Fractal

“Αγροτική Ιπποσύνη” – Διήγημα του Τζιοβάνι Βέργκα

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη //

 

Giovanni Verga

 

Από τη μέρα που ο Τουρίντου Μάκα, ο γιος της κυρα-Νούντσια, απολύθηκε από τον στρατό, έβγαινε κάθε Κυριακή κι έκανε τις βόλτες του στην πλατεία και καμάρωνε σαν τον διάνο φορώντας τη στολή του οπλίτη και το κόκκινο κασκέτο, ίδιο με το φέσι του τσιγγάνου που κάθεται και λέει τη μοίρα πίσω από τον πάγκο με τα καναρίνια. Τα κορίτσια, με τη μύτη χωμένη στο σάλι τους, τον έτρωγαν με τα μάτια τους στο δρόμο για την εκκλησία, και τα πιτσιρίκια στροβιλίζονταν γύρω του σαν μύγες. Είχε φέρει και μια πίπα, που είχε πάνω στο κύπελλό της σκαλισμένο τον βασιλιά στο άλογό του, τόσο ζωντανό που νόμιζες ότι θα σου μιλήσει – και ο Τουρίντου άναβε τα σπίρτα στο πίσω μέρος του παντελονιού του ανασηκώνοντας το ένα του πόδι λες κι ήθελε να δώσει καμιά κλωτσιά. Μάταιος κόπος, φυσικά, αφού η Λόλα, η κόρη του κυρίου Άντζελο, είχε χαθεί από προσώπου γης, ούτε στο μπαλκόνι της είχε φανεί ούτε και στη λειτουργία από τότε που αρραβωνιάστηκε έναν τύπο από τη Λικόντια, αμαξά στο επάγγελμα και μάλιστα από τζάκι, που είχε και τέσσερα μουλάρια από το Σορτίνο στους στάβλους του. Μόλις ο Τουρίντου έμαθε τα καθέκαστα, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Πολύ θα ήθελε να του βγάλει τ’ άντερα, αυτό ήθελε να του κάνει αυτουνού του μασκαρά απ’ τη Λικόντια. Αλλά, βέβαια, δεν έκανε τίποτα τέτοιο, μόνο αρκέστηκε σε σπαραξικάρδιες καντάδες κάτω από το παράθυρο της καλής του.

 

-Μα δεν έχει τίποτ’ άλλο να κάνει αυτό το παιδί, παρά να κάθεται και να τραγουδάει όλη νύχτα σαν μοναχικός σπουργίτης; απορούσαν οι γείτονες.

 

Κι έφτασε επιτέλους η μέρα που έπεσε πάνω στη Λόλα η οποία είχε πάει να προσευχηθεί στην Παναγία. Εκείνη, λοιπόν, ούτε χλόμιασε ούτε και κοκκίνισε μόλις τον είδε, σα να της ήταν αδιάφορος.

 

-Νά ‘ξερες πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! είπε ο Τουρίντου.

-Βρε τον Τουρίντου! Έμαθα πως γύρισες στις αρχές του μήνα.

-Κι εγώ έμαθα πολλά και διάφορα! της απάντησε. Στ’ αλήθεια δηλαδή θα παντρευτείς τον Άλφιο, τον αμαξά!

-Αφού είναι θέλημα Θεού! είπε η Λόλα σφίγγοντας με το χέρι της τις δυο άκρες του μαντιλιού της κάτω απ’ το πηγούνι της.

-Και το θέλημα του Θεού είναι αυτό που σε συμφέρει! Για να ‘χουμε καλό ρώτημα, θέλημα Θεού ήταν και που ήρθα από τόσο μακριά για ν’ ακούσω αυτά τα υπέροχα νέα, κυρία Λόλα;

 

Προσπαθούσε ο καημένος να δείξει πως η υπόθεση δεν τον ενδιέφερε, αλλά η φωνή του ακουγόταν βαριά – και περπατούσε μπροστά από την κοπέλα μ’ έναν κομπασμό που έκανε τη φούντα του κασκέτου του να χοροπηδάει πάνω στους ώμους του. Η κοπέλα δεν μπορούσε να τον βλέπει έτσι κατσουφιασμένο, αλλά δεν της έκανε καρδιά να τον ξεγελάσει με γλυκόλογα.

