Fractal

Γιώργος Μαρκόπουλος: «”Οι πυροτεχνουργοί” είναι η άδολη ποιητική που κρύβουν οι πράξεις των φτωχών, λαϊκών και ταπεινών ανθρώπων»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

 

«Ας κοιτάξουμε για μια στάλα αγάπη,

όπως οι φτωχοί ψωνίζουν κουβέρτες στα πανηγύρια»…

«Πώς να κάνω και πάλι ένα ποίημα για σένα,

Θέλει λέξεις ξεχασμένες όπως το φόρεμα που πέταξες

στην τελευταία τάξη του γυμνασίου κι έγινες γυναίκα.

Θέλει πέτρες πρωτόγνωρες, άγριες»…

«Ανάμεσα στο τελευταίο τσιγάρο και στη νύχτα

η μνήμη παλιώνει, η φωνή του φίλου χάνεται

και η παρεξήγηση παίρνει ένα τέλος»…

 

Ξεφύλλισα τους «Πυροτεχνουργούς» που γράφτηκαν το 1979 και εκδόθηκαν ένα χρόνο μετά από την «Εγνατία» μέσα από την επιλογή της Ποίησής του. Αφορμή γι’ αυτή την επιστροφή μια συνάντηση, δυο παραστάσεις μουσικές επάνω στη Μεγάλη εβδομάδα. Τη βραδιά που τον έψαξα, είχε πεθάνει ο Ερρίκος Μπελιές, δεν κάναμε συνέντευξη, μόνο κλαίγαμε. Την άλλη μέρα, όμως, μαζέψαμε κι οι δυο τα κουράγια. Κι ιδού.

Όταν πριν από χρόνια ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος συναντούσε τυχαία στον δρόμο τον μουσικοσυνθέτη Γιώργο Βεντουζά, ούτε μπορούσε να φανταστεί το τι τους επιφυλάσσει η ζωή. Όμως εκείνη με τη σοφία της ξέρει κι έτσι όταν, τελικά, φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, ποίηση και μουσική θα ενωθεί. «Οι πυροτεχνουργοί 17 ποιήματα και ένα πεζό» του Γιώργου Μαρκόπουλου θα γίνει μουσική παράσταση «Η πένα για το μπουζούκι μου επάνω στο μάτι του Βανγκ Γκονγκ» από τον Γιώργο Βεντουζά και όσοι τυχεροί την απολαύσαμε την Μεγάλη Δευτέρα στο Πνευματικό κέντρο Δήμου Αθηναίων και στο Πολιτιστικό κέντρο Δήμου Αιγάλεω την Μεγάλη Τετάρτη. Η είσοδος, ελεύθερη. Βασικός ερμηνευτής ο Γιάννης Σαμψιάρης. Αφηγήτρια η Ελένη Ροδά.

 

Για τους «Πυροτεχνουργούς», την ποιητική μοναξιά, το φράκταλ της ζωής και της τέχνης και για εκείνη την μοιραία επεισοδιακή πρώτη συνάντηση θα μας μιλήσει ο βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Ποίησης και με το Βραβείο Καβάφη Γιώργος Μαρκόπουλος, στο fractal, γιατί «ε ναι, τελικά, ξέρει η ζωή!»

 

Γιατί «Οι Πυροτεχνουργοί» σήμερα, κύριε Μαρκόπουλε; Και πώς μπορεί η ποίηση να γίνει μουσική παράσταση; Θεατρική;

 «Οι Πυροτεχνουργοί» είναι η πιο αγαπημένη μου συλλογή και ο λόγος είναι ότι από την προηγούμενη τουλάχιστον συλλογή «Η θλίψις του Προαστίου» είχα αισθανθεί μέσα μου την ανάγκη ότι έπρεπε σιγά- σιγά να εγκαταλείψω τα απολύτως εξωτερικά στοιχεία και να οδηγήσω την γραφή μου σε εσωτερικότερα τοπία της ψυχής μου. Χωρίς, όμως, να αφήσω έξω και τα τοπία της καθημερινής μας ζωής’ εκείνα, όμως, που έκρυβαν μέσα τους μια μη ορατή δια γυμνού οφθαλμού ποίηση.

Έτσι λοιπόν «Οι Πυροτεχνουργοί» πετυχαίνοντας αυτά που ήθελα όταν κυκλοφόρησαν το 1980 ευτύχησαν να βρεθούν όλως τυχαίως στα χέρια του Γιώργου Βεντουζά ο οποίος συλλαμβάνοντας τις προθέσεις μου έκανε ένα έργο μαγικό το 2016. Ένα έργο που με την μουσική του ανασύρει και φέρνει στην επιφάνεια την μουσική των στίχων και των λέξεων πράγμα που είναι σπουδαίο και αναγκαίο για να πετύχει μια τέτοια μουσική παράσταση σαν αυτή την εξαιρετική του Γιώργου.

