Fractal

Η ενύπνια αρχιτεκτονική της μεταφυσικής

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση της ποιητικής συλλογής της Ελένης Γκίκα «ΕΝ ΥΠΝΩ», εκδόσεις ΑΩ, 2016

 

 

Μπαίνεις στο Fractal να  ταξιδέψεις, να κοινωνήσεις λόγο, να πάρεις μια ανάσα, να αντλήσεις λίγο νερό που είσαι διψασμένος, να πάρεις μια αδραξιά δύναμης, όση αντέχει η χούφτα σου, ίσα να καταφέρεις να πορευτείς, να βγάλεις τη μέρα. Πέφτεις επάνω σε μια εικόνα και κολλάς, όπως σε ένα μουσείο ή σε μια πινακοθήκη, που ακολουθείς τη ροή και ξαφνικά κοκαλώνεις αντικρίζοντας κάτι που για εσένα σημαίνει πολλά, κατανοητά ή μη. Χωρίς να το καταλαβαίνεις. Οι άλλοι σε σπρώχνουν. Εσύ εκεί. Προσηλώνεσαι. Αφήνεσαι. Επικοινωνείς. Διεργασίες γίνονται μέσα σου. Η Τέχνη δουλεύει.

Έρχεται λοιπόν η γαλήνη του λαδί χρώματος να σε χαλαρώσει, η ηρεμία να σε κατευνάσει, ο συνειρμός της γκέισας να σου πάρει την ένταση με ένα μασάζ, η θηλυκότητα του κότσου να φυσήξει νέα πνοή μέσα σου, η πιθανολογούμενη στάση του λωτού να σε κάνει ένα με τη γη, οι αποχρώσεις του πράσινου να σου μεταφέρουν μυρωδιές από χορτάρια, ελιές, λιβάδια, ξέφωτα… Ταξιδεύεις…

Συνειδητοποιείς πως είναι εξώφυλλο. Εκεί φαίνεται η αξία του εκδότη και η ποιότητα της επιμέλειας της έκδοσης. Κόβεις τη σκέψη να μην προχωρήσει παρακάτω. Μην ψάξει ποιος το έγραψε, τι βιβλίο είναι, κλπ. Γιατί; Διότι, μόλις μπει η νόηση στο παιχνίδι, παύεις να αισθάνεσαι, παύεις να βιώνεις. Δε ζεις. Νομίζεις πως ζεις. Ίσως «εν ύπνω» να είναι η πραγματική ζωή. Ποιος ξέρει;

Αφήνεσαι λοιπόν στην Ομορφιά και ο νους σου ταξιδεύει…

Το τηλέφωνο που ξέχασες να κλείσεις χτυπά και σε διακόπτει. Δυστυχώς απαντάς, δεν σου κάνει καρδιά. Δεν έμαθες να λες όχι…

Επανέρχεσαι. Τώρα ο νους έχει για λίγο το πάνω χέρι. Ώστε πρόκειται για ποιήματα. «Εν ύπνω». Παίρνεις μια απόφαση. Κάποτε να ασχοληθείς περαιτέρω. Λες; -Ναι. Άρα οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να το κάμεις (και γίνονται όροι για εσένα), είναι δυο: να αγοράσεις το βιβλίο αφενός και να μην διαβάσεις καμία άλλη κριτική αφετέρου, καμία άλλη προσέγγιση όπως σου αρέσει να λες την επικοινωνία και το διάλογο με το κείμενο (ποτέ δεν σου άρεσε η λέξη «κριτική», σου θύμιζε δικαστήρια, θύτες, θύματα, ιερά εξέταση – με μικρά και το «ι» και το «ε»). Προτιμάς «προσέγγιση», «άποψη», «ανάλυση», «θεώρηση» και πάντα με το «νομίζω» μπροστά (αυτούσιο ή να υπονοείται), όπως σε δίδαξε με σεμνότητα ο ποιητής Γιώργος Δουατζής.