-Άκου φίλε μου Τουρίντου, είπε, πρέπει να μ’ αφήσεις να πάω με τις άλλες. Τί θα πουν οι γείτονες αν μας δουν μαζί;

-Δίκιο έχεις, απάντησε ο Τουρίντου. Τώρα που θα πάρεις τον Άλφιο που έχει τέσσερα μουλάρια στους στάβλους του, δεν θα ‘ναι σωστό να σε σχολιάζουν. Τον καιρό που υπηρετούσα, όμως, η καημένη η μανούλα μου αναγκάστηκε να πουλήσει το ψωρομούλαρό μας κι εκείνο το αμπελάκι που είχαμε πλάι στη δημοσιά. Άλλαξαν φαίνεται τα πράγματα κι έχεις ξεχάσει τις μέρες που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε ώρες ολόκληρες ή τότε που μου έδωσες ετούτο δω το μαντίλι λίγο πριν φύγω κι ένας θεός ξέρει πόσα δάκρυα σκούπισα μ’ αυτό καθώς έφευγα για μέρη τόσο μακρινά που κόντεψα να ξεχάσω το όνομα του τόπου μας. Άντε γεια, κυρία Λόλα. Καιρός είναι να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας και να βάλουμε τέλος στη φιλία μας.

 

Και η κυρία Λόλα όχι μόνο παντρεύτηκε τον αμαξά της, αλλά μάλιστα βγήκε και την επόμενη Κυριακή στο μπαλκόνι της με τα χέρια στη μέση για να δουν όλοι τα εντυπωσιακά χρυσά δαχτυλίδια που της χάρισε ο άντρας της.

 

Ο Τουρίντου συνέχισε τις βόλτες του στο σοκάκι με την πίπα στα χείλια και τα χέρια στις τσέπες παριστάνοντας τον αδιάφορο και κλείνοντας το μάτι στα κορίτσια – αλλά γινόταν έξαλλος στη σκέψη ότι ο σύζυγος της Λόλας ήταν τόσο πλούσιος κι ότι εκείνη δεν του έδινε την παραμικρή σημασία καθώς περνούσε κάτω από το μπαλκόνι της.

 

-Θα στη φτιάξω εγώ, και θα σε πάρω από αυτό το βρομόσκυλο! έλεγε μέσα απ’ τα δόντια του.

 

Απέναντι από το σπίτι του Άλφιο έμενε ο κύριος Κόλα ο αμπελουργός, που λέγανε πως ήταν ζάπλουτος, και είχε μια κόρη.

 

Ο Τουρίντου έλεγε κι έκανε τόσα πολλά που ο κύριος Κόλα τον πήρε τελικά στη δουλειά του – κι εκείνος δεν έχασε καιρό κι άρχισε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι και να λέει διάφορα γλυκόλογα στο κορίτσι.

 

-Πώς και δεν τα λες όλα αυτά τα χαριτωμένα στην κυρία Λόλα; τον ρωτούσε η Σάντα.

-Η Λόλα είναι μεγάλη κυρία τώρα! Η Λόλα τώρα έχει πάρει κοτζάμ βασιλιά για σύζυγο!

-Μάλλον εγώ είμαι πολύ λίγη για έναν βασιλιά.

-Εσύ αξίζεις όσο εκατό Λόλες. Ξέρω όμως κάποιον που δεν θα έδινε δεκάρα για την κυρία Λόλα και τον αφέντη της, αν έβλεπε εσένα. Γιατί αυτή δεν είναι άξια ούτε τα παπούτσια να σου δέσει, μα την αλήθεια!

-Όσα δεν φτάνει η αλεπού…

-Τους λέει, τί χαριτωμένα που είστε, μικρά μου σταφυλάκια!

-Κάτω τα ξερά σου, επιτέλους, βρε Τουρίντου!

-Φοβάσαι μη σε φάω;

-Όχι δα! Ούτε εσένα φοβάμαι, ούτε τον Θεό σου.

-Καλά πια, όλοι το ξέρουμε ότι η μητέρα σου ήταν από τη Λικόντια. Είσαι θερμόαιμο κορίτσι. Θα μπορούσα να σε φάω με τα μάτια μου!

-Αν είναι έτσι, να με φας με τα μάτια σου και να μην αφήσεις ούτε ψιχουλάκι. Αλλά στο μεταξύ άντε φέρε μου εκείνο το δεμάτι με τις βέργες.

-Κι όλο το σπίτι θα σήκωνα για χάρη σου, μα την αλήθεια!

 

Για να μην προσέξει το κοκκινισμένο της πρόσωπο, άρπαξε μια βέργα και του την πέταξε, και λίγο έλειψε να τον πετύχει.

