Fractal

Δοκίμιο: “Ο «Μπαμπάς» της Σύλβιας Πλαθ”

του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη // *

 

0

 

You do not do, you do not do/Any more, black shoe/In which I have lived like a foot/For thirty years, poor and white,/Barely daring to breathe or Achoo.

Daddy, I have had to kill you./You died before I had time—/Marble-heavy, a bag full of God,/Ghastly statue with one gray toe/Big as a Frisco seal

And a head in the freakish Atlantic/Where it pours bean green over blue/In the waters off beautiful Nauset./I used to pray to recover you./Ach, du.

In the German tongue, in the Polish town/Scraped flat by the roller/Of wars, wars, wars./But the name of the town is common./My Polack friend

Says there are a dozen or two./So I never could tell where you/Put your foot, your root,/I never could talk to you./The tongue stuck in my jaw.

It stuck in a barb wire snare./Ich, ich, ich, ich,/I could hardly speak./I thought every German was you./And the language obscene

An engine, an engine/Chuffing me off like a Jew./A Jew to Dachau, Auschwitz, Belsen./I began to talk like a Jew./I think I may well be a Jew

The snows of the Tyrol, the clear beer of Vienna/Are not very pure or true./With my gipsy ancestress and my weird luck/And my Taroc pack and my Taroc pack/I may be a bit of a Jew.

I have always been scared of you,/With your Luftwaffe, your gobbledygoo./And your neat mustache/And your Aryan eye, bright blue./Panzer-man, panzer-man, O You—

Not God but a swastika/So black no sky could squeak through./Every woman adores a Fascist,/The boot in the face, the brute/Brute heart of a brute like you.

You stand at the blackboard, daddy,/In the picture I have of you,/A cleft in your chin instead of your foot/But no less a devil for that, no not/Any less the black man who

Bit my pretty red heart in two./I was ten when they buried you./At twenty I tried to die/And get back, back, back to you./I thought even the bones would do.

But they pulled me out of the sack,/And they stuck me together with glue./And then I knew what to do./I made a model of you,/A man in black with a Meinkampf look

And a love of the rack and the screw./And I said I do, I do./So daddy, I’m finally through./The black telephone’s off at the root,/The voices just can’t worm through.

If I’ve killed one man, I’ve killed two—/The vampire who said he was you/And drank my blood for a year,/Seven years, if you want to know./Daddy, you can lie back now.

There’s a stake in your fat black heart/And the villagers never liked you./They are dancing and stamping on you./They always knew it was you./Daddy, daddy, you bastard, I’m through.

 

Οι βιογραφίες των λογοτεχνικών προσωπικοτήτων, γενικώς, μπορεί να θεωρηθούν ως υποκατάστατα και συμπληρώματα της ιστορίας, δεδομένου ότι φέρνουν στην επιφάνεια συγκεκριμένες και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της ζωής ενός συγγραφέα, οι οποίες ενδέχεται να είναι καθοριστικές στη διαδικασία της ερμηνείας και κατανόησης των έργων του. Η ποίηση και τα γραπτά της Σύλβιας Πλαθ κατέχουν ειδική θέση στην αμερικανική ποίηση λόγω των γνωστών θεμάτων που άπτονται, του τρόπου της λογοτεχνικής απεικόνισης και του όλου σκηνικού που στήνει η ποιήτρια. Η ζωή και οι πικρές εμπειρίες της, έχουν επηρεάσει βαθύτατα την ποίησή της και βεβαίως τον τρόπο που παρουσίασε δημόσια το υλικό της. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο το γεγονός ότι αναγνωρίζεται ευρέως ως μία από τις σημαντικότερες αμερικανίδες ποιήτριες του εικοστού αιώνα. Το ποίημα ‘‘Πατερούλης’’ ή ‘‘Μπαμπάς’’ (Daddy), είναι ίσως το πιο γνωστό της ποίημα, δεδομένου ότι έχει προκαλέσει ποικιλία ξεχωριστών αντιδράσεων, από φεμινιστικούς επαίνους μέχρι υπαινιγμούς για την αντρική υπεροχή. Τα γραπτά της απεικονίζουν την αγωνία μιας άλυτης και αντιφατικής αφοσίωσης και προσήλωσης προς τον πατέρα της, κι έτσι έγινε ελκυστικός στόχος για τους κριτικούς μέσα από την ανάλυση της ζωής και των λογοτεχνικών έργων της. Η τραγική αυτοκτονία της πρόσθεσε περισσότερο μυστήριο, ερεθίσματα και κίνητρα για να ασχοληθούν πολλοί και να γράψουν περισσότερα για την Σύλβια Πλαθ, τη ζωή, καθώς και για τα λογοτεχνικά της έργα. Η ποιήτρια υπέφερε από κατάθλιψη σε όλη τη ζωή της, που την οδήγησε τελικώς στην αυτοκτονία, το 1963. Η Πλαθ στο ποίημά της, μας δίνει τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη ζωή και την πείρα της, εκφράζει τη δυστυχία και τον πόνο της.

