Fractal

Επτά ποιήματα

Του Γιώργου Γκανέλη // *

 

 

f3

 

[από την ποιητική συλλογή «ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ»]

 

 

ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ

 

Μεγάλα λόγια σαν σπάσιμο γυαλιού ξεθύμαναν στις πλατείες

Κατάφωρη παραβίαση των κανόνων δόμησης του ήλιου

Πλεκτάνη η αγάπη σου με θραύσματα χιονιού

Ανέκοψε τη σταθερή πορεία μου προς τον ουρανό.

Η νύχτα πια έχει το σχήμα του χταποδιού

Που εκτοξεύει μελάνι και βιτριόλι στα μάτια.

 

Ακούμπησα σε μια σκιά, παρά πόδα κρατώντας τη θλίψη

Αγκάλιασα το θάνατο καθώς επέστρεφε απ’ τη συναγωγή

Το όπλο εκπυρσοκρότησε και μοναξιές γέμισε το δωμάτιο

Δεν ήταν όλες δικές μου – κι η άνοιξη είχε συμμετοχή.

 

Αράδιασα στο τραπέζι απαρχαιωμένες μνήμες

Έκανα τόπο να περάσει το άρμα της τύψης

Υποχρέωσα το παρελθόν να οριοθετήσει το άπειρο

Που κρύβεσαι τους χειμωνιάτικους μήνες.

 

Έξω απ’ το παράθυρο το μέλλον έπαιζε φυσαρμόνικα

Μετρώντας από τώρα τους δικούς του νεκρούς.

 

 

ΘΝΗΤΟΣ

 

Κι αν ακόμη μιλώ σε τυφλούς

Δεν ακούω πια τα χρώματα

Αγγίζω τη σκληρότητα του ανέμου

Γεύομαι μπαγιάτικες μυρωδιές

Κι αναπνέω μόνο πικρές σκέψεις.

 

Παρά ταύτα

Έχω δικαίωμα να πεθάνω ελεύθερος

Μη μου στερήσετε αυτή την τιμή

Θέλω ν’ αφήσω διαθήκη ένα χαμόγελο

Κι ένα σκύλο ν’ ακολουθεί την κηδεία μου

Μια κρύα μέρα με πολλά σύννεφα.

 

Αν θεωρήσετε ότι δε σας έβλαψα

Δώστε μου μια δεύτερη ζωή

Εγώ πάντα ο ίδιος θα είμαι

Την οροφή του κόσμου

Θα συντρίβω μεσάνυχτα

Και μετά θα πηγαίνω για ύπνο

Κάνοντας τον ανήξερο

Και ρίχνοντας το φταίξιμο

Στα τραύματα της παιδικής ηλικίας.

 

Άλλωστε

Πολλές γυναίκες με ακολούθησαν

Λίγες με αγάπησαν

Και μόνο μία

Πρόφερε σωστά τ’ όνομά μου.

 

Καλές οι κραιπάλες

Καλύτερες οι μοναξιές

Μα τίποτα δε θα με σώσει

Απ’ τα δόντια του χρόνου.

Μαζί θα κοιμόμαστε

Μαζί θα ξενυχτάμε

Αλλά στο τέλος

Αυτός θα κλείσει πρώτος το φως.

 

Πρέπει να φύγω τώρα

Να προλάβω να σώσω τη θάλασσα απ’ τη φωτιά

Γιατί δε θα υπάρχει πια καιρός να μετανοήσω

Αφού στις δώδεκα θα ξαναγίνω θνητός.

 

 

ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

 

Λίγοι άνθρωποι με πίστεψαν:

Ο μεθυσμένος παλαιοπώλης

Ο σταθμάρχης των τρένων

Και μια ξυπόλητη γυναίκα.

Ο πρώτος γιατί του αγόρασα

Όλες τις διεγερμένες μνήμες

Ο δεύτερος επειδή με είδε

Να ξαπλώνω πάνω στις ράγες

Και η γυναίκα διότι λέει

Κατασκευάζω θλιβερές εικόνες

Πάνω στη γυμνή άσφαλτο.

 

Εγώ όμως δεν τους πιστεύω

Το μόνο που ακόμα καταφέρνω

Είναι να ξυπνώ τα μεσάνυχτα

Και να καρφώνω στο χαρτί

Τα δυο μου χέρια.

 

 

ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΡΟΛΟΙ

 

Ο άσχημος γελωτοποιός

Περίμενε τη βροχή

Για ν’ αρχίσει να κλαίει.

Μετά έβγαλε τα παπούτσια του

Καβάλησε ένα μηχανάκι

Και με ταχύτητα ανέβαινε στον ουρανό.

 

Στο μεταξύ, έξω απ’ το θέατρο

Ένας φωτογράφος αποθανάτιζε τη σκηνή

Οι λασπωμένοι δρόμοι ζητούσαν αυτόγραφο

Το βρέφος που γεννήθηκε σήμερα

Έμαθε να παίζει πιάνο.

