Fractal

«Πρέπει να είμαι ένα λάθος στην Ελληνική λογοτεχνία»

Γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης //

 

 

Γιώργος Σεφέρης: «Μέρες Η΄» Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

 

Χρόνια μετά τον θάνατό του (47), με τη φροντίδα τής Κατερίνας Κρίκου – Daves, οι εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, κυκλοφόρησαν τις «Μέρες Η΄», τη συνέχεια των ημερολογίων τού Γιώργου Σεφέρη, που αφορούν τα έτη 1961, 1962 και 1963, φτάνοντας μέχρι και την απονομή τού Νόμπελ.

Ακόμα, στην έκδοση, περιλαμβάνεται και μια ανεπίδοτη επιστολή τού ποιητή προς τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, αλλά και εκτενή «προλεγόμενα» τής Κατερίνας Κρίκου – Daves, ιδιαίτερα κατατοπιστικά.

Οι ημερολογιακές σημειώσεις του Γ.Σ., δεν θα μπορούσαν να είναι μόνο σημαντικές, αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τον χαρακτήρα του. Η προσωπικότητα του Γιώργου Σεφέρη αποτυπώνεται γλαφυρά μέσα από τις σημειώσεις αυτές.

Ως πρεσβευτής τής Ελλάδος στο Λονδίνο (Γιώργος Σεφεριάδης), έρχεται σ’ επαφή με ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα, σε κάποια από τα οποία και πρωταγωνιστεί. Το σημαντικότερο: Τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η απογοήτευσή του είναι εμφανέστατη. Ιδιαίτερα καθοριστικός, όμως, υπήρξε ο ρόλος του στην εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας – Ηνωμένου Βασιλείου, που είχαν δοκιμαστεί τη περασμένη δεκαετία.

Εμφανής η απογοήτευσή του, για το Κυπριακό και τα αποτελέσματα των συναντήσεων – διαπραγματεύσεων των προσώπων που επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο: Μακάριος, Ρόδης Ρούφος («Οι μεταμορφώσεις τού Αλάριχου»), Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας και ο Τούρκος υπουργός Ζορλού.

 

 

Στέκομαι σε μια αποκαλυπτική γραφή του, της 17-1-1962. Αφορά την τελετή μνήμης τής σφαγής των Καλαβρυτινών, κατά την οποία ο «Γερμανός πρεσβευτής κ. Ζέελος», καταθέτοντας «στέφανον δάφνης εις το μνημείον», τόνισε ότι «με εντροπήν και φρίκην» αναλογίζεται το φοβερόν αυτό γεγονός (μεταφορά από εφημερίδα που ο Σεφέρης ονομάζει ως «Καραμανλίς» και που πιθανότατα εννοεί την «Καθημερινή»). Γράφει πάνω σ’ αυτά: «Και ο μεν Γερμανός αναλογίζεται με εντροπήν και φρίκην την κτηνώδη πράξιν των βαρβάρων συμπατριωτών του. Ο Έλλην αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, όμως, (αναφέρεται στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο), ομιλών πέρυσι εις την Βουλήν των Ελλήνων, ετόνισεν ότι… δίκαιον είχαν, τότε, οι Γερμανοί και πταίουν, μάλλον, οι Έλληνες αριστεροί, που τους επροκάλεσαν με τας ενέδρας των. Ας σπεύση, λοιπόν, ο κ. Κανελλόπουλος να επανορθώση το σφάλμα τού κ. Ζέελος. Ή είμεθα ευγενείς άνθρωποι ή δεν είμεθα».