 

-Κόφτο! Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.

-Αν ήμουν πλούσιος, Σάντα, μια γυναίκα σαν εσένα θα παντρευόμουν!

-Δεν πρόκειται να πάρω κανέναν βασιλιά, σαν τη Λόλα, αλλά όταν ο Κύριος μού στείλει το σωστό παιδί, θα έχω κι εγώ την προίκα μου όπως κι εκείνη.

-Ναι, βέβαια, το ξέρουμε πως είσαι πλούσια!

-Μιας και ξέρεις τόσα πολλά, βούλωσέ το, γιατί όπου να ‘ναι θα ‘ρθει ο πατέρας μου και δεν έχω καμία όρεξη να με κάνει τσακωτή στην αυλή.

 

Ο πατέρας στραβομουτσούνιασε αλλά η κοπέλα έκανε πως δεν το πρόσεξε γιατί η φούντα του κασκέτου του οπλίτη είχε κάνει τα φυλλοκάρδια της να τρέμουν και χόρευε ασταμάτητα μπροστά στα μάτια της. Όταν ο πατέρας της έδιωξε τον Τουρίντου από το σπίτι, η κόρη έβγαινε στο παράθυρό της κι ήταν ικανή να κάθεται και να του μιλάει όλο το απόγευμα, μέχρι που η γειτονιά δεν είχε άλλο θέμα για συζήτηση.

 

-Είμαι τρελός για σένα, έλεγε ο Τουρίντου. Δε μπορώ να φάω κι έχω χάσει τον ύπνο μου.

-Μωρέ τί μας λες!

-Μακάρι να ήμουν ο γιος του Βίκτωρα Εμμανουήλ(*) για να σε παντρευτώ!

-Μπα;

-Μα την Παναγία, θα μπορούσα να σε φάω σαν ζαχαρωτό!

-Τώρα μάλιστα!

-Στην τιμή μου!

-Βρε τί έπαθα!

 

Η Λόλα, λοιπόν, που τ’ άκουγε όλα αυτά κάθε βράδυ κρυμμένη πίσω από μια γλάστρα με μυριστικό βασιλικό, πότε άσπριζε και πότε κοκκίνιζε, και μια μέρα φώναξε στον Τουρίντου:

 

-Άλλο και τούτο, φίλε μου Τουρίντου, οι παλιοί καλοί φίλοι να μη χαιρετιούνται!

-Για τ’ όνομα του Θεού! είπε μ’ έναν αναστεναγμό ο Τουρίντου, ευλογημένος όποιος σε χαιρετήσει!

-Άμα θες να με χαιρετήσεις, το σπίτι μου το ξέρεις, απάντησε η Λόλα.

 

Και ο Τουρίντου άρχισε να την χαιρετάει τόσο συχνά που η Σάντα το πρόσεξε και τού ‘κλεινε το παράθυρο στα μούτρα. Οι γείτονες τον έδειχναν χαμογελώντας ή κουνούσαν το κεφάλι τους όταν περνούσε με τη στολή του οπλίτη. Ο σύζυγος της Λόλας έλειπε, είχε πάει περιοδεία με τα μουλάρια του στα πανηγύρια της περιοχής.

 

-Λέω να πάω την Κυριακή να εξομολογηθώ, γιατί είδα χτες στον ύπνο μου μαύρα σταφύλια, είπε η Λόλα.

-Μην πας από τώρα! την παρακάλεσε ο Τουρίντου.

-Όχι, όχι, τώρα που έρχεται Πάσχα, ο άντρας μου θα θέλει να μάθει γιατί δεν πήγα να εξομολογηθώ.

-Αχά! μουρμούρισε η Σάντα περιμένοντας τη σειρά της γονατιστή μπροστά στον εξομολόγο όπου η Λόλα έπαιρνε άφεση αμαρτιών. Στη ζωή μου, δε θα σ’ έστελνα στη Ρώμη για να μετανοήσεις!

 

Ο καλός μας ο Άλφιο γύρισε πίσω με τα μουλάρια του και με σεβαστά κέρδη κι έκανε δώρο στη γυναίκα του ένα ωραίο φόρεμα για τις γιορτές.

 

-Καλά κάνεις και της φέρνεις δώρα, του είπε η γειτόνισσά του η Σάντα. Γιατί και η γυναίκα σου, όσο έλειπες, μια χαρά το στόλιζε το σπιτικό σου με τις προστυχιές της!

