Fractal

Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990)

Επιμέλεια- ανθολόγηση: Μανόλης Ανδρεδάκης //

 

 

Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ

(Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα)


Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, — όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γύρισαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας καρτερίας.

 

 

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ (απόσπασμα)

………………………………………………………………………………………………

 

Φορές-φορές, την ,ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά
του αρκούδα

με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει το σούρουπο

και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
πια να βγουν έξω
μ’ όλο πού πίσω απ’ τούς τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
αρκούδας —

κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί —
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα
παιδιά, τούς αργόσχολους, τούς απαιτητικούς

και το μόνο πού θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο
παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των
χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή

με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου — έστω κ’ ενός αργού θανάτου —
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση
της ζωής
πού ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.

 

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται

υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες πού της
ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες πού γεράσανε το μόνο πού έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.

…………………………………………………………………………………………

 

 

ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Από τη συλλογή Υδρία. Γράφτηκε για τη βαφτιστήρα του που πέθανε 2 ετών

 

Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο

όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες,

και στη γωνία της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,

απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,

ν’ αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε πότε τα παράθυρα,

και μέσα στο ίδιο βάζο, που ‘χει αλλάξει την ουσία του

με ίδια κι ισόποσην ουσία απ’ το κρύσταλλο τού άδειου,

μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.

 

Πίσω απ’ το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου

πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,

σα να ‘μεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο –

Και, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,

ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,

ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο

σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε

κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

 

 

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΑΠΟΒΡΟΧΟ (απόσπασμα)

Από τη συλλογή Δοκιμασία (1935-1943)

 

ΘΥΜΑΣΑΙ το βολτάρισμα πανιών γύρω από την άσπρη σημαδούρα

της άνοιξης

θυμάσαι τους αγώνες των ιστιοφόρων πέρυσι. Τα θυμάσαι.

Ποιός νίκησε δεν το θυμάσαι. Όμως θυμάσαι το μελαχροινό

ναυτόπουλο

που σε κοίταζε στα μάτια πίσω απ’ το ποτήρι του

κι άνοιγε μια πόρτα σκοτεινή στου καπηλειού το βάθος –

το κρεββάτι με τα σανίδια κ΄ έξω οι φωνές των μεθυσμένων

καπετάνιων

έξω οι φωνές της θαλασσινής γιορτής ανάμεσα απ’ τη χαραμάδα του

φιλιού σου.

Θάχαν σημαίες μες στον ήλιο. Μα ποιός νίκησε;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top