τι αμαρτίες να ’χε τέτοιος καλός άνθρωπος, που της βρέθηκε και της πήρε την ντροπή από πάνω της και την έκαμε χαρά δική του;» αναρωτιόταν. Μετά τήραε το μνήμα αφαιρεμένα και δεν έκανε άλλες σκέψεις, θαρρείς έλειπε ο νους απ’ το κεφάλι της. Γύρναγε στο παιδί τ’ αγκάλιαζε, το κανάκευε, του ’λεγε ιστορίες, αλάφρωνε η καρδιά της.

Έν’ απόβραδο, στοιχειό είχε σηκωθεί ο νότος οργισμένος την ώρα που γύριζε απ’ το κοιμητήρι. Αντάρα και κόκκινη σκόνη απλώθηκε ολοτρόγυρα, της πιάνονταν η αναπνοή. Στα μισά του δρόμου κάτι ένιωσε που την κλωθογύριζε, αλαφιάστηκε μα δεν έκαμε πίσω να κοιτάξει. «Θα ’ναι καμιά γελάδα που ξέκοψε απ’ το κοπάδι» έβαλε με το νου της. Μετά της φάνηκε πως κάποιος την έκραζε να πάει κοντά του. «Ποιος να μου κρένει εμένα; Με γελά η φαντασία μου», σκέφτηκε, τάχυνε όμως καλού- κακού το βήμα της. Λίγα μέτρα πιο κάτω στη βρύση πετάχτηκε μπροστά της ένας άντρας. Είχε χωμένο το κεφάλι μέσα στην κατσιούλα επίτηδες, να μη φαίνεται. Ο καιρός ήταν ζεστός, δεν την είχε ανάγκη την κατσιούλα. «Μήνα είναι ο μαύρος σημαδεμένος στο πρόσωπο κι αντρέπεται; Μήνα είναι ζητιάνος κι απλώσει το χέρι για κομμάτι ψωμί;» Με ψυχοπόνεση αναρωτήθηκε και ψαχούλεψε την τσιέπη μήνα είχε κάτι εκεί να του το δώκει. Ο αέρας σφύριζε, ο άντρας παραμίλαγε, δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Στην αρχή, σαν έκαμε κι έβγαλε την κατσιούλα δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει, μα κάτι μέσα της σήκωσε πιο άγριο άνεμο απ’ αυτόν που φύσαγε. «Τι είναι τούτο που δεν τ’ αστόχησε η ψυχή κι άσκωσε τόσο κουρνιαχτό να την πλαντάξει;» αναλογίστηκε. Ωστόσο αυτός ζύγωσε σιμά κι έκαμε να την αγκαλιάσει. Αντάμωσε το βλέμμα του. Δεν χρειάστηκε πολύ, το κορμί γλέπεις δεν ξεχνά, μα πιότερο κι απ’ το κορμί, η ψυχή είναι τη που θυμάται τα πάντα ολοκάθαρα. Πέρασε γλήγορα απ’ τη θύμηση της πρωτόγνωρης γλύκας που ’χε νιώσει στ’ αγκάλιασμα του τότε, στην οδύνη και στην ταπείνωση που της είχαν προκαλέσει τα λόγια του. Το νευρικό του τρεμούλιασμα ήρθε και δυνάμωσε την ταραχή της μα τώρα ήταν σίγουρη, δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο, δεν τον φοβότανε. Τον κοίταξε φαρμακερά. Σαϊτεμένες οχιές οι κόρες των ματιών.

«Κάμε πέρα Στόλη θα το μετανιώσεις», τον φοβέρισε.

Της έπιασε το χέρι με βία. Γέλασε ειρωνικά. «Δεν έχω να πάω πουθενά, γάμσα πολλές μα εσένα δεν σε βγάζω απ’ τη σκέψη», ήβρε φωνή το καθίκι.

«Κάμε πέρα», ξανάειπε με την οργή να ξεχειλίζει χολή και τον έφτυσε με αηδία στα μούτρα.

