Fractal

Γιώργος Λίλλης: «Είμαι ένα πειραματόζωο που το θέτω στις υπηρεσίες της ποιητικής τέχνης»

Συνέντευξη στην Πωλίνα Γουρδέα //

 

lillis2

 

Ο Γιώργος Λίλλης είναι πεζογράφος και ποιητής. Υπηρετεί τα γράμματα με πολλούς τρόπους: κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας κ.ά. Η τελευταία του ποιητική συλλογή, από τις εκδόσεις Περισπωμένη, έχει τον τίτλο Αρλεκίνος και είναι ένα πεζολογικό ποίημα δομημένο ως ενιαία ενότητα σε λυρική γλώσσα. Ο ίδιος, πάντα ασκημένος στην αναζήτηση του απλού τρόπου εκφοράς του λόγου, δημιουργεί ένα σύνολο έξι ποιητικών σωμάτων που αγγίζουν τ’ αυτιά αλλά και το συναίσθημα του αναγνώστη. Απευθύνεται σε όσους μπορούν να τον ακούσουν και δεν κάνει διακρίσεις. Είναι η ποίηση, αυτή καθαυτή και τίποτα άλλο που τον ενδιαφέρει. Στη συνέντευξή του μας μιλά για τον τρόπο που γράφει, για την ιδιαίτερη αυτή ποιητική συλλογή, αλλά και για τον αναγνώστη που θα συναντήσει μέσα από τις λέξεις του. Όπως λέει και ο ίδιος κατανοώντας την ανάγκη του αναγνώστη για επικοινωνία: Το ξέρω είναι δύσκολο. Πώς να συνεννοηθείς μες στην Βαβέλ (Αρλεκίνος, σελ. 28).

 

-Ο Αρλεκίνος, ένα πεζολογικό ποίημα γύρω από μια χαμένη αγάπη ή γύρω από την επιθυμία μιας αγάπης;

Πρέπει να ομολογήσω πως μέχρι τώρα δεν πήρα θέση σε αυτό το ζήτημα, αν είναι δηλαδή ο Αρλεκίνος ένα ερωτικό ποίημα ή όχι, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε κριτικούς και αναγνώστες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα. Εξάλλου, είναι ενδιαφέρουσες οι ποικίλες γνώμες. Αφήνω το ποίημα να μιλήσει στον καθένα ξεχωριστά, όπως τον αγγίζει προσωπικά. Αλλά αφού με ρωτάς θα σου απαντήσω. Ο Αρλεκίνος δεν απευθύνεται σε μια γυναίκα, αλλά στην ίδια την Ποίηση.

 

-Πόσο εύκολο είναι για έναν ποιητή να μιλήσει για όσα του καταμαρτυρούνται σχετικά με τις περίτεχνες αυταπάτες της ζωής του;

Διαπιστώνω πως όσο μεγαλώνω βλέπω με πιο ξεκάθαρο βλέμμα την ζωή μου. Οι  αυταπάτες που είχα, και που με προστάτευαν σε ένα όμορφο ψέμα, αρχίζουν σιγά σιγά  να καταρρέουν επειδή όμως εγώ το επιδιώκω. Είναι ένας δρόμος δύσκολος, επίπονος και επίμονος. Δεν μου αρέσει όμως πια το ψέμα κι ας με προστάτευε κάποτε από το να μην θέλω να βλέπω ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Η δήθεν σιγουριά που προσφέρει σε κάποιον το να είναι ενταγμένος σε μια ομάδα, κόμμα, ή θρησκεία δεν μου αρκούν πια. Μπορεί να γίνομαι αφαιρετικός, αλλά βρίσκομαι σε αυτή την φάση που θα ονόμαζα γόνιμη μοναξιά. Μια μοναξιά που μου δίνει την ευκαιρία να με παρατηρώ χωρίς εξωγενείς παρεμβάσεις.  

