Fractal

Διήγημα: “Τα καύκαλα”

Του Γιώργου Θάνου // *

 

f2

 

Ο τέταρτος μεζές που του απιθώσανε μπροστά του ήτανε σουπιές στο τηγάνι. Με ξίδι, όπως του αρέσανε, και με κρεμμύδι χοντροκομμένο, αψύ, από δίπλα.

Δεν τον ενδιαφέρανε τα πιατάκια με το φαγητό, άλλα πράματα του ψηλώνανε το νου. Βούτηξε ανόρεχτα ένα κομμάτι από το καψαλισμένο ψωμί στο θαλασσινό ζουμί. Στην άκρη του τραπεζιού, εκεί που τέλειωνε η σταχτιά λαδόκολλα, στεκόντουσαν παρατεταγμένα, σα στρατιώτες σε προσοχή, δώδεκα εικοσιπεντάρια, ολότελα άδεια. Προσθέτοντας τα τέσσερα που γέμιζαν ακόμα τσίπουρο δίπλα στα πιάτα, σύνολο δεκάξι. Τέσσερις γύρες. Τσουγκρίσανε τα ποτήρια, «στην υγειά μας», «στην υγειά μας», αλλά το βάρος στα χέρια και των τεσσάρων τους ήτανε τόσο, που έκανε την ευχή να ακούγεται περισσότερο σαν μαγγανεία.

Οι σουπιές ήταν φρέσκιες, Παγασητικού, η σάρκα τους μαστιχωτή και ξασπρισμένη από το τηγάνι. Η σουπιά είναι περίεργο πλάσμα, είναι κατάμαυρη όταν ψαρεύεται και έρχεται με το καθάρισμα και την φωτιά και ασπρίζει. Πιάνεται δύσκολα και όλο ξεγλιστράει. Δεν είναι τυχαίο που τους κουτοπόνηρους ανθρώπους, τους μπαμπέσηδες, με αυτό το παρατσούκλι τους αναφέρουνε. «Κι οι πολισμάνοι όταν έρθουνε, μελάνι αμολάω» ακούστηκε από ένα τρανζιστοράκι, δίπλα, από τη μεριά των καϊκιών. Γύρισε το κεφάλι, περιμένοντας να δει κάποιον από τους ψαράδες να φέρνει τις βόλτες του, αλλά το τραγούδι πήγαινε χαμένο, είχανε βάλει τα κεφάλια τους κάτω στο ξεψάρισμα. Πέρα μακριά, στο Σωρό, φουντώνανε σύννεφα, που κάνανε την ατμόσφαιρα όλο σίδερο και την υγρασία να τρυπάει.

Ο πατέρας του, όταν καθάριζε τις σουπιές, κρατούσε πάντα το σακούλι με το μελάνι, το πήγαινε στους φίλους του που τον περιμένανε με την γκαζιέρα στα καΐκια. Ήτανε πρώτος μεζές, μερακλίδικος. Σε κείνον έδινε το καύκαλο, ολόασπρο, ένα κομμάτι βαμπάκι μέσα από την μαύρη πίσσα της σουπιάς. Άλλα τα ζωγράφιζε, άλλα τα κράταγε έτσι λευκά λευκά και τα κρέμαγε στο δωμάτιο του με πετονιές. Μια φορά, είχε φτιάξει ζύγια για το χαρταετό του με το άσπρο κόκαλο · ακόμα θυμάται πόσο ψηλά ανέβηκε, πριν πιάσει εκείνη η ξαφνική μπόρα.

Όσο αγαπούσε της σουπιάς το μελάνι ο πατέρας του ο κυρ – Μίμης, τόσο διαφορετικός ήτανε ο χαρακτήρας του. Απλός άνθρωπος, αυθεντικός, «διάφανος», που λέγανε οι φίλοι του. Ο Αποστόλης ο μάγειρας του ‘χε πει «Εσύ κυρ – Μίμη μου, εκεί που βολεύεται η καρδιά, έχεις κολλήσει το γυαλί που πάμε για τα χταπόδια». Όλο με κάτι τέτοιους έκανε παρέα ο κυρ – Μίμης, ψαράδες, χασαπάκια, οικοδόμους. Όταν ήτανε μικρός, του φαινόντουσαν οι παρέες του πατέρα του περίεργες · μπορεί και να ντρεπότανε, όσο κι αν δεν ήθελε να το πει, όχι στον πατέρα του, αλλά ούτε στον εαυτό του. Αυτοί μονάχα, οι φίλοι του, τον φωνάζανε Μίμη, για τους περισσότερους ήτανε Δημήτρης, πριν τα άσχημα χρόνια τουλάχιστο. Όμως τώρα, τον τελευταίο καιρό, κι εκείνος σαν Μίμη τον έφερνε στο μυαλό του.

