Fractal

Διαβολόρεμα

του Κωστή Γκιμοσούλη // *

 

fractal_Ανέβηκα ξανά μέχρι την Ανατολή. Αυτή τη φορά από τον χωματόδρομο. Πέρασα, περίπου στα μέσα της διαδρομής, από το Διαβολόρεμα. Κάθε φορά μου έρχεται μια ανατριχίλα όταν γλιστράω την κατηφόρα με τις μεγάλες πέτρες, διασχίζω το νερό και σκαρφαλώνω την ανηφόρα. Μπορεί να φταίει το όνομα, μπορεί το σκοτεινό, υγρό τοπίο. Τα γκρίζα πλατάνια σκύβουν επάνω σου να σ’ αρπάξουν κι οι τεράστιες πέτρες μοιάζουν με χλωμά θηρία. Τα ουρλιαχτά τους ακούγονται πιο καθαρά μέσα στην απόλυτη σιωπή.

Μου έχουν πει οι ντόπιοι πως στο σημείο εκείνο έχουν παρασυρθεί τα παλιά χρόνια κάποιες ψυχές, ανθρώπων και ζώων, όταν το ρέμα ήταν φουσκωμένο.

Σε μια αριστερή στροφή αντίκρισα από μακριά τα καμένα του περσινού καλοκαιριού. Όσο κι αν συνηθίζω τη θέα των συνεχών πυρκαγιών, όπως όλα άλλωστε, η κολασμένη τους εικόνα μου δημιουργεί ένα άδειασμα που δεν εκφράζεται με λόγια. Γίνομαι φαλακρός μέσα μου. Σκέφτομαι πως όλοι θα βράσουμε σαν σφιχτά αβγά το ερχόμενο καλοκαίρι κυκλωμένοι από καυτά ντουβάρια. Δεν είναι μόνο ότι αγαπώ το δάσος. Όλο και πιο πολύ τελευταία το αισθάνομαι κομμάτι μου. Αν χαθεί αυτό, είμαι χαμένος κι εγώ. Μένω ανάπηρος. Όπου κάνει αισθητή την παρουσία του ο άνθρωπος, εμφανίζονται σκουπίδια και τα δέντρα χάνονται. Μοιάζει με ιό. Με ψώρα. Όπου στοιβάζεται το ανθρώπινο είδος, η υπόλοιπη φύση αδειάζει. Αλλά τι τα θες; Τα ίδια και τα ίδια, τα έχω βαρεθεί.

Είδα, όσο μ’ άφηνε η οδήγηση να δω, τα μωβ δέντρα στην πλαγιά. Τα κλαδιά τους, δίχως φύλλα, έμοιαζαν με τριχοφόρα αγγεία εξωγήινων εγκεφάλων. Στο μεταξύ κόντευα γίνω ομελέτα από το ντάπα ντούπα πάνω στα ανώμαλα σαμάρια. Μετά βίας κρατούσα την ισορροπία μου μέσα στις λάσπες. Οι χοντρές ροδιές κάποιου τρακτέρ είχαν χαράξει βαθιά το υγρό ακόμα έδαφος και κόντευαν να με βγάλουν έξω απ’ την τροχιά μου. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου βρισκόταν πάντα η μεγάλη κατηφορική στροφή με το παχύ στρώμα μουσκεμένης πούδρας. Όταν την πέρασα κι αυτή, χαλάρωσα. Ήταν τέλη Φεβρουαρίου, φυσούσε δυνατά, πότε σύννεφα πότε ένας κίτρινος ήλιος. Η θερμοκρασία σχετικά ψηλή, γύρω στους δέκα βαθμούς την υπολόγιζα. Δεν έχει νόημα να κατηγορείς τις κοφτερές κοτρόνες του δρόμου, ούτε τα τόσα του νεροφαγώματα, ούτε τους βράχους που έχουν πέσει πάνω του απ’ το βουνό, ούτε τους χωρικούς που ποτίζουν τα χωράφια τους και φτιάχνουν λίμνες και λάσπες στο διάβα σου. Όλα είναι ζήτημα ψυχολογίας, είπα μέσα μου και ξεφύσησα αργά τον κρατημένο αέρα. Οι συνθήκες είναι αυτές που αντιμετωπίζεις και είναι άσχετες με σένα. Πρέπει να μάθεις να οδηγείς στο χώμα κάτω απ’ όλες τις συνθήκες. Η μοτοσικλέτα σου μπορεί. Το ζήτημα είναι αν μπορείς κι εσύ να μπεις σ’ αυτό το παραμύθι.

 

gimosoulis* Ο Κωστής Γκιμοσούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Μαγική πόλη, αλλά θέλει συνέχεια ν’ απομακρύνεται απ’ αυτήν. Κι όταν ξαναγυρνάει, να τη βλέπει αλλιώς. Γράφει διηγήματα, όπως “Η κραυγή της πεταλούδας” (2007). Καμιά φορά αυτά τα διηγήματα μεγαλώνουν και γίνονται νουβέλες ή μυθιστόρημα, όπως τα “Μια νύχτα με την Κόκκινη” (1995), “Ανατολή” (1998), “Χέρι στη φωτιά” (1999), “Βρέχει φως” (2002), “Το θηρίο είναι παντού” (2003), “Εξομολόγηση σ’ έναν κολομβιανό σκύλο” (2006), “Το φάντασμά της” (2009) και “Το αηδόνι στο πόδι της” (2012). Γράφει και ποιήματα (Ο ξυλοκόπος πυρετός, Αγία μελάνη, Το στόμα κλέφτης, Επικίνδυνα παιδιά), με τελευταία τη συλλογή Αγάπη από ζήλια) (2004). Το 2001 εκδόθηκε ο “Μαύρος χρυσός”, ένα βιβλίο με ποιήματα, διηγήματα και ζωγραφιές με νερομπογιές, ενώ το 2011 κυκλοφόρησε το βιβλίο “Για να μάθεις να πετάς”, με ιστορίες – παραμύθια για μικρούς και μεγάλους κα με εννέα ζωγραφιές του Γιάννη Ψυχοπαίδη εμπνευσμένες ειδικά για την έκδοση. Το 2013 εκδόθηκε το “Δυο μήνες στην αποθήκη”, μια προσωπική μαρτυρία από την παραμονή του συγγραφέα σε νοσοκομείο. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Για την ποιητική συλλογή “Ο ξυλοκόπος πυρετός” πήρε το βραβείο Μαρίας Ράλλη για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top