Fractal

✔ Γιώργος Κορδομενίδης: «Αλίμονο στη ζωή που δεν ξέρει από αλλαγές!»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

Ο κύριος Κορδομενίδης σημαίνει για μας Θεσσαλονίκη, κύριος Ίμο, Ντίνος Χριστιανόπουλος και Διαγώνιος, απέχθεια στις μπάμιες και στις φακές, χιούμορ και αυτοσαρκασμός, ειλικρίνεια κι εντιμότητα αλλά πάνω απ’ όλα Εντευκτήριο. Είναι ο κύριος – Εντευκτήριο.

Διανύοντας τον 31ο έτος και το 115ο τεύχος του περιοδικού μας έκανε την τιμή να μιλήσει στον Φιλελεύθερο για την Θεσσαλονίκη, τους λογοτέχνες και την λογοτεχνία, για το βιβλίο και φυσικά για το Εντευκτήριο. Για τη ζωή του με το Εντευκτήριο. Για τις εκδόσεις και για το «Underground Eντευκτήριο». Για τον υπέροχο πατέρα του «καθεκλοσκελετοποιό» και για την «μοδίστρα και περιστασιακή καπνεργάτρια» μητέρα του τους οποίους θυμάται με κάθε ευκαιρία. Για το βιβλίο και την κρίση που όχι μόνο δεν μας έκανε καλύτερους αναγνώστες ή συγγραφείς, αλλά «δεν μας έκανε ούτε καν καλύτερους ανθρώπους». «Δεν αλλάζουμε υπό την πίεση καταστάσεων αλλά μόνο όταν εμείς οι ίδιοι το αποφασίσουμε. Όμως, ακόμη και τότε, δεν είναι εύκολο», ας τον διαβάσουμε, έχει σημαντικά πράγματα να μας πει.

 

 

– 31ος χρόνος «Εντευκτήριο» λέει. Κύριε Κορδομενίδη, να γυρίσουμε πίσω στο πρώτο τεύχος, όταν το έχετε στα χέρια σας…

Αρχές Νοεμβρίου 1987. Το τέλος μιας πολύμηνης προετοιμασίας με συγκέντρωση κειμένων, αλλαγές επί αλλαγών, αλληλογραφία με μελλοντικούς συνεργάτες, αναζήτηση διαφημίσεων και συνδρομητών ― και, αίφνης, άνω τελεία… Τυπωμένα 3.000 αντίτυπα, να ελπίζουν πως θα βρεθούν χέρια ―πολλά χέρια― που θα τα παραλάβουν, και μάτια ―πολλά μάτια― που πρώτα θα τα φυλλομετρήσουν αχόρταγα και μετά θα ριχτούν στην προσεκτική ανάγνωση. Πρώτη ξεφύλλισε το «βιβλίο μου», όπως το έλεγε, η μητέρα μου, η οποία ―παρά τις διαλείψεις της πρόσφατης μνήμης της― θυμήθηκε να με ρωτήσει, με το που μπήκα στο σπίτι αργά εκείνο το βράδυ, κρατώντας το πρώτο τεύχος, αν είχε βγει όπως το ήθελα.

 

-Και το πιο πρόσφατο τεύχος του «Εντευκτηρίου»; Τι άλλαξε, τι παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο, στο περιοδικό, στη ζωή σας και στη ζωή γενικώς;

Αλίμονο στη ζωή που δεν ξέρει από αλλαγές! Άλλαξε αρκετές φορές η σελιδοποίηση, οι γραμματοσειρές, συνεργάτες έφυγαν και ήρθαν νέοι, αναγνώστες και συνδρομητές επίσης ― αλλά (δεν είναι εντυπωσιακό;) υπάρχουν άνθρωποι που είναι συνδρομητές από το πρώτο τεύχος έως τώρα: 31 ολόκληρα χρόνια. Με συγκινεί πολύ αυτή η πολύχρονη επιμονή και εμπιστοσύνη. Δεν άλλαξαν το σχήμα του περιοδικού και ο λογότυπός του (με μεγεθυσμένα στοιχεία μιας παλιάς γραφομηχανής GRUNDIG.