Το ποίημα έχει ήδη λάβει παγκοσμίως καλές κριτικές, οι οποίες σημειωτέον επικεντρώνονται κυρίως στα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, το ποίημα δεν πρέπει να εκληφθεί από τους αναγνώστες αντικειμενικά ως αληθές, κι ούτε όλες οι λεπτομέρειες εκεί μέσα, σε σχέση με τα γεγονότα της ζωής της ποιήτριας, είναι πραγματικές. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο ποίημα περιέχει το ισχυρότερο συναίσθημα που διασχίζει την ποίηση της Πλαθ, την αγωνία και τα συναισθήματα, που κατά κάποιο τρόπο συνδέονται με τις αναμνήσεις από το νεκρό πατέρα της. Κάποιες λεπτομέρειες δεν μπορεί να είναι αληθείς, δεδομένου ότι ο Ότο Πλαθ (Otto Plath), για παράδειγμα, ο οποίος γεννήθηκε το 1885 και ήρθε στην Αμερική σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έχασε τη ζωή του όταν η κόρη του ήταν σχεδόν οκτώ ετών, και έτσι σίγουρα δεν θα μπορούσε να είναι ο γερμανός ναζί αξιωματικός του ποιήματος. Η Πλαθ έγραψε το ποίημα με δραματικούς όρους, που δεν περιλαμβάνουν καμία ένδειξη ότι η περιγραφόμενη κατάσταση ήταν δική της. Το ποίημα γράφεται και αφηγείται από ένα κορίτσι με το σύνδρομο της Ηλέκτρας. Ο πατέρας της πέθανε, ενώ πίστευε ότι ήταν ο Θεός. Η υπόθεση περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ναζιστής, ενώ η μητέρα της, πολύ πιθανόν, κατά ένα μέρος Εβραία. Στοιχεία ομολογουμένως αντίθετα, τα οποία ενώθηκαν στην κόρη. Η Πλαθ δραματοποίησε στα άκρα το μίσος, αλλά και την αγάπη που νιώθει μια νεαρή γυναίκα για τον πατέρα της. Αναφέρεται στους προγόνους στη Γερμανία και την Πολωνία και το πώς ανατράφηκε από τους γονείς της, των οποίων η αγγλική ήταν η δεύτερη γλώσσα. Επίσης, η Σύλβια Πλαθ στο ποίημά της εξέφρασε όλη την έκταση της δυστυχίας της, ειδικά σε ότι αφορά την ταλαιπωρία των Εβραίων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι η Σύλβια Πλαθ χρησιμοποιεί στο ποίημά της, τις αναφορές στο Ολοκαύτωμα, ως μεταφορά για να δείξει τα δικά της βάσανα και πόνους της προσωπικής ζωής. Η εμπειρία του θανάτου του πατέρα της, τη σημάδεψε γενναιόδωρα με μια σοβαρή τραυματική διαταραχή της παιδικής ηλικίας, μια πηγή απέραντου πόνου και έμπνευσης. Η Σύλβια Πλαθ στο ποίημα ετούτο, αξιώνει ότι έχει σκοτώσει έναν άνθρωπο, κι αργότερα, στην πραγματικότητα δύο, δηλαδή τον πατέρα της και το σύζυγό της, Τεντ Χιούζ. Συνειδητοποιεί ότι η ζωή της επηρεάστηκε αφόρητα από τον πόνο που της προκάλεσαν οι άντρες της ζωής της και ως εκ τούτου έκανε εμφανέστερο με το ποίημα ότι οι άντρες την πρόδωσαν, την εγκατέλειψαν και τελικά την άφησαν μόνη. Αρχικά, οκτάχρονο μόλις κορίτσι, ο πατέρας της πέθανε και… την εγκατέλειψε. Αργότερα στα είκοσι, η πρώτη της αγάπη και μοντέλο του πατέρα της την πρόδωσε αφού πήγε με ένα άλλο κορίτσι, πριν καν ο ίδιος και η Σύλβια δεθούν επίσημα. Τέλος, ο Τεντ Χιούζ, ο σύζυγός της, την έσπρωξε στα άκρα με τις εξωσυζυγικές υποθέσεις του, βάζοντας τέλος σε ένα επταετή γάμο, για τον οποίο η ίδια αναφέρεται ως ένα ‘‘βαμπίρ που της έπινε το αίμα για επτά χρόνια’’.