 

lillis1-Διαβάζοντας τον Αρλεκίνο αναγνωρίζει κανείς τη λυρική γλώσσα και τον ρομαντισμό που σ’ έχουν επηρεάσει. Θεωρείς ότι το να γράφει κανείς σε μια εποχή απομάγευσης, μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι μια επαναστατική πράξη;

Εσκεμμένα πηγαίνω στο αντίθετο ρεύμα κατά έναν τρόπο σε σχέση με την ποίηση που γράφεται σήμερα. Όμως υπάρχει κι ένας άλλος λόγος. Το ότι δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι. Παλιότερα είχα γράψει ένα πολύ σκληρό βιβλίο, τα Όρια του λαβύρινθου, αλλά τώρα, αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω μια γλώσσα που φθίνει, πατώντας περισσότερο στην λυρική παράδοση. Αυτή η ανάγκη πηγάζει από το ότι αισθάνομαι πως ο κόσμος έχει γίνει τόσο πεζός που έστω μια πινελιά λυρισμού θα με βοηθούσε να βρω τα ψυχικά μέσα να αντισταθώ. Άρα η επαναστατικότητα που αναφέρεις είναι μια προσωπική αγωνία να μην παρασυρθώ στο μένος και στην ασχήμια του κόσμου που ζω. Είναι μια άμυνα. Κάτι που με ενοχλεί στα ποιήματα που διαβάζω τα τελευταία χρόνια, είναι μια τάση να ξεφύγουμε από την ποιητική παράδοση μόνο και μόνο για να ταυτιστούμε με το μεταμοντέρνο. Κι εκεί ίσως χάνεται η ουσία της ιαματικής ομορφιάς της ποίησης, που εξαγνίζει και ποντάρει στο συναίσθημα. Ας μην παρεξηγηθώ. Δεν εννοώ μια κλίση προς τον φτηνό ρομαντισμό, αλλά σε αυτό το είδος της κλασικής ποίησης που ανήκουν μεγάλα έργα του παρελθόντος από τον Νοβάλις και τον Ρίλκε, ως τον Μοντάλε, ή τους δικούς μας Σολωμό και Ελύτη για να αναφέρω μερικά ενδεικτικά παραδείγματα.  

 

-Γράφεις ποίηση αλλά και πεζογραφία. Τι σε χαρακτηρίζει ως συγγραφέα; Δηλαδή ποιο πιστεύεις ότι είναι το δομικό υλικό της γραφής σου;

Το δομικό υλικό είμαι εγώ ο ίδιος. Μεταφέρω στο χαρτί την αγωνία μου να με προσδιορίσω. Να εξερευνήσω το υποσυνείδητο αλλά και βαθύτερα, τις πηγές των αισθημάτων, πίσω από τα βιώματα. Είμαι ένα πειραματόζωο που το θέτω στις υπηρεσίες της ποιητικής τέχνης. Αυτό σημαίνει πως εκτίθεμαι, αλλά δεν με ενοχλεί πια γιατί γνωρίζω πως πάντα υπάρχει ένα τίμημα για τις πράξεις μας.

 

-Ξεκινάς τη συλλογή σου αυτή με τη φράση Ακουσέ με. Σε τι είδους αυτιά απευθύνεσαι μ’ αυτή την προστακτική; Σε τι κοινό θέλεις να φτάσει η ποίησή σου;

Για μένα ο ιδανικός αναγνώστης είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη περιέργεια, που αναζητά συνεχώς, που δεν επαναπαύεται. Που επιθυμεί να απαλύνει την ψυχή του. Αυτόν τον αναγνώστη αναζητά η ποίησή μου. Δεν πιστεύω στην ιεράρχηση ή διαβάθμιση των ατόμων και των ομάδων σε στρώματα, που εκφράζεται με τη δομική ανισότητα στην κατανομή των επιβραβεύσεων, των προνομίων και των πόρων. Η ποίησή μου θέλω να πιστεύω πως απευθύνεται σε όλους. Αναζητά με αγωνία έναν αποδέκτη. Δεν έχει καμία σχέση ποιος είναι αυτός. Μπορεί να είναι ένας φυλακισμένος αλλά και ένας καθηγητής. Και γι΄ αυτό προσπαθώ να μιλήσω όσο πιο ξεκάθαρα και κατανοητά γίνεται χωρίς να σημαίνει αυτό πως καταφεύγω σε εύκολες λύσεις για να προσελκύσω περισσότερο κοινό. Προσπαθώ να γράφω απλά, και όχι απλοϊκά. Εύχομαι να το έχω καταφέρει σε ένα βαθμό.