Βλέπεις για τη συλλογή αυτή να «ανεβαίνουν» πολλές αναρτήσεις. Χαίρεσαι. Κάτι τρέχει λοιπόν, το ένστικτό σου ορθά δούλεψε, μα εσύ σταθερός. Δεν ενδίδεις. Δεν βλέπεις τίποτε, δεν ενημερώνεσαι για τις απόψεις που βλέπουν το φως, δεν υποκύπτεις στον πειρασμό, πριν νιώσεις την εμπειρία πρώτο χέρι. Μένεις εκστατικός στη θέα του εξωφύλλου. Σου αρκεί προς το παρόν.

 

Να ’μαι λοιπόν κάποια στιγμή με το βιβλίο στο χέρι. Πρώτη ανάγνωση. Γαλήνη. Δεύτερη. Συνειρμοί. Τρίτη ανάγνωση. Επαφή. Τέταρτη. Ξεκλείδωμα. Πέμπτη ανάγνωση. Λειτουργία. Και άλλα πολλά, τα οποία αφήνω προς το παρόν. Η αναφορά μου επιλέγω να είναι συνοπτική.

 

Τι τελικά περιέχει η ποίηση του βιβλίου αυτού; Μα, μια συμπύκνωση ζωής ή καλύτερα μια διαλεκτική ζωής με τη μορφή ποιητικού μονολόγου, που αποκαλύπτεται με κότσια, τα οποία καθένας θα ζήλευε. Ολάκερη ζωή, συμπυκνωμένη σε ποιήματα. Χωρίς φανφάρες. Χωρίς εντυπωσιασμούς. Χωρίς βαρύγδουπες λέξεις. Φέρνεις στο νου τον Τάσο Λειβαδίτη. Τα ποιήματα, σου μιλάνε έντιμα, απλά, αβίαστα, φυσικά, όπως μιλάει κάποιος καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα του ψυχολόγου, τελώντας μεταξύ ύπνωσης της λογικής από τη μια και απελευθέρωσης των ασύνειδων λειτουργιών και αισθήσεων από την άλλη. Ο ποιητικός λόγος, διαπραγματεύεται πολλά από τα μεγάλα θέματα της ζωής με ηπιότητα, με γλυκύτητα, με αλήθεια, σε περιβάλλον διαλογισμού. Σου θυμίζει εσπερινό Σαββάτου στην σχεδόν άδεια Εκκλησιά του χωριού…

 

Η τραγικότητα της ύπαρξης, δίδεται με Επιδαύρειο τρόπο:

 

Είμαι εγώ η Μεγάλη Τραγική

που έκλαιγα κάποτε με

αναφιλητά ακόμα κι όταν,

η Αντιγόνη του Σοφοκλή είχε τελειώσει.

 

Η σχέση της ποιήτριας με την γραφή αποκαλύπτεται αμφίδρομη, διαδραστική:

 

γδέρνει και γδέρνεται στο χαρτί

 

αλλά και:

 

Ο δικός της ορίζων

ένα δωμάτιο

κι ένα κομμάτι χαρτί

για να ξεγελιέται

γαλάζιο.

 

Το δωμάτιο, ως σημείο χωρικής και ποιητικής αναφοράς, αγαπημένο. Στην προηγούμενη της ποιητική συλλογή «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης», εκδόσεις Καλέντης,  Αθήνα 2014 (στο εξής [ΑΤΥ] συντομογραφικά για λόγους οικονομίας), το δωμάτιο κατέχει δεσπόζουσα θέση, πολλές φορές γαλάζιο, π.χ.:

  • ορίζων / δωμάτιο
  • ακόμα κι ο χρόνος γερνά / στο ίδιο δωμάτιο πάντα
  • μόνη / κι όμως σ’ ένα δωμάτιο /  στον έβδομο ουρανό
  • Σώμα – Δωμάτιο
  • σ’ ένα δωμάτιο ροζ-γκρι / που επιμένω να βλέπω γαλάζιο
  • η θάλασσα απέναντι / κι εσύ / στο δικό σου δωμάτιο / γύρευε πού
  • η απορία της για το γαλάζιο μου δωμάτιο
  • στο δωμάτιο του μπαμπά / κοιμάται και / κλαίει στον ύπνο της

 

Όσο για τη γραφή, έχει ήδη πει για τις «λέξεις», στο ποίημα «Λέξεις-ναυάγια» στην [ΑΤΥ]

 

Οι λέξεις μας πρόδωσαν,

ας διασωθούν τουλάχιστον τα χρώματα.

