Fractal

Ο Γιώργος Τζεβελεκάκης στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

 

Έντεκα λέξεις μου ’δωσαν κι ένα μήνα χρόνο για να εννοήσω, τον κόσμο να κατανοήσω…

 

…Αφορμή μου οι ιστορίες που θα συνθέσω μ’ αυτές. Τις έχω σημειωμένες στην πρόχειρη σελίδα της φλέβας μου· κάθε τόσο τις κοιτώ τις συμβουλεύομαι. Ο χρόνος είναι ο μήνας όπου τα σύκα δένουν το γάλα τους. Μ’ άρεσε εμένα το παιχνίδι ετούτο με τις λέξεις και με τον εαυτό, κι άφησα τον χρόνο στον καιρό, κι εκείνος μου ’πεμψε κι άλλες, πολλές ιστορίες – κι ακόμη δεν σταμάτησε το παιχνίδι αυτό…

Κι ωσάν, λέει, η δικαίωση της ύπαρξής μου, τώρα, περασμένα πενήντα, να εξαρτιόταν άμεσα από το πόσο καλύτερος θα έδειχνε (και θα γινόταν;…) ο κόσμος (μα κι ο ίδιος εγώ ακόμη) μ’ αυτές τις έντεκα λέξεις – και με τις ιστορίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που θα πλέκονταν μέσα απ’ αυτές. Αυτές οι λέξεις είχαν ξεχωρίσει απ’ τις υπόλοιπες. Τις είχαν ξεχωρίσει πέντε συγγραφείς – όχι τυχαία, βέβαια· μέσα από μιαν παράξενη, θαρρείς, μεταφυσική προοπτική τις βγάλαν ωσάν κι εκείνη του Giorgio de Chirico… Όλες είχαν κάτι σημαντικό να πουν, όλες μ’ ένα βάρος ειδικό στη ζωή τ’ ανθρώπου…

Κι αλήθεια, όλη η ζωή θα το μπορούσε μέσα μας ν’ αναπτυχθεί, μέσα απ’ αυτές τις έντεκα λεξούλες να δυναμώσει. Είναι που μ’ έντεκα διαφορετικά υλικά στήνεις και ζεις άπειρες εικόνες του κτιστού (και του άκτιστου, ενίοτε, που σε κρατεί πιο δυνατά από τον άλλο˙ ότ’ είναι μυστικός αυτός και κρύπτεται).

Αφήνω, λοιπόν, το ρολόι να κυλά (αλλιώς μετράει η ζωή!…), κι όλα τα βλέπω πιο ξεκάθαρα μ’ αυτές τις έντεκα λέξεις… Το χελιδόνι περίμενα, αυτό να μου τις φέρει˙ ιστορίες, όλον να πάρει τον αέρα του, το μέλλον του όλο, εν μια στιγμή, κι εδώ να τις αφήσει…

Μαζί και τη θάλασσα να κομίσει, ίσαμ’ εδώ επάνω, στο βουνό με τις ροδιές, τις  τσουκνίδες και τα τριαντάφυλλα…

Κι είπα, ετούτες οι λέξεις είναι τώρα το κουτί με τα εργαλεία σου…

Χάρισμα ακριβό, σαν τότε να τις πρωτοείδα – κι ας τις είχα κολυμπήσει από μικρός, ας τις είχα ξεφυλλίσει, ας τις είχα πιει από πιτσιρικάς, ας τις είχα αναπνεύσει, φτερουγίσει από τόσος δα, ας τις είχα κουρδίσει, τυλίξει ξετυλίξει από μωρό, ας τις είχα μυρίσει – κι ας τις είχα παίξει!…

Κι έστησα ετούτες τις μικρογραφές… Κι ήταν ωσάν ο χρόνος να κυλούσε με καλοσύνη και πάλι – σα να ’χε, λες, κινήσει απ’ την καρδιά μιας καρυδιάς Αρκαδίας…

Κι αναθυμήθηκα τι έλεγα στον αγαπημένο μου Γιώργο Μαρκόπουλο: «Στων λέξεων μέσα την έμφυτη ησυχία ο συγγραφέας ζει. Όσων γνωρίζει μα κι αυτών που αγνοεί. Η αγωνία αυτών των τελευταίων (κι η γνώση, κυρίως, πως ποτέ δεν θα τις μάθει…) είναι πια το καθημερινό το μαύρο γάλα του. Χτίζει φωλιές και τις κατοικεί. Στα ερμάρια της ψυχής φιλοξενεί πολλά φιαλίδια· πιάνει χρωματίζει ανάλογα κάθε στιγμή με μουσικές και χρώματα. Πότε γίνεται χώμα για ν’ ανθίσει ένα τυχαίο σωστό γαρίφαλο και πότε αέρας για να πετάξει ένα σίγουρο σπουργίτι. Τρελαίνεται, ωστόσο, να νιώθει χρήσιμος σε μι’ άχρηστη κοινωνία – κι ας μετρά ο ίδιος τον προσωκρατικό χρόνο του με τις λέξεις της άμμου και με τις μνήμες της νεραντζιάς…»

Κι ακόμη τώρα, τα λόγια τα στερνά μού ’ρχονται μαζί και ’κείνο τ’ αφρισμένο βλέμμα, του Κάπτεν Τέλσον, Κυριακές πρωί τα λέγαμε στο γκαντέμικο της πλατείας: «Για να ξεφύγεις, φίλε μου, από τη λάσπη αυτή, όπως λες, πρέπει σου να τιναχτείς πρώτα ψηλά, απ’ τον ακοίμητον αέρα να πιαστείς… Κι αυτό δεν είναι εύκολο – καθόλου… Να πιαστείς απ’ τον αέρα; Τ’ ακούς;… Όπως πιάνονται τα πουλιά… Α, ζηλεύω τα πουλιά… Τα ’χεις δει, δεν τα ’χεις δει;…»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top