Fractal

Διήγημα: “Τζίλντα”

Της Νατάσας Μουτσανά //

 

 

Τα χάλια σου είχες, Τζίλντα. Τόσα μωρά να μπουσουλάνε τριγύρω και να’ χεις να γεννήσεις κι άλλα τόσα από πάνω. Ό ,τι χειρότερο μπορούσε να σου συμβεί δηλαδή. Έφταιγες όμως. Δεν είχες σύστημα, μια κάποια μέθοδο, μια λογική, πολύ συγκρατημένα θα σε χαρακτήριζα αφερέγγυα κι άμυαλη. Διέσχιζες ελεεινή, συφοριασμένη κι ελαφριά σαν πούπουλο τον παγωμένο χωματόδρομο σαν έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι. Είχες όμως ψυχή, ψυχή. Σαν να κρεμόταν μέσα σου ένας φωτεινός αχνιστός γλόμπος, που δεν σ’ άφηνε παρά τις τόσες κακουχίες, να πέσεις σε αχρηστία. Ως άγαμη μητέρα έπρεπε να ζυγίζεις υπερβολικά κάθε σου απόφαση, να λαγοκοιμάσαι τις νύχτες, να προειδοποιείς μέρα νύχτα αυτά τα άδολα πλάσματα για την κακία του κόσμου, να προβλέπεις τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν σ’ αυτή τη δυσπρόσιτη περιοχή αλλά και την κατεύθυνση που θα μπορούσες να πάρεις βγάζοντας ένα αξιοπρεπές μεροκάματο. Η αποθήκη που σου είχε παραχωρήσει αυτή η αλλοπρόσαλλη οικογένεια μεταναστών δεν θα μπορούσε να είναι πιο ελεεινή, αλλά ακόμη κι αυτή δεν ήταν σίγουρη. Αν για παράδειγμα κάποιος αποφάσιζε να αφήσει εκεί τα γεωργικά του μηχανήματα, δηλαδή τη φρέζα ή την σβάρνα ή τον σπορέα ή το τρακτέρ ή και όλα μαζί, αναμφίβολα, θα έπρεπε να μετακομίσετε στο τσίγκινο παράπηγμα που λειτουργούσε ως ένα είδος συμπληρωματικής αποθήκης και που δεν προστατευόταν στο ελάχιστο απ’ το χιονιά και τη βροχή. Οι τρόποι τους ήταν περίεργοι, ωστόσο, όχι πολύ διαφορετικοί απ’ αυτούς που θα περίμενες. Βέβαια, υπήρξε με τον καιρό μια ένδειξη οικειότητας, μια μαλακιά κλωτσιά στα πισινά ας πούμε, χωρίς κακή πρόθεση όμως και υπεροψία, τουλάχιστον όχι εμφανή, που θα μπορούσες να την πεις και ξεκίνημα μιας φιλικής σχέσης, αν δεν μεσολαβούσαν αυτές οι περίοδοι παγερής αδιαφορίας ως και τυφλότητας ακόμη. Με δυο λόγια σε κρατούσαν στο χέρι, αν και δεν ήταν κάτι παραπάνω από μεθύστακες και κακόμοιροι, όπως παρατηρούσες συχνά. Έλεος, Τζίλντα.

Φορούσαν πάντα λιγδιασμένα ρούχα κι έβριζαν σε μια άγνωστη, βαλκανική γλώσσα, φτύνοντας ο ένας τον άλλο την ώρα του φαγητού, σπαταλώντας σ’ αυτό τα λιγοστά τους χρήματα. Σας έδιναν όμως τα αποφάγια τους. Λες και διάβαζαν τις σκέψεις σου, Τζίλντα, σας πέταγαν τα αποφάγια σαν να σας χτυπούσαν με μαστίγιο. Έτσι, όταν γύριζες ταλαιπωρημένη τα βράδια κι έβλεπες το παράπηγμα να τραντάζεται απ’ τη μουσική κι απ’ τα ακατάπαυστα χοροπηδητά τους, σ’ έπνιγε τότε ένας άκαμπτος, βουβός θυμός στο στομάχι και σου ερχόταν, σου ερχόταν να σπάσεις την πόρτα και να τους διώξεις, να τους ξαποστείλεις πέρα μακριά κι αυτούς και τη μουσική τους και τα αποφάγια τους. Ωστόσο περνούσες χωρίς τον παραμικρό θόρυβο από μπροστά τους, Τζίλντα, κι έμπαινες στο παράπηγμα με το θρυμματισμένο απόμακρο βλέμμα σου και στερέωνες κάπως τον στραπατσαρισμένο σου σκούφο. Τα μωρά σου πέφτανε πάνω σου σαν κύμα, σε γρατζούναγαν και σου δάγκωναν τις θηλές μέχρι να ματώσουν. Τα μεγαλύτερα κι εσύ μένατε πάντα νηστικοί. Αλλά οι νύχτες για σας ήταν σύντομες, Τζίλντα. Ανά πάσα στιγμή μπορούσατε να βγείτε στη λασπωμένη αυλή και να κάνετε επιδρομή στους δυο κάδους σκουπιδιών.

Συχνά συνειδητοποιούσατε πως υπήρχαν πολλές πιθανότητες να επιστρέψετε νηστικοί, πως τους κάδους ναι μεν θα τους ρίχνατε εύκολα κάτω, μα το μόνο που θα βρίσκατε στον πάτο τους ίσως να ήταν η αντήχηση του τικ τακ της καρδιάς σας, ώσπου, ώσπου να βγει κάποιος αλλοπρόσαλλος να πετάξει τα αποφάγια, πως, όσο και να κρεμιόσαστε απ’ τη σήτα με τα νεύρα κρόσσια, Τζίλντα, το πολύ να τους βλέπατε για πολλοστή φορά να πηγαινοέρχονται με τις λιωμένες πιτζάμες στην κουζίνα, να σας κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα και να σβήνουν το φως. Σερνόσαστε στην κυριολεξία τότε ανάμεσα στα φυλλώματα των θάμνων κι η νύχτα πέταγε μακριά σαν πουλί. Μα πριν πετάξει μπορούσατε, ναι μπορούσατε άμα θέλετε, Τζίλντα, να σμίξετε με ένα περαστικό ταίρι που πρόβαλε ξαφνικά πίσω απ’ το ντεπόζιτο νερού, να σμίξετε τις πείνες σας, να γίνετε μαλλιά κουβάρια στο χώμα, να λιώσετε, να φρίξετε απ’ την ηδονή, Τζίλντα, να ζητωκραυγάσετε «Νιαρ, νιαρ. Νιαααααααααααααααρ, νιαρ». Να αφήσετε έπειτα τα ίχνη σας ζεστά ζεστά πάνω στο χώμα και να αποχωριστείτε χωρίς να κουνήσετε μαντίλι, χέρι, ρε, ούτε βλέφαρο. Χωρίς καν έναν στεναγμό. Να τιθασεύσετε έπειτα το βήμα σας προς τα πίσω, προς τα κει που σας υποχρέωναν να πάτε τα μωρά. Κι αυτό να σας στεναχωρεί λίγο, όσο πατάει η γάτα, Τζίλντα, γιατί το ξέρατε, πως σε πολύ λίγο από τώρα θα έφευγαν, τα βλέπατε ήδη να απομακρύνονται, να τραβάνε κατά το Σουφλί ή όπου αλλού επιθυμούσαν χτυπώντας με προσμονή τις ουρές και πατούσες τους.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top