 

Γιατί αναφέρθηκα στην προηγούμενη ποιητική έκδοση της κ. Ελένης Γκίκα [ΑΤΥ]; Θέλω να τονίσω την συνέχεια και την συνέπεια στο ποιητικό της έργο, αλλά και να δείξω πως αν κάποιος ψάξει εξονυχιστικά μια ποιητική συλλογή -ή έστω πόνημα αν προτιμάτε, μπορεί να διαισθανθεί και εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει, τα κύρια θέματα ή ακόμα και τον τίτλο μιας από τις επόμενες (μελλοντικές) ποιητικές δημιουργίες του συγγραφέα. Αυτό, το πώς δηλαδή πορεύεται κατά κανόνα ένας ποιητής στον χρόνο, μου το είχε επισημάνει σε μια κουβέντα μας πρώτος ο ποιητής Γιώργος Γεωργούσης, ο οποίος δυστυχώς έφυγε από κοντά μας πριν από σαράντα περίπου ημέρες.

Για του λόγου το αληθές ας δούμε. Η ποιητική συλλογή που προσεγγίζεται σήμερα υπό τον τίτλο «ΕΝ ΥΠΝΩ», εκδόθηκε το 2016 και περιλαμβάνει τις ενότητες «Σοκολάτες» – 2006,  «Μάσκες» – 2010 και «Εν ύπνω» – 2014. Πρόκειται στην ουσία για μια τριλογία. Στην ποιητική συλλογή  [ΑΤΥ] που εκδόθηκε όπως προανέφερα το 2014, περιλαμβάνεται ένα ποίημα με τίτλο «Εν ύπνω» και η αναφορά στη φράση «εν ύπνω» εκεί γίνεται σε δυο διαφορετικούς στίχους. Υπάρχει συνέχεια λοιπόν στον ποιητικό λόγο και αδιάσπαστη ροή.

Σε συνδυασμό άλλωστε με την [ΑΤΥ] προέκυψε και ο τίτλος των σημερινών μου σκέψεων: Ενύπνια αρχιτεκτονική της μεταφυσικής: [Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης] + [εν ύπνω], ως ένας συνεχόμενος τίτλος, όπου η ύπαρξη αντιμετωπίζεται από την ποιήτρια και μεταφυσικά. Όπου ύπαρξη και μεταφυσική. Άρα πρόκειται για «ενύπνια αρχιτεκτονική της μεταφυσικής».

Ας επανέλθουμε όμως.

 

Το τρίπτυχο κρύπτη-λήθη-πόνος, είναι εν δυνάμει παρόν:

 

δεν αντέχεται ο πόνος

μόνο απ’ την κρύπτη

με λήθη προσωρινή.

 

Συσχέτιση εδώ με τους στίχους από την [ΑΤΥ]

 

ώσπου ο πόνος να γίνει

ανάμνηση, νοσταλγία

μνήμη.

  

Συλλογή από μάσκες αποθηκευμένες στο βεστιάριο του κάθε ανθρώπου, οι οποίες χρησιμοποιούνται-φοριούνται-μέχρι και ενσωματώνονται από τον χρήστη συχνότατα:

 

  • μονάχα η μάσκα / αρυτίδωτη / καθαρή
  • η γυναίκα με τις μάσκες
  • όποια μάσκα σε κρύβει
  • ποια είναι η μάσκα / και ποιο το πρόσωπο
  • τα εναπομείναντα / αδιάφορα / προσωπεία-πρόσωπα
  • μόνο τη μάσκα θυμάται
  • σε ένα δρόμο / με χίλια πρόσωπα- / ίδια–

 

Το αιώνιο και διαρκώς ανανεωνόμενο ερώτημα του «ποιος είμαι», ή αλλιώς «Quo Vadis?», δεν θα μπορούσε να λείπει:

 

  • σαν σκιές / επιστρέφουμε
  • τον εαυτό της πού θα τον βρει / όλο ρωτά
  • αφού δεν έμαθε ποτέ κολύμπι
  • ξέρεις χρόνια τώρα τη / βασανίζει η μοναξιά
  • κι όμως έπρεπε / από την πρώτη στιγμή / να δω και την αναχώρηση / και τη μοναξιά
  • «γεννηθήτω το θέλημά σου»
  • η μεσήλικη κόρη σου πια / με τα χίλια πρόσωπα
  • ματαίως ψάχνει το / πρόσωπο / εδώ και καιρό