Ο κύριος Άλφιο ήταν από κείνους τους αμαξάδες που πάνω από όλα βάζουν την τιμή τους κι έτσι, με το που άκουσε να κουτσομπολεύουν τη γυναίκα του μ’ αυτό τον τρόπο άλλαξε χρώμα, λες και τον είχαν μαχαιρώσει.

-Που να πάρει ο διάολος! φώναξε. Έτσι κι έκανες λάθος, δεν θα σου αφήσω μάτια για να κλαις, ούτε σ’ εσένα ούτε σ’ όλο σου το σόι!

-Έχω ξεχάσει πώς κλαίει ο κόσμος! απάντησε η Σάντα. Δεν έκλαψα ούτε κι όταν είδα με τα ίδια μου τα μάτια το γιο της κυρα-Νούντσια, τον  Τουρίντου, να μπαίνει νύχτα στο σπίτι της γυναίκας σου.

-Αν είναι έτσι, να ‘σαι καλά που μου άνοιξες τα μάτια.

 

Τώρα που ο σύζυγος γύρισε σπίτι του, ο Τουρίντου δεν περνούσε πια τις μέρες του στο σοκάκι, αλλά έπνιγε τον καημό του στην ταβέρνα με τους φίλους του – κι ανήμερα το Πάσχα έβαλαν σ’ ένα τραπέζι ένα πιάτο μ’ ένα τεράστιο λουκάνικο. Με το που μπήκε μέσα ο κύριος Άλφιο, ο Τουρίντου κατάλαβε το λόγο της εμφάνισής του από τον τρόπο που τον κοίταξε, κι άφησε το πιρούνι πάνω στο πιάτο του.

 

-Τί μπορώ να κάνω για σένα, φίλε μου Άλφιο; ρώτησε.

-Τίποτα σπουδαίο, φίλε μου Τουρίντου. Είναι που έχω πολύ καιρό να σε δω και θέλω να μιλήσουμε για το θέμα.

Ο Τουρίντου του πρόσφερε αμέσως ένα ποτήρι, αλλά ο Άλφιο το έσπρωξε πέρα με το χέρι του. Ο Τουρίντου τότε σηκώθηκε πάνω και τού είπε:

-Όποτε θέλεις, φίλε μου Άλφιο.

Ο αμαξάς έριξε το χέρι του στους ώμους του νεαρού.

-Έλα αύριο το πρωί στις φραγκοσυκιές της Καντσίρια και θα τα πούμε, φίλε μου Τουρίντου.

-Μόλις βγει ο ήλιος, άντε στη δημοσιά και περίμενέ με. Θα έρθω για να πάμε μαζί ως εκεί».

 

Και μ’ αυτά τα λόγια, αντάλλαξαν το φιλί της πρόκλησης. Ο Τουρίντου έσφιξε ανάμεσα στα δόντια του το αυτί του αμαξά επιβάλλοντας έτσι στον εαυτό του την αυριανή του υποχρέωση.

 

Οι φίλοι αποσύρθηκαν σιωπηλά από το πιάτο με το λουκάνικο και συνόδεψαν τον Τουρίντου ως το σπίτι του. Η καημένη η κυρα-Νούντσια είχε συνηθίσει να τον περιμένει ως αργά κάθε νύχτα.

 

-Μάνα, είπε ο Τουρίντου, θυμάσαι τότε που έφυγα για τον στρατό, που φοβόσουν ότι δε θα γύριζα πίσω; Δώσε μου λοιπόν ένα φιλάκι σαν και τότε γιατί αύριο θα φύγω για μακρύ ταξίδι!

 

Και πριν καλά – καλά ξημερώσει πήρε το στιλέτο του, που το είχε καλά κρυμμένο κάτω από τα άχυρα όσον καιρό υπηρετούσε, και ξεκίνησε για τις φραγκοσυκιές της Καντσίρια.

 

-Για τ’ όνομα του Θεού! Πού πας με τέτοια λύσσα; φώναξε η Λόλα τρομοκρατημένη την ώρα που ο άντρας της έφευγε από το σπίτι.

-Δεν θα πάω μακριά, απάντησε ο Άλφιο. Να εύχεσαι όμως να μη γυρίσω πίσω!

 

Η Λόλα έπεσε στα πόδια του κρεβατιού με το νυχτικό της και το ‘ριξε στις προσευχές. Πίεσε στα χείλη της ένα κομποσκοίνι που της είχε φέρει απ’ τους Αγίους Τόπους ο αδελφός Μπερναρντίνο κι είπε όσα Άβε Μαρία ήξερε και δεν ήξερε.

