Fractal

Διήγημα: “Τα αειθαλή”

Του Γιώργου Χαραλαμπόπουλου // * 

 

 

αειθαλές-φυτό-το-χειμώνα-29011975

 

 

«Τι ώρα έχετε;» με ρώτησε.

Το ρολόι της πλατείας Δημαρχείου ήθελε ακόμα πέντε λεπτά για να σημάνει «δώδεκα», αυτά τα πέντε λεπτά ήταν ανελέητα, μα δεν έβλεπε ότι οι καρποί μου ήταν γυμνοί; Το δικό μου ρολόι από καιρό το έχω καταχωνιάσει συνειδητά κάτω από το στρώμα του κρεβατιού μου, θα μπορούσα βέβαια να του δείξω το ρολόι της πλατείας, σκαρφίστηκα, όμως, έτσι, θα παραδεχόμουν την αδυναμία μου, αυτό με τρόμαζε, μια ακόμα ήττα, προσποιήθηκα πως δεν άκουσα, όμως το ιδρωμένο σώμα μου, χωρίς να με ρωτήσει, σύρθηκε στην άκρη σαν να ήθελε να κάνει χώρο στο παγκάκι μου για τον αδύνατο νεαρό που επέμενε να στέκεται ακόμα όρθιος μπροστά μου. Δεν μπορούσα να αποφύγω την απάντηση.

 

«Τι ώρα έχετε;» με ρώτησε.

Σ’ αυτή την ξένη πόλη, μέχρι πριν λίγο, βόλευα την απελπισία και την πλήξη μου, τα ατέλειωτα 24ωρά μου, παρατηρώντας τους ανθρώπους, από απόσταση ασφαλείας είναι η αλήθεια, καθισμένη στο ίδιο πάντα παγκάκι, απέναντί μου το ρολόι της πλατείας· παρακινδυνευμένο, συνειδητοποιώ τώρα, μια γυναίκα μόνη βραδιάτικα, λες και εκλιπαρούσα μαζί με τα αργόσχολα περιστέρια για ψίχουλα καλοσύνης. Παρατηρούσα τους βιαστικούς περαστικούς, βιαστικούς, λέω, γιατί σ’αυτή την πλατεία Δημαρχείου δεν υπάρχουν καφενεία ή εστιατόρια μόνο δέντρα και τεράστιες γλάστρες με αειθαλή φυτά, (αυτά μου θυμίζουν το λόγο που με έφερε αρκετά χρόνια πριν στην πόλη αυτή). Παρατηρούσα αυτές τις βιαστικές κι αποκαμωμένες φιγούρες σαν κορμιά γεμάτα πληγές, τους παρατηρούσα σαν φυσιοδίφης, απαλλαγμένη από αισθήματα, οι πιθανότητες, να με προσεγγίσει κάποιος από αυτούς, να μου ζητήσει μια πληροφορία ή να ξεκινήσει μια οδυνηρά πληκτική συζήτηση μαζί μου ή ακόμη χειρότερα «τί ώρα έχετε;», ήταν μηδαμινές. Ήμουν πεπεισμένη πως κι αυτοί κατανοούσαν πως η καθημερινή μου παρουσία στο παγκάκι αυτό δεν ήταν μια πρόσκληση για να μοιραστώ τη δική μου μοναξιά, γι αυτούς μάλλον φάνταζα σαν μια παρηγοριά, μια παρηγοριά για τις δικές τους δυστυχίες, αφού «υπάρχουν και χειρότερα» θα σκεφτόντουσαν, μέχρι να καταλήξουν τα βιαστικά τους βήματα στις διασκεδάσεις τους, στις θανατηφόρες οικογένειές τους, στα ραντεβού τους ή σε δημόσια νοσοκομεία.

 

«Τι ώρα έχετε;» με ρώτησε.

Με ρωτάει αν θέλω να μεταμορφώσω την απελπισία μου σε έρωτα, αν μπορώ να ξεπεράσω απόψε τη γελοιότητα της μοναξιάς μου, κι η απάντηση που εκκρεμεί, αργά-αργά, βασανιστικά, αρχίζει να παίρνει μορφή στα σωθικά μου, στο κορμί μου εμφανίζονται οι πρώτες ρωγμές, τα σπλάχνα μου αρχίζουν να βγαίνουν ένα-ένα, αίμα αναβλύζει από τη συγκινημένη μου κοιλιά, νοιώθω πως εγκαταλείπω τον πραγματικό κόσμο των ντυμένων ανθρώπων, παραλυμένη από τη σκέψη πως η απάντηση αυτή θα με εξαντλήσει νοητικά και σωματικά, θα με παρασύρει σε μια αναπάντεχη ερωτική ρουτίνα, δεν προλαβαίνω ούτε να αναρωτηθώ αν ήταν αναπόφευκτο να μου συμβεί κι αυτό, σε μια γυναίκα σαν και μένα αναγκασμένη πλέον να ανέχεται τις παρεκτροπές.

