Fractal

Στα βάθη του χρόνου και της ψυχής

Γράφει ο Αντώνης Μπουλούτζας //
 

 «Του κανενός ο χρόνος» , Γιώργος Καραχάλιος,  Εκδόσεις Διάττων, Ποίηση

 

getImageΨάχνω πάντα την ποίηση εκείνη που με βγάζει από την αμηχανία για το πώς να της συμπεριφερθώ. Την ποίηση που δεν επιδιώκει να με κατακτήσει με εντυπωσιακά φκιασιδώματα και λόγια παραπλανητικά. Εκείνη που μπορεί πραγματικά να κεντρίσει το πνεύμα μου καλώντας το σε μια τίμια και υψηλόφρονη συνδιαλλαγή. Και η οποία απαιτεί δικαιωματικά τη βαθιά προσήλωσή μου για όσο χρειαστεί ώσπου να την κατανοήσω, δηλώνοντάς μου ότι αποκλείεται να απαλλαγώ εύκολα από αυτήν. Τούτο οφείλει να κάνει και αυτό το ξεκαθάρισμα προθέσεων από τη μεριά της έχω ανάγκη ώστε να την εμπιστευτώ. Γιατί, η αλήθεια είναι πως έχω βαρεθεί λέξεις και στίχους που ξεθωριάζουν την επόμενη στιγμή ή το να διαβάζω τάχα με θρησκευτική προσήλωση την παράθεση ευφυολογημάτων σε ευθεία ή κάθετη γραμμή, ωσάν η ποίηση να είναι άσκηση ευρηματικότητας, όπου η επιτυχία της εξαρτάται από κάποια αιφνίδια ανατροπή, όπως στον κινηματογράφο με το τέλος της ταινίας, θαρρείς και πρέπει να μειδιάσουμε για την εξυπνάδα της τελευταίας φράσης, παρά να προβληματισθούμε από τη δύναμη των λεγομένων και την αξία της έμπνευσης.

 

Είναι πολύ εσωτερική υπόθεση η Ποίηση, βαθιά πνευματική. Και ολοένα αναζητώ τις ξεχωριστές περιπτώσεις, φωτεινές, φωτεινότερες ή πολύ λαμπρές –μακάρι να ήμουν πολύ ειδικός για να τις αξιολογήσω ακριβοδίκαια- των δημιουργών οι οποίοι σηκώνουν στους ώμους τους το βαρύ χρέος να την υπηρετήσουν με ιερό σεβασμό. Και δεν τους πολυνοιάζει το αν η φωνή τους προκύπτει σιγανή, δυνατή, τρεμάμενη, τραχιά ή καλλιεργημένη, αν η γραφή δείχνει λαϊκή, έντεχνη ή ολότελα ελευθερωμένη. Αρκεί ο λόγος τους να είναι μεστός και ειλικρινής στοχαστικός, όποια μορφή και αν έχει το περιεχόμενό του. Το μυστικό είμαι σίγουρος πως κρύβεται στο ότι πρώτα οι ίδιοι άγγιξαν την ουσία της αλήθειας που πρέπει να ειπωθεί, ύστερα δημιούργησαν την εικόνα της, με άλλα λόγια έναν κόσμο μαγικό ο οποίος θα την περικλείει, και στο τέλος την επροίκισαν με τον δικό τους εσωτερικό παλμό. Που γίνεται ο αναγνωρίσιμος ρυθμός και ήχος της ποίησής τους.

