Fractal

Διήγημα: “Τα Επιφάνεια της Γραμμής 220»

Του Γιώργου Κοντόπουλου // *

 

f5

 

Το διαμέρισμα ήταν ανέλπιστα δροσερό. Προχώρησα μέσα, βρίσκοντας καταφύγιο απ’ το καυτό αυγουστιάτικο πρωινό.

«Είναι τα βιβλία που κρατάνε δροσερό το σπίτι», μου είπε ο Παύλος μαντεύοντας τη σκέψη μου. «Είναι σαν να κουβαλάνε μέσα τους αναμνήσεις από τότε που υπήρξαν ζωντανά, όταν ήταν ακόμα δέντρα».

Τον κοίταξα και κατάλαβα ότι μιλούσε σοβαρά. Ή αυτό, ή ήταν καλός παίκτης στο πόκερ. Τον ήξερα από τότε που ήμουν παιδί, ήμασταν συμμαθητές, μα είχα να τον δω πάνω από είκοσι χρόνια. Μία ζωή πριν.

Μέσα στο διαμέρισμα υπήρχε μία κόλαση από χαρτί και μελάνι. Στοίβες από χαρτόδετα και σκληρόδετα βιβλία, που υψώνονταν τρία μέτρα, ως το ταβάνι. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με δύο και τρεις σειρές, έτσι που το διαμέρισμα είχε μετατραπεί σε ένα λαγούμι με κλειστοφοβικά δωμάτια που επικοινωνούσαν μέσω στενών διαδρόμων, τους οποίους μπορούσες να διασχίσεις μόνο περπατώντας στο πλάι κρατώντας την ανάσα σου. Δεν υπήρχαν έπιπλα. Βιβλία είχαν επιστρατευτεί και γι’ αυτό το καθήκον.

Τον ακολούθησα και βγήκαμε στο σαλόνι. Στο κέντρο δέσποζε ένα γραφείο -φτιαγμένο από βιβλία κι αυτό. Πάνω του υπήρχε μόνο ένα φωτιστικό. Το μαύρο καλώδιό του τρύπωνε σαν φίδι πίσω από τους αρμούς των βιβλίων.

Ο Παύλος ένωσε δύο μικρές ντάνες από μια γωνία. «Κάτσε», μου είπε.

Κάθισα πάνω στο «Χάνιμπαλ» του Τόμας Χάρις και στο «Ένα Παιδί στον Ουρανό» του Τζόναθαν Κάρολ. Από το σημείο που καθόμουν, η πλευρά του ιδιότυπου γραφείου που έβλεπα μου θύμιζε την πρόσοψη του μισοτελειωμένου ναού της «Σαγράδα Φαμίλια» του Γκαουντί.

«Δεν έχω να σου προσφέρω κάτι, μόνο νερό. Έχω πολύ καιρό να δεχτώ επίσκεψη», απολογήθηκε.

«Όχι ευχαριστώ», είπα εγώ προσπαθώντας να συνέλθω από το θέαμα του διαμερίσματος. «Πόσα βιβλία είναι;»

«Ξέρεις κάτι; Δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να τα μετρήσω… Δεν αναρωτήθηκα ποτέ».

«Μου είπαν ότι γράφεις αλλά δεν φανταζόμουν όλο… αυτό».

Ο Παύλος έσκυψε μπροστά. «Φαντάζομαι ότι θα ήθελες να μάθεις πως έφτασα ως εδώ».

Έγνεψα καταφατικά.

Εκείνος κοίταξε πίσω μου, στο μοναδικό παράθυρο που υπήρχε στο δωμάτιο κι άρχισε:

«Έγινε έντεκα χρόνια πριν. Ήταν Ιούλιος, ο πιο θερμός της περασμένης δεκαετίας. Ήμουν στο 220 κι επέστρεφα σπίτι. Το γαμημένο το αιρ κοντίσιον δεν λειτουργούσε κι από τα ανοιχτά παράθυρα έμπαινε πυρωμένος αέρας. Μιλάμε για το Αμόνι του Ήλιου. Ύστερα από τη στάση στον Ευαγγελισμό όπου μπήκαν και οι επιβάτες του μετρό, η κατάσταση στο εσωτερικό του λεωφορείου θύμιζε σκηνή από την Κόλαση του Δάντη. Και ήταν τότε, με μένα να σιγοβράζω μέσα στον ιδρώτα, παραδομένος στην αποχαύνωση του μεσημεριού και στη ροπή του λεωφορείου, κολλημένος πάνω σε άλλα εξαϋλωμένα σώματα, όπου συνέβη.