Μόνο η ίδια ήξερε πως έγδερνε την ψυχή της εκείνη η ανάμνηση του η φορτωμένη ντροπή. Δεν είχε ακόμη ξεφορτώσει τα νιάτα της, μα δεν θα τα χαράμιζε δεύτερη φορά μ’ έναν άχρηστο ψεύτη. Τόσα και τόσα όνειρα απ’ αυτά που ’κανε την είχαν γελάσει κι είχαν κάνει φτερά, μα είχε γελάσει κι αυτή με τα ψέματα, κυρίως με το ψέμα τούτου του παλιανθρώπου του Στόλη, που της είχε αφήκει ένα λαθραίο σπόρο στα σπλάχνα και το ’καμε κοτζάμ παιδί και κατά πώς φαίνονταν δεν το ’ξερε. Σαν τον θάνατο μη αναστρέψιμη πετάχτηκε από μέσα της η ανάγκη για εκδίκηση. Στήριξε τα πόδια της στη γη με πείσμα.

«Παραμέρισε ορέ, θα σε θάψω ζωντανό, με τούτα τα χέρια τα δικά μου», τον απείλησε και σηκώνοντας το γόνατο τον χτύπησε με λύσσα στ’ αχαμνά. Διπλώθηκε απ’ τον πόνο αυτός μα και πάλι όρμησε κατά πάνω της θεριό ανήμερο. Την έφαγε δάγκα στο λαιμό. Πάλεψαν ως να ήταν άντρας, με άντρα. Της έδωκε δυο χαστούκια. Ζαβλακώθηκε. Ξάναψαν τα μάγουλα της απ’ το τσούξιμο. «Φεύγα ορέ αφορεσμένε, φεύγα δεν το ’χω τίποτις να σε στραπατσάρω»,

βρυχήθηκε και του κατάφερε μια γερή κλωτσιά πάλι στ’ αχαμνά. Παραπάτησε ο Στόλης, τρέκλισε μια απ’ τ’ αριστερά μια απ’ τα δεξά, έπεσε με το κεφάλι στη βρύση, κίνησε το αίμα κι έτρεχε ασταμάτηγο. Την τήραξε σκιαγμένος. Κρατούσε μια κοτρόνα από πάνω του, έτοιμη να του τη φέρει κατακέφαλα. «Μη Αλέξω, μη, λυπήσου τα κορίτσια μ’, τρίγια τα ’χω», γούριαξε με πόνο, παρακαλεστικά.

«Τρίγια; Να τρίξουν οι ομυαλοί σου Στόλη. Μία σου και μία μου τζαναμπέτη, γλυκά έφαγες Στόλη μ’, ξινά θα τα ξεράσεις τομάρ’», τ’ αγρίεψε πιότερο.

«Μη ορή Αλέξω, μη με χαλάς», ματαπαρακαλέσε κι είχε χεστεί από φόβο, αυτός, ο άντρς.

Η Αλέξω ζύγιζε την πέτρα κοντανασαίνοντας. Αυτός αλύχταε από πόνο και φόβο μαζί. Αν δεν πέρναγε τυχαία ’κείνη την ώρα η Γιώργαινα, τέσσερις θα τον παίρνανε τον Στόλη, τέσσερις.

«Κράτει τον μο Γιώργαινα, κράτει τον, βόηθα να του την κόψω τη μαλαπέρδα, τέτοιος που είναι τος , τέτοιο χουνέρι του χρειγιάζεται», είπε κι ας μην το εννοούσε. Με το που είδε τη γειτόνισσα είχε ξεθυμάνει κι η οργή. ’Κείνα τα κορίτσια του σκέπτηκε, της έρθε κρίμα.

Πάντως πανταλόνι και σώβρακο τον υποχρέωσε και τα ’βγαλε μαναχός του. «Θα τα κρατήσω, για ενθύμιο ορέ χαντακωμένεεε!» αντιλάλησε η ράχη ως πέρα. «Μία σου και μία μου τζαναμπέτη, γλυκά έφαγες Στόλη μ’, ξινά θα τα ξεράσεις τομάρ’.»

’Κους, μωρέ παιδάκι, κούγω να λες.

 

Αύριο… εν ονόματι της Αγάπης

Χαρούλα Βερίγου

Και η μνήμη προσευχή λογίζεται…

Φιλιάτες, 11 Νοέμβρη 2016

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top