Ένας από την παρέα έκανε νόημα στο σερβιτόρο, διπλώνοντας τον αντίχειρά στο εσωτερικό της παλάμης του, κίνηση που, κατά το παλιό συνήθειο, σήμαινε «άλλα τέσσερα!». Ήτανε πρωί, το μαγαζί από κείνα τα αρχαία, που ανοίγουνε με το ξημέρωμα και αργά το απομεσήμερο κατεβάζουν τα ρολά τους. Μόνοι τους ήτανε, γι αυτό και βρήκανε το τραπεζάκι το γωνιακό πλάι στην ανοιχτή πόρτα. Στην κρίσιμη ώρα, την φοβερή, που δε θ’ αργούσε, θα πήγαινε μόνος του. Αλλά για τα προεόρτια, είχε ανάγκη από παρέα. Είναι βαρύ πράμα, ασήκωτο, να πίνει κανείς μονάχος του. «Μη το σκέφτεσαι, ρε Νίκο!», έκανε να σπάσει την βαριά σιωπή ένας από τους άλλους τρεις, αλλά αμέσως δαγκώθηκε.

Δεν του έδωσε σημασία, έκανε πώς δεν άκουσε, μόνο του έτεινε ξανά το ποτήρι του. Είχε αρχίσει να ζαλίζεται, είχε ξεσυνηθίσει, σπάνια ερχότανε εδώ και τα τσίπουρα στην Αθήνα του φαινόντουσαν σα νερωμένα, άγευστα. Τις σουπιές κάτω τις μαγειρεύουνε με χόρτα, με κρεμμυδάκια, χάνεται η γεύση, κανείς τους δεν ξέρει πως σε πράγματα σαν τη σουπιά, η απλότητα είναι που σε κερδίζει. Μια φορά, σε μια ψαροταβέρνα, είχε ζητήσει τα άσπρα καύκαλα για το γιο του. Τα είχαν πετάξει στα σκουπίδια, δε τους βρισκόταν ούτε ένα, έτσι του ‘πανε, αλλά το πιθανότερο, οι σουπιές ήτανε κατεψυγμένες, κι ας μην το ‘γραφε ο κατάλογος.

Ο κυρ – Μίμης αποδείχθηκε εκτός από διάφανος και γυάλινος, ράγισε εύκολα. Όταν έπεσε το μαγαζί έξω, ο Νίκος δε μπόρεσε να το ζυμώσει μέσα του, να ξεκαθαρίσει το ποιος και το γιατί. Έβλεπε μόνο τη μάνα του να κλαίει και να καταριέται και τον πατέρα του να πίνει και του ‘σφιγγε τα σωθικά μασιά. Έριξε μαύρη πέτρα, η πόλη που μεγάλωσε τον έπιανε πια από το λαιμό. Στην κηδεία του δεν ήρθε, δεν ξέρει και ο ίδιος γιατί. Ξέρει μόνο πως άφησε τη μάνα του μόνη της, με τους φριχτούς συγγενείς ολόγυρά της. Τώρα θα ξεχρέωνε και για αυτό. Με του πατέρα του τη μνήμη είχε μέσα του τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες, όταν από Δημήτρη, από αλκοόλα, τον είχε κάνει Μίμη ξανά.

Έχουνε περάσει πέντε χρόνια, ο δήμος δεν έδωσε άλλη αναβολή, ο πατέρας θα ‘χει γίνει πια διάφανος στ’ αληθινά, όπως τον έλεγε καλόκαρδα ο Αποστόλης. Σε λίγη ώρα, ο βαριεστημένος υπάλληλος θα στερεώσει το τσιγάρο στο αυτί του, και η τσάπα του θα αποκαλύψει κόκαλα ολόλευκα, μέσα απ’ το μαύρο χώμα.

 

 

 

* Ο Γιώργος Θάνος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Βόλο. Σπούδασε στο τμήμα Διδακτικής της Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Πειραιά. Τα τελευταία χρόνια, ασχολείται με την ιστορία της Αθήνας, αρθρογραφώντας και διοργανώνοντας εθελοντικές δράσεις.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top