 

Ελένη Γκίκα

 

Επιστροφές ως σκιές του εαυτού μας σε παλιές συνήθειες, πρόσωπα ή καταστάσεις, ηθελημένες ή μη, αγωνία, μοναξιά, αναχωρήσεις – εγκατάλειψη – θάνατος, υποταγή, πίστη, συνειδητοποίηση του χρόνου έστω και με «χρονική υστέρηση», «γνώθι σαυτόν», μάσκες, ο ρόλος του πατέρα και της μητέρας, οι σχέσεις με τους άλλους, ο χώρος που γίνεται η φωλιά μας, οι μικρές απολαύσεις της ζωής που μπορεί να είναι και μεγάλες, ο πόνος, η λήθη, η επιλεκτική μνήμη, τα όνειρα, οι διέξοδοι, ο διαλογισμός, είναι κάποια από τα ζητήματα που απασχολούν την παρούσα ποιητική.

 

Η ειλικρίνεια και η τόλμη, σε συνδυασμό με το να μη φοβάσαι να εκτεθείς ώστε να μην έχεις ανάγκη τα προσωπεία, τουλάχιστον όταν γράφεις, είναι προϋπόθεση για να είναι η ποίηση αυθεντική. Τότε δεν αγγίζει μόνο αλλά λειτουργεί σε βάθος.

 

Πού είναι η αγάπη μέσα σε όλα αυτά; Όταν οι άνθρωποι μας απογοητεύουν, τι καλύτερο από έναν σκύλο; Αφορμή για διατύπωση προβληματισμού σχετικά με τις παραμέτρους της ελευθερίας και της αγάπης, τις συμπτώσεις ή μη των «θέλω» ενός εκάστου, τη μορφή της σχέσης, του πόσο κάποιες φορές αισθανόμαστε πίεση και θέλουμε τον χώρο και τον χρόνο μας. Όλα αυτά, με ένα στίχο τεσσάρων λέξεων (ο τελευταίος του αποσπάσματος):

 

Για ένα της κόκκαλο

δαντέλα έγινε στη φούστα της

κι αυτή να επιμένει

«στενός κορσές» πως είναι.

Στενεύει η αγάπη άραγε;

 

Στην [ΑΤΥ] τονίζει τη σημασία της αγάπης δυναμικότερα, εν τη απουσία αυτής:

 

Βράδυ,

να ξαγρυπνήσουμε μαζί

άδειες ζωές

που δεν τις γέμισε η αγάπη.

 

 

Η ζωή, πού έχει τρυπώσει άραγε;

 

  • Σ’ εκείνα τα όνειρα μόνο / υπήρξε η αληθινή (σημειώνω εδώ τη σημασία του άρθρου «η»)
  • Τώρα η όντως ζωή / πότε αρχίζει…
  • Αλλού η ομπρέλα / κι αλλού αυτή.

 

Πειρασμός η αναφορά στην [ΑΤΥ] στο ίδιο θέμα. Τολμώ:

 

Κι αυτή υπνοβάτης

πέρασε μια ζωή

θα επιλέξει, ελπίζει

το πότε θα ξυπνήσει

 

αλλά και

 

μονάχα να κοιμηθείς θέλεις

για να γίνει όνειρο εκείνο που ζεις

λες κι όταν ξυπνήσεις το πρωί

θα είσαι άλλη.

 

 

Η αιώνια αγωνία των ποιητών για το χρόνο:

 

ο χρόνος

το κοριτσάκι

η γυναίκα μεσήλικη

πώς έτρεξα έτσι

εγώ;

 

Η σχέση με τη μητέρα:

 

  • ακόμα η μαμά με στηρίζει / Για όσο παραμένω «η κόρη της» δεν με φοβίζει τίποτα πια.
  • να μη σε χάσω / προτού προλάβω εκείνα τ’ / ανείπωτα «σ’ αγαπώ»; (ειδικά στους  στίχους αυτούς, το κλάμα ήρθε λυτρωτικό… Ναι, και οι άντρες έχουμε δικαίωμα στο κλάμα)
  • Εσύ με γέννησες έτσι / άπειρη.

