Fractal

Διήγημα Fractal: «Γιάννης»

Του Άγγελου Χαριάτη // *

 

 

f10

 

Τα καλοκαίρια λίγο πριν τη σκληρή εφηβεία των δεκάξι το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν το ποδόσφαιρο και οι βόλτες με τα ποδήλατα. Ήταν εκείνη η εποχή που αντιμετωπίζαμε τα κορίτσια περίπου σαν εξωγήινες. Στην χειρότερη σαν τα αιμοδιψή τέρατα χωρίς τσουτσούνα που ζητούσαν να πιούν το αίμα μας. Στην καλύτερη σαν τις άμυαλες ξαδέλφες της Μπάρμπι. Η μόνη κοντινότερη επαφή που είχα μέχρι τότε ήταν η Τόνια. Την Τόνια που την είχε «φάει» ο Χάρης.

Ο Γιάννης δεν ήταν σαν και εμάς. Όχι ότι δεν ακολουθούσε. Απλά ήταν απόμακρος και απομακρυσμένος. Χωρίς να το παίζει «ιστορίας». Θα είχε πάρει πόδι. Τέτοια κόλπα δεν ήταν αποδεκτά στις γειτονιές του Πειραιά.

Του άρεσε να ντύνεται με μάρκες, την ώρα που εμείς κυκλοφορούσαμε σαν λέτσοι με τις βρώμικες φόρμες. Του άρεσε να φοράει κολόνια, όταν η μόνη μας σχέση με τα αρώματα ήταν η κολόνια «Μυρτώ» ή η «Brut» που έβαζαν οι πατεράδες μας μετά το ξύρισμα. Η μόνη σχέση που είχαμε με το ζελέ μαλλιών, ήταν όταν το βλέπαμε στην πρώιμη μορφή του ως μπριγιαντίνη στο μαλλί των πρωταγωνιστών «Γρανίτα από Λεμόνι». Έκανε παρέα μαζί μας φυσικά, αλλά περισσότερο του άρεσε η παρέα των κοριτσιών. Λίγο πριν πάρουμε την ομόφωνη απόφαση ότι του Γιάννη του άρεσε ενδόμυχα να τον φωνάζουν Γιάννα, ήρθε ο Σταμάτης και διέλυσε κάθε μας αμφιβολία. Σε μία επική ποδοσφαιρική μάχη, την ώρα που έπεφταν κορμιά είχε την φαεινή ιδέα να πειράξει τον Γιάννη. Τον Γιάννη που ίσα που καταδεχόταν να αγγίξει την μπάλα και να την πασάρει στον συμπαίκτη του. «Πιο δυνατά την πάσα» του είχε πει αγριεμένος. «Έτσι μ’ αρέσει» του είχε απαντήσει. «Έτσι αρέσει στις αδελφές» γύρισε και του απάντησε ο ιδρωμένος Σταμάτης. «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Γιάννης χωρίς να ιδρώσει το αυτί του. «Ότι είσαι πουστάρα» επιτέθηκε ο Σταμάτης. Είχαμε σταματήσει το παιχνίδι και περιμέναμε το αυτονόητο. Να χαμηλώσει το κεφάλι ο Γιάννης και εμμέσως πλην σαφώς να παραδεχθεί ότι ήταν «αδελφή». Αυτό ήταν το σενάριο που είχαμε πλάσει στο μυαλό μας. Ο Γιάννης φρόντισε να μας εκπλήξει ευχάριστα. Χωρίς να πει τίποτα, με μια αστραπιαία κίνηση βρέθηκε δίπλα στον Σταμάτη, σε απόσταση πέντε εκατοστών, σήκωσε το χέρι του και με τα δάκτυλά του έσφιξε σαν δαγκάνα κάβουρα το λαιμό του Σταμάτη, τον σήκωσε δέκα πόντους από το έδαφος, την ώρα που ο κακόμοιρος πάσχιζε να ελευθερωθεί από τη λαβή και τον πέταξε κάτω στο χώμα. Ακούσαμε να σκάει με δύναμη στο έδαφος και ύστερα τον Γιάννη να γυρνάει και να φεύγει αφήνοντας τον Σταμάτη να κλαψουρίζει. Μας είχε αποδείξει με τον πιο απλό και πιο παλιό τρόπο ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε.

