Fractal

Ο Δημήτρης Γκιούλος και ο Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

gkioul

 

Δημήτρης Γκιούλος

Τ΄ αντάρτικα καταστρώνονται από λίγους και συνωμοτικά. Με ελάχιστους αντάρτες απέμεινε να οργανώνει την επανάσταση ο Κάστρο λίγο πριν μπει το 59′ θριαμβευτής μαζί με τον Γκεβάρα στην Αβάνα, με ελάχιστους ρομαντικούς έμεινε ο Βελουχιώτης μετά την υπογραφή της Βάρκιζας, προδομένος από φίλους και συντρόφους να κυνηγάει να φτιάξει “έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων και των ανθρώπων”, όπως πολύ όμορφα το είχε πει ο Νίκος Μπελογιάννης στην απολογία του.

Κάπως έτσι, ξεκίνησα και γω με τον Κ. το δικό μας. Μας έφερε σε επαφή ο Γιάννης ο Αντάμης, λέγοντάς μας πως εμείς οι δύο πρέπει απαραίτητα να γνωριστούμε. Ε λοιπόν, τελειώσαμε το αντάρτικο και ακόμα δεν είχαμε καταφέρει να γνωριστούμε. Αυτό έγινε φέτος στην διεθνή έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, ενώ το αντάρτικο γράφτηκε το Νοέμβρη του 15′. Και φυσικά πια είμαστε φίλοι. Θα μου πείτε, σας λέω μαλακίες. Πως κατάφεραν δύο άνθρωποι που δε γνωρίζονται να γράψουν βιβλίο; Έχει και συνέχεια. Το αντάρτικο γράφτηκε σε 7 ξημερώματα από το φέησμπουκ. Ω ναι! Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, το βιβλίο αποτελεί ένα πείραμα, κατά τη γνώμη μου, πολύ πετυχημένο.

Πώς να το πω; Ταίριαξαν οι γραφές μας, ταίριαξαν οι φάσεις που βρισκόμαστε εκείνη τη στιγμή, πάνω κάτω κουβαλάμε κι οι δύο τα ίδια άγχη, της ίδιας γενιάς, της ίδιας κρίσης, ο ένας στην Πάτρα, ό άλλος στη Θεσσαλονίκη. Ο ένας είχε τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του άλλου. Τα φυτίλια για τη φωτιά. Τις λέξεις για τις λέξεις.  Κάπου εκεί ήρθε και ο Σωτήρης ο Λυκουργιώτης με τις Κουρσάλ που μας έδωσαν το ελεύθερο να κάνουμε ότι γουστάρουμε με το εξώφυλλο, με το τύπωμα, με όλα. Μεγάλο πράγμα να έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις όλες τις φάσεις δημιουργίας του βίβλιου. Να μυρίσεις το μελάνι στο τυπογραφείο, να δεθείς .

Τώρα, το αφήνουμε να ταξιδέψει. Κομμουνιστών εγγόνια και οι δυο, περιμένουμε να σας βρούμε στα βουνά  των πόλεων, μαζί να ουρλιάξουμε. Μαζί να κατεβάσουμε τις καρδιές από τους φανοστάτες. Μαζί για μια ακόμα φορά.

 

papaprilis-panatsas

 

Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας

Γενάρης, του ’17,

ανταπόκριση από το μέτωπο.

 

Η οικογένειά μου,

κάθε φορά που έχει εμφύλιο,

παίρνει τα βουνά.

 

Οι χειμώνες στα βουνά είναι ζόρικοι. Ξέρεις, αέρας, χιόνι, ξαστεριές που σε τρυπάνε, λύκοι πεινασμένοι, βουητά που τρέχουν στην πλάτη σου, άγριος ύπνος, σύντομος, ξυπνάς πεινασμένος, ζεις πεινασμένος, η πείνα θερίζει τις μέρες σου που σέρνονται.

Μα, είν’ όλα αλλιώς.

Είν’ αλλιώς, πιο βαθιά απ’ το μέσα σου, μαθαίνεις με τον καιρό πως οφείλεις να ‘σαι εκεί, να στέκεσαι όρθιος και να κοιτάζεις εποχές που πήραν φωτιά. Να περιμένεις ψυχές να σου ‘ρθουν, να ξεράσουν όσα έχουν απ’ το στέρνο κάτω, να ζητήσουν τα ίδια βράδια, τα ανήσυχα.

Κι έχω και τον Μήτσο εδώ.

Και έχει καιρό που δεν χρειάζεται να τον ρωτάω, τα ‘παμε όλα σ’ εφτά βράδια μας, επικοινωνούμε αλλιώς εμείς, τα γαμήσαμε τα μυαλά μας και περιμένουμε. Να μάθουμε αν οι σφαίρες μας στόχο βρήκαν.

 

Το αίμα τρέχει πιο γρήγορα στο κρύο.

Πιο ζεστό,

πιο νόστιμο.

Οι χειμώνες έγιναν προσάναμμα

να φουντώσει η άνοιξη που άργησε,

μα θα ‘ρθει η καριόλα,

το ‘χουμε συμφωνήσει,

οι καιροί το φωνάζουν

και στήσαμε αυτί σε σελίδες πάνω,

ερασιτέχνες μάγοι

που σπουδάζουν την ανατομία μιας γενιάς.

 

Αυτά.

Και τώρα που θα απαντήσει, θα γράψουμε το Αντάρτικο το επόμενο.

 

 

Δημήτρης Γκιούλος

Κι ο πόλεμος μας είπαν πως τελείωσε κι οι λέξεις λέει πια, δεν κόβουν λαρύγγια.

 

Κι όμως εγώ μυρίζω τη ζημιά που κάναμε, σα να ανοίξαμε μια τρύπα στο σκοτάδι.

 

Από κει θα ρθούμε και φωτεινοί σαν αστέρια δε ‘θα μαστε, μονάχα οριστικοί σαν τέλος καλό.

 

antartiko

 

Αντάρτικο2 – δημήτρης γκιούλος / κωνσταντίνος παπαπρίλης πανάτσας

εκδόσεις Κουρσάλ, Δεκέμβρης 2016

Ε,

σου μιλάω.

Σου φωνάζω βασικά.

Μ’ ακούς;

Τελειώνει η δεκαετία του ‘10 και στεκόμαστε εδώ.

Εδώ, μια φορά ακόμη, για το φθινόπωρο και τους χειμώνες, για τους ουρανούς που πήραν φωτιά, για τους ανήσυχους ύπνους και τις αγρύπνιες. Εδώ, για μια πρόβα ανταρτοπόλεμου και εφτά κεφάλαιά του. Εδώ, για εκείνους που μας έπλασαν περίεργους κι εκείνες που ‘δώσαν σχήμα στις αγκαλιές μας. Εδώ, για τις μέρες και τα χρόνια μας, για τα ξημερώματα τ’ αλλιώτικα, για τον έρωτα και τον πόλεμο, για τη δίψα που σκάβει ακόμα τα χείλη, για τ’ αδέρφια που παίρνουν τα βουνά στων πόλεων τις καρδιές, που τσιμεντένιες πια, κρέμονται από φανοστάτες.

Εδώ, για της νύχτας τα φώτα.

 

Για ένα αντάρτικο δικό μας.

Ψήσου να σ’ το γνωρίσω.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top