Τούτες οι σκέψεις, ο συγκεκριμένος αυτός εισαγωγικός μονόλογος, και ας μου συγχωρεθεί το ότι τον εκστόμισα λιγάκι παραληρηματικά, δουλεύονταν μέσα μου αφότου πρωτοδιάβασα την ποιητική συλλογή του Γιώργου Καραχάλιου με τον γενικό τίτλο «Του Κανενός ο Χρόνος». Οι λέξεις στριμώχνονταν, θα έλεγα, ανάμεσα στην επιθυμία μου να εκφράσω δίχως περιστροφές τα όσα ένιωσα διαβάζοντας ξανά έπειτα από πολύ καιρό στίχους του και στον φόβο μήπως φανώ προκατειλημμένος, υπερβολικά ενθουσιώδης. Αλλά δεν γινόταν να μην εκφραστούν. Διάβασα τούτο το μεγα-ποίημα –έτσι προτιμώ να το χαρακτηρίσω– δύο φορές, στα δύο καλοκαίρια, το περασμένο και το φετινό, και δεν είμαι βέβαιος αν το έχω ολοκληρώσει. Πιθανότατα θα απαιτηθεί και τρίτη ανάγνωση, μπορεί και ακόμη μία ή και άλλη… προκειμένου να ακολουθήσω τον ποιητή ώς το τέλος του ταξιδιού του στο χθες το σήμερα και το αύριο των ανθρώπων.

Η ποίηση του Γιώργου Καραχάλιου («Του Κανενός ο Χρόνος») αξιώνει πολλαπλή ανάγνωση, είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα μυστικό το οποίο αρνείται να σε κάνει κοινωνό του και σε δοκιμάζει επαναληπτικά προτού σού αποκαλυφθεί. Κι εσύ πρέπει να επιμένεις γιατί γνωρίζεις πως η αλήθεια βρίσκεται πολύ κοντά και όλο την πλησιάζεις… Οι δρόμος του είναι μονοπάτι δασωμένο και φαινομενικά δύσβατο, όμως μπορείς να το διαβείς, αρκεί να βρεις την πατημασιά σου, να εναρμονιστείς με τα ίχνη που υπάρχουν ήδη πάνω σε αυτό και να τα ακολουθήσεις δίχως φόβο και με καθαρή καρδιά. Ο ποιητής σε βοηθάει, για την αλήθεια σε καθοδηγεί, αποκαλύπτοντάς σου λέξη με τη λέξη, στίχο με τον στίχο κάθε διαδρομή της σκέψης του, όλα τα σημεία όπου πλανάται αθέατο αλλά αναζωογονητικό το πνεύμα, θαρρείς και είναι ήσυχος άνεμος που δεν τον βλέπεις, ασφαλώς, ούτε συχνά και τον ακούς, μονάχα αισθάνεσαι να σου πολιορκεί με ανάλαφρες ανατριχίλες την ύπαρξη.

Πρόκειται για μια επική περιπέτεια στα βάθη της ιστορίας και πριν από αυτήν, στις απαρχές του μη εξιστορημένου κόσμου, ωσάν τα πάντα να απαντώνται για πρώτη φορά. Θυμάμαι τους στίχους του Γιώργου Καραχάλιου από τη συλλογή «Η Έβδομη Μέρα»: «Γη που κοιμίζεις στην αγκαλιά σου νικητές / Και νικημένους, τάχα μ’ ακούν / Οι πεθαμένοι που τους κράζω;» και που επαναλαμβάνονται στο δεύτερο ποίημα του «Χρησμού», την τέταρτη από τις έξι πράξεις (ενότητες) της συλλογής «Του Κανενός ο Χρόνος». Αποτελούν, πιστεύω, υπόμνηση, σάλπισμα για εγρήγορση, απελπισμένη κραυγή προειδοποιητική για όσα δεν πρέπει να συμβούν ποτέ ξανά. Οι στίχοι αυτοί με είχαν τόσο πολύ πρωτοσυγκινήσει πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, ώστε τους δανείστηκα και τους χρησιμοποίησα ως προμετωπίδα στο δεύτερο κεφάλαιο του μυθιστορήματός μου «Η Παναγία των Αγγέλων». Και είναι πολλοί ακόμη οι στίχοι που θα μπορούσα να δανειστώ από τη συλλογή «Του Κανενός ο Χρόνος».

