Fractal

Προδημοσίευση: Επτά ποιήματα του Γιάννη Πλαχούρη

 

Προδημοσίευση *

 

362418-135900-34

 

 

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ

 

Τοξότης όρισε να παντρευτώ την Έρημο

 

σχέση καρφωμένη με βέλος στον θώρακα    χωρίς καρδιά και αίματα.      Ανάσαινα το κίτρινο, δίψαγα βιολετί.      Ο Ήλιος έκαψε το πρόσωπο      μ’ έπεισε ν’ αλλάζω δέρμα συχνά σαν φίδι.      Άμμος πάνω σε άμμο, λόφοι μετά τους λόφους   βήματα σμιλε­μένα στις θίνες, Τέχνη      έτοιμη να ξελογιατεί με τον Άνεμο.      Και  «ύστερα τι;»     Τι φεύγει; Τι έρχεται; Τι μέ­νει;    Λιώνουν μέσα σε στέρνες φως οι καλεσμένοι      παράλληλες εφή­μερες γραμμές, σπασμένα επίπεδα στον πάτο του ορίζοντα.      Και που ήρθανε δεν τους συνάντησα.     Κρυ­φτήκανε στο στομάχι του αμνού     και σε μαντή­λες κεντη­μένες από χέρια που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε

 

Αβάσταχτος είναι ο δρόμος της μέρας

 

Γι’ αυτό πολλά στολίσαμε την Νύχτα    σταθερά σημάδια η Πούλια, ο Ωρίωνας,    οι Άρκτοι, ο Κάστορας    αξίες γνώριμες, δικοί μας     Μύθοι      που τους γεννήσαμε άστρα ψηλά      χάδι δάχτυλα στην χορδή της καμπύλης κάτω,      μπουκιές ψωμί και γουλιές τραγούδια      μοι­ρασμένα δίκαια      επειδή, στο σκοτάδι λένε υπάρχει Αγάπη    και ο φόβος φεύγει με δείπνα φτωχά    που  πλούτισαν με φωτιές, παρέες, κουβέ­ντες      εκεί στις εσχατιές του ξύ­λου     όπου καθένας ρητορεύει καταπώς ορέγεται      το κέρδος του Προ­μη­θέα.

 

Αδυσώπητος ο καθρέφτης του μαύρου.

 

Τις μέρες γύρναγε έξω η Ερημιά

τις Νύχτες κοιμόταν μέσα μου.

 

 

Γενέθλιος χΡόνος

 

Ο φόβος μου έγινε πέντε χρονών

 

τα πόδια όχι πια, ο λόγος δεν

είσοδος – έξοδος σε πόρτα μηδέν

tv, καναπές, παντόφλες, ομίχλη,

μια κίχλη

πιασμένη με αγκίστρι στον στίχο

πόσα μη, μάταια μη σ’ έναν ήχο

τι-τοκ, τι-τοκ-τι, τοκ-τι

κουρέλια λέξεις έφραξαν το στόμα του εκφωνητή.

Ο καιρός στο σαλόνι;

Βαρομετρικό χαμηλό.

Το χολ; Σιωπή,

ο επισκέπτης χιόνι στα μάγουλα λιώνει,

υγρό βαμβακερό σεντόνι

που σκεπάζει το στ-ήθος.

 

Λοιπόν τέτοιο νε-ρό, ασπραφτερό

Κάτοπτρο – κατοπτράκι μου

μες το χαλίκι χώρεσες το Ρο

και φόρεσες το πρόσωπό μου μήπως

μπορέσω και με δω, ίσως με βρω

και πάψω να φοβάμαι μήπως.

 

 

ΣΕ ΕΒΛΕΠΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥΣ ΣΟΥ

Στον αδερφό μου Λάμπρο

 

Εκείνος τέσσερα, εγώ στα εννιά, ένα ποτάμι ανάμεσά μας και πού να χτίσεις γέφυρες όταν σε ορίζει θύελλα: «τον αδερφό σου σαν τα μάτια σου» -κρατιέται ο αγέρας; πίσω του αλυσίδα χτύπαγα, τον είχα δεν τον είχα, στη μία όχθη των εννιά εγώ, αυτός στην άλλη, με είχε δεν με είχε, κι οι δυο μας μεγαλώναμε, νόμιζα χωριστά, διασχίζοντας τοπία στεγνά, ξερά τα έξω, οι άκρες, τα πουλιά, τέντωναν κι οι φωνές ξερές από τις ξόβεργες

 

σφίξε το χέρι Λάμπρο μου λιγάκι να δροσίσει

 

τριάντα τρία χρόνια ύστερα, σκύβοντας στις χαράδρες μου παντού τον βρίσκω, λες και κοντά όλο τον δρόμο πορευότανε, άνεμος μέσα σε άνεμο, ποτάμι σε ποτάμι και στο δέρμα μου, ως απάνω, με σίδερο καυτό σφραγίδα τα σημάδια του, αφού για να ενωθεί το χάσμα δεν στραγγίζεις το νερό, υπόγειες οι γέφυρες, τις βλέπεις δεν τις βλέπεις είναι, όπως η κόρη πρωτομάστορα δίνη γυρνά, θεμελιωμένη στον αόρατο τροχό· γι’ αυτό κάθε που νιώθω τη θηλιά σ’ έρημες νύχτες, κρύα μαχαίρια, γέρνω στα αποτυπώματα, καθένα μια στιγμή, όλα μαζί το εικονοστάσι μου.