 

Δεν είναι δικό μου το παιδί

Δεν ήμουν ποτέ παιδί

Αφήστε για λίγο τους ηθοποιούς

Να εκφραστούν ελεύθερα

Γιατί αν σταματήσει να βρέχει

Τους ρόλους τους

Θα τους υποδυθείτε εσείς.

 

 

 

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

 

Ο καλός στρατιώτης

Πάντα έτρωγε χωρίς πιρούνι

Τους καλούς τρόπους ευγενείας

Τους είχε μόνο για τον πόλεμο.

 

Ο καλός στρατιώτης

Τις εντολές εκτελούσε σιωπηλός

Αλλά τις νύχτες στη σκοπιά του

Έπιανε κουβέντα με το φεγγάρι.

 

Ο καλός στρατιώτης

Πάντα πυροβολούσε τις λέξεις

Όταν όμως έπεφτε σιωπητήριο

Ξέθαβε νεκρά ποιήματα.

 

Ο καλός στρατιώτης

Μάθαινε το ρυθμό του βηματισμού

Μα σαν έμπαινε η άνοιξη

Παραπατούσε από έρωτα.

 

Ο καλός στρατιώτης

Σκότωνε κάθε μέρα το χρόνο

Και τη στιγμή που απολύθηκε

Νόμιζε πως είχε πεθάνει.

 

 

 

ΑΛΛΑΓΗ ΡΟΛΩΝ

 

Την Ποίηση τη βρήκαμε, δε μας βρήκε.

Γι’ αυτό με ευλάβεια την υπηρετούμε

Φροντίζοντάς την σαν μικρό παιδί:

Την κρατάμε απ’ το χέρι να μην πέσει

Μιλάμε χαμηλόφωνα στα φωνήεντα

Για να μην πνιγούν στο πηγάδι με τις κραυγές

Τα σύμφωνα τα στολίζουμε με ωραία ρούχα.

Όταν αρρωσταίνουμε εκείνη μας αγκαλιάζει

Όταν πενθούμε γίνεται ήλιος.

 

Τα πρωινά κοιτάζεται στον καθρέφτη αχτένιστη

Βάφει τα χείλη της με χρώματα της αυγής

Μετά ανεβαίνει στο σύννεφο και δραπετεύει.

Ο δάσκαλος τη μαλώνει που είναι αδιάβαστη

Στα διαλείμματα παίζει με τις σκιές

Τα μεσημέρια ποτέ δεν πεινάει

Περιμένει τ’ απογεύματα να χορτάσει δειλινό

Και τα βράδια, κλεισμένη στο δωμάτιο

Φτιάχνει ομπρέλες για το χειμώνα.

 

Κι όταν πια γεράσουμε

Στα γόνατά της θα μας παρηγορεί

Συνοδοιπόρος στις δύσκολες ώρες

Χαϊδεύοντας με λέξεις τους φόβους μας.

Και τη μέρα του αποχωρισμού

Ίσως να είναι η μόνη που θα κλάψει…

 

 

 

ΔΙΠΡΟΣΩΠΙΑ

 

Αυτός ο άνθρωπος είχε δύο κεφάλια

Το ένα μέσα στην κατάψυξη

Για να επιβιώνει τους χειμώνες

Και το άλλο βαθιά στο χώμα

Για να φυτρώνει την άνοιξη.

 

Αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να πετάει

Γινόταν χαρταετός και μπλεκόταν στα καλώδια

Έβαζε τρικλοποδιές στα σύννεφα

Έβγαζε απ’ την πορεία τους τ’ αεροπλάνα

Αλλά όταν έπεφτε στη γη

Τον ποδοπατούσε ένα μυρμήγκι.

 

Αυτός ο άνθρωπος τρεφόταν με μνήμες

Όνομα δεν είχε, ούτε και μάτια

Κι όμως διάβαζε βιβλία εξ αποστάσεως

Μετά κατέβαινε στο λιμάνι

Κι έκλαιγε για όσα είχε δει.

 

Αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν κοιμόταν

Υπνοβατούσε σ’ αναμμένα κάρβουνα

Έδενε την αγρύπνια του σ’ ένα δέντρο

Κι ύστερα όργωνε τα χωράφια της νύχτας

Μα συχνά παραμιλούσε στον ύπνο του

Κι έλεγε ιστορίες που δεν είχε ζήσει.

 

Αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει

Κι όμως τον βλέπω έξω απ’ την πόρτα μου

Να με παρακαλεί να τον συγχωρήσω

Δεν ξέρω αλήθεια σε τι έφταιξε

Όμως γιατί απευθύνεται σε μένα;

 

 

* O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» το 2012, «Ο σκοπευτής της μνήμης» το 2013 και «Χρεοκοπία ιδεών» το 2014, όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top