 

Γιώργος Καραχάλιος

Γιώργος Καραχάλιος

 

Τα όσα ποιητικά βιώνει και για τα οποία μιλάει ο Γιώργος Καραχάλιος προκύπτουν από εφιάλτες που ρήμαξαν το παρελθόν και στοιχειώνουν το παρόν έχοντας ταυτόχρονα δυναμιτίσει και το μέλλον. Μπορώ να πω ότι έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική Οδύσσεια που διαδραματίζεται πέρα από το βάθος του χρόνου, στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, εκεί όπου κατασταλάζουν και μας ροκανίζουν την ύπαρξη οι απερισκεψίες και οι υπερβολές, όλα τα παθήματα, και τα εγκλήματα, οι βιαιότητες, εν τέλει οι τραγωδίες, κυρίως οι μεγαλύτερες που αποδεκατίζουν. Υπάρχει πολύς πόνος στα όσα εξιστορεί, όχι για να θρηνήσουμε ξανά κι εμείς ό, τι δεν γίνεται τώρα πια να διορθωθεί, αλλά για να μας φρονιμέψει: «Θα σε κοιτάζω από την έρημο που άφησες πίσω σου / Χορεύοντας τη μάχη που δεν κέρδισε κανείς.».Μοιάζει να λέει ότι, δεν έχει σημασία πια ποιος νίκησε ή ποιος ηττήθηκε, πού οι θύτες και πού τα θύματά τους, αλλά σημασία έχει η μέρα που έρχεται, ο ήλιος που ανατέλλει, αρκεί να μην είναι κόκκινος από το αίμα το οποίο κύλησε και καυτός από τα δάκρυα που χύθηκαν άδικα, αφού σε τίποτα δεν ωφελήθηκε η μοίρα των ανθρώπων.

Ο Γιώργος Καραχάλιος συνδιαλέγεται με τον Όμηρο, τη Σαπφώ, τον Ίβυκο από το Ρήγιο, τον Βίωνα τον Σμυρναίο, τον πολύ κατοπινό τους Δάντη, περνάει στους νεώτερους Ουίτμαν, Πάουντ, Έλιοτ και στους δικούς μας Καβάφη, Σεφέρη και Ελύτη, για να περιγράψει τα τοπία των αφανισμών, χρησιμοποιώντας ιστορίες μυθικές και αληθινές, παραβολές και αλληγορίες, μέσα από τις οποίες ξεπροβάλλει ένας κόσμος βουτηγμένος ώς τον λαιμό στις θηριωδίες και τον αλληλοσπαραγμό, παραθέτοντας διδάγματα – παραδείγματα προς αποφυγήν. Κανείς άλλος δεν είναι τόσο ικανός να δει τι κρύβουν οι σκιές στο τέλος μιας ζοφερής ημέρας, παρά μόνον ένας ποιητής που φτάνει και ώς την Κόλαση για να εξορύξει από το σκοτάδι φως. Και που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τα όσα ανείδωτα και ανείπωτα ενδέχεται να του αποκαλυφθούν: «Στον κύκλο της άμμου, όπου ο χρόνος είναι μη χρόνος / Και ο τόπος ου τόπος, ό, τι θα γίνει έχει συμβεί / Αλλού και άλλοτε πριν απ’ το φως. / Εκεί ο χτίστης, ο σπορέας, ο θεριστής.»

Στο κεφάλαιο «Το τραγούδι της στάχτης» (ποίημα II) ο Γιώργος Καραχάλιος δημιουργεί μια σκηνή Αποκάλυψης, εικονογραφημένη θα ’λεγες με φωτορεαλιστική ευκρίνεια, ωσάν κινηματογραφική σκηνή από πεδίο μάχης όπου πρωταγωνιστής είναι ο θεός – θάνατος, ο χτίστης, ο σπορέας και θεριστής:

 

«Τον είδα να χορεύει από χαράκωμα

Σε χαράκωμα ανεμίζοντας το δρεπάνι του,

Όπως η μέλισσα πετάει από λουλούδι σε λουλούδι.