Η ‘‘ψυχολογική προσέγγιση’’, τώρα, σε ένα λογοτεχνικό έργο, έχει να κάνει με τα συναισθήματα του συγγραφέα, τα ψυχικά και συναισθηματικά του χαρακτηριστικά, και κυρίως με το λογοτεχνικό έργο, καθώς και την διανοητική κατάσταση και τη δομή της όλης προσωπικότητας. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην παραδοχή ότι το έργο της λογοτεχνίας είναι αλληλένδετο με τις διακριτές ψυχικές και συναισθηματικές ιδιότητες του συγγραφέα. Από το 1920, ο όρος ψυχολογική προσέγγιση άλλαξε σε ότι αναφέρεται ως ψυχαναλυτική κριτική, την οποία ο Φρόιντ όρισε ως μέσο θεραπείας των νευρώσεων, αλλά ο ίδιος στη συνέχεια προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, και συμπεριέλαβε την ιστορία του πολιτισμού και της θρησκείας, καθώς και της λογοτεχνίας και των άλλων τεχνών. Αυτού του είδους η προσέγγιση είχε ένα τεράστια επίδραση στην λογοτεχνία. Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόιντ άλλαξαν τα πιστεύω μας στην ανθρώπινη συμπεριφορά με τη διερεύνηση νέων περιοχών, όπως είναι η επιθυμία, η ικανοποίηση, οι αισθήσεις και η συναισθηματική καταστολή. Ανέλυσε τη γλώσσα, αποκαλύπτοντας πως αυτή αντανακλά τις αισθήσεις του φόβου και τις επιθυμίες του ομιλητή. Επιπλέον, εξέτασε τα σύμβολα στις τέχνες και τα όνειρα για να μελετήσει πώς το ασυνείδητο αποκαλύφτηκε σε κωδικοποιημένη μορφή. Άλλωστε οι περισσότεροι από μας, ξεχνάμε στην πραγματικότητα ότι βρίσκεται αποθηκευμένο στο υποσυνείδητο, συμπεριλαμβανομένων κάποιων οδυνηρών αναμνήσεων από την παιδική ηλικία που έχουν σχεδόν κατασταλεί.