Συνεχίζει, όμως, ο ποιητής, αρκετά πικρόχολα: «Είπε, όμως, και κάτι άλλο ο Γερμανός πρεσβευτής, το οποίο διαψεύδει εκ των πραγμάτων η συμπεριφορά και αυτού του ιδίου ακόμη:

‘‘Υπό βαθείας οδύνης συνεχόμενος, κλίνω – ετόνισε – την κεφαλήν προ των κατοίκων, που υπήρξαν θύματα απανθρώπων διαταγών, με τα οποίας η σημερινή δημοκρατική Γερμανία δεν έχει τίποτα το κοινόν!…’’

»Όχι δα!… Εις την σημερινήν δημοκρατικήν Γερμανίαν περιφέρονται ελεύθερα διάφορα αιμοσταγή τέρατα (*), ως ο σφαγεύς τού Διστόμου Ζάμπελ, ο αχρείος Κόλβες και ο περιβόητος Μέρτεν. Ακριβώς δε η κυβέρνησις Άντενάουερ και οι πρέσβεις της, έπραξαν το παν δια να αποσπάσουν από τας χείρας τής Ελληνικής Δικαιοσύνης τα καθάρματα αυτά, εν αγαστή συμπράξει μετά της Εντίμου Πενίας. Ας λείπη, επομένως, ο διαχωρισμός! Η σημερινή Γερμανία έχει, δυστυχώς, πολλά κοινά με τα τέρατα της Κατοχής…»

Πέρα από τις καταγραφές που αφορούν τον ρόλο του ως πρεσβευτή και έχουν σχέση με το κλίμα τής εποχής, υπάρχουν κι εκείνες που απεικονίζουν την αγωνία τού πνευματικού ανθρώπου.

Δηλώνει (καταγράφει) στις 4-4-1961: «Κατά βάθος νομίζω 2 σωστές γραμμές θα μπορούσαν να εξαγοράσουν καλύτερα τη ζωή μου παρά οποιαδήποτε δημόσια επιτυχία». Είναι μια σημείωση που θα τη βρούμε, σχεδόν δυο χρόνια μετά, και στις 15-2-1963, και αποκαλύπτει την εσωτερική ανησυχία του για το ίδιο το έργο του: «Ποιο είναι το πράγμα που λογάριασε περισσότερο στη ζωή μου; Αυθόρμητη απάντηση μέσα μου: να γράψω μια σωστή γραμμή, έστω μια σωστή λέξη. Αυτό θα εξαγόραζε για μένα τον κόπο της ζωής. Το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Κι έτσι που το γράφω είναι μια απόχη για παρεξηγήσεις. Θα μπορούσε τόσο εύκολα να νομιστεί λ.χ. κλίση για ‘‘ωραιοπάθεια’’ – αδιαφορία για την πράξη ή και για τη ζωή. Δεν είναι καθόλου αυτό – είναι μια φράση που θέλει να δείξει την ηθική μου στάση. Η λέξη, η φτιαγμένη από πολλή ζωή και πολύ πόνο, και πολλή τριβή ανάμεσα στους ανθρώπους».

Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο καταγραφές, εντοπίζω μια άλλη, που μαρτυρά το βάρος της αυτογνωσίας του, για το πώς αντιμετώπιζαν οι σύγχρονοί του, την ποίησή του. Μια ιδιαίτερη σταγόνας πίκρας, βαριά, πολύ βαριά για τον ποιητή που έναν χρόνο μετά θα τον τιμούσε η Σουηδική Ακαδημία με το Νόμπελ:

«Όσο το σκέφτομαι πρέπει να είμαι ένα λάθος στην Ελληνική λογοτεχνία» (Τετάρτη, 3 Γενάρη 1962).

 

 

Ιδιαίτερα σημαντικές οι καταγραφές του για τις συναντήσεις του με τις μεγάλες προσωπικότητες της διανόησης και της τέχνης. Συναντάμε σ’ αυτές τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Κατσίμπαλη, τον Γκράχαμ Γκριν, τον Έλιοτ, τον Φόστερ, τον ζωγράφο Φράνσις Μπέικον και πολλούς ακόμα.

Δελφοί και Αμοργός. Δυο τόποι που τους συναντάμε σ’ έκταση. Ο πρώτος θα περάσει στις «Δοκιμές» του. Την τελική του μορφή, θα τη δώσει το καλοκαίρι τού 1961 στην Αμοργό. Την Τρίτη, 5 Σεπτέμβρη 1961, γράφει, γαληνεμένος: «Σίγουρα η Αμοργός, όταν βάλει τα καλά της έχει έξοχο φως, που πλησιάζει πάρα πολύ προς το αττικό, και μια γύμνια καταπληκτική, όλο πέτρα… Σε ξαφνίζει η χάρη των γραμμών και των σκιών του όπως παίζει ο ήλιος πάνω τους».