 

-Φίλε μου Άλφιο, άρχισε ο Τουρίντου ενώ είχε κάνει κάμποσο δρόμο πλάι στον συνοδοιπόρο του, ο οποίος παρέμενε σιωπηλός με το καπέλο του κατεβασμένο ως τα μάτια του. Μάρτυράς μου ο Θεός, το ξέρω πως έχω άδικο και θα ‘πρεπε να σ’ αφήσω να με σκοτώσεις. Αλλά λίγο πριν έρθω εδώ, είδα τη γριούλα μου – ξύπνησε από νωρίς η κακομοίρα για να με ξεπροβοδίσει με την πρόφαση ότι έπρεπε να ταΐσει τα κοτόπουλα, αλλά η καρδιά της θα πρέπει να τής είπε την αλήθεια. Και, μάρτυράς μου ο Θεός, θα σε σκοτώσω σαν σκυλί προτού η καημενούλα μου κλάψει για μένα!

-Τόσο το καλύτερο, απάντησε ο κύριος Άλφιο βγάζοντας το σακάκι του. «Βάλε τα δυνατά σου και το ίδιο θα κάνω κι εγώ.

 

Ήταν κι οι δύο άξιοι αντίπαλοι. Ο Τουρίντου χτυπήθηκε πρώτος και, όπως ήταν αναμενόμενο, πληγώθηκε στο χέρι. Αλλά υπολόγισε σωστά την αντεπίθεσή του και στόχευε τώρα στο τελειωτικό χτύπημα.

 

-Α, ρε φίλε μου Τουρίντου, το ‘χεις βάλει σκοπό να με ξεπαστρέψεις!

-Δεν στο είπα; Από την ώρα που είδα τη γριούλα μου να βγαίνει έξω για να ταΐσει τα κοτόπουλα, το πρόσωπό της δεν λέει να φύγει από τα μάτια μου.

-Άνοιξε τότε τα στραβά σου, του φώναξε ο Άλφιο, γιατί έχω πολλούς λογαριασμούς να ξεκαθαρίσω μαζί σου.

 

Κι όπως στεκόταν σ’ επιφυλακή σκύβοντας προς τα κάτω για να μπορεί να κρατάει το αριστερό του χέρι πάνω στην πληγή που πονούσε, με τον αγκώνα του ν’ ακουμπάει σχεδόν στο χώμα, άρπαξε ξαφνικά μια χούφτα σκόνη και την πέταξε στα μάτια του αντιπάλου του.

 

-Να πάρει! φώναξε ο Τουρίντου, την έβαψα!

 

Προσπάθησε να του ξεφύγει κάνοντας απελπισμένα βήματα προς τα πίσω, αλλά ο Άλφιο τον αποτέλειωσε με μια ακόμη μαχαιριά στο στομάχι και μια τρίτη στο λαιμό.

 

-Και τούτη εδώ είναι για την τιμή του σπιτιού μου που πήγες και τη λέρωσες! Μπορεί τώρα η μάνα σου να ξεχάσει να ταΐσει τα κοτόπουλά της!

 

Ο Τουρίντου παραπάτησε λίγο εδώ κι εκεί ανάμεσα στις αχλαδιές και τελικά έπεσε κάτω νεκρός. Το αίμα ξεπήδησε σαν κόκκινος αφρός απ’ το λαρύγγι του και δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει: «Μάνα μου!…».

 

 

 

(*) Αναφέρεται στον Βίκτωρα Εμμανουήλ Β’, βασιλιά της Ιταλίας.

 

 

Πρόκειται για το διήγημα στο οποίο βασίζεται η ομώνυμη περίφημη όπερα (Cavalleria Rusticana) του Πιέτρο Μασκάνι. Γεννημένος στη Σικελία, ο Τζιοβάνι Βέργκα (1840-1922), θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ιταλικού ρεαλισμού. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες, ενώ η συλλογή αφηγημάτων «Novelle rusticane» (1883) μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον D.H. Lawrence το 1925 με τον τίτλο «Little Novels of Sicily». Η Σικελία ήταν πηγή έμπνευσης για πολλά από τα έργα του, ανάμεσά τους και αυτό το διήγημα, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής και του ύφους του, ενώ παρουσιάζει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με την αγγλική folk μπαλάντα «Little Musgrave and Lady Barnard».

 

 

H μετάφραση αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρουσία, τ. 5.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top