Fractal

Ψάχνοντας στην μεγάλη χύτρα…

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

“Ο Άσος στο Μανίκι”, Γιάννης Πλιάγκος, Εκδόσεις Κέδρος

«Ο Άσος στο Μανίκι», αξιόλογο μυθιστόρημα το οποίο δεν πήρα χαμπάρι το 2014 που κυκλοφόρησε από τον Κέδρο, έπεσε πρόσφατα στην αντίληψή μου (μου το χάρισαν, να πω την αλήθεια), το διάβασα και νιώθω την ανάγκη να γράψω δυο καλά λόγια, εννοώντας τα πέρα για πέρα και εκτιμώντας ότι ο Γιάννης Πλιάγκος, ο δημιουργός του, έχει κάθε δυνατότητα να ξεφύγει, με κάποιες προϋποθέσεις βέβαια και με δουλειά ακόμα, από το σφοδρό ανακάτεμα των πάντων στην μεγάλη μας λογοτεχνική χύτρα και να ξεχωρίσει.

 

Με τι καταπιάνεται ο Γιάννης Πλιάγκος; Με το κομματάκι της νύχτας που λέγεται τζόγος. Δηλώνω μαύρα μεσάνυχτα, ούτε τα χρώματα της τράπουλας δεν ξέρω καλά-καλά, μα καθώς ο τζόγος είναι κοινωνική αρρώστια με νοιάζει η διερεύνηση της εκμετάλλευσης, η μηχανή πάνω στην οποία έχει στηθεί. Έχει βέβαια όνομα η μηχανή παραγωγής και διαιώνισης της σαπίλας, καπιταλισμό την λένε, και όλο αυτό βγαίνει ανάγλυφο ακόμα και μέσα από το ερωτικό τρίγωνο της ιστορίας του Πλιάγκου,ο οποίος στήνει ένα αρκετά πλατύ,γενικό πολιτικό * φόντο και μέσα σε ελκυστική τις περισσότερες φορές ατμόσφαιρα, θα τολμούσα να την πω noir, τυλίγει και ξετυλίγει με άνεση ένα έξυπνο κουβάρι αφήγησης μη γραμμικής και με πολλές εγκιβωτισμένες ιστορίες που της προσδίδουν ενδιαφέρον και που αν βγάλει -ο άσχετος με χαρτοπαιξία, ρουλέτα και τα σχετικά- την ετικέτα «τζόγος» τότε βλέπει εντός της καθαρά και τα δεκάδες άλλα άθλια και μίζερα πάθη και παθογενή κολλήματα της ζωής μας στις ατελείς κοινωνίες εκμετάλλευσης και απανθρωπιάς που φτιάξαμε,στις οποίες δυστυχώς κυριαρχούν συμπλέγματα οδυνηρών καταστάσεων που συχνά πάνε πολλά μαζί, σε ένα πακέτο. Πακέτο συμφορών αξεπέραστων για τον μέσο πολίτη που είναι το τελευταίο υποτίθεται μα στην πραγματικότητα το βασικό γρανάζι στα πάντα μα και το εν δυνάμει θύμα,το πάσχον υποκείμενο το οποίο (φροντίζουν να) βυθίζεται και να αναλώνεται πρώτο στα σκοτάδια της ανισότητας και της αδικίας αυτών των κοινωνιών.

 

Κάπου στις αρχές της Συγγρού γυρίζει ασταμάτητα ο τροχός μιας ρουλέτας. Ο Παύλος, στον άχαρο ρόλο του κρουπιέρη, παρατηρεί τις μισογκρεμισμένες ζωές των παικτών και παράλληλα αισθάνεται ερωτική έλξη για τη Ναταλία, Ρουμάνα οικονομική μετανάστρια η οποία εργάζεται στην ίδια λέσχη. Ανάμεσά τους στέκονται εμπόδιο ο Μάριος, η ατέλειωτη νύχτα και η τυραννία του τζόγου. Στο αποπνικτικό σκηνικό της παράνομης λέσχης ξεκινά μια στημένη παρτίδα χωρίς ξεκάθαρους κανόνες, με μοναδικό προορισμό το απόλυτο σκοτάδι. Πόσα αντέχεις να χάσεις μέχρι να βγεις νικητής; Ο άσος στο μανίκι είναι το φτηνό κόλπο του χαρτοπαίκτη που πασχίζει απεγνωσμένα να παραμείνει στο παιχνίδι – η πικρή περιπέτεια ενός ανθρώπου που κινείται στις παρυφές του υπόκοσμου και μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε παρακμή. (από το οπισθόφυλλο)

 

Δεν είναι παθογενείς με τον ίδιο τρόπο οι ζωές όλων των παικτών πάντως, ο εφοπλιστής Ταδόπουλος παίζει αβέρτα, το κάθαρμα, και προκλητικά με ποσά που είναι το φαγητό δεκάδων οικογενειών όταν η μισή και περισσότερο υφήλιος λιμοκτονεί και η προσφυγιά εκ των πολέμων δεν έχει τελειωμό κι όσα και να χάσει δεν καταλαβαίνει τίποτα, αυτός έχει άλλα τόσα και άπειρες φορές τόσα από τις βρωμοδουλειές με τα άλλα αρπαχτικά, για να ξανάρθει και να επαναλάβει τα ίδια.