Η επιστροφή του στην Ελλάδα συνοδεύεται από έντονους προβληματισμούς: «Έτσι 62 χρονών σήμερα είμαι πάλι στην Ελλάδα, προσπαθώντας να ξαναρχίσω». Και μια πικρή διαπίστωση για την Ελλάδα, που προσπαθώντας πασχίζοντας να γίνει η «Ελλάδα της Κοινής Αγοράς», κινδυνεύει «να γίνει Ελλαδίξ» (Πέμπτη, 11-10-1962).

Όσο για τον ίδιο: «Συλλογίζομαι πως η ανάγκη μου στο Λονδίνο ήταν να δημιουργήσω μέσα μου το άδειο, το κενό, αυτό το κενό που πρέπει τώρα να εμπιστευτώ» (Κυριακή, 2-12-1962).

Τον Απρίλιο του 1963 επισκέπτεται την Ολυμπία και τη γύρω περιοχή. Του αφήνει μια πίκρα το Χλεμούτσι και η εγκατάλειψή του: «Μια φωλιά από κοράκια, όλο το κάστρο – ποτέ δεν είδα τόσα πολλά κι ανάμεσα στις πέτρες αγριοβιολέτες, πολλές αγριοβιολέτες» (21-4-1963).

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας συναντά στον Πύργο τον σεμνό ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο. Λιγόλογη, αλλά τιμητική η αναφορά του σ’ αυτόν: «Ήμασταν στον Πύργο περί τις 13.00 – μας περίμενε ο Γιώργης Παυλόπουλος, μας έκανε το τραπέζι κάτω στον γιαλό. Ποιητής αφοσιωμένος. Δουλεύει για το ψωμί του στην Κ.Τ.Ε.Λ.»

Το Νόμπελ εισβάλλει στη ζωή του στις 31 Αυγούστου 1963. Ως φήμη αρχικά. Επιβεβαιώνεται λίγο μετά, στα μέσα Οκτωβρίου. Το χαίρεται χωρίς τυμπανοκρουσίες, μάλλον συγκρατημένα:

«Η φασαρία άρχισε κατά τα μέσα Οχτώβρη. (Η εισβολή των Σουηδών). Εκείνες τις μέρες ο Σαββίδης μου τηλεφώνησε πως η Αυγή δημοσιεύει είδηση της Herald Tribune ότι οι επικρατέστεροι υποψήφιοι είναι ο Μπέκετ κι εγώ.

»Άρχισαν οι φωτογράφοι. Το δυσάρεστο είναι που όσο πληθαίνουν τόσο τους βαριούμαι, τόσο το πρόσωπό μου φαίνεται περισσότερο βαριεστιμένο – στο τέλος θα με φωτογραφούν κοιμισμένο. Λέει Καβαλ(ιεράτος) ανακοίνωσε στο Συμβούλιο των Πρέσβεων ‘‘ευχάριστες ειδήσεις για πιθανότητα Ν(όμπελ). Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά».

 

 

Την Τρίτη, 22-10-1963, όταν πια οι φήμες επιβεβαιώνονται, γράφει: «Η αλήθεια είναι ότι τα πατριωτάκια έχουνε χλωμιάσει από φθόνο. Η Ιωάννα μου λέει ότι βαρέθηκε (να) βλέπει κρεμασμένα μούτρα…»

Δυο μέρες μετά (Πέμπτη, 24-12-1963) σημειώνει με σκεπτικισμό: «Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Nobel, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοσή της.

»Νομίζω ακόμη πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση – κάθε λαού – και το ελληνικό πνεύμα».

Τη Δευτέρα, 16 Δεκέμβρη, στη Στοκχόλμη, πλέον, για την απονομή τού Νόμπελ, γράφει μεταξύ άλλων (που αφορούν την υγεία του): «Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν αγάπησαν πολύ τη δουλειά μου. Δεν μιλώ εδώ για τους φίλους μου. Νομίζω οι άνθρωποι που την αγάπησαν πραγματικά είναι πολύ νεότεροι από μένα ακόμα και στον καιρό της Στροφής».