Για να επανέλθουμε στο κυρίως θέμα, όλα τα ποιήματα και τα έργα της Σύλβια Πλαθ είναι γνωστά για τις άγριες εικόνες, τα θέματα αυτοκαταστροφής και για τη βίαιη διαμαρτυρία μιας φεμινίστριας η οποία θεωρεί γενικώς τους άνδρες ως αιτία όλων των ειδών καταπίεσης των γυναικών και της ανθρωπότητας. Η Σύλβια Πλαθ θυμόταν τον πατέρα της σε ολάκαιρη τη ζωή της ως τον κυρίαρχο άντρα, που την άφησε όμως πάμφτωχη και εκτεθειμένη σε ακραίες ταλαιπωρίες και πόνους. Το ποίημα επισημαίνει την φροϋδική ψυχολογία που αποδεικνύει ότι το παιδί είναι, κατά το στάδιο της ανάπτυξης, ερωτευμένο με τους γονείς του, σύμφωνα με το σύνδρομο της Ηλέκτρας. Το κορίτσι εν προκειμένω αντιδρά με μίσος για τον πατέρα που την έκανε να υποφέρει, πεθαίνοντας σε εκείνο το σημείο της ανάπτυξής της. Η αναφορά στον πατέρα της ως ‘‘marble-heavy’’ και ‘‘ghastly statue’’, αποκαλύπτει την αμφίθυμη στάση της γι αυτόν, δεδομένης της σύνδεσης του προσώπου του με την ομορφιά της θάλασσας. Η εικόνα του πατέρα της ως άγαλμα, μας παραπέμπει σε τεράστιες και τρομερές αναλογίες. Η ασυμφωνία ανάμεσα στα συναισθήματα του φόβου και της αγάπης έχουν παραμείνει στην κόρη ως έμμονη ιδέα η οποία περιορίζει τη δική της ζωή, και σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από αυτόν, πρέπει να καταστρέψει τη μνήμη του πατέρα της. Η Πλαθ ξέρουμε, ότι βίωσε μεγάλη κατάθλιψη και ακραία δυστυχία όταν έγραψε το ποίημα ‘‘Daddy’’, μετά την χωρισμό της από τον Τεντ Χιούζ, με τον οποίο ήταν παντρεμένη για επτά χρόνια. Ο θυμός από ψυχιατρικής σκοπιάς, είναι μέρος της διαδικασίας του θρήνου. Στην αρχή η άρνηση, στη συνέχεια το σοκ, ο θυμός, η αμφισβήτηση και τέλος, η κατάθλιψη και η αποδοχή. Τόσο οι συγκινήσεις, όσο και όλη η προαναφερθείσα διαδικασία που γίνονται σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν αυτά τα συναισθήματα, είναι άκρως λογικά. Η Πλαθ όμως, κόλλησε στο θυμό, που μάλλον δεν ξεπέρασε σε όλη τη ζωή της, η οποία χαρακτηρίστηκε και από πολλές περιόδους σοβαρής κατάθλιψης. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μάλιστα, μετά το πρώτο έτος στο κολέγιο, η Σύλβια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών, αλλά ανακαλύφθηκε νωρίς και νοσηλεύτηκε για αρκετούς μήνες σε ψυχιατρική κλινική στο Belmont της Μασαχουσέτης. Στο ποίημα ‘‘Daddy’’, η Πλαθ αποκαλύπτει μια εικόνα του πατέρα της, η οποία από ψυχαναλυτική άποψη, αποτελεί την εκδοχή της παιδικής ηλικίας του πατέρα η οποία επιμένει στην ενήλικη ζωή. Αυτή η εικόνα είναι μια συγχώνευση της πραγματικής εμπειρίας και της αρχετυπικής μνήμης, όπου η ψυχική καταπίεση του ομιλητή εκπροσωπείται από τη ναζιστική καταπίεση των Εβραίων.