 

-Μετανιώσατε κάποια στιγμή; Ήρθαν ώρες που νιώσατε ότι δεν αντέχετε άλλο;

Υπήρξαν ―και προφανώς θα υπάρξουν και στο μέλλον― στιγμές πολύ δύσκολες, κυρίως όσον αφορά την οικονομική επιβίωση του περιοδικού. Δεν έχω πλέον τη δυνατότητα να καλύπτω τα ελλείμματα της έκδοσης βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη. Αλλά όχι, δεν σκέφτηκα ποτέ να τα παρατήσω.

 

-Η κρίση σάς άγγιξε; Τι σήμαινε η κρίση γι’ αυτού του είδους τα περιοδικά;

Ο χώρος του βιβλίου γενικότερα ήταν η πρώτη “περιοχή” που επλήγη από την οικονομική κρίση. Όταν κάποιος δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τα ανελαστικά έξοδα της οικογένειάς του, κατανοώ ότι το να συνεχίσει να αγοράζει λογοτεχνικά περιοδικά ή βιβλία φαντάζει πολυτέλεια. Μειώθηκαν λοιπόν οι πωλήσεις και οι συνδρομές, εξαφανίστηκαν οι διαφημίσεις… Αλλά παρέμεινε, και ευτυχώς, ένας πυρήνας φανατικών φίλων του «Εντευκτηρίου» οι οποίοι καταφέρνουν και του δίνουν κάθε τόσο το φιλί της ζωής.

 

-Αν δεν ήταν επίκεντρο η Θεσσαλονίκη, το «Εντευκτήριο» πιστεύετε θα είχε άλλη διαδρομή, άλλο ύφος, άλλη… συμπεριφορά;

Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, ένα περιοδικό μπορεί πλέον να “στηθεί” και να σταλεί στο τυπογραφείο από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.  Ωστόσο, μεγάλωσα και διαμορφώθηκα στη Θεσσαλονίκη· η πόλη υπήρξε η μήτρα του «Εντευκτηρίου». Εκεί γνώρισα τον εκδότη του ιστορικού περιοδικού «Διαγώνιος», Ντίνο Χριστιανόπουλο, μυήθηκα στις αρχές του περιοδικού του, διδάχθηκα διόρθωση και επιμέλεια κειμένων. Ακόμη στη Θεσσαλονίκη συναναστράφηκα, επί πάνω από δύο δεκαετίες, τον Μίμη Μαρωνίτη, κοντά στον οποίο επίσης τολμώ να πω ότι μαθήτευσα (χωρίς ποτέ να υπάρξω φοιτητής), βοηθήθηκα να ακονίσω την κρίση μου και ενθαρρύνθηκα ως προς το να δίνω μεγαλύτερη σημασία στο ίδιο το (εκάστοτε) κείμενο και λιγότερη στο ονοματεπώνυμο που το υπογράφει. Δεν ήταν “εύκολοι” οι δάσκαλοί μου αλλά υπήρξαν πολύτιμοι.

Από την άλλη μεριά, η Θεσσαλονίκη και οι συγγραφείς της δεν ήταν ποτέ η μοναδική δεξαμενή από την οποία αντλούσε και αντλεί κείμενα το «Εντευκτήριο», το οποίο στάθηκε εξαρχής γεωγραφικώς… ανεξίθρησκο. Ήδη στα πέντε τεύχη του πρώτου χρόνου έκδοσης (1987-1988) περιοδικού δημοσιεύουν, πλην των Θεσσαλονικέων και Βορειολλαδιτών, συγγραφείς από την Αθήνα, από τη Ρόδο, από την Κύπρο, από το Παρίσι, από το Λονδίνο, από τη Μόσχα…

 

 