Λέω παρεκτροπές γιατί τι άλλο μπορεί να είναι, σκέφτομαι, η εγκατάλειψη των σπουδών μου στη Βοτανική; Από μικρή θυμάμαι τα φυτά να ελκύουν το ενδιαφέρον μου, ανθοφόρα ιδίως και σιωπηλά, η σιωπή τους αυτή με βόλευε, δεν με ρωτούσαν ποτέ και έτσι δεν ήμουν υποχρεωμένη να εφευρίσκω ανακουφιστικές απαντήσεις σαν εκείνες που απαιτούσαν οι γονείς μου, οι γλάστρες συγκρατούσαν σταθερά τα σώματά τους, οπότε οι θωπείες μου στα φύλλα τους, στο βλαστό, στους μίσχους και στα άνθη τούς προκαλούσαν μόνο ένα ανεπαίσθητο λίκνισμα, σαν από νυχτερινό αεράκι που μπαίνει από το ξεχασμένο ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς μου.

 

«Τι ώρα έχετε;» με ρώτησε.

«Εγώ είμαι νεκρή», τον διαβεβαίωσα «πριν λίγο με χτύπησε ένα αυτοκίνητο, βγαίνοντας από το δημοτικό θέατρο τη στιγμή που διέσχιζα τη λεωφόρο Αειθαλών Φυτών, δεν ξέρω ποιος έφταιγε για το συμβάν, ίσα που πρόλαβα να δω τη μούρη του αυτοκινήτου, αιφνίδιος θάνατος, καταλαβαίνετε, δεν υπέφερα, η πρόσκρουση ήταν αποτελεσματική, σωριάστηκα στο δρόμο νεκρή, οι θεατές που ακολουθούσαν μάζεψαν το πτώμα μου «είναι η γυναίκα της πλατείας Δημαρχείου» με αναγνώρισαν, «αυτή που πότιζε τις γλάστρες της πλατείας» διευκρίνισαν και αμέσως σχημάτισαν μια νεκρώσιμη πομπή και με απόθεσαν στο παγκάκι αυτό, το παγκάκι μου, κι εσείς τώρα επιμένετε να με ρωτάτε τι ώρα έχω, ο χρόνος για μένα σταμάτησε, συμφωνείτε, σωστά; άλλωστε δεν έχω πια φωνή, μην περιμένετε λοιπόν να σας πω πόσο καιρό περίμενα την ερώτηση αυτή, πόσο καιρό αποζητούσα αυτό το βλέμμα, αυτό το σώμα, ούτε αισθήσεις έχω πια, να! αγγίξτε με,

χαϊδέψτε με,

φιλήστε με,

αγαπήστε με,

με τον τρόπο όμως που αγαπάνε τα φυτά (διευκρίνισα), ανθοφόρα και αειθαλή, και για να σας διευκολύνω μπορείτε να με φυτέψετε στη γλάστρα εκείνη, δίπλα στο ρολόι, βλέπετε; εκείνη την κόκκινη άδεια γλάστρα, να με ποτίζετε συχνά κι εγώ θα σας το ανταποδίδω με τους χυμούς μου, το άρωμά μου. Μόνο σας παρακαλώ, όταν μαραθώ, αναπόφευκτο αυτό όσο κι αν μ’ αγαπήσετε, δεν νομίζετε; να με ξεριζώσετε, να με απλώσετε στο παγκάκι αυτό ελπίζοντας ότι ο ήλιος θα με αποξηράνει για τα καλά, ώστε να μπορείτε να με πατικώσετε για να με βάλετε στο ανθολόγιό σας»

είπα, απελπιστικά ερωτευμένη, στον νεαρό.

 

 

* Ο Γιώργος Χαραλαμπόπουλος γεννήθηκε στην Κατερίνη και ζει στην Αθήνα. Βιοπορίζεται από υπηρεσίες του στο κράτος. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top