Θα κλείσω τούτο το σύντομο σημείωμα με δυο – τρία αποσπάσματα της ανεπίδοτης επιστολής του προς τον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Γράφει για τη δική του αντίληψη σχετικά με την παράδοση:

«Μικρός γνώρισα τον κόσμο της παράδοσης, που λες, αυτόν τον κόσμο όπου οι άνθρωποι είχαν δεσμούς (αλληλεγγύη) μεταξύ τους (ήταν μια μεγάλη φαμίλια) και την ευσέβεια ριζωμένη μέσα τους σαν την ελιά και σαν τ’ αμπέλι, φυσικά, χωρίς ξάφνισμα…»

Καταθέτει, επίσης, σκόρπιες σκέψεις του για την Ελλάδα, τους ανθρώπους της, την ανάγκη παιδείας. Σταχυολογώ:

«Έχουμε μείνει από τότε που χάσαμε το Έθνος ένας λαός 8 εκατ. Που πρέπει να ζήσει υλικά, και για να ζήσει υλικά δεν έχει τον τρόπο να απομονωθεί. Κι ο χώρος της αυτοτέλειας γίνεται τόσο μικρότερος όσο μεγαλώνει ο συμφυρμός των λαών τής γης. Τα υλικά αγαθά (όπως θες πές τα) που είμαστε υποχρεωμένοι να καταπίνουμε μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, φέρνουν μαζί τους ένα σωρό ιδέες και τρόπους ζωής πολύ χειρότερους από την τέχνη για την τέχνη (με την έννοια που της δίνεις – δεν είμαι αυτής της σχολής) και τα παρόμοια που γίνονται ασήμαντα μπροστά σ’ εκείνο το ακριδομάνι. Η αναζήτηση του χαμένου κέντρου (από το δοκίμιο του Λορεντζάτου για την ποίηση του Σεφέρη – για το οποίο και γίνεται η ‘‘συζήτηση’’ στην επιστολή – μπορεί να είναι, σε τελευταία ανάλυση, η σωτηρία για σένα, για μένα, για δυο, για τρεις άλλους, όμως την προστατεύει την παράδοσή μας; Τι θα την προστάτευε; Χάσαμε καιρό, χάσαμε πολύν καιρό, και τώρα ακόμη αδιαφορούμε εγκληματικά. Χρειαζόμαστε παιδεία, και την παιδεία την έχουμε γράψει στα παλιά μας τα παπούτσια. Χρειαζόμαστε καλούς υπηρέτες του Θεού κι έχουμε όλο και τρισχειρότερους. Χρειαζόμαστε αγάπη και γλεντάμε κάθε τόσο φορώντα το πετσί του λόγου…

 

 

…………………………………

»Φυσικά θα ηθέλαμε να ήταν αλλιώς, όμως οι καιροί ου μενετοί στην κατάσταση που έχει φτάσει ο κόσμος. Τούτο το πράγμα που χαλνά και χαλνά τόσα πράγματα που αγαπούμε. Βλέπεις την καταστροφή και σου ραγίζεται η καρδιά κι αναρωτιέσαι μήπως σε λίγο δεν θα είναι αναχρονιστική πολυτέλεια η κουβέντα που κάνουμε τώρα – ή μήπως ο κόσμος γίνεται ακατανόητος για μας γιατί αλλάζει γρήγορα και μας έχει πετάξει εμάς σαν το παλιόρουχο. Αλλάζει προς τα πού; Καλύτερο ή χειρότερο; Προς τον εκμηδενισμό του; Δεν ξέρω…»

Μια σημαντική έκδοση, που την κάνουν ακόμα πιο πλήρη και ιδιαίτερη, τα Προλεγόμενα, οι μεταφράσεις των αγγλικών κειμένων και οι σημειώσεις.

 

———————————–

(*) 0ι υπογραμμίσεις είναι του συντάκτη.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top