-Με το «Εντευκτήριο» κερδίσατε φίλους, χάσατε φίλους…

Γνώρισα σπουδαίους ανθρώπους, συγγραφείς αλλά και καλλιτέχνες κλπ. που με τιμούν με τη φιλία τους. Δεν θέλω ούτε να παραλείψω κάποιον ούτε να θεωρηθεί ότι ξιπάζομαι. Πάντως, οι φιλίες αυτές δεν επηρεάζουν την επιλογή της ύλης του «Εντευκτηρίου». Αν γινόταν αυτό, θα ήμουν ίσως περισσότερο αφιερωμένος φίλος αλλά χειρότερος διευθυντής περιοδικού. Στα τριάντα ένα χρόνια της έκδοσής του, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες αρνήθηκα να δημοσιεύσω κείμενα φίλων, κρίνοντάς τα κατώτερα της πραγματικής αξίας τους ως συγγραφέων. Όμως, όχι, καμιά φιλία δεν διαταράχθηκε από τέτοιες αρνήσεις. Μάλιστα, τα περισσότερα από τα κείμενα αυτά, που δεν τα δέχθηκε το «Εντευκτήριο», οι συγγραφείς τους δεν τα δημοσίευσαν αλλού· κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, φανερώνει μεγάλη εμπιστοσύνη, η οποία με υποχρεώνει να αντιμετωπίζω με σεβασμό κάθε κείμενο που υποβάλλεται στο περιοδικό προς δημοσίευση, είτε προέρχεται από φίλο συγγραφέα είτε από κάποιον εντελώς πρωτοεμφανιζόμενο.

Βέβαια, στο περιοδικό δεν δημοσιεύεται κάθε κείμενο που αποστέλλεται σ’ αυτό. Υπάρχει η συντακτική ομάδα, η οποία αξιολογεί τις υποβαλλόμενες συνεργασίες. Άλλωστε, καθένας μας έχει το αναγνωστικό του γούστο, δεν αρέσουν σε όλους μας τα ίδια πράγματα. Ξέρω πολύ καλά ότι σ’ αυτές τις τρεις δεκαετίες έκδοσης του «Εντευκτηρίου» έχουν δυσαρεστηθεί πολλοί άνθρωποι, που τα κείμενά τους δεν έγιναν αποδεκτά από το περιοδικό. Αλλά δεν γίνεται διαφορετικά.

 

-Η πλέον ευτυχισμένη, η πλέον άσχημη, η πλέον απρόσμενη εμπειρία σας από τη ζωή του περιοδικού;

Κάθε έκδοση, είτε νέου τεύχους είτε νέου βιβλίου στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, αποτελεί μοναδική πηγή χαράς. Όπως πηγή χαράς ήταν και πολλές από τις εκδηλώσεις που οργανώθηκαν, στη διάρκεια μιας δεκαετίας, στο «Underground Eντευκτήριο», στην οδό Δεσπεραί της Θεσσαλονίκης. Από τις κορυφαίες στιγμές ήταν η παρουσίαση του cd «Όμηρος και Ησίοδος», στη μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη· επίσης, η ανάγνωση αποσπασμάτων από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, σε δική του μετάφραση (η ηχογράφηση κυκλοφορεί κι αυτή σε cd των Εκδόσεων Εντευκτηρίου), καθώς και ο ερχομός της Κικής Δημουλά σε ειδική εκδήλωση για τα 20χρονα του περιοδικού· εξαιτίας της έκλεισε ο δρόμος μπροστά από το «Underground»!

Από τις πολύ δυσάρεστες στιγμές στην τριαντάχρονη αυτή διαδρομή ήταν οι περιπτώσεις στις οποίες πληροφορήθηκα ότι ένας χονδρέμπορος που όφειλε χρήματα στο περιοδικό φαλίρισε ή αποφάσισε μόνος του να “κουρέψει” την οφειλή του. Αυτό συνέβη τρεις-τέσσερις φορές.

 

 

-Λογοτέχνες που έκαναν το ντεμπούτο τους στις σελίδες του;

Βασίλης Αμανατίδης, Σοφία Νικολαΐδου, Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Δημήτρης Η. Παστουρματζής, Ένο Αγκόλλι και άλλοι.

 

-Πότε ξεκίνησαν οι εκδόσεις του περιοδικού;

To 1990, με την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Καριζώνη «Πανσέληνος στην οδό Φράγκων» και τη μελέτη της Μαίρης Μικέ «Λογοτεχνικά πρόσωπα της Καβάλας». Μέχρι τώρα έχουν κυκλοφορήσει περί τους 50 τίτλους. Η πολύ καλή υποδοχή των βιβλίων μας από το κοινό και από την κριτική μάς ενθαρρύνει να πυκνώσουμε την εκδοτική μας δραστηριότητα και να εμπλουτίσουμε τον κατάλογό μας με νέα ονόματα.

