Fractal

Διήγημα: «Ορκίζομαι»

Της Γιώτας Αναγνώστου //

 

 

f15

 

-Για πάντα;

-Για πάντα.

-Ορκίσου.

-Ορκίζομαι.

Λόγια. Λόγια που τ’ ακούει ο χρόνος και στα γέλια ξεκαρδίζεται. Λόγια άγουρων εραστών. Υποσχέσεις και όρκοι βραχύβιοι. Λόγια που χάριζε ο Γιάννης στη Μαρία, ασυλλόγιστα. Λόγια που η Μαρία ψιθύριζε, δίχως να τα πιστεύει. Λόγια πουλιά, φιλιά και αγγίγματα και βλέμματα. Λόγια που λέμε μεθυσμένοι από έρωτα∙ ήπιαμε βλέπεις ένα ποτηράκι παραπάνω κι ερασιτέχνες στο ποτό το αψύ, χάσαμε λίγο τον έλεγχο. Γράψαμε κι ένα «σ’ αγαπώ», σ’ ένα χαρτί σχισμένο απ’ το σπιράλ των σημειώσεων, το κάναμε σαΐτα και το στείλαμε να προσγειωθεί στο έδρανο, το βορεινό της όμορφης Μαρίας. Και το ’δεσε κόμπο η Μαρία το «σ’ αγαπώ» εκείνο. Το ’στειλε πίσω διπλό και τρίδιπλο στον Γιάννη. Κι έγινε το ζευγαράκι: ο Μιμίκος και η Μαίρη της παρέας. Σιγά μην έδιναν σημασία σε σχόλια και πειράγματα. Τόσο απορροφημένοι στο νέο τους παιχνίδι. Ο Γιάννης κι η Μαρία. Παντού μαζί. Στο μάθημα, στο σπουδαστήριο, στο ρεμπετάδικο και στο μπαράκι. Στη νοικιασμένη γκαρσονιέρα της Μαρίας, ο Γιάννης έμενε στο πατρικό με τους δικούς του, εκείνη ήταν απ’ την επαρχία. Τι άκουσαν αυτοί οι τοίχοι. Γέλια κι αναστεναγμούς και ερωτικούς σπασμούς και λόγια ερωτικά, λόγια, λόγια … Τόσα πολλά που θάμπωναν τα τζάμια κι οι τοίχοι τα κατέγραφαν και τα ρουφούσαν λαίμαργα, μην ξεχαστούν.

Ο Γιάννης κι η Μαρία. Ονόματα κοινά, συνηθισμένα. Συνηθισμένοι άνθρωποι. Συνηθισμένος έρωτας, εφήμερος. Εξάντλησε τα λόγια τα κοινά, τις μέρες τις κοινές τις διέγραψε με μικρές γραμμές στο ημερολόγιο και τέλειωσε. Κάτι «ποτέ» και κάτι «πάντα» που είχαν χαραχτεί στους τοίχους σβήστηκαν κι αυτά απ’ τον καινούργιο νοικάρη, φοιτητής κι αυτός, κι ήθελε να χαράξει τα δικά του.

Δεν συναντήθηκαν για χρόνια. Κι ένα πρωί η τύχη, έτσι για την πλάκα της, τους έστειλε να περπατούν στον ίδιο δρόμο. Με δέκα παραπάνω χρόνια στην πλάτη τον καθένα, με αραιωμένα τα μαλλιά του Γιάννη και τη Μαρία με κάποια παραπανίσια κιλά στην περιφέρεια. Πόσο αβάσταχτα πολύς χρόνος είναι δέκα χρόνια. Τι κάνουν στη μορφή και στην ψυχή σου. Πώς σου σκαλίζουν ένα πρόσωπο που πια δεν το γνωρίζεις μήτε εσύ μήτε κι αυτοί που, κάποτε, σε ’ξέραν. Και δεν θυμάσαι πια ποιος ήσουν ούτε ποιος είναι ο απέναντι γνωρίζεις.

Δέκα χρόνια, όσα χρειάζεται ένα παιδί να φτάσει στην Τετάρτη Δημοτικού. Όσα για να δεις την πρώτη σου ρυτίδα. Να στήσεις ένα σπιτικό, να ’χεις μια μίσθια δουλειά και μια μικροκατάθεση στην Τράπεζα.

Δέκα χρόνια, όσα χρειάζεται να γίνεις κάποιος άλλος, να σε ρουφήξει η χοάνη του χρόνου, να μην σε βρίσκει ο έρωτας ούτε με κιάλια.

Παρά τον χρόνο τον πολύ που κύλησε στ’ αυλάκι, οι συνηθισμένοι μας άνθρωποι, ο Γιάννης κι η Μαρία, αναγνωρίστηκαν.

Ο Γιάννης έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού να βρει το κινητό του κι άρχισε να μιλάει μόνος του, παριστάνοντας πως κάτι σπουδαίο έλεγε, για μια δουλειά εξόχως σοβαρή.

Η Μαρία, απέναντι, έκανε πως χαζεύει μια βιτρίνα, με κάτι είδη οικιακά, σερβίτσια πορσελάνινα και κρυστάλλινα ποτήρια, κολονάτα, χαραγμένα με διαμάντι.

Κανείς δεν τόλμησε τον δρόμο να διασχίσει. Ο Γιάννης προσπέρασε βιαστικά μιλώντας μόνος, με το κινητό στο αυτί κι η Μαρία, αφού αυτός προσπέρασε, σταμάτησε να κοιτά την αδιάφορη βιτρίνα, έβγαλε τα γυαλιά ηλίου από την τσάντα της, τα φόρεσε και συνέχισε τον δρόμο της.

Ντράπηκαν να μιλήσουν. Ντράπηκαν τα λόγια που ’χαν πει. Τι θα μπορούσαν τώρα τάχα να πουν; Πώς χάρηκαν;

-Για πάντα;

-Για πάντα.

-Ορκίσου.

-Ορκίζομαι.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top