Fractal

Αντιγραφές παράλληλες: Για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη και για κάθε «Γιακουμή»

Γράφει ο Γιάννης Πατσώνης // *

 

vaggelis_giakoumakis

 

Αφορμή για το σημείωμα αυτό αποτελεί το διήγημα «Το ψοφίμι» του Δημητρίου Ιωαννόπουλου (1904- 1985), θεατρικού συγγραφέα, σκηνοθέτη και σεναριογράφου, δημοσιευμένο στον 5ο τόμο της σειράς Τα αγαπημένα μου διηγήματα, των εκδόσεων Πεχλιβανίδη – Ατλαντίς.

 

Διαχρονικές οι αντιστοιχίες στο θέμα της εξουθένωσης του ανίσχυρου, του διαφορετικού. Ο συγγραφέας περιγράφει τις δοκιμασίες ενός εικοσάχρονου από την κατάταξή του ως νεοσυλλέκτου στο στρατό, μέχρι την εθελοθυσία του σε μια εμφύλια διαμάχη. Επειδή ήταν τόσο αδύνατος «άθροισμα από άσαρκα κόκκαλα» και δειλός «ώστε στην πρώτη βολή μόλις τράβηξε τη σκανδάλη, το όπλο κλώτσησε κι αυτός βρέθηκε ανάσκελα στο χώμα», δεν μπορούσε να σταθεί σε χλωρό κλαδί από τα πειράγματα και την περιφρόνηση, όχι μόνο των άλλων φαντάρων, μα και των «ανωτέρων» του. Δεν τον φωνάζανε το πραγματικό του όνομα, του είχαν δώσει το παρανόμι ο Γιακουμής. Όμως σε μια επίθεση που «το ντουφεκίδι βάστηξε δυο ώρες» αυτός «το ψοφίμι», ήταν ο μόνος που όρμηξε άοπλος να προστατεύσει ένα μικρό παιδί, σκεπάζοντάς το με το ισχνό σώμα του που σωριάστηκε από τους πυροβολισμούς νεκρό. Μετά την μάχη, ο συνταγματάρχης εξήρε την γενναιότητά του κι «όλοι είχαν την εντύπωση πως τους μιλούσε για κανένα θρυλικό ήρωα κι όχι για τον “φουκαρά” Ιάκωβο του δημοδιδασκάλου, τον ξερακιανό σκελετωμένο “Γιακουμή” με το άσαρκο χλωμότατο πρόσωπο που ο θάνατος δεν κατόρθωσε να το κάνει περισσότερο ωχρό».

Για τον εικοσάχρονο Βαγγέλη Γιακουμάκη που τον ώθησαν στο θάνατο οι «λεβεντογεννημένοι» νταήδες στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων, αντιγράφουμε σχόλια: «Μαφιόζος, προχωράς. Εσωστρεφής, εύθικτος, συνεσταλμένος; Την έκατσες». Οι θρασύδειλοι λεβεντοκρητικοί που τον αυτοκτόνησαν, τώρα το βουλώνουν. «Ένας συμμαθητής του τον είδε στις ντουζιέρες με μελανιές στο σώμα. Κάποτε, για πλάκα, τον έκλεισαν σε μια ντουλάπα… και άλλοτε τον έδεσαν σε καρέκλα. Βουλευτής έβαλε βύσμα, καλύπτοντας τους ταραξίες της άγριας συμμορίας που τον βασάνιζαν… βραβεύουν με ατιμωρησία την παραβατικότητα… Στα ρούχα του εντοπίστηκαν μεγάλες αόρατες κηλίδες αίματος… Υπήρχαν δυο τομές στον καρπό του δεξιού χεριού που έκοψε τις φλέβες του… Η πρώτη ήταν το λεγόμενο τραύμα του δισταγμού». Σύμφωνα με όσα γράφονται στις εφημερίδες, υπάρχει και η εκδοχή για φαινόμενα, όπως η αυτοχειρία, όπως αναφέρει η ιατροδικαστική έκθεση, δηλαδή δεν είναι σίγουρο αν έχει αυτοκτονήσει… Από τον αποχαιρετισμό συμμαθητών του στο Λύκειο Ρεθύμνου: «Θέλουμε να γράψουμε σαν κατευόδιο, σαν ξόδι για τον δικό μας Βαγγέλη, για κάθε παιδί που βρίσκεται αντιμέτωπο με τον εκφοβισμό, που το καταρρακώνει και αισθάνεται αβοήθητο. Ο καθένας μας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. Ήταν ένα παιδί ήσυχο, δεν πείραζε κανένα…».

Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής για εφήβους: έξι στους εκατό μαθητές, θύματα σχολικού εκφοβισμού με πολλές μορφές: σωματική βία (γροθιές, κλωτσιές), λεκτική (βρισιές, συκοφαντικά σχόλια, φήμες, ψηφιακή βία (cyber bulling). Τα θύματα, αντιδρώντας, καταστρέφουν ή αυτοκαταστρέφονται. Και οι τραμπούκοι, η βάρβαρη αυτή «συναγωγή πονηρευομένων» όσο πιο ένοχοι, τόσο κλιμακώνουν τις επιθέσεις τους. Το μίσος τους απύθμενο, όπως στον 108ο Ψαλμό: «κατεδίωξεν άνθρωπον πένητα και πτωχόν κατανενυγμένον τη καρδία του θανατώσαι… δεν φάνηκε εύσπλαχνος, αλλά τουναντίον κατεδίωξε άνθρωπο δυστυχισμένο με καταπληγωμένη καρδιά, επιδιώκοντας να τον εξοντώσει».

Ο δεκάχρονος Αλέκος, στο διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη «Τα Δαιμόνια στο ρέμα», (από τα Άπαντα, Γ΄, Δόμος 1989), αφηγείται τον δικό του κατατρεγμό, όταν με άλλα πέντε έξι παιδιά πήγαν να παίξουν στου Χαιρημονά το ρέμα. Μα εκείνα τα παιδιά «τέκνα ναυτικών, πορθμέων, ναυπηγών, γεωργών… εξέσπων εις φθόνον… με εμίσουν διότι ήμην παπαδοπαίδι… μ’ επεριφρονούσαν… με ωνείδιζαν και άνευ αιτίας, ήρχισαν να με “αναγορεύουν”… να με προσφωνούν δηλαδή με υβριστικά επίθετα. Εγώ ήρχισα να κλαίω». Και «πανούργοι και παμπόνηροι» όπως ήταν, άρχισαν να τρέχουν και έφυγαν, αφήνοντάς τον μόνο, μέσα στο βαθύ, ατέλειωτο εκείνο ρέμα, χωρίς να μπορεί να βρει δρόμο για να επιστρέψει. Ακόμη και δυο βοσκόπουλα της ηλικίας του, αντί να τον βοηθήσουν να βρει μια διέξοδο, εκσφενδονίζουν «μέγα χαλίκιον» επάνω του. Η σωτηρία του τελικά ήρθε με την επέμβαση ενός σεβασμίου γέροντος που «είχε κάλλος οποίον αι εικόνες έχουν». Ήταν ο Χαιρήμων ο μοναχός – «προ χρόνων πολλών αποθαμένος».

Ένα άλλο δεκάχρονο παιδί στην «Ώρα της φυρονεριάς» του Δημήτρη Χατζή, (Ανυπεράσπιστοι, Το Ροδακιό, Αθήνα 2000) ντροπιασμένο με τα πειράγματα μικρών και μεγάλων, που η μάνα του δέχεται «αγαπητ’κούς» στο φτωχόσπιτό τους, εγκαταλείπει το σχολείο γιατί εκεί τ’ άλλα παιδιά «δεν τον θέλαν, τον αποδίωχναν από κοντά τους, τον βρίζαν και πάντα με τις ίδιες βρισιές, και πάντα θέλανε να μαλώνουν μαζί του… όλα τα φοβότανε σ’ αυτό το σχολειό, από το πρωί που ξεκινούσε να πάει ως τ’ απόγευμα που τελειώναν… κι ο δάσκαλος δε γνοιάστηκε και πολύ… μπορεί και να χάρηκε κιόλας που γλύτωσε απ’ τον μπελά του, να μη σκανταλίζονται τ’ άλλα παιδιά…». Κι ο άπραγος Κωνσταντής βρίσκει καταφύγιο στο λιμάνι κι απρόσμενο προστάτη ένα κατ’ όψιν αγριάνθρωπο, τον Χαμάλαρο, με συμπονετική καρδιά και γίνεται κοντά του ένας μικρός βαστάζος.