 

-Είναι ιδιαίτεροι συγγραφείς, ποιητές, οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς, ποιητές;

Ίσως ήταν παλαιότερα… Η τηλεόραση, τα τελευταία χρόνια το διαδίκτυο, ομογενοποίησαν τους Έλληνες ― και όχι μόνο τους συγγραφείς, κατήργησαν τις αποστάσεις και τα γεωγραφικά όρια. Εξάλλου, κάθε άνθρωπος (είτε είναι συγγραφέας είτε οτιδήποτε άλλο) αποτελεί ιδιαίτερη και μοναδική περίπτωση. Οι γενικεύσεις είναι παράτολμες και οδηγούν συχνότατα σε εσφαλμένα συμπεράσματα.

 

-Πηγαινοέρχεστε… Τι δεν μπορείτε με τίποτα να στερηθείτε από τη Θεσσαλονίκη;

Για μένα, πόλεις είναι οι άνθρωποί μου που ζουν σ’ αυτές: οι αδελφές μου, ο γαμπρός μου, τα ανίψια μου, οι φίλοι μου. Κατά τα λοιπά, οι πόλεις είναι σκηνικό ζωής· τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο. Όσον αφορά τα … δρομολόγια Θεσσαλονίκη – Αθήνα, η αλήθεια είναι πως, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, μου έλειψαν επί χρόνια τα ταξίδια. Τα απολαμβάνω τώρα.

 

-Τι είναι η Αθήνα για σας;

Πρωτίστως, μια πόλη στην οποία ζουν αγαπημένοι φίλοι. Περισσότερος ήλιος και φως από ό,τι στη Θεσσαλονίκη. Και μία αίσθηση ευρυχωρίας. Η Θεσσαλονίκη, όπως έχει γράψει ο Σκαμπαρδώνης, είναι “χαμηλοτάβανη” πόλη.

 

-Ο κύριος Ίμο; Χωρίς εκείνον πώς θα ήταν η δική σας ζωή;

Α, ο υπέροχος ημίαιμος φίλος μου… Έχει αλλάξει πολύ τη ζωή μου, με τις ανάγκες του και τις απαιτήσεις του. Ο ψυχογιός μου ο Σαρίφ λέει ότι ο Ίμο είναι ο μόνος που μπορεί τόσο εύκολα να με απομακρύνει από τον υπολογιστή!

 

-Πώς γίνεται με τόσους ανθρώπους, τόσους συγγραφείς, τόσους συνεργάτες κάποιος να είναι μοναχικός;

Χμ, υπονοείτε το άρθρο της Μάρης Θεοδοσοπούλου στο «Βήμα» όπου με χαρακτήριζε «μοναχόλυκο»… Κοιτάξτε: από το 1982 έως το 2002 εργάστηκα στις δημόσιες σχέσεις και στα πολιτιστικά της Εθνικής Τράπεζας. Τα καθήκοντα αυτά μου επέβαλλαν μία “κοινωνικότητα”, μία “έκθεση”, που δεν ήταν πάντοτε ευχάριστες, διότι κατά βάθος είμαι εσωστρεφής άνθρωπος. Επιπλέον, το να βγάζεις κατ’ ουσίαν μόνος σου ένα περιοδικό 160 σελ. τρεις ή τέσσερις φορές ετησίως, να επιμελείσαι βιβλία, να κάνεις εκπομπές σε ραδιόφωνα, να γράφεις για βιβλία σε εφημερίδες, να οργανώνεις λογοτεχνικό φεστιβάλ (Λογοτεχνική Σκηνή), είναι πολλή δουλειά για έναν άνθρωπο. Κανείς βέβαια δεν με υποχρεώνει να ασχολούμαι με τόσα πολλά πράγματα· αλλά λειτουργώ πιο παραγωγικά αφενός υπό πίεση και αφετέρου με πολυδιάσπαση.

 

 

-Τι χάσατε και τι κερδίσατε με το «Εντευκτήριο»;

Όλες οι ασχολίες της ζωής μου τής έδωσαν νόημα, ουσία… Και με βοήθησαν να αντιμετωπίσω (σε μεγάλο βαθμό) την κατάθλιψη, με την οποία φλερτάρω από νέος. Το «Εντευκτήριο» ήταν η πιο αποτελεσματική σανίδα σωτηρίας που χρησιμοποίησα.