 

Οι τελευταίοι δυο στίχοι είναι κατά τη γνώμη μου η πεμπτουσία του ποιήματος που φέρει τον τίτλο «Με χίλια πρόσωπα / η κόρη σου». Κλειδιά οι λέξεις: «γέννησες» και «άπειρη». Το άπειρη δισυπόστατο, α + πείρα = χωρίς πείρα, αλλά και α + πέρας = χωρίς τέλος, μη πεπερασμένος. Μια κορύφωση ποιητική.

Αν ήταν να διαλέξω έξι μόνο στίχους από το όλο βιβλίο ως αντιπροσωπευτικούς, θα διάλεγα τους παραπάνω και τους εξής τέσσερις από το ποίημα «Αφού δεν έμαθε ποτέ κολύμπι»:

Όπως δεν θα μετρήσει

Καθόλου

Το πόσο καλή θα τήνε

πουν απόψε.

 

Χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, προχωρώ. Η σχέση με τον πατέρα, ομολογείται:

 

ντάλα Ιούλιο έπρεπε να φύγει

ευλογημένα κι ο πατέρας

 

και αλλού:

 

έλαμπε φεύγοντας

«ο μπαμπάς σου πεθαίνει»,

τους άκουγε.

«Ο μπαμπάς μου γίνεται εκείνος που ήταν

επιτέλους».

 

Στην [ΑΤΥ] έχει πάλι αναφερθεί, με ιδιαίτερη τρυφερότητα στη μορφή του πατέρα:

 

Οι-Κυριακές-του-μπαμπά

θα το πω

και θα ’ναι η ζωή μας

από κυριακάτικο σε

κυριακάτικο ξύπνημα

 

όπως και στο συγκινητικό απόσπασμα από το ποίημα «Στην άκρη του χρόνου»:

 

«πάντα ο μπαμπάς μου θα είσαι;»

τον ρωτά

«ναι» της γνέφει

καθησυχαστικά

από την άλλη άκρη του χρόνου.

 

 

Ποια η σχέση με τον θάνατο;

 

  • είναι κι ο θάνατος / στο παιχνίδι της ζωής μας
  • ερασιτέχνης στο πένθος / άντε να βγάλεις τα μαύρα.

 

Μα καλά, πού οι χαρές; Υπάρχουν; Ναι, μεταμορφωμένες σε σοκολάτες και μάλιστα κατά προτίμηση άσπρες, όπως άλλωστε και η ζωή αλλά και η ίδια η γραφή:

 

  • τρώγε σοκολάτες, μικρή μου
  • να θεωρείς ότι σοκολατένια είναι κάθε μεταφυσική
  • μπουκωμένη ως συνήθως / σοκολάτα λευκή
  • μπορεί και να μην / ήταν μια θάλασσα / από σοκολάτα / η ζωή
  • όσο αγαπώ τις σοκολάτες / τόσο απέχω
  • η άσπρη σελίδα / και ένα σοκολατένιο αυγό (οι μεγάλες αγάπες…)

 

Για την αδυναμία στις σοκολάτες, μας είχε ήδη προϊδεάσει στην [ΑΤΥ], δυο χρόνια πριν:

 

Θα πιει καφέ στο δρόμο / κι εκείνη τη σοκολάτα που / τόσο της άρεσε.

 

 

Αλλά και το πένθος μπορεί να γίνει κάποτε σοκολάτα:

 

… το πένθος / .. /

 Σοκολατένιο

να της χαϊδεύει τα

σπλάχνα που αιμορραγούν.

 

 

Αναρωτιέται στην [ΑΤΥ]

 

Γεμίζει το τίποτα;

Γίνεται να σταθείς στο πουθενά;

 

Υπάρχει σωτηρία από του βίου τα δύσκολα; Η ίδια απαντά «εν ύπνω», όχι «εν υπνώσει»:

 

Κι η μόνη σωτηρία μου είναι

αυτή η νυχτερινή επιστροφή – περιστροφή.

 

Αντί να επιλέξω ένα ποίημα ως δείγμα γραφής, έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό.