Την επόμενη μέρα που συναντηθήκαμε ο Σταμάτης καθόταν στη γωνιά του σαν κλαμένο μουνί. Ο Γιάννης ως συνήθως αρχοντικός με το ζελέ στο μαλλί, την κολόνια και το ντύσιμό μου έμοιαζε να έχει έρθει κατ’ ευθείαν από επίδειξη μόδας. Αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος του. Είχε φέρει μαζί του και την Αθανασία. Την πιο όμορφη της γειτονιάς του, την πιο όμορφη όλων των γειτονιών. Κάθισαν στο παγκάκι και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ο Σταμάτης δεν γύρισε καν να τους κοιτάξει. Είχε πάρει μια και καλή το μάθημά του. Και οι υπόλοιποι δεν έλεγαν κουβέντα. Σεβασμός; Με λίγη δόση φόβου; Ή μήπως είχαμε θαμπωθεί από την ομορφιά της Αθανασίας και δεν μπορούσαμε ούτε να σηκώσουμε το κεφάλι, ούτε να πούμε μια λέξη;

Παρακολουθήσαμε λίγα λεπτά μετά την Αθανασία να φεύγει αφού πρώτα είχε δώσει ένα φιλί στο στόμα του Γιάννη. Παρακολουθούσαμε τον τουρλωτό κωλάκι της να απομακρύνεται και μας έτρεχαν τα σάλια. Ήμουν βέβαιος ότι οι μισοί από εμάς, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, θα παίρναμε «εργασία» για το σπίτι.

Ο Γιάννης μ’ αυτήν την κίνηση μάς είχε «ταπώσει». Τι πιο ωραίο κάρφωμα από το να φέρει μαζί του την ωραιότερη και να τον αποχαιρετήσει μ’ ένα φιλί; Κατάφερε να γίνει μύθος σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά.

«Μάγκες ώρα για μπάλα» είπα στους «σαλιάρηδες» χωρίς πάντα να εξαιρώ τον εαυτό μου.

«Μπα, άσε καλύτερα» απάντησαν μουδιασμένοι. «Πάμε σπίτια μας» είπε ο Σταμάτης και οι υπόλοιποι συμφώνησαν. Ήταν πιο ισχυρό από ότι φανταζόμουν το χτύπημα.

Έμεινα να τους κοιτάζω να ξεμακραίνουν. Χωρίς την ίδια φλόγα στα μάτια, την φλόγα που είχα όταν κοίταζα το πήγαινε-έλα των γλουτών της Αθανασίας. Ο Γιάννης είχε μείνει και αυτός στη θέση του.

«Πώς και δεν την κοπάνησες;» με ρώτησε.

«Δεν είχα λόγο να το κάνω αυτό» απάντησα. Πραγματικά δεν είχα λόγο. Δεν ήμουν ο Σταμάτης, δεν ήμουν αυτός που τον είχε πει «αδελφή», δεν είχα τίποτα εναντίον του. Μπορούσα άνετα να κάνω παρέα μαζί του, και ας φαινόταν και ας ήταν απόμακρος. Απεναντίας μου άρεσε αυτό το «απόμακρο». Μου θύμιζε κάτι από τον εαυτό μου. Γιατί όσο κοινωνικός φαινόμουν ή ήθελα να φανώ, τόσο μοναχικός κα μοναχός ήμουν. Ένα γνήσιο μοναχοπαίδι, χωρίς τις ιδιοτροπίες ενός μοναχοπαιδιού· ήθελα να πιστεύω. Υπήρχαν στιγμές, και ήταν αρκετές, που δεν ήθελα ανθρώπινη ανάσα σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων.

«Τι κάνεις τώρα;» ρώτησε ο Γιάννης.

«Τίποτα, δεν έχω να κάνω τίποτα» απάντησα. «Χάλασε και η μπαλίτσα».

«Εγώ φταίω» είπε κάπως απολογητικά.

«Μάλλον ο Σταμάτης με τις βλακείες του» είπα με τη σειρά μου και είχα δίκιο. Αν δεν ήταν αυτός τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Ίσως όμως καλύτερα που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα. Τουλάχιστον είχε αποδειχθεί ότι ο Γιάννης δεν ήταν «αδελφή». Όχι βέβαια ότι θα γινόταν τίποτα, αλλά στην ηλικία των δεκαπέντε το να έχεις μια «αδελφή» στην παρέα σου και μάλιστα στις γειτονιές του Πειραιά, ήταν ένα θέμα.

«Πάμε μια βόλτα;» έκανε ο Γιάννης και εγώ σήκωσα αδιάφορα τους ώμους.