 

 

ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ

 

Παλιέ μου φίλε αφού αντέχεις

το έλος μοκετών και το κοπάδι

γραμματέων και φαρισαίων τριγύρω

 

Πώς να δεις πως έχασες τα φτερά

και μια ύπουλη σκόνη δεκαπενθήμερη

έχωσε τις πηγές, στέρεψε το ποτάμι.

 

Γι’ αυτό σου λέω μη βγεις.

Καλά είσαι εκεί. Κλειδώσου.

 

Θέση που αμείβεται υπερωρία.

 

 

 

ΑΓΕΛΑΣΤΟΣ ΠΕΤΡΑ

 

Από το ρετιρέ το βάσανό του

κύλησε ως τον τρίτο, ανεξιχνίαστο.

Μανούλα όι. σαν πρόσκληση, σαν προσευχή,

ξεχωριστός λυγμός στο αναφιλητό του.

 

Κάθισε στο ταβάνι το αλμυρό νερό,

έσταξε, πότισε, τα έκαψε όλα.

Μάνα μου, ζήτησα κι εγώ.

Σμίξανε οι δυο φωνές, έφυγαν για τον πέρα κόσμο.

 

Λίγο μετά

παράξενη πνοή ανάδεψε τον ουρανό.

Η μάνα του έφτασε, κυκλάνεμη,

λειαίνοντας τη σκοτεινιά.

Η μάνα μου, άφαντη.

 

Ούτε να συγχωρήσουν γυρίζουν πίσω οι νεκροί.

 

 

 

ΠΟΙΗΜΑ  ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ

 

Είναι καιρός ν’ αλλάξουμε το λόγο.

Φλύαρη εποχή, πραματευτές, μας λείπει η γλώσσα

η καθαρή, που την καταλαβαίνουμε.

 

Προσεύχομαι να ’ρθει το ξωτικό με τα κλειδιά

όπως μωρό στην κούνια μου,

πόρτες ορθάνοιγαν οι φυλλωσιές

στον ίσκιο τους μιλούσαμε, σωπαίνοντας.

 

Ύστερα ήρθε η βέργα δάσκαλος.

Γέμισαν οι παλάμες γράμματα

χώθηκαν τα κρυφά νερά, δώσαμε

μικρές αντιπαροχές τα μεγάλα μετόχια.

 

Ο Τσε Γκεβάρα με παντόφλες; Ο Καραγκιόζης σε μπαούλο;

Ο Ανδρούτσος δρόμος; Ποιος στίχος θα χωρέσει τον Ταΰγετο;

 

Σε τέτοιους δρόμους ανατέλλει η νέα φωνή μας.

 

Ήχος παρατεταμένου φωνήεντος, ντο πρωινό

όπως αγγίξαμε Καπετάν Απέθαντος κάποτε

Γκαούρ Γιώργου Θαλάσσης

σκιές στα φωτισμένα σεντόνια, ίαμβοι σε αυλές

με σκουτιά κι αρμαθιές και ωραίοι

 

λαλιά χωρίς την ανάγκη της λέξης.

 

 

 

Ο ΑΕΡΑΣ, Η ΑΦΗ

 

Έτσι όπως ξετυλίγω το όνομά σου

ανοίγοντας τα γράμματα ένα – ένα

μοιάζει να περπατώ ανάμεσα στους ήχους

 

ΕΕΕλΕΕΕννΙΑ

 

Ο Πάρις δίδαξε την πόρτα του φωνήεντος

Μ΄ επιμονή σοφού στο συμπαγές της άγνοιας

 

Κι αν δεν της έδειχνε τον τόνο, τον ρυθμό

εκείνη θα ‘μενε στη Σπάρτη μια ελένη

ταμπέλα σε φαστφούντ, μπουτίκ ή φουσκωτό

και οι Αχαιοί ακόμα σπίτια τους χαμένοι

 

σε δάση από άβουλες γυναίκες – σύμφωνα

 

Ήθελε Γνώση να εκφωνείς στην Τροία

Να φτάνει την Αρχή την πριν το Σώμα

 

Γι΄ αυτό δεν έκλεψαν την κλυταιμνήστρα

 

 

 

* Ο Γιάννης Πλαχούρης είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top