 

-Ο Αρλεκίνος είναι ένας μικρός διάβολος. Φτωχοδιάβολος που έχει για προγόνους τους δούλους του Αριστοφάνη, έως τους βυζαντινούς μίμους και τους θαυματοποιούς του Μεσαίωνα. Οξυδερκής αλλά την πατάει συνήθως. Πόσο ταυτίζεσαι με τον τίτλο της συλλογής σου; Είναι η μοίρα του ανθρώπου συνεχώς να εκπίπτει;

Εκεί κρύβεται η μαγεία του ανθρώπινου είδους. Στο ότι εκπίπτει, αλλά δεν το βάζει κάτω και συνεχίζει να ζει, αδιαφορώντας για την σίγουρη πτώση του. Ταυτίζομαι με τον φτωχοδιάβολο Αρλεκίνο γιατί είναι επινοητικός. Μου αρέσει που βγάζει την γλώσσα στην φθορά, που χλευάζει το θάνατο. Γι΄ αυτό το λόγο δεν κάνουμε τέχνη; Για να καλύψουμε αυτό το μεγάλο κενό ανάμεσα στο ύψιστο και το ποταπό.

 

-Η διάψευση, το απότομο άδειασμα του μυαλού και της ψυχής, η απώλεια ενός συναισθήματος πόσο εύκολα μπαίνουν σε λέξεις; Τι σε οδηγεί να μιλάς με τη γραφή σου τόσο ανενδοίαστα;

Δεν είναι εύκολο, θέλει θάρρος να μιλήσεις με ειλικρίνεια. Και αυτό που διαβάζει ο αναγνώστης είναι το απόσταγμα μιας κοπιαστικής εργασίας. Η πρώτη γραφή είναι χειμαρρώδης. Αφήνομαι χωρίς να σκέφτομαι τι θα προκύψει. Αλλά μετά θέλει δουλειά για να ξεχωρίσεις την ήρα από το στάρι. Θέλει φυσικά και πείρα που έρχεται με τα χρόνια, έτσι ώστε να μην χαθεί εκείνη η πρώτη μορφή που ήταν πιο κοντά στο συναίσθημα.

 

-Ο εξωτερικός κόσμος, ως πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, πόσο σε επηρεάζει; Πόσο αντιφατικό είναι αυτό το κομμάτι σε σχέση με τον εσώτερο κόσμο σου;

Όπως σίγουρα θα γνωρίζεις το μαργαριτάρι φτιάχνεται από έναν παροξυσμό. Από έναν ενοχλητικό κόκκο άμμου που εισχωρεί στο όστρακο εκκρίνοντας μάργαρο γύρω από τον εισβολέα  με σκοπό να τον εξουδετερώσει. Νιώθω όσο περνάνε τα χρόνια να μην μπορώ να συμβιβαστώ με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, και για να αντιδράσω γράφω. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για να προστατεύσω την ψυχή μου. Συμβαίνει μέσα μου ένας παροξυσμός. Ο εξωτερικός κόσμος έρχεται σε αντιπαράθεση με τον εσωτερικό, προσπαθώντας να σπείρει αμφιβολίες, κι εκεί, έρχεται η ποίηση και εκκρίνει το δικό της μάργαρο.

 

lillis3

 

-Ο Αρλεκίνος απαρτίζεται από έξι ποιήματα που αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Είναι αυτή η μορφή που το κάνει μια απεύθυνση στην αιώνια αγαπημένη ή προέκυψε από το προσωπικό φορτίο σου;

Προέκυψε κυρίως από την ανάγκη μου αυτή να βγάλω από μέσα μου έναν θυμό, με τον πιο ήπιο τρόπο. Εκεί που ένιωθα να πνίγομαι, αντέδρασα γράφοντας. Ζητώ από την ποίηση την προστασία της. Γι΄ αυτό είναι από τα πιο προσωπικά μου έργα ο Αρλεκίνος. Δεν κρύβομαι. Ξέρω πως λίγα κατάφερα ως εδώ και ακόμα πιο λίγα θα καταφέρω στο μέλλον. Τον όφειλα αυτόν τον απολογισμό στον εαυτό μου. Και μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω.

