Ποίηση: “Άπαντες οι αιώνες”
Του Γιώργου Τερζή //
Έφηβους, γερασμένους, άπαντες οι αιώνες
αρπάζουν θρήσκους, άθρησκους, σκλάβους μα κι’ ηγεμόνες.
Μα οι σεμνές μπετόβειες ψυχές – που ηχοβροντάνε
όμοια κλαγγές από τους Επουράνιους στρατώνες;
Στον Άχραντο Σου θρόνο εμπρός έφηβες κι’ αυτές θα ναι!
Το ρημοκλήσι της ψυχής, στερείτε από αρχές –
Ψαλμούς γυρεύω ανόθευτους μήπως το λειτουργήσω.
Ω εσείς παρθενογέννητες μου φαντασμαγορίες
και λιτανείες δουλικές. Κι’ ιδού! Ρωτάω μήπως
αρκούν ή θες ξεσπάσματα σ’ έμμετρες προσευχές;
Είμαι μηδέν κι’ ο στίχος μου από δόξα στερημένος-
όχι βραχύβιας – κοινής, μα απ’ της Δικής Σου-εκείνης
που ανθρώπινο αισθητήριο δεν συλλαμβάνει, ξένο.
Πως είναι να λογιάζεσαι πνευματικά νεκρός
σπουδή μου.. κι αρίστευσα! Πως είναι αναστημένος;
Μελέτησα, στοχάστηκα, παρηγοριά δεν βρήκα,
μάρτυρες τα ξενύχτια μου. Χαμένος βγήκα; Πες.
Πού να στραφούν οι κόρες, το δάκρυ να λυτρώσουν’
ψιθύρισε το και οι καρποί δε θα στο μαρτυρήσουν..
Σε Παρθενώνες,Γολγοθάδες, για στις Αγιές Σοφιές;
Πάλι ξεσπάς μεσάνυχτα συ Τερψιχόρεια λύρα,
τ’ άργησες μα ξεκίνησες, μακρύς θε να ‘ναι ο δρόμος.
Το μονοπάτι σκοτεινό, το πάλκο χαμηλό.
Κοινό δε ψάχνει ο αμέριμνος, μ’ ένα Σου νεύμα μόνο.
Σκούντηξ’ το τέκνο το τυφλό κι ας είσαι ο Μέγας τρόμος!
Ιδού! Ο καρπός μου πέτρωσε, χείλος ξερό. Κροτάφους
μου ερήμαξα. Της ύπαρξης ο γρίφος επτασφράγιστος
κι’ άλυτος. Το σκοτάδι μου, βαθύ μέσα στο νου.
Αντίλαλε συντροφικέ πάψε στους λαβυρίνθους
της ακοής πια να μου λές: -Στους τάφους, στους τάφους!
Τι να σου διεκδικήσουμε, που τόσα εκκρεμούν-
τουλάχιστον επέτρεπε βλέφαρα να ναι κάτου.
Συ που γνωρίζεις και νοείς νεφρά του καθενούς
για ένα μονάχα ερεύνησε χιλιολιβανισμένε.
Ατρόμαχτος να σου αφεθώ την Ώρα του θανάτου.