Η Σύλβια Πλαθ φοβόταν τη γερμανική γλώσσα, θεωρώντας την ως άσεμνη και αόριστη. Η βαθύτερη αιτία αυτής της δυσφορίας και απογοήτευσης, ήταν το γεγονός ότι προσπάθησε να μάθει γερμανικά, αλλά απέτυχε πλήρως. Αναφέρθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως το Νταχάου, Άουσβιτς και Μπέλζεν, όπου ως γνωστόν βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν χιλιάδες Εβραίοι. Η Σύλβια αισθάνθηκε ότι ήταν απόγονος τσιγγάνων, και φοβόταν το μουστάκι του Χίτλερ και την Άρια φυλή. Στην αρχή του ποιήματος, στο ταραγμένο μυαλό της, έρχεται η εικόνα ενός παπουτσιού, μιας μπότας μάλλον. Επιπλέον, σκέφτεται, ο μπαμπάς της είχε μια ζωώδη, μαύρη καρδιά. Θυμήθηκε την εικόνα του αυστηρού δασκάλου κοντά στο μαυροπίνακα, ο οποίος συγχωνεύεται με την εικόνα του πατέρα της και έτσι πάλι θέλησε να τον σκοτώσει και να τον πετάξει έξω από το νου της. Προσπάθησε επίσης να στείλει στο θάνατο τον εαυτό της, αλλά και πάλι την εμπόδισαν. Στη συνέχεια δημιούργησε ένα μοντέλο του, το σύζυγό της, τον οποίο στη συνέχεια σκότωσε μεταφορικά ως ένα βαμπίρ που της έπινε το αίμα για επτά ολάκαιρα χρόνια. Σύμφωνα με μερικούς, τα προβλήματα της Πλαθ ήταν μάλλον το τελικό αποτέλεσμα του θανάτου του πατέρα της, το γεγονός ότι έζησε για κάποιο διάστημα έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, του άγχους και της υπερκόπωσης. Ο σύζυγος της Σύλβιας Πλαθ, επίσης, ήταν μερικές φορές βίαιος, και το ζευγάρι χώρισε περισσότερο από μία φορά. Όταν δίδασκε στο Κολέγιο Σμιθ, οι σχέσεις με τους μαθητές της ήταν σε γενικές γραμμές καλές, αλλά δεν έγινε ευρέως αποδεκτή από τους συναδέλφους της. Η Πλαθ είχε κάποια άλλα ιατρικά προβλήματα, πέραν της γνωστής κατάθλιψης, όπως για παράδειγμα χρόνια σκωληκοειδίτιδα και προφανώς ανάμεικτα συναισθήματα για τη μητέρα της. Επιπλέον, η Πλαθ βρέθηκε σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, από το οποίο ο γιος της έμεινε με ενός βαθμού παραμόρφωση του ματιού. Επιπλέον υπήρχε πίεση πάνω της να ενεργεί ως παραδοσιακή νοικοκυρά και διαφωνίες με το σύζυγό της για τις δουλειές στο σπίτι, τη συμπεριφορά και μερικές αντιπαραθέσεις όσον αφορά το ποιός ήταν περισσότερο επιτυχημένος, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα.

Η Σύλβια Πλαθ ήταν μια δημιουργική συγγραφέας που έφτασε σε πολύ υψηλό επίπεδο απόδοσης. Όλα τα προηγούμενα όμως την οδήγησαν να προσπαθήσει και πάλι να αυτοκτονήσει και που τελικά το πέτυχε σε ηλικία τριάντα δύο ετών. Το ποίημα αυτό (Daddy) της Πλαθ είναι εκπληκτικά ισχυρό, αν και όχι απόλυτα αυτοβιογραφικό. Εν όψει των διαφόρων αυτοβιογραφικών στοιχείων που αφορούν την παιδική της ηλικία και την ενήλικη ζωή στο ποίημα, πολλοί κριτικοί της λογοτεχνίας έχουν εμπλακεί σε βιογραφικές και ψυχολογικές προσεγγίσεις, προκειμένου να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν την ποίησή της, όλες των οποίων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αποκάλυψη της μεταφορικής γλώσσας της ποιήτριας. Δεκαέξι συνολικά στροφές υπάρχουν σε αυτό το ποίημα της Σύλβιας Πλαθ. Ο ήχος του ‘‘ου’’, είναι συντριπτικός. Ας δούμε τη δέκατη στροφή, πως καταλήγει στους δύο στίχους:

The boot in the face, the brute

Brute heart of a brute like you.

