Fractal

Γιώργος Σπυράκης: “Με την κρίση αλλάζει μόνον ο παρονομαστής”

Συνέντευξη στη Μαρία Λιάκου //

 

 

Ο Γιώργος Σπυράκης είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δημιουργικής Γραφής από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και έχει παρακολουθήσει σεμινάρια μικρή φόρμας και επιμέλειας-διόρθωσης κειμένων. Από τον Οκτώβριο του 2016 Επιστημονικά Υπεύθυνος του ομίλου δημιουργικής γραφής στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας που στεγάζεται στις φυλακές Κορυδαλλού, έχει πολλά να μας πει: για τη λογοτεχνία, την έκφραση, την δεύτερη ευκαιρία, τη γραφή των άλλων και την δική του γραφή.

 

-Κύριε Σπυράκη, μιλήστε μας για το τελευταίο σας βιβλίο.

Το «ε.σύ» είναι η συνέχεια μιας σκέψης ετών. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η άμεση πρόκληση ήταν τα διηγήματα. Μετά το πρώτο μου βιβλίο (Μικρές Φοβίες – συλλογή διηγημάτων) αποφάσισα ότι η μικρή φόρμα θα είναι το διάλειμμά μου όσο θα στήνω το μυθιστόρημα. Άφησα πίσω μου πολλές ιδέες και προκλήσεις και επικεντρώθηκα σε μια scaletta για το «ε.σύ». Με θυμάμαι να δουλεύω καθημερινά κάθε κεφάλαιο και να δυσκολεύομαι στον ύπνο γιατί όλο αυτό είχε γίνει ένα δυνατό σαράκι που διαρκώς ανακάτευε τη φαντασία μου. Διαμόρφωση χαρακτήρων, παραλλαγές της πλοκής, αλλαγή ακόμα και στα ονόματα, αναχρονίες και μια εναλλαγή τριτοπρόσωπης και δευτεροπρόσωπης αφήγησης που όφειλα να υποστηρίζει το κείμενο.

Εντωμεταξύ ήδη είχα κάνει στην εισήγησή μου για τον «Φοβικό Ρεαλισμό» στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Δημιουργικής Γραφής που διεξήχθη στην Κέρκυρα και ο στόχος ήταν να ενσωματώσω στοιχεία του «Φοβικού Ρεαλισμού» και στο βιβλίο αυτό (ήδη οι Μικρές Φοβίες είχαν διαμορφώσει ένα πρώτο στίγμα). Θα ήταν το πρώτο μυθιστόρημα με ενδείξεις φοβικού ρεαλισμού. Όπως αντιλαμβάνεστε η πρόκληση ήταν μπροστά μου, αφού ένας ακόμα κόσμος ανοιγόταν· και τα κλειδιά ήταν στην τσέπη μου.

Έχοντας συγγράψει λίγο περισσότερο απ’ το μισό κείμενο αποφάσισα να ταξιδέψω. Μάζεψα τις σημειώσεις, τα ημερολόγιά μου, τα προσχέδια της πλοκής και των ηρώων, πήρα μαζί μου το laptop, μισή βαλίτσα ρούχα και μπήκα στο αεροπλάνο. Μέχρι να φτάσω στην Κούβα, είχα ήδη γράψει τρία ακόμα κεφάλαια μες στο αεροπλάνο και άλλα δύο στην πολύωρη αναμονή μου στο Παρίσι. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε κάτι άλλο στον νου μου. Παρέμεινα στο νησί για έναν μήνα. Γραφή, βόλτες στην Αβάνα (πάντα με τις σημειώσεις στο σακίδιό μου), συζητήσεις με τους Κουβανούς και πάλι γραφή. Το βιβλίο τελείωσε εκεί, στο νησί και αισθάνομαι ότι του ανήκει κυριολεκτικά. Θυμάμαι εκείνο το πρωινό που έκλεισα το laptop και πέταξα τις σημειώσεις στη βαλίτσα. Ξάπλωσα για λίγο και ήξερα ότι είχε τελειώσει. Μετά, απλώς χάθηκα στην πόλη, για μέρες. Ήξερα ότι έχει δουλειά ακόμα ως πρώτη γραφή, αλλά αυτήν τη «μεγάλη τελεία», την είχα βάλει.

Η χαρά μου για το βιβλίο αυτό είχε μια όμορφη κορύφωση: οι συγκυρίες μου τα χάρισαν με τέτοιον τρόπο ώστε να κυκλοφορήσει από τη LIBRON Εκδοτική, την LIBRON μας.