 

-Κι είναι ένα φράκταλ στην Τέχνη, κύριε Μαρκόπουλε, που σπάει κι αυτό το μοναχικό της ποίησης, έτσι δεν είναι;

Πράγματι σπάει η μοναξιά της ποίησης κατ’ αυτό τον τρόπο όταν ο μουσικοσυνθέτης είναι τόσο προικισμένος σαν τον Γιώργο Βεντουζά ώστε να ψάχνει να βρει και να αντιλαμβάνεται την κρυμμένη μουσική της ποίησης όπως είπα και παραπάνω και να την υπηρετεί με ευλάβεια αντί οχυρωμένος μέσα στον δικό του κόσμο να κάνει εκείνο που ο ίδιος θέλει χωρίς καν να υποψιαστεί την μουσική των στίχων.

 

-«Οι ποιητές», «Τ’ απογεύματα της Κυριακής», «Ο ξένος», «Τα ναυάγια», «Ο πατέρας που ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι»… Ποιοι είναι οι βασικοί άξονες σ’ εκείνη την ποιητική συλλογή;

Όλα εκείνα που λέτε, ξέρετε, δεν είναι άλλο από την άδολη ποιητική που κρύβουν οι πράξεις των φτωχών, λαϊκών και ταπεινών ανθρώπων που ονειρεύτηκαν μια πιο χαρούμενη ζωή. Αλλά δυστυχώς αυτό το σύστημα διαπλεκομένων κοινωνικών αξιών δεν τους το επέτρεψε. Έτσι παρέμειναν να ζουν μέσα σε ένα λυπημένο περιθώριο, όχι όπως καταλαβαίνετε με τη σημερινή έννοια του περιθωρίου, αλλά με την έννοια ότι τη ζωή του την τροφοδοτούσαν συναισθήματα ανάμεικτα όπως το όνειρο, η ματαίωση και η λύπη.

 

-«Οι λύκοι δεν κατοικούν στα βουνά», πού κατοικούν σήμερα, κύριε Μαρκόπουλε;

Δεν ξέρω γιατί οι λύκοι, ανατρέχοντας στην ποίησή μου, διαπιστώνω ότι είναι ένα πλάσμα πάρα πολύ συμπαθές και αγαπητό σε μένα παρά το ότι όπου τους έχω συναντήσει κλεισμένους ακόμη και σε ανάλογους κήπους με πιάνει δέος και τρόμος. Μέσα μου, όμως, υποσυνείδητα στην αρχή και συνειδητά αργότερα κατάλαβα ότι δεν συμβολίζουν παρά την αποτρόπαιη μοναξιά της ψυχής του ανθρώπου και φυσικά και της δικής μου.

 

-«Μα εγώ νοίκιαζα κάμαρες. Ήμουν ήσυχος πολίτης, έγραφα ποιήματα και δεν πείραζα κανέναν. Ποιος μου έκοψε το χέρι!» Πόσο εύκολο είναι να θέσει κάποιος εαυτόν εκτός Ιστορίας και εκτός εποχής, κύριε Μαρκόπουλε;

Σχετικά με τον παραπάνω στίχο θέλω να πω ότι και ο ποιητής έχει τις κρυψώνες του ή αν το θέλετε αλλιώς, έστω και για λόγους προσωπικής άμυνας έξω στην κοινωνία προκειμένου να αμυνθεί στην αγριάδα προσποιείται, όπως γράφω και κάπου αλλού, «τον αδιάφορο». Δυστυχώς, όμως, ο παραπάνω στίχος «ποιος μου έκοψε τώρα το χέρι» επαληθεύεται αποκαλύπτοντας όλη την οδύνη του όταν μόνοι πια γυρίζοντας στο σπίτι, βάζουμε το κλειδί στην πόρτα και μόλις κλειδώνουμε βρισκόμαστε ενώπιος ενωπίω.

 

-Σε καιρούς δύσκολους μεγαλώνει το χρέος του ποιητή, κύριε Μαρκόπουλε;

«Το χρέος του ποιητή» είναι πάντοτε σε όλους τους καιρούς υποχρεωμένο να μεγαλώνει διότι ο ποιητής πέρα από τις πράξεις του ως πολίτης, στην ουσία είναι ταγμένος στην υπηρεσία της Ομορφιάς. Εξάλλου, πιστεύω ότι το υπαρξιακό και το κοινωνικό φορτίο είναι πάντοτε δύσκολο και ως εκ τούτου κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχουν ποτέ δύσκολοι ή εύκολοι καιροί.

