Fractal

“Χρεοκοπία ιδεών” – Επτά ποιήματα

του Γιώργου Γκανέλη από την ποιητική συλλογή «ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΙΔΕΩΝ» // *

 

poetry2

 

ΟΙ ΕΝΟΧΕΣ

Τώρα που νυχτώνει νωρίς
οι ενοχές κυκλοφορούν ελεύθερες από τις πέντε.
Στα πάρκα η μελαγχολία αγγίζει τον ουρανό
νοτισμένο χώμα κυριεύει την όσφρηση
φωνές παιδιών ξεψυχάνε στην απέναντι γειτονιά.
Ο κόσμος ένα ραγισμένο γυαλί
που σπάει μόλις το κοιτάξεις
έρωτες αβασάνιστοι, έρωτες σφραγισμένοι.
Χέρια απλώνονται μέσα στην ερημιά της πόλης
ν’ αγκαλιάσουν το λαβωμένο παρόν
χείλη ματωμένα συλλαβίζουν τη σιωπή.

Μια χώρα μέσα στην αβελτηρία
δεν έχει καταλάβει τον προορισμό της
κουνάει το μαντήλι του αποχαιρετισμού
στ’ αεροδρόμια και στα λιμάνια
ξεπροβοδίζει τα παιδιά της στα βαγόνια της ξενιτιάς
μασάει αιώνες το παραμύθι της εξέλιξης
κι ύστερα αυτοκτονεί σ’ ένα άθλιο υπόγειο
χαράματα με παγωνιά, αφήνοντας τη λάμπα ανοιχτή.
Απ’ έξω ακούγεται το αλύχτισμα των σκυλιών
κι η μηχανή του πρώτου λεωφορείου.

Τώρα που ξημερώνει αργά
οι ενοχές κυκλοφορούν σκοτωμένες από τις πέντε.

 

ΕΝ ΥΠΝΩΣΕΙ

Κανείς στο δρόμο, κανένα επεισόδιο˙
οι φωτιές που έκαιγαν για μέρες έσβησαν
οι σειρήνες σώπασαν
το φεγγάρι ξαναβγήκε ακμαίο.
Όμως λείπουν οι άνθρωποι
οι σκιές τους λείπουν, οι ανάσες τους…

Εποχές παγετώνων εγκαταστάθηκαν
στις πόλεις και στις ψυχές
ανεκπλήρωτα όνειρα περιφέρονται στις λεωφόρους
αδέσποτα ζώα ψάχνουν τα ίχνη μας.

Κι εμείς, που κάποτε λεγόμασταν άνθρωποι
σε σκοτεινές σπηλιές κατοικούμε, στα έγκατα της γης
ζώντας εν υπνώσει τις τελευταίες στιγμές μας.

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ

Έντρομοι κοιτάζουμε τον αιώνα
με γάζες κι επιδέσμους
να μεταφέρεται στο ασθενοφόρο
απ’ το πεδίο των μαχών.
Αεροπλάνα πετάνε ψηλά
ριπές πολυβόλων ακούγονται
καπνοί και κρότοι.

Έντρομοι κοιτάζουμε τον αιώνα
ν’ ακροβατεί σε σκοινί ισορροπίας
στρατιώτες ν’ ανεμίζουν τα σπαθιά τους
σκισμένες σημαίες στα μπαλκόνια
γερόντισσες στην πλατεία του χωριού
φορώντας φίμωτρα.

Κι εσύ, ουδέτερος παρατηρητής
να δικάζεις τους υπαίτιους
αθωώνοντας τον εαυτό σου.

 

ΧΕΙΜΩΝΕΣ

Στον Μάνο Ελευθερίου

Χειμώνες με σύνεργα πολέμου ξεπρόβαλαν
έξω απ’ το παράθυρο
δυνάστες των ονείρων με λευκούς μανδύες
κι ακατέργαστη όψη.
Αέρας ξερός άλωσε τη μέρα
ανάπηρα πατήματα στου δρόμου το πλακόστρωτο.

Ο ουρανός κι αυτός θύμα της απάτης
μ’ ένα φεγγάρι ανομολόγητα μικρό και σκονισμένο.
Οι άνθρωποι μετρούν τις τελευταίες τους δυνάμεις
πριν τη συνθηκολόγηση.