Περπατήσαμε χωρίς βιασύνη. Ο Γιάννης μπροστά και εγώ πίσω του, σε απόσταση τριών βημάτων. Δεν είχα ρωτήσει που θα πηγαίναμε, μάλλον δεν είχε καμία σημασία. Παρατηρούσα τον Γιάννη να περπατάει στητός, καμαρωτός με μια ηρεμία, με μια σιγουριά σε κάθε του βήμα. Ένας μικρός κύριος, ένα εφηβικό μοντέλο πάνω σε πασαρέλα. Κι εγώ έμοιαζα παρίας, κάτι σαν το κακομούτσουνο υπηρετικό προσωπικό του σταρ.

Κατεβήκαμε την οδό Σωτήρος. Ο Γιάννης στεκότανε σε κάθε βιτρίνα. Κοίταζε προσεκτικά σαν εκτιμητής σπάνιων έργων τέχνης, κάθε ρούχο που ήταν φορεμένο στις κούκλες στις βιτρίνες. Εγώ δίπλα του να μετράω τις πλάκες του πεζοδρομίου, περιμένοντας να ξεκινήσει για να σταματήσει στην επόμενη βιτρίνα.

Στο τέλος της διαδρομής δεν άντεξα. Όλη αυτή τη φιλαρέσκεια, όλη αυτή τη ματαιοδοξία. «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησα.

«Ποιο;» έκανε ο Γιάννης απορημένος.

«Όλο αυτό» είπα με πιο δυνατή φωνή.

«Ποιο όλο αυτό;» ρώτησε για άλλη μια φορά.

«Οι βιτρίνες, το ντύσιμο, οι κολόνιες, το ζελέ στο μαλλί…» είπα και κάπως σαν να το μετάνιωσα. Τι σημασία είχαν αυτά. Μπορούσα να τον δεχθώ όπως ήταν ή μπορούσα να μην τον δεχθώ, ήταν καθαρά δική μου επιλογή και μόνο.

«Αλήθεια τώρα;» έκανε ο Γιάννης και κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη της βιτρίνας, άπλωσε την παλάμη του για να φτιάξει το μαλλί που είχε «κάτσει» λίγο.

«Ναι είμαι περίεργος» είπα και πήρα κάπως τα πάνω μου.

«Είναι η άμυνα μου» είπε και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Θέλοντας ίσως να δω, να σιγουρευτώ ότι έλεγε αλήθεια. Και πραγματικά ένιωσα σίγουρος ότι έλεγε την αλήθεια. Άμυνα όμως από ποιον και γιατί.

«Δεν υπάρχει λόγος» είπα.

«Και όμως υπάρχει» ψιθύρισε, λες και μου εκμυστηρευόταν το μεγαλύτερο μυστικό από καταβολής κόσμου.

«Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησα και τέντωσα τα αυτιά μου.

«Η ανασφάλεια» είπε ο Γιάννης και χαμήλωσε το βλέμμα.

«Μα πως γίνεται να είσαι ανασφαλής;» ρώτησα και πάλι.

«Όταν μεγαλώνεις όπως μεγάλωσα εγώ υπάρχει λόγος» είπε ο Γιάννης και χαμήλωσε ακόμη περισσότερο το βλέμμα.

Όπως έκανα σε παρόμοιες σαν κι αυτές περιπτώσεις δεν μίλησα. Αν ήθελε ο Γιάννης θα μπορούσε να μου ανοιχτεί περισσότερο, να μου εξηγήσει. Αν πάλι όχι, ήταν αναφαίρετο δικαίωμά του.

«Ο πατέρας μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, άχρηστο με ανέβαζε, άχρηστο με κατέβαζε» είπε ο Γιάννης και σήκωσε το βλέμμα του. Τον παρακολουθούσα σχεδόν με κομμένη την ανάσα.

«Πάντα με σύγκρινε με τον μεγαλύτερο αδελφό μου» συνέχισε.

«Έχεις και μεγαλύτερο αδελφό;» ρώτησα. Ποτέ δεν μας είχε αναφέρει την ύπαρξή του, ποτέ κανένας από την παρέα δεν τον είχε δει.

«Ναι είχα» είπε ο Γιάννης και είδα δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια του.

«Είχες;»

«Ναι πέθανε όταν ήμουν έντεκα χρονών» είπε ο Γιάννης. Για αυτό δεν γνωρίζαμε τίποτα για τον αδελφό του. Ο Γιάννης είχε έρθει στην γειτονιά μας όταν άρχιζε η πρώτη γυμνασίου, από τα Μανιάτικα.