 

-Ακούς το ποίημα όταν το γράφεις; Ο προφορικός ρυθμός πόσο σε απασχολεί;

Ακούω μια φωνή βαθιά μέσα μου η οποία με οδηγεί. Όταν όμως τελειώσει το γράψιμο το διαβάζω μεγαλόφωνα γιατί θέλω να δω πως θα κυλίσει. Ο ρυθμός παίζει σπουδαίο ρόλο, ειδικά σε αυτό το έργο. Αν κάτι σκαλώνει στην ανάγνωση τότε υπάρχει πρόβλημα. Και μετά ψάχνω ποια λέξη ήταν αυτή που εμπόδισε αυτή την ροή, την μουσικότητά της, και την αλλάζω.

 

-Η συλλογή είναι καλαίσθητη από το εξώφυλλο ως το οπισθόφυλλο. Πες μας για τη συνεργασία σου με τον εκδοτικό οίκο Περισπωμένη και την παραμονή σου σε αυτόν.

Νιώθω τυχερός που εκδίδονται τα τελευταία μου βιβλία στην Περισπωμένη γιατί πάντα πίστευα πως τα ποιητικά βιβλία πρέπει να έχουν μια υψηλή τυπογραφική αισθητική που να ταιριάζει με το περιεχόμενο. Οι εκδόσεις Περισπωμένη είναι ο μόνος εκδοτικός οίκος σήμερα που έχει βάλει τον πήχη ψηλά ως προς τις επιλογές του, αλλά και στην τυπογραφική μορφή των βιβλίων που εκδίδει. Τα βιβλία της Περισπωμένης θυμίζουν παλιές καλές εποχές. Σήμερα όπου σχεδόν όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί και μαζικοποιηθεί, νιώθω τυχερός που δυο βιβλία μου βρήκαν τον εκδότη εκείνον που τα αγάπησε και που έδωσε τον καλύτερο εαυτό του για ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα.

 

Οι πρίγκιπες αδυνατούν να υψώσουν ανάστημα./ Οι σιδερόφραχτοι νάνοι τους φίμωσαν. Οι στίχοι σου αυτοί από τον Αρλεκίνο πόσο απεικονίζουν την πραγματικότητα; Ποιο είναι το όραμά σου για το κοινωνικό μέλλον;

Δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον μας. Πιστεύω πως κάποια στιγμή ο άνθρωπος θα κατανοήσει πως η ουσία της ύπαρξής του δεν βρίσκεται ούτε στην εξουσία ούτε στην απόκτηση υλικών πραγμάτων που είναι ούτως ή άλλως εφήμερα. Είναι μια τάση αυτή στρουθοκαμηλισμού; Για μένα είναι μια εσωτερική πίστη που πηγάζει από εκείνες τις ανθρώπινες ιδιότητες οι οποίες φανερώνουν ότι αν θέλουμε μπορούμε να υψώσουμε τελικά ανάστημα. Πολλές φορές οι στίχοι μου θίγουν το ζήτημα αυτό. Της αγωνίας του ανθρώπου να ξεφύγει από τα άγρια ένστικτά του και επιτέλους να πάρει έναν δρόμο που οδηγεί στην πνευματική του ολοκλήρωση. Από την άλλη, γνωρίζω πως είμαστε ακόμα στην αρχή και έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Εύχομαι όμως πραγματικά, να τα καταφέρουμε πριν να είναι πολύ αργά.

 

 

Ο Γιώργος Λίλλης γεννήθηκε στη Γερμανία το 1974. Ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Αρχικά στην Αθήνα και ύστερα στο Αγρίνιο, τόπο καταγωγής του. Το 1996 επιστρέφει στη Γερμανία, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Ποιήματα, δοκίμια, κριτικές και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και έχουν παρουσιαστεί σε περιοδικά και ανθολογίες του εξωτερικού. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα.

 

Να σε αγγίζω και να πέφτει στα χέρια μου η αγνότητα.
Να σε μυρίζω και να ελευθερώνεται θυμωμένος ο λίβας.
Να σε γεύομαι και να σουρουπώνουν τα χείλη μου.
Να σε ακούω και να τρίζει το στήθος σαν κατάρτι.
Να σε βλέπω και να γεμίζουν οι δεξαμενές της νοσταλγίας.

Γιώργος Λίλλης, Αρλεκίνος, εκδ. Περισπωμένη, σελ. 20

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top