Χειμώνες μ’ οροσειρές πάνω τους και ναυάγια
ακούμπησαν το σώμα τους σε μιαν ασπρόμαυρη οθόνη
που ρίχνει χιόνι από τις έξι.
Κάποια φώτα ακόμα επιμένουν
να σε οδηγούν σε ψευδαισθήσεις.
Φωνές και πυροβολισμοί ακούστηκαν πιο πέρα
ίσως από μιαν άλλη οθόνη.
Στο τέλος ο καθένας μάζεψε τα κομμάτια του
και τα απόθεσε στις καντίνες των εθνικών οδών
κάτω απ’ το φεγγάρι του Γενάρη
λάφυρα μιας ρημαγμένης ζωής.

Χειμώνες με βαρύ παλτό εισέβαλαν
να σκεπάσουν τη λάσπη.

 

ΔΙΛΗΜΜΑ

Να φύγω, δε θα το ‘λεγα
να μείνω – αλλά πού;
Οι απουσίες τεντώνουν τα νεύρα
φλέβες ρουφάνε τον ύπνο
κι η ανάμνηση ένα τασάκι στάχτη.
Η επανάσταση σε απεργία διαρκείας
ψέματα πολλά, χρώματα λίγα
χιλιόμετρα η εγκατάλειψη.

Σήμερα ξύπνησα νωρίς
φόρεσα ένα γυάλινο κεφάλι χωρίς σκέψεις
και πλύθηκα με νερό καθαρό.
Ύστερα έπιασα τον ήλιο απ’ το σβέρκο
παρήγγειλα ωραίες ανάσες
περπάτησα σε άσπρα χώματα.
Κατά το απόγευμα άρχισα να κρυώνω.
Τα μάτια μου δεν είχαν ορατότητα
τα αυτιά μου άκουγαν μόνο κλάματα
τα χέρια μου άγγιζαν την επανάληψη.
Με βρήκε το βράδυ στην πολυθρόνα
να σχεδιάζω την αυριανή μέρα:
να φύγω, μάλλον δύσκολο
να μείνω – στο ίδιο μέρος;

Η γη είναι ο τόπος σου κι εσύ ο ομφαλός της.

 

ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΙΔΕΩΝ
Τώρα πια το γρήγορο άλογο σταμάτησε να καλπάζει
ο ουρανός βούλιαξε στη σκουριά του
κι οι λέξεις γράφονται μόνο με αίμα.
Δεν υπάρχει δρόμος, μόνο χαλίκια
κι αγκάθια σπαρμένα παντού
ανέστια χρόνια μέσα στην ομίχλη.
Οι φόβοι κατηφόρισαν προς την προκυμαία
για ν’ αποχαιρετήσουν τη γαλήνια θάλασσα˙
μετά το τελευταίο πλοίο χίμηξε στα κύματα
ορφάνεψε το χαμόγελο, μάτωσε η αυγή.
Ποιος μαγάρισε τη ζωή μας
πού είναι οι ανθοφόρες νεραντζιές, τ’ ατέλειωτα ταξίδια;
Χρεοκοπία ψυχών και ιδεών
χρεοκοπία ανεξέλεγκτη ή συντεταγμένη
οι ελπίδες στην αγχόνη
και τα παιδιά κοιτάνε το αύριο και δειλιάζουν.

Τώρα πια, κάτω απ’ τη θαλπωρή των στίχων
κρύβεται μόνο ο θάνατος.

 

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Στον Μάριο Χάκκα

Η εξουσία σε συνθλίβει, σου στερεί τα όνειρα
δεν έχεις πια βούληση επιλογής, δεν έχεις τίποτα
είσαι μια κενή σελίδα στο καλάθι αχρήστων
που θα φορτωθεί σε κάποιο απορριμματοφόρο.
Η φωνή σου μια παροπλισμένη κραυγή
σ’ έναν πόλεμο με χαμένες μάχες.

Κι όμως αντιστέκεσαι ακόμα
διεκδικώντας τη φετινή άνοιξη
που πρόβαλε μέσα απ’ το δάσος της Καισαριανής
ρίχνοντας πάνω στα ερείπια λίγο φως.

 

 

* O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» το 2012, «Ο σκοπευτής της μνήμης» το 2013 και «Χρεοκοπία ιδεών» το 2014, όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top