 

-Κι όσο για την «μυθιστορηματική» τους πρώτη συνάντηση, για το χατίρι μας ο Γιώργος Μαρκόπουλος θα ξαναζωντανέψει τη στιγμή:

«Πριν από αρκετά χρόνια έτσι όπως βάδιζα στη Σταδίου γραβατωμένος με τρεις κυρίες παρέα συναντάμε ξαφνικά στο δρόμο ένα νέο ζεστό και χυμώδη που αρχίζει να μου απαγγέλει τους “Πυροτεχνουργούς!” “Κοίτα να δεις”, σκέφτηκα! Κι ύστερα, πριν από τέσσερα- πέντε χρόνια το παιδί ενός φίλου μου ήθελε να φτιάξει ένα μπουζούκι και ρωτώντας φτάνω στον Γιώργο τον Βεντουζά τον οργανοποιό! Για να διαπιστώσω ότι ο Βεντουζάς που ήταν πρώτο μπουζούκι στον Μπιθικώτση, είχε συνεργαστεί με τον Θεοδωράκη, είναι εκείνος που απήγγειλε κάποτε στη Σταδίου τους “Πυροτεχνουργούς!”

Τους μάζεψα, λοιπόν, σε ένα ταξί και όταν φτάσαμε ο Γιώργος άρχισε να δοκιμάζει τα ήδη υπάρχοντα μπουζούκια του για να δει. Τραγουδούσε, θυμάμαι, εκείνο το υπέροχο του Τσιτσάνη “Άσπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω” και μου έκανε εντύπωση που είπε “ρε συ, αυτό μιλάει καλά!” Ε και κάπως έτσι σήμερα φτάσαμε στην παράσταση! Γιατί ναι, κάτι γίνεται τελικά στη ζωή κι ίσως εκείνος ο αρχαίος κάποτε να είχε δίκιο. Κάτι γίνεται σ’ αυτό τον κόσμο που όσο αλλοπρόσαλλος κι αν είναι, οι μεγάλοι βράχοι θα συναντήσουν τους μεγάλους, οι μικρότεροι τους μικρούς αλλά και τα χαλικάκια θα συναντηθούνε στο τέλος με τα άλλα χαλικάκια. Δεν βρίσκετε πως είναι καθησυχαστικό και παρηγορητικό όλο αυτό;

 

 

Το χρέος του ποιητή είναι πάντοτε σε όλους τους καιρούς υποχρεωμένο να μεγαλώνει διότι ο ποιητής πέρα από τις πράξεις του που θεωρεί να πράξει ως πολίτης στην ουσία είναι ταγμένος στην υπηρεσία της Ομορφιάς. Άλλωστε πιστεύω ότι το υπαρξιακό και το κοινωνικό φορτίο είναι πάντοτε δύσκολο και ως εκ τούτου κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχουν ποτέ δύσκολοι ή εύκολοι καιροί.

 

Όσο για την μυθιστορηματική τους πρώτη συνάντηση, ο Ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος έχει να λέει:

Πήγαινα στη Σταδίου γραβατωμένος με δυο τρεις κυρίες παρέα και ξαφνικά στο δρόμο ένας νέος ζεστός και χυμώδης αρχίζει να μου απαγγέλει τους Πυροτεχνουργούς! Κοίτα να δεις, σκέφτηκα! Κι ύστερα, πριν από 4- 5 χρόνια το παιδί ενός φίλου μου ήθελε να φτιάξει ένα μπουζούκι, ρωτώντας για οργανοποιό φτάνω στον Γιώργο τον Βεντουζά. Τώρα μαθαίνω ότι ο Βεντουζάς ήταν πρώτο μπουζούκι στον Μπιθικώτση, είχε συνεργαστεί με τον Θεοδωράκη και ξαφνικά βλέποντάς τον καταλαβαίνω ότι ήταν εκείνος που μου απήγγειλε κάποτε τους πυροτεχνουργούς! Τους μάζεψε τότε σε ένα ταξί και φτιάξαμε το μπουζούκι του νέου, δηλαδή ο Γιώργος τα δοκίμαζε τα ήδη υπάρχοντα αλλά ο νεαρός μας ήθελε καινούργιο. Τραγουδούσε θυμάμαι εκείνο το υπέροχο του Τσιτσάνη «Άσπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω» και μου έκανε εντύπωση που είπε «ρε συ, αυτό μιλάει καλά!»

 

Ναι κάτι γίνεται τελικά στη ζωή κι ίσως εκείνος ο αρχαίος κάποτε να είχε δίκιο, κάτι γίνεται σ’ αυτό τον κόσμο που όσο κακός κι αν είναι, η θάλασσα όταν ξεβράζει τα δικά της οι μεγάλοι βράχοι θα συναντήσουν τους μεγάλους, οι μικρότεροι τους μικρούς αλλά και τα χαλικάκια θα συναντηθούνε στο τέλος με τα άλλα χαλικάκια.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top