«Λυπάμαι» είπα. Κούνησε το χέρι του σαν να μου έλεγε άσε ξέχασέ το, έχει περάσει καιρός.

«Όταν λοιπόν πέθανε ο αδελφός μου, τα πράγματα χειροτέρεψαν» είπε. Ίσως είχα αντιληφθεί λανθασμένα το νόημα της κίνησης του χεριού του.

«Δηλαδή;» ρώτησα.

«Ο πατέρας μου θεώρησε ότι ήμουν υπεύθυνος για το θάνατό του».

«Σε στήριξε» έκανα ειρωνικά. Τι σόι πατέρας ήταν αυτός;

«Είχαμε μαλώσει πάνω στο παιχνίδι και ο αδελφός μου είχε φύγει τσαντισμένος από το σπίτι. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να βγει στο δρόμο και τον πάτησε ένα αυτοκίνητο» είπε ο Γιάννης και είδα τον ιδρώτα να κυλάει από το μέτωπό του. Σίγουρα κρύος ιδρώτας.

«Μετά τη κηδεία σταμάτησε να μου μιλάει» είπε ο Γιάννης.

«Τώρα;»

«Δεν ξέρω έχω να τον δω χρόνια» είπε ο Γιάννης.

«Μα καλά κι ο άλλος;» ρώτησα καθώς το μυστήριο μεγάλωνε. Εμείς, τα παιδιά, γνώριζαν, ότι πατέρας υπήρχε μέσα στο σπίτι του Γιάννη.

«Είναι θείος μου, αδελφός της μητέρας μου. Δεν έχει παντρευτεί ποτέ του».

«Και;»

«Και όταν η μητέρα μου είδε ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, αποφάσισε να τα μαζέψει και να φύγει, παίρνοντάς με μαζί της».

«Και ο θείος που κολλάει;»

«Έπρεπε να έχω ένα πατέρα. Και ο θείος μου ήταν πάντα δίπλα μας».

«Δεν πιστεύω να κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τη μητέρα σου» έκανα χασκογελώντας σαν ηλίθιος σεξομανής. Το αυστηρό βλέμμα του Γιάννη φρόντισε να μου κόψει αμέσως το γελάκι.

«Συγγνώμη ένα αστείο ήταν» έκανα απολογητικά.

«Και κάπως έτσι ήρθαμε στην Καλλίπολη» είπε ο Γιάννης θέλοντας να κλείσει τη συζήτηση.

«Ναι αλλά τώρα δεν είσαι ανασφαλής, αφού όλα έχουν διορθωθεί» είπα θέλοντας να το κλείσω και εγώ.

«Δεν είναι τόσο εύκολο, για αυτό προσπαθώ να είμαι και να φαίνομαι τέλειος, τουλάχιστον απ’ έξω».

«Μάλλον το από μέσα θέλει δουλειά» είπα και τον χτύπησα απαλά στον ώμο.

«Ναι μάλλον θέλει» είπε Γιάννης και μου έκανε νόημα να συνεχίσουμε το δρόμο μας.

 

Την επόμενη μέρα, όταν συναντηθήκαμε με την παρέα για το απογευματινό μας παιχνίδι, ο Γιάννης δεν εμφανίστηκε. Δεν έδωσα σημασία. Δεν ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται συνέχεια κοντά μας. Δεν είχαμε υπογράψει κάνα συμβόλαιο που να μας δέσμευε. Είδα το Σταμάτη να ξεφυσά ανακουφισμένος. Μετά το επεισόδιο ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι τον είχε πάρει από φόβο.

Όταν όμως και η μεθεπόμενη μέρα πέρασε χωρίς να εμφανιστεί και πάλι, αποφάσισα να τον αναζητήσω. Έκανα τον τραυματία και κάπως έτσι απέφυγα τα πως και τα γιατί των συμπαικτών μου.