Η ποίηση της Πλαθ και ειδικά το ποίημα ‘‘Ο Μπαμπάς’’, θεωρείται σίγουρα σαν μια προσωπική εξομολόγηση, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Ο πατέρας της Σύλβιας Πλαθ ήταν Γερμανός μετανάστης, όπως κι ο πατέρας στο ποίημα. Πέθανε όταν ήταν μικρή, μόλις οκτώ ετών, κι όχι στην ηλικία των δέκα, όπως στο ποίημα, κι όπως σε αυτό, προσπάθησε να αυτοκτονήσει. Η Σύλβια Πλαθ ήταν παντρεμένη με τον σύζυγό της για περίπου επτά χρόνια, όταν έγραψε αυτό το ποίημα, και ο σύζυγος της αφηγήτριας της ρουφούσε το αίμα για επτά χρόνια. Παρά τις ομοιότητες, όμως, η αφηγήτρια σε αυτό το ποίημα είναι διαφορετική από την Πλαθ, αφού οι χαρακτήρες του πατέρα της και του άντρα της, είναι διαφορετικοί από τον πατέρα και το σύζυγο της Πλαθ. Η κοινή λογική και η πραγματικότητα, μας λέει ότι ο πατέρας της Πλαθ δεν ήταν πραγματικά ναζί, και ο σύζυγός της δεν ήταν βαμπίρ. Μπορούμε να μαντέψουμε το πώς ένοιωθε η Πλαθ για τον άντρα και τον πατέρα της, αλλά δεν θα πρέπει να τις λάβουμε υπόψη μας ως πραγματικό γεγονός στην ανάγνωση του ποιήματος. Σίγουρα, αυτό το ποίημα μπορεί να αντικατοπτρίζει το πώς αισθανόταν η Πλαθ τη στιγμή που έγραφε αυτό το ποίημα, αλλά θα ήταν άδικο να εξαγάγουμε σαφή συμπεράσματα σχετικά με τις σχέσεις της με τους προαναφερθέντες. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της ποίησης συγκριτικά με την πεζογραφία και τα απομνημονεύματα, για παράδειγμα, είναι ότι δεν είναι υποχρεωτικά φανταστική, κι ότι η αλήθεια εκεί μέσα μπορεί να είναι μέρος της συνολικής αλήθειας ή αφήνεται ελεύθερη να προεκταθεί περαιτέρω. Ο αφηγητής είναι μια περσόνα που δημιουργήθηκε από την ποιήτρια έτσι ώστε να μπορεί να γράψει ένα ποίημα που να βασίζεται μεν στη ζωή της, αλλά δεν παγιδεύεται υποχρεωτικά και κυριολεκτικά στην αλήθεια.

Εκτός αυτού, ανεξάρτητα από το γεγονός αν το ποίημα είναι αυτοβιογραφικό, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το ‘‘Daddy’’ αποτελεί αλληγορία σε γενικές γραμμές για τους άνδρες, ή ένα σύμβολο του κακού σε τούτο τον κόσμο. Ποιος όμως είναι ο πραγματικός αφηγητής του ποιήματος, θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο αναγνώστης! Είναι μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, που έχασε τον πατέρα της όταν ήταν τόσο μικρή, ώστε φαινόταν στα μάτια της τεράστιος και ισχυρός, όπως ο Θεός, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε!

Οι μνήμες, της προκαλούν αφόρητο πόνο ώστε να θέλει να πεθάνει. Αφού δεν το καταφέρνει, η αφηγήτρια προσπαθεί να βρει έναν σύζυγο ακριβώς όπως και ο πατέρας της. Αυτό το ποίημα είναι σαν ένα αγκάθι στην καρδιά των δυσάρεστων αναμνήσεών της, μέχρι το τέλος του ποιήματος, οπότε και τους ‘‘σκοτώνει’’.

Το ποίημα στο μυαλό της ξεκινά σαν μαύρο παπούτσι μέσα στο οποίο ζει η αφηγήτρια, αλλά που στην πραγματικότητα είναι μια αλληγορία για τον πατέρα της. Στη συνέχεια μετακινείται για να συμπεριλάβει το σύνολο των Ηνωμένων Πολιτειών, αναφέροντας τις φώκιες του Σαν Φρανσίσκο και τα όμορφα νερά της παραλίας της Μασαχουσέτης. Εικόνες όμορφες, αλλά τότε θυμόμαστε ότι υπάρχει ένα άγαλμα του νεκρού πατέρα της σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάπως ανατριχιαστικό. Προχωρά σε μια θέση που βρίσκεται στην Πολωνία, όπου ομιλείται όμως η γερμανική, που φαίνεται να είναι ο τόπος από τον οποίο μετανάστευσε ο πατέρας της. Διαβάζουμε ότι αυτή η πόλη έχει καταστραφεί από τον πόλεμο, και ότι η ομορφιά της παραλίας, όπως τεκμαίρεται από νωρίτερα στο ποίημα, χάνεται μέσα στην ερήμωση της μάχης, αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποια συγκεκριμένη πόλη αναφέρεται. Το ποίημα ταξιδεύει στη Γερμανία, κάνει άλματα πίσω στο χρόνο, συγκεκριμένα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η αφηγήτρια βρίσκεται σε ένα τρένο στη γερμανική ύπαιθρο, καθ’ οδόν για κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ίσως στο τρένο, να βλέπει τα βουνά της περιοχής του Τυρόλου, στα σύνορα της Αυστρίας και της Ιταλίας και σκέφτεται τη Βιέννη. Ακούμε πολλά για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπάρχουν αεροπορικές δυνάμεις, τανκς, μια σβάστικα στον ουρανό, και μέσα σ’ όλα αυτά, ο πατέρας της μετατρέπεται σε ένα χαρακτήρα, σαν τον Χίτλερ. Μετά από μια ανάσα, ξαναγυρίζουμε σε ένα σκοτεινό περιβάλλον. Αυτή τη φορά, όμως, δεν βρισκόμαστε απλώς κάπου στην ιστορία, αλλά κάπου μυστικιστικά, όπου υπάρχουν διάβολοι, τηλέφωνα με ρίζες και βρυκόλακες. Είναι το είδος του τόπου, όπου είναι δυνατόν να συναρμολογήσει κάποιος τα οστά του νεκρού με κόλλα. Μέχρι το τέλος του ποιήματος, παραμένουμε σε ένα χωριό, το οποίο ενδεχομένως να αποτελεί μέρος αυτής της διαβολικής θέσης. Οι χωρικοί γιορτάζουν το θάνατο ενός βαμπίρ, γεγονός που μας δίνει μια ιδέα για το είδος της μικρής πόλης, γεμάτης καχυποψία και μυστικισμό. Έτσι, με τη σκοτεινή φαντασία της αφηγήτριας, έχουμε ταξιδέψει από τις ΗΠΑ στη Γερμανία, στη συνέχεια πίσω στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια, ακόμη μακρύτερα, σε μια μυστικιστική χρονική στιγμή κατά την οποία οι χωρικοί πίστευαν στα βαμπίρ. Το ποίημα ακούγεται σαν σκοτεινό, ενοχλητικό παιδικό τραγούδι, αν και υπαινίσσεται βία και ανατριχιαστικές εικόνες. Οι πολυποίκιλοι ήχοι ‘‘ου’’ (όπως προφέρονται στην αγγλική γλώσσα πολλές λέξεις και επιφωνήματα, όπως για παράδειγμα οι: do, shoe, achoo, you, blue, du, two, root, Jew, true, goo, boot, και brute) που γεμίζουν το ποίημα, αντί να παρηγορούν, παραπέμπουν σε αποπνικτική ατμόσφαιρα που ταλαιπωρεί τον αναγνώστη. Όλη αυτή η ορμητική ροή των ‘‘ου’’ κάνει το ποίημα φαίνεται πιο ανησυχητικό από παιδικό τραγούδι, περισσότερο σαν ένα ουρλιαχτό μέσα στη νύχτα.

Ο τίτλος Daddy του ποιήματος, ορίζει την ταυτότητα του πατέρα του ποιητή. Τον γνωρίζουμε από την αρχή, θα ήταν καλύτερα να πούμε. Η λέξη στη αγγλική γλώσσα, παραπέμπει σε ένα στοργικό όνομα, που θα χρησιμοποιήσει ένα παιδί για να καλέσει τον πατέρα του όταν είναι χαρούμενο ή θέλει κάτι πάρα πολύ. Έτσι είναι ειρωνικό το γεγονός ότι η αφηγήτρια χρησιμοποιεί τη λέξη ‘‘μπαμπά’’ αποκαλώντας έτσι τον πατέρα της που έχει χαρακτηρίσει ως ναζί, διάβολο και βαμπίρ. Αλλά αυτό το λεκτικό παιχνίδισμα, που το βλέπουμε κι αλλού στη Σύλβια Πλαθ, σε συνδυασμό με τη βία που μας περιγράφει, δείχνει μάλλον την εσωτερική πάλη της αφηγήτριας μεταξύ αγάπης και μίσους για τον αποθανόντα πατέρα της. Γιατί εδώ αναφέρεται σε σοβαρά και τραγικά θέματα, όπως τη ζωή, το θάνατο, τη θηλυκότητα και την κατάθλιψη. Η Πλαθ δεν φοβάται να έρθει αντιμέτωπη με ανησυχητικά και δύστροπα θέματα, και το παιχνίδισμα της γλώσσας της, κάνει τις συχνά βίαιες εικόνες της ποίησής της, ακόμα πιο συγκλονιστικές.

 

Βιβλιογραφία

Rollyson C.: American Isis: The Life and Art of Sylvia Plath. New York: St. Martin’s Press. 2013.

Runco M.: Suicide and creativity: The case of Sylvia Plath. Death Studies. 1998; 22(7): 637-654.

Shulman E.: Vulnerability factors in Sylvia Plath’s suicide. Death Studies. 1998; 22(7): 597-613.

Σχορετσανίτης Νικ. Γεώργιος: Ο εμβληματικός και επώδυνος ‘‘Κολοσσός’’ της Σύλβιας Πλαθ. 24grammata.com. 22 Δεκεμβρίου 2014.

 

* Ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1953. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1976. Είναι γιατρός χειρουργός και εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου. Εδώ και δεκαετίες ασχολείται με την ιστορία της ιατρικής, τον πολιτισμό και τη λαογραφία άλλων λαών και ταξιδεύει αρκετά σε διάφορα μέρη του κόσμου. Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί τόσο στον έντυπο όσο και τον ηλεκτρονικό τύπο. Τα αντικείμενα που δημοσιεύει καλύπτουν τον τομέα της βιβλιοπαρουσίασης και βιβλιοκριτικής, γιατρών κατά κύριο λόγο λογοτεχνών, την ιστορία της ιατρικής και τα παραλειπόμενά της και ακόμα παρουσιάζει κάποια ταξιδιωτικά κείμενα από χώρες του εξωτερικού. Αναλυτικά η εργογραφία του βρίσκεται στο ομώνυμο λήμμα της Βικιπαίδεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top