 

-Τι χάθηκε και τι κερδήθηκε, όσον αφορά τον χώρο του βιβλίου, με την κρίση;

Δεν νομίζω πως κερδήθηκε κάτι. Χάθηκαν χιλιάδες αναγνώστες, που δεν τους περισσεύουν χρήματα για να αγοράζουν βιβλία και περιοδικά. Έμειναν όσοι αγοράζουν από το υστέρημά τους, όσοι δεν μπορούν να ζήσουν δίχως να διαβάζουν.

 

-Η κρίση μάς έκανε καλύτερους συγγραφείς;

Δεν έχω απαντήσεις για όλες τις ερωτήσεις· δεν είμαι πολιτικός, άλλωστε. Φοβάμαι πάντως ότι δεν μας έκανε ούτε καν καλύτερους ανθρώπους. Δεν αλλάζουμε υπό την πίεση καταστάσεων αλλά μόνο όταν εμείς οι ίδιοι το αποφασίσουμε. Όμως, ακόμη και τότε, δεν είναι εύκολο.

 

-Ετοιμαζόμουν να σας ρωτήσω πώς και δεν γράψατε λογοτεχνία, όταν ξαφνικά διαπίστωσα ότι υπάρχει με ψευδώνυμό σας μια συλλογή. Γιατί δεν ξαναγράψατε; Τι είναι εκείνο που γράψατε και το αγνοούμε;

Πράγματι, έχω εκδώσει μία συλλογή μικρών πεζών με ψευδώνυμο. Συνεχίζω να γράφω, αν και αρκετά αραιά. Δεν πιστεύω ότι τα πεζά μου πλούτισαν ιδιαίτερα την ελληνική λογοτεχνία. Είμαι αυστηρός με τόσους ανθρώπους, οπότε βρίσκω λογική την αυστηρότητα και προς τον εαυτό μου. Επιμένω στη χρήση του ψευδωνύμου ―μολονότι έχει… διαρρεύσει σε κάποιον βαθμό― επειδή ακριβώς πιστεύω πως σημασία έχουν τα κείμενα και όχι οι υπογραφές.

 

– Άνθρωποι στους οποίους αισθάνεστε ότι χρωστάτε;

Στους γονείς μου, πρωτίστως. Στους δασκάλους μου του Γυμνασίου, Βασίλη Σουρμελίδη και Γιώργο Αντωνόπουλο. Στους “εξωσχολικούς”, που ήδη μνημόνευσα. Στους συγγραφείς  που εμπιστεύτηκαν κείμενά τους στο «Εντευκτήριο». Στους αναγνώστες, στους συνδρομητές, στους υποστηρικτές ― σε όλους τους συνοδοιπόρους… Στον Γιώργο Τσοκόπουλο.

 

-Τι είναι εκείνο που εκτιμάτε στους άλλους;

Η ειλικρίνεια, η εντιμότητα, η αφοσίωση…

 

-Σε έναν συγγραφέα;

Το ταλέντο. Εάν τυχαίνει να τον γνωρίζω, και τη σεμνότητα.

 

-Και απεχθάνεστε;

Απεχθάνομαι τις μπάμιες και τις φακές!

 

-Αναφέρεστε συχνά στον πατέρα και στη μητέρα σας, κι αυτό, να ξέρετε, πολύ με συγκινεί. Οι περισσότεροι είναι σαν να βρέθηκαν ξαφνικά στα λάχανα…

Είχα σπουδαίους γονείς, απλούς και ασπούδαχτους ανθρώπους, χειρώνακτες: καθεκλοσκελετοποιό πατέρα, μοδίστρα και περιστασιακή καπνεργάτρια μητέρα. (Με τεράστιο φάκελο στην Ασφάλεια, διότι ο θείος της μητέρας μου ήταν καπετάνιος του ΕΛΑΣ και διότι ο πατέρας μου απείχε ― “γραμμή” ΚΚΕ― στο δημοψήφισμα του 1946 για την παλινόρθωση της μοναρχίας.) Δυστυχώς, τους έχασα στα 33 μου… Η μητέρα μου μάλιστα πέθανε 63 ετών ― στην τωρινή μου ηλικία…

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top