Από το πεζογράφημα, «Τα παρατσούκλια», του Γιώργου Ιωάννου (Η Σαρκοφάγος, Κέδρος, 1992) αντιγράφω: «Ένας από τους μεγαλύτερους διώκτες και βασανιστές μου… όταν ήμασταν μαζί στο σχολείο, διαλαλούσε τα απειράριθμα παρατσούκλια μου… νομίζει πως δεν τα θυμάμαι πια κι ότι έχω ψυχή επιπόλαιη σαν την δική του… ξεχνά όμως ή συχωρεί ποτέ ένας άνθρωπος με σώες τις φρένες του τα βασανιστήρια που κάποτε του κάνανε;… που κάθε μέρα με πλήγωναν πιο βαθιά;… καταλαβαίνω πόσο μαρτύρησα κάποτε απ’ το τίποτε και πόση επίδραση είχαν πάνω μου σ’ όλη μου τη ζωή, εκείνα τα παρατσούκλια».

Ο Θανάσης Νιάρχος στο «Ο φόβος φυλάει τα έρημα», περιοδικό Τραμ, τεύχος 11, γράφει: «Όταν ήμουν μικρός, τα παιδιά της γειτονιάς δε με παίζανε. Φοβόμουν κι εγώ αλήθεια χοντρός καθώς ήμουν να μπλεχτώ μαζί τους, γιατί μόλις γινόταν καμιά στραβοτιμονιά στο παιχνίδι, ξεσπούσαν όλοι πάνω μου. Έλεγαν πως δεν τα καταφέρνω, μ’ έβριζαν, αλλά κι όταν δεν το έλεγαν δυνατά φαινόταν συνεννοημένα μεταξύ τους για το ποιος είναι ο φταίχτης. Μαζευόμουν κι εγώ με αποτέλεσμα να τα κάνω ακόμη χειρότερα τα πράγματα και τότε πια ήταν που γινόταν αλύπητοι και αυτοί που σ’ άλλες ώρες μου έδειχναν κάποια συμπάθεια… Την διαδρομή από το σπίτι στο σχολείο, ενώ όλοι οι άλλοι ξεκινούσαν συντροφιές… εγώ την έκανα μοναχός μου… και επειδή δεν τα κατάφερνα στις αθλοπαιδιές… ό,τι εμπόδιο ήταν να πηδήξουμε το έπαιρνα σβάρνα…» Κι όταν το ακούει κι από κάτι θείες να λένε γι’ αυτόν στους δικούς του, ως παρακλήτορες κακών: «προσέξτε το παιδί κάθεται μόνο του σε μια γωνιά ενώ τ’ άλλα παιδιά παίζουν… προσέξτε το παιδί, θα του βγει κανένα όνομα», βιώνει στο πετσί του την απόρριψη και από τον περίγυρό του. Και ποιο παιδί ευαίσθητο δεν θα έλεγε σαν τον Κ. Καρυωτάκη στο πεζό του «Κάθαρσις» «Κανάγιες!… το ψωμί της εξορίας με τρέφει»;

Ένας δεκαοχτάχρονος τώρα, στο θεατρικό έργο Τσάι και συμπάθεια του Ρόμπερτ Άντισον (1953), που ανέβηκε στο θέατρο τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στο Μπροντγουέϊ από τον Ηλία Καζάν, ενώ το 1956 στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Βιτσέντε Μινέλι με πρωταγωνιστές την Ντέμπορα Κέρ και τον Τζων Κερ. Στη χώρα μας ανέβηκε για πρώτη φορά το 1959, στο θέατρο Κυβέλη από την Αλίκη Θεοδωρίδου και τον Πώλ Νορ, ενώ στην τηλεόραση, το είδαμε το 1976, στο Θέατρο της Δευτέρας, με την Μαίρη Λαλοπούλου και τον Ντίνο Αυγουστίδη στους ομώνυμους ρόλους. Ο Τομ, μαθητής σ’ ένα γυμνάσιο στη Νέα Αγγλία, μένει σε μια πανσιόν με άλλους συμμαθητές του. Αγνός, τρυφερός, με πολλά ταλέντα: παίζει κιθάρα, θέλει να γίνει τραγουδιστής