»Ήταν μια γαμημένη θρησκευτική εμπειρία, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να το περιγράψω. Μέσα στην παραζάλη μου, στο μεταίχμιο του ύπνου και της εγρήγορσης, μία φράση έλαμψε πίσω από τα μάτια μου σαν δυνατός προβολέας σε σκοτεινή λεωφόρο. Μία αλληλουχία λέξεων που έκρυβε μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια μέσα της, και ως εκ τούτου μια δύναμη. Ήταν Η Φράση, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Κι αυτό που με είχε αφήσει εμβρόντητο ήταν ότι ήμουν απολύτως σίγουρος -κι εξακολουθώ να είμαι- πως δεν την είχα διαβάσει ή ακούσει ποτέ πριν στη ζωή μου.

»Άρχισα λοιπόν να τη μουρμουρίζω για να μη την ξεχάσω. Ήταν μια επίπονη προσπάθεια. Ένοιωθα ότι προσπαθούσα να γράψω τις λέξεις σε μια αμμουδιά με δυνατό κύμα· κάθε φορά που τελείωνα, άρχιζα αμέσως πάλι από την αρχή γιατί η πρώτη λέξη ξεθώριαζε σε ξέφτια μέσα στο μυαλό μου.

»Λίγο πριν φτάσουμε στην στάση της πλατείας Κύπρου όπου θα κατέβαινα, μια μηχανή πετάχτηκε από ένα κάθετο στενό. Ο οδηγός πάτησε φρένο, ολόκληρο το όχημα βόγκηξε, κι εμείς πήγαμε κι ήρθαμε βίαια μέσα του σαν σφαγμένα αρνιά κρεμασμένα σε τσιγκέλια. Αυτό ήταν. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα πανικού ήταν αρκετά για να σπάσουν την αυτοσυγκέντρωση μου. Ξέχασα τη φράση.

»Από τότε ψάχνω μέσα στις ατέλειωτες αράδες των βιβλίων να την ξαναβρώ, σε περίπτωση που την είχα διαβάσει στο παρελθόν. Και παράλληλα γράφω. Άρχισα με λέξεις και προτάσεις, κατόπιν με παραγράφους, που με την σειρά τους έγιναν ιστορίες».

Έγειρε προς τα πίσω και με μία υποψία χαμόγελου με ρώτησε αν μου φαινόταν τρελός. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.

«Πού είναι οι ιστορίες σου;», ρώτησα.

Μου έδειξε μία στοίβα από μπλε σχολικά εκατοντάφυλλα τετράδια.

«Είναι όλες εκεί. Ποτέ δεν μπόρεσα να γράψω σε υπολογιστή», αποκρίθηκε κι ύστερα πρόσθεσε: «Πάρε κάποια, αν θέλεις».

«Είσαι σίγουρος;», είπα και ταυτόχρονα σηκώθηκα.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και απάντησε: «Εντελώς… όπως λέει κι ο Κινγκ σε ένα από τα βιβλία του: ̋ μαλακίες είναι, δεν μετράνε ̋ ».

«Κι αν κάνεις λάθος; Αν αυτό που έχει σημασία είναι οι ιστορίες που έγραψες;».

«Όχι», απάντησε, κι έκανε μια κίνηση με το χέρι σαν να ήθελε να διώξει μια αόρατη μύγα από μπροστά του, «το μόνο που έχει σημασία είναι να ξαναβρώ τη Φράση».

«Πως θα είσαι σίγουρος όμως; Ότι θα είναι η σωστή;»

«Θα το ξέρω. Μη μου ζητάς να σου εξηγήσω πως. Θα το ξέρω».

Αποχαιρετιστήκαμε και ξεκίνησα για το σπίτι μου. Στην επιστροφή, έφερνα ξανά στο νου μου τη λάμψη που είχαν τα μάτια του. Ένα μέρος του εαυτού μου τον ζήλευε. Ήταν ευτυχισμένος.

Δεν είπα ψέματα όταν του είπα ότι δεν τον θεωρούσα τρελό· είχε συναντήσει τη δική του Λευκή Φάλαινα κι είχε τα αρχίδια να την κυνηγήσει, όποιο κι αν ήταν το κόστος. Πόσοι από εμάς μπορούν να ισχυριστούν το ίδιο;

 

 

* Ο Γιώργος Κοντόπουλος γεννήθηκε το 1978 και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε γραφικές τέχνες κι έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους. e-mail: kontopoulos_g@yahoo.gr

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top