Με πρόσωπο θλιμμένο ξεχώριζε αυτούς

Που θα περνούσαν το ποτάμι φιλώντας τους στο μέτωπο.

Ύστερα κάτι τους έλεγε ψιθυριστά

Κι αυτοί, ο ένας συλλογισμένος, άλλος

Χαμογελώντας, άλλοι σκύβοντας το κεφάλι

Άφηναν κάτω το τουφέκι τους και τον ακολουθούσαν.»

 

Ο χρόνος του κανενός θεωρώ πως είναι ο χρόνος όλων. Η ποιητική αυτή συλλογή, που αποτελεί ένα ποίημα – έπος συντιθέμενο από ενότητες – μάχες, μιλάει για έναν πόλεμο που έχει χαθεί, επειδή δόθηκε για να δοθεί, δίχως νόημα και με το ίδιο πάντα αναμενόμενο γνωστό αποτέλεσμα: νικητές και νικημένοι όλοι ριγμένοι στην ίδια καταβόθρα, οι χθεσινοί πολεμιστές, οι σημερινοί, οι μαχητές του αύριο… Και πίσω οι γυναίκες τους («σαν σωρός από μαύρα λιθάρια») να κλαίνε, δίχως νόημα όμως πια αφού ο χρόνος έχει πια χαθεί μαζί και τα όσα τραγικά διαδραματίστηκαν στο πέρασμά του. Το έργο αυτό μοιάζει να αναφέρεται στην επόμενη ή και στην προηγούμενη μιας μεγάλης καταστροφής, τόσο συμπτωματικά, μαζί και τόσο λογικά, σαν ένας υπερκόσμιος φυσικός κανόνας, όταν όπως ο χρόνος καμπυλώνεται και τα περικλείει όλα σε μία μόνο στιγμή («Στον ακίνητο χρόνο ό, τι θα έλθει έχει χαθεί στο παρελθόν»).

 

Αρχή και τέλος, αίτιο και αιτιατό, θα τολμούσα να πω ότι, είναι για τον ποιητή ένα και το αυτό. Το μηδέν και το άπαν, που οφείλει η ανθρωπότητα να κατανοήσει, προκειμένου να μη φθείρεται αναίτια και άδοξα. Και προειδοποιεί: «Υπόσχομαι την Κόλαση στους νέους που διψούσαν / Για ελευθερία και ισότητα. Έτσι γινόταν πάντοτε. / Η σκόνη που άνθιζε σε κάποια εσοχή δεν είχε μνήμη.» Ο Γιώργος Καραχάλιος δεν παίζει χρησιμοποιώντας την ποίηση, για να προσφέρει μια χαριτωμένη και ευανάγνωστη εκδοχή ενός κόσμου από τη σφαίρα του φανταστικού. Θέτει συνέχεια ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την πραγματική ανθρώπινη μοίρα, την τραγικά επαναληπτική και αναπόδραστη.

 

«Ύστερα, αφού μετρήσεις του νεκρούς

Πες μας ακόμα. Από τον πόλεμο εκείνο

Ποιος γύρισε; Ποιος νίκησε;

Ούτις…» (Ουδείς)

 

Χαίρομαι με αυτήν την Ποίηση και συγκινούμαι διότι μεταφέρει εικόνες και νοήματα υψηλής πνοής, που δεν ψιμυθιώνεται, ούτε επιδεικνύεται στιλβωμένη. Είναι η Ποίηση η πηγαία, που σημειολογεί και σημασιολογεί, εκφράζει ολοκάθαρα και αβίαστα τα όσα αισθάνεται και εμπνέεται και εννοεί ο δημιουργός της. Και που έχει έναν ξεχωριστό, δικό της, μη φθαρτό χρόνο. Η Ποίηση που μένει.

 

Γιώργος Καραχάλιος είναι ποιητής και καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top