Χωρίς να βιάζομαι πήγα μέχρι το σπίτι του. Χτύπησα το κουδούνι. Μία φορά. Τίποτα. Δεύτερη φορά. Πάλι τίποτα. Κάθισα στα σκαλιά αποφασισμένος να περιμένω κάποιον από την οικογένειά του. Τότε τα πράγματα ήταν λίγο πιο διαφορετικά από ότι τώρα. Όταν ένας πιτσιρικάς καθόταν στα σκαλιά ενός οποιοδήποτε σπιτιού έπρεπε να υπάρχει μια αιτία. Και πάντα υπήρχε ο άνθρωπος, ο γείτονας που αναζητούσε την αιτία. Η κυρία Λύκου, χρόνια χήρα, χρόνια κλεισμένη στο διαμέρισμά της, αυτό του πρώτου ορόφου, έβλεπε να κυλά η ζωή της, όση ζωή της είχε απομείνει, μέσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτάς της. Και όταν ένιωθε ότι έπρεπε να επέμβει, απλώς το έκανε. Κάπως έτσι βγήκε στο μπαλκόνι και αφού πρώτα μου έριξε μια εξεταστική ματιά, μια ματιά που νόμιζα ότι είχε καταφέρει να ανακαλύψει μέχρι και τι χρώμα σώβρακο φορούσα έκανε την ερώτησή της. «Ποιον περιμένεις;» με ρώτησε και εγώ σήκωσα το βλέμμα μου προς τα κει που ακουγόταν η φωνή. Μια φωνή που μπορούσε να αναγνωρίσει από χιλιόμετρα κάθε πιτσιρικάς της γειτονιάς. Μια τσιριχτή και ταυτόχρονα βαριά φωνή. Από τα τσιγάρα που κάπνιζε στα κρυφά, μιας και θεωρούσε ότι δεν ήταν πρέπον να γνωρίζει η γειτονιά πως μια κυρία σαν και εκείνη κάπνιζε σαν αράπης δύο πακέτα Άσσο κασετίνα άφιλτρα.

«Τον Γιάννη κυρία Λύκου» της είπα και την είδα να ανοίγει διάπλατα από την έκπληξη τα μάτια της.

«Δεν τα ‘μαθες;» με ρώτησε έχοντας την ίδια έκπληξη στα μάτια της.

«Όχι τι να μάθω;»

«Πέθανε ο πατέρας του» είπε η κυρία Λύκου και εγώ είχα μείνει με την απορία. Ποιος ο πατέρας του; Ο πραγματικός ή ο μουσένιος;

«Ποιος πατέρας του;» ρώτησα αισθανόμενος το λιγότερο ηλίθιος.

«Ο πραγματικός» είπε η κυρία Λύκου και με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Για να καταλάβει αν εγώ ήξερα ή όχι. Η κυρία Λύκου τα ήξερε όλα.

«Και;»

«Φύγανε για τα Μανιάτικα» είπε η κυρία Λύκου.

«Πότε θα γυρίσουν;» ρώτησα και πάλι.

«Ποτέ» είπε με σιγουριά η γριά και δεν είχα λόγο να μην την πιστέψω. Η κυρία Λύκου ήταν κάτι σαν αντίγραφο του Θεού. Ήταν εκείνη που ήξερε τα πάντα, τουλάχιστον στα στενά πλαίσια της γειτονιάς μας.

«Άφησε τηλέφωνο;»

«Όχι για ποιο λόγο να αφήσουν τηλέφωνο;» έκανε η κυρία Λύκου.

«Ναι δίκιο έχετε» είπα και την χαιρέτησα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να μάθω, δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνω.

 

Μια δεκαετία αργότερα συνάντησα τον Γιάννη σε ένα περίπτερο. Κρεμασμένο εξώφυλλο. Σε περιοδικό ποικίλης ύλης, σε «ροζ» έντυπο. «Ο Έλληνας που μας έκανε περήφανους» με παχιά γράμματα. Ο Γιάννης πρώτο όνομα στη χειμερινή κολεξιόν του Τζόρτζιο Αρμάνι. Τον κοίταξα καλά. Είδα το χαμογελαστό του πρόσωπο. Προσπάθησα να δω την ανασφάλεια του. Δεν την είδα πουθενά. Και χάρηκα πραγματικά. Τα είχε καταφέρει. Όχι για τον Τζόρτζιο, τον είχα χεσμένο τον Τζόρτζιο. Αυτό που μετρούσε ήταν ο Γιάννης. Αυτό και μόνο αυτό.

 

 

* Ο Άγγελος Χαριάτης γεννήθηκε το 1975 στην Καλλιθέα Αττικής και μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Περιπλανήθηκε ως φοιτητής στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με απρόσμενη (για αυτόν) επιτυχία. Σπαταλά τον ελεύθερό του χρόνο παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια. Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά και ζει στα Νότια Προάστια. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: “25 ιστορίες για ευτυχισμένου αστούς”, “Παράπλευρες απώλειες”, “Το δάχτυλο”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top