Πήρα στίχους που με κέντρισαν από τη συλλογή και αποκλειστικά με αυτούς, έφτιαξα ένα ποίημα. Δικό μου ποίημα, αλλά μόνο με στίχους της κ. Γκίκα. Οπότε, άλλο τόσο και δικό της. Η δική μου φωνή, μέσα από την δική της και ταυτόχρονα η δική της μέσα από την δική μου. Δυο φωνές ενωμένες που απαγγέλλουν ταυτόχρονα κάποιους στίχους, άλλοτε ως χορικό και άλλοτε ως μονόλογο της Αντιγόνης, στην Τραγωδία της Ύπαρξης. Τα όρια παράπονου, αυτογνωσιακού παραληρήματος, αγωνιώδους κραυγής και φωνής της συνείδησης είναι δυσδιάκριτα και μεταβαλλόμενα από στίχο σε στίχο. Άποψή μου.

 

«Δρόμος χωρίς λέξεις άσκοπες

δρόμος αδιάβατος»

 

 

Αυτό που αναγνωρίζει

ο καθένας μας

είν’ ο καθρέφτης του εξάλλου.

Πήγα, ήρθα

με το ίδιο προσωπείο.

Ούτε που θα το ξεχωρίσω

ποια είν’ η μάσκα

και ποιο το πρόσωπο.

Προσποιήθηκαν στην αρχή

το ένα το άλλο

μέχρι που έγιναν.

 

Στενεύει η αγάπη άραγε;

Εγώ κι Εσύ

με όποια Μορφή

θα σε ξανασυναντήσω

φτάνει να ζήσω σωστά

αυτήν εδώ την σπάνια

αιώνια τιποτένια στιγμή.

 

Την φοβάται τη ζωή όταν δεν την γράφει

γι’ αυτό γδέρνει και γδέρνεται στο χαρτί.

Θα ντυθεί τίποτα

να πάει στο πουθενά να τον βρει.

Δεν αντέχεται ο πόνος

μόνο απ’ την κρύπτη

με λήθη προσωρινή.

 

Νεκρός στις σελίδες της

κάθε φορά θ’ ανασταίνεται

κι ας γδέρνεται

ας ματώνει αυτή.

Δεν ξέρει κι άλλη ζωή.

Σ’ εκείνα τα όνειρα μόνο

υπήρξε αληθινή.

 

Ο δικός της ορίζων

ένα δωμάτιο

κι ένα κομμάτι χαρτί

για να ξεγελιέται.

Γαλάζιο.

Όμως σ΄ αυτό το ανύπαρκτο

ένα

μπορεί και να υπάρχει το παν.

 

Με τις παλιές σελίδες

προχωράμε στις καινούργιες

και σαν σκιές

επιστρέφουμε.

Είναι κι ο θάνατος

στο παιχνίδι της ζωής μας.

 

Με όποιο πρόσωπο

φόρεσε

όποια μάσκα σου κρύβεται

όποια μάσκα σε κρύβει.

Μόνο ένα πρόσωπό σου

στον καθρέφτη ή στον ύπνο

μπορεί στο ποίημα

σαν όνειρο να ξεστρατίσει.

 

Κι ύστερα, το είδα,

δεν το είδα;

Να θεωρείς ότι σοκολατένια είναι κάθε μεταφυσική.

 

Τώρα, μπορώ επιτέλους να «μπω» -κατά τον μεταμοντέρνο αυτόν ελληνικό όρο- να δω τις σχετικές με το βιβλίο «αναρτήσεις», να δω τις συμπτώσεις, τις αντίθετες τυχόν απόψεις, τα σχόλια, τις «κριτικές», αυτά που μου ξέφυγαν και αυτά που εντόπισα, να χαρώ τις προσεγγίσεις και να ταξιδέψω ξαλαφρωμένος «εν ύπνω» στου λόγου τις απρόβλεπτες θάλασσες…

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Αχλύς  2 (εκδόσεις ΑΩ, 2010), Αλεξίλυποι Σκιαλύτες (εκδόσεις ΑΩ, 2012) και Άυλο Πύαρ (εκδόσεις Χίλων, 2013) ενώ νέα του ποιήματα και ένα δοκίμιο, είναι ήδη στου Τυπογραφείου την ουρά αναμονής.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top