Η κούκλα/αντικείμενο/αρπακτικό (κι αυτή ένα όρνιο είναι, καλά εκπαιδευμένο) ερωμένη του, γνήσιο προϊόν της σάπιας εποχής και του σάπιου κόσμου που ο Πλιάγκος περιγράφει αδρά, είναι μια χαρά βολεμένη στην κυριλέ εκπόρνευσή της. Η ωραία (ταξικά αφυπνισμένη όπως του παρουσιάζει εαυτόν) Ναταλία και ο κολλητός του, ο Μάριος, λαϊκό παιδί που θυμίζει δαλιανιδικής ταινίας ήρωα δεκαετίας του ’80, αποδεικνύονται καλά παρτάκικα σκατά και του λόγου τους,ο ιδιοκτήτης της λέσχης κι όχι μόνο αυτής της λέσχης μα πολλών νυχτερινών «επιχειρήσεων», ο επονομαζόμενος Ξανθός, είναι κουμάσι πρώτης τάξεως, τι θα ήταν άλλωστε, και τέλος πάντων πάσης φύσεως μπράβοι, αλλοδαποί και ντόπιοι, πόρνες, εργαζόμενοι διαφόρων διαβαθμίσεων, «εργοδότες» και λοιπό χαρμάνι της νύχτας φτιάχνουν έναν ευκίνητο χάρτινο θίασο εντός ενός μυθιστορήματος καλογραμμένου, ευρηματικού,αρκετά ψυχογραφικού που έχει άποψη, νεύρο, τσαγανό και επομένως και ενδιαφέρον και που παρά την έλλειψη μιας μεστότερης εμβάθυνσης, όσο η πλοκή αναπτύσσεται και επινοούνται κι άλλες και ξανά κι άλλες καταστάσεις που εμπλέκουν τα πρόσωπα και καδράρουν μάλλον ζοφερά τις σχέσεις, ο αναγνώστης δεν το αφήνει από τα χέρια του.

Ίσως πάλι, σκέφτομαι, αν γινόταν μεγαλύτερη εμβάθυνση κι άρχιζε να εστιάζει ας πούμε πιο επίμονα ή εμμονικά σ΄αυτά που ήδη έχει απλώσει επί τάπητος να κατέληγε σε κούφια πολιτική φλυαρία και δασκαλίστικη αμπελοφιλοσοφία και να έχανε τον στόχο του, που τώρα αφήνεται στον αναγνώστη.

Ας ψάξει ο αναγνώστης κι ας εμβαθύνει εκείνος, ο Πλιάγκος του έχει ανοίξει τα πιο βατά μονοπάτια, αφηγούμενος πρωτοπρόσωπα πότε τις σκέψεις του σαν Παύλος, ο κεντρικός δηλαδή πρωταγωνιστής-ο κρουπιέρης του παράνομου καζίνου μα και ρομαντικά ερωτευμένος και μαζί υποψιασμένος για πολλά νέος άνθρωπος που ζορίζεται κι αυτός όπως οι περισσότεροι γύρω του ζώντας σε μια χώρα που βιώνει ξανά θλιβερές στιγμές- πότε περιγράφοντας γεγονότα που τον συνδέουν ή τον χωρίζουν από αυτούς τους άλλους,αναπτύσσοντας γρήγορα αρκετά μοτίβα πάνω στον ίδιο μυθοπλαστικό καμβά χωρίς να πέσει σε κενά εξιστόρησης, χωρίς να χαθεί και να χάσει την ροή του, κάτι που του αναγνωρίζω ως αρετή διότι καταπιάνεται με ειπωμένα πράγματα και καταφέρνει να τα παρουσιάσει με φρέσκο και πειστικό τρόπο και να κάνει ανατροπές που δεν τις προβλέπει ο αναγνώστης κι αυτό οπωσδήποτε είναι ένα διόλου αμελητέο συγγραφικό προσόν.

 

Στο τέλος ο Παύλος αφού έχουν αποκαλυφθεί πολλά-οι κάλπικες σχέσεις, οι προδοσίες, οι μικροψυχία και η φτήνια ειδικά αυτών που είπαν τα πιο μεγάλα λόγια-παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, όχι, δεν κάνει κανέναν φόνο για να σώσει την κοινωνία από τους κακούς πλούσιους, κηφήνες, καρχαρίες και λοιπά εκ του ζωικού βασιλείου παρμένα. Απλώς με λίγη τύχη και θαρροθράσος, κάπου ανάμεσα στην χίμαιρα και στην δικαιοσύνη γράφει μόνος του τον καλύτερο επίλογο, κάνοντας τον αναγνώστη να χαμογελάσει και να πει, «λες;»

 

Λες, ρε παιδί μου, λες;

– Δεν υπήρχε όμως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κανένας λόγος να ανακατέψει τον Δεκέμβρη του 2008 στην ιστορία του. Είναι ένα οδυνηρό, άψαχτο ακόμα υλικό με πολύ παρασκήνιο το οποίο δεν προσφέρεται για σημείο ημερολογιακής αναφοράς, έτσι λέω.

 

 

Γιάννης Πλιάγκος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top