 

-Έχετε κάποιες εμμονές στην γραφή σας ; Θέματα που προτιμάτε;

Οι εμμονές είναι πιστεύω η αρχή για όλους όσους γράφουν. Ξεκινάς απ’ αυτές, «εμμένεις» σ’ αυτές, προσπαθείς να τις κρύψεις, να τις αποσιωπήσεις, αλλά η επιφάνεια τους ανήκει. Μετά είναι που καλείσαι να διαμορφώσεις την απαιτούμενη απόσταση και να επιτρέψεις στον αφηγητή σου να «υπάρξει» σαν persona. Όχι σαν συγγραφέας. Τις «σκοτώνεις» και αυτό είναι συγγραφικό άλμα, όμορφες στιγμές.

Συνήθως γράφω κείμενα για φοβίες, όχι φόβο, αλλά για εκείνα τα παιχνίδια του νου που επί της ουσίας μάς κάνουν να μην ελέγχουμε την κατάσταση στην υπερβολή της. Τα πάντα έχουν μια ρεαλιστική υπόσταση, αλλά είναι αυτές οι εσωτερικές σκέψεις που μας κάνουν να βιώνουμε τις στιγμές με υπερρεαλιστική εκτίμηση. Και μετά, όλα ανήκουν στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίας.

Τα θέματα που προτιμώ αφορούν τον άνθρωπο, τις συμπεριφορές, τις αντιδράσεις, το πόσο μπορεί να αδικεί κανείς τον εαυτό του, να τον εκθέτει και να αφήνεται σε μια γλυκιά παράνοια που ξυπνά ένα άλλο «εγώ».

Οι πιο μικρή μου –ασήμαντη– κειμενική εμμονή είναι ότι οι ήρωές μου συνήθως βρίσκονται με ένα ποτήρι ρούμι, παλαιωμένο, μαύρο, γλυκό.

 

Θυμάστε τα πρώτα σας διαβάσματα;

Οι πρώτες σελίδες που κράτησα στα χέρια μου ήταν ελληνική πεζογραφία. Παπαδιαμάντης και Βενέζης. Συγκριτικά με τα παιδιά της ηλικίας μου, δεν διάβαζα και καθυστέρησα να βρω νόημα σ’ αυτό. Είχα όμως ήδη αρχίσει να γράφω από πολύ νωρίτερα, περίπου από τα τέλη γυμνασίου. Έφτιαξα το πρώτο μου «βιβλίο», δηλαδή πεζά κείμενα και στίχους σε φωτοτυπίες με μια απλή συρραφή, σε τέσσερα αντίτυπα (δεν είχα παραπάνω χαρτζιλίκι) και το έδωσα σε τρεις φίλους μου. «Εν λευκώ» ο τίτλος, απ’ το βινύλιο του αγαπημένου μου Παύλου Σιδηρόπουλου. Πολύ σύντομα όμως έβαλα στα ράφια μου τον Stephen King και από εκεί ξεκινά η ιστορία μου. Με θυμάμαι να κοιτάω τα παλιότερα χειρόγραφά μου και να τα ταιριάζω με τους ήρωες απ’ τη Λάμψη και το Σάλεμς Λοτ. Η συνέχεια με έφερε τον Πόε και στον Λάβκραφτ. Έκτοτε, δεν θυμάμαι και πολλά, παρά μόνο αφήνω σελίδες στα ράφια και να μη ξυπνώ απ’ τον κόσμο αυτόν, παρά μόνο για να σκάψω ακόμα πιο βαθιά.

 

 

Ποιοι ήταν οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Όλοι κάτι μου δίνουν, ακόμα και όσοι δεν είναι η άμεση επιλογή μου. Έχω βρει κάποιες απ’ τις καλύτερες ιδέες ή φράσεις στα πιο αδιάφορα, κατά την ταπεινή μου άποψη, κείμενα που διάβασα. Αν όμως κάπου πρέπει να υποκλιθώ, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, τότε θα αναφέρω τον Κωστή Παπαγιώργη.

 

Τι έχει αλλάξει «η κρίση» που βιώνουμε στην δική σας ζωή και εάν αποτελεί για σας συγγραφική έμπνευση;

Αλλάζει μόνο ο παρονομαστής. Δηλαδή, οι άνθρωποι και τα πρόσωπά τους στις βιαστικές τους «καλημέρες». Όλα τ’ άλλα έχουν να κάνουν με νούμερα, λογαριασμούς, υποχρεώσεις και μια σωρευτική μορφή άγχους που δεν επιτρέπω να με σταματήσει απ’ όσα έχω κατά νου. Κοιτάω ψηλά και καθημερινά σκέφτομαι το εξώφυλλο για το επόμενο βιβλίο μου.

Όσο για την έμπνευση, κάτι έχω κατά νου με τα όσα ακούω και τη «φοβική ρεαλιστική» απόδοση που μπορεί να γίνει ιστορία στο χαρτί. Πρόσφατα με θυμάμαι να γράφω ένα διήγημα για μια συμπαθέστατη ηλικιωμένη που έκανε μια μεγάλη παραγγελία-σπατάλη χρημάτων και αγορών στον κρεοπώλη της, ακούγοντας Σοπέν (κρίση είναι και αυτό, κρίση του νου).

 

Κατά την γνώμη σας ποιο θα είναι το εκδοτικό μέλλον στην Ελλάδα;

Έχουμε μια όμορφη παράδοση στην Ελλάδα σχετικά με τη τυπογραφία, αλλά και τα εκδοτικά δρώμενα. Δυστυχώς όμως το σύστημα αντιμετωπίζει το βιβλίο ως ένα ακόμα «νούμερο», ως ένα προϊόν. Και ξέρω μπορεί να ακούγεται ρομαντικό όλο αυτό, αλλά έχουμε φτάσει στο σημείο, οι νέοι και πιο άσημοι συγγραφείς, στο ξεκίνημά τους ή και λίγο μετά, να πρέπει να διαθέσουν μια μικρή περιουσία για να δουν το βιβλίο τους στα ράφια. Και ξέρετε κάτι, ξεχνάμε ότι ήδη έχουν διαθέσει ένα σημαντικό μέρος της «πνευματικής» τους περιουσίας για τη συγγραφή. Και βέβαια δεν υποστηρίζω ότι όλοι όσοι γράφουν, μπορούν να το κάνουν με επιτυχία. Διαβάζουμε κατά καιρούς διάφορα, αλλά όλα είναι προσπάθειες. Ίσως να είναι και η αρχή για να φτάσει ο καθένας στο συγγραφικό του βάθος.

Ας ελπίσουμε ότι το εκδοτικό μέλλον στην Ελλάδα θα είναι, όπως ακριβώς το λέτε, «μέλλον» και όχι ένα απλό παρελθόν με χιλιάδες συγγραφικά «προϊόντα» και μόνο. Θα ήταν όμορφο οι εκδότες να είναι λόγιοι, να διαβάζουν και αυτοί.

Εγώ τουλάχιστον θα εξακολουθώ να γράφω και θα υπάρχω και μέσα απ’ τα κείμενα, ό,τι κι αν μου «κοστίζουν».

 

 

Τα συλλογικά έργα που εκδίδονται απευθύνονται σε μεγαλύτερο – ως προς τον αριθμό – αναγνωστικό κοινό;

 

Οι συλλογικές εκδόσεις είναι ένα παρεξηγημένο μόρφωμα για αρκετούς. Εναλλαγή ύφους, διαφορετικές προσεγγίσεις, ιδιαίτερες οπτικές γωνίες, αλλά και μια ωραία δοκιμή να συνυπάρχουμε συγγραφικά. Πιστεύω ότι έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η αγορά του βιβλίου στην Ελλάδα, το κοινό θέλει όσα του προωθούν κυρίως. Και δεν πιστεύω ότι τα συλλογικά έργα είναι η προτίμηση των εκδοτών. Έτσι κι αλλιώς, αν είναι μυθιστόρημα και πάνω από 250 σελίδες, είναι όλα για όλους πιο εύκολα.

 

Σας έχει απασχολήσει το άνοιγμα σε νέο αναγνωστικό κοινό και εάν μπορούμε να ελπίζουμε στην αύξησή του και με ποιες δράσεις ;

 

Κάθε φορά που σηκώνω την πένα η σκέψη μου είναι πού θα ταξιδέψω τον κάθε αναγνώστη. Γνωρίζω ότι τα μονοπάτια μπορεί να ταιριάζουν και όλα τα κείμενα να διαμορφώνουν μια ιδιαίτερη προσέγγιση με κοινά τα βασικά στοιχεία, αλλά πάντα θα χρειάζονται τα άλματα στη συγγραφή και στον συγγραφικό εαυτό μας.

Υπάρχουν κείμενα που οι «ιδανικοί μου αναγνώστες» με αναζητούν θεματικά, γιατί έχουν διαμορφωθεί συγκεκριμένες κειμενικές προσδοκίες. Και τα σχόλια είναι τόσο σημαντικά. Είναι όμως όμορφο να σ’ αναγνωρίζουν και μόνο απ’ το συγγραφικό σου ύφος, σου δίνει δύναμη. Είναι κάτι σαν το βλέμμα σου, δεν το ξεχνά κανείς.

Η μόνη δράση που μπορώ να φανταστώ είναι η αντίδραση. Ακούγεται λίγο κλισέ αλλά ο συνειρμός είναι απλός: δοκίμασε τον εαυτό σου αλλιώς, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα είσαι ο ίδιος μετά από κάθε κείμενο.

 

Έχετε εμπειρία από τη Δημιουργική Γραφή. Ποια κατά την γνώμη σας τα οφέλη;

 

Είμαι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δημιουργικής Γραφής από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και έχω παρακολουθήσει σεμινάρια μικρή φόρμας και επιμέλειας-διόρθωσης κειμένων. Μέχρι εκεί όμως. Ευτυχώς έγραφα και πριν απ’ αυτά και, πιστέψτε με, ήταν τόσο σημαντικό για μένα να έχω ένα «ανατρεπτικό» ερέθισμα απ’ τα μαθήματα του μεταπτυχιακού και τα συγκλονιστικά κείμενα των συμφοιτητών μου. Σε κάθε συνάντηση στη Φλώρινα ήταν λες και διάβαζα παράλληλα τριάντα συγγραφείς, μαγικούς συγγραφείς που τολμούν και συμπάσχουν.

Από τον Οκτώβριο του 2016 είμαι Επιστημονικά Υπεύθυνος του ομίλου δημιουργικής γραφής στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας που στεγάζεται στις φυλακές Κορυδαλλού. Η δράση αυτή υπάρχει για πρώτη φορά στο 2ο ΣΔΕ Κορυδαλλού «Γεώργιος Ζουγανέλης» και είναι πραγματικά εντυπωσιακή η απήχηση που έχει στους μαθητές-κρατούμενους. Φεύγω κάθε φορά απ’ τις συναντήσεις μας με πληθώρα κειμένων που είναι σχεδόν ζωντανά και σε κάνουν να δακρύζεις. Είναι αυτές οι στιγμές που, όπως μου λένε και οι κρατούμενοι, το μυαλό αποσπάται απ’ την σκληρή καθημερινότητα και απελευθερώνεται ο νους.

Η συγγραφή είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, μια μορφή έκφρασης, ελευθερίας και μια αλήθεια που δεν χάνεται όσο κι αν προσπαθούμε να την κρύψουμε. Το κείμενο είναι σαν να κοιτάς κάποιον στα μάτια και ν’ ακούς τη σιωπή του στο κενό ανάμεσα στις λέξεις.

Το κείμενο είναι. Και μας κάνει πιο ανθρώπινους, είτε στην ανάγνωση είτε στη συγγραφή του.

 

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας και εάν γράφετε τώρα κάτι για να πάρει τον δρόμο προς την έκδοση;

 

Έχω ολοκληρώσει δύο συλλογές κειμένων. Η σκέψη είναι να κυκλοφορήσει πρώτα η «συλλογή αφηγημάτων», να αφήσουμε λίγο στην άκρη τις φοβίες και να μιλήσουμε διαφορετικά στο ύφος μας. Μικρή συλλογή που θα προσπαθήσω να κρύψω νοήματα και ίσως κάποιοι απ’ τους αναγνώστες να ταυτιστούν.

Παράλληλα δουλεύω ένα θεατρικό κείμενο και μια κοινή συγγραφή  προσπάθεια ενός κειμενικού μορφώματος με έναν δικό μου άνθρωπο, την Κλέλια Πάππου, φίλη, νέα συγγραφέα και ιδρυτικό μέλος της LIBRON Εκδοτικής. Αυτό όμως έχει τον δρόμο και τον τρόπο του.

Η αλήθεια όμως είναι ότι όλα αυτά με βοηθούν να «κερδίσω χρόνο» για το επόμενο μυθιστόρημα. Έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά επειδή ο καθένας μας έχει και τις εμμονές του, όταν αποφασίσω ν’ ασχοληθώ ολοκληρωτικά με το κείμενο αυτό, κάπου θα βρεθώ να ταξιδεύω και θα επιστρέψω μόνο όταν θα έχει επιστρέψει η «μεγάλη τελεία» στο χειρόγραφό μου.

 

 

Βιογραφικό:

Ο Γιώργος Σπυράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών “Δημιουργικής Γραφής” του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα.
Γράφει διηγήματα και μυθιστορήματα, αρθρογραφεί σε sites και blogs, αναζητώντας κάτι απ’ τα παιχνίδια του νου μας.
Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων κυκλοφορεί με τίτλο: “Pequenas Fobias – Μικρές Φοβίες”. Από την LIBRON Εκδοτική κυκλοφόρησε το βιβλίο του «ε.συ», καθώς επίσης και τα συλλογικά έργα «Η τελευταία μέρα» και #εξω_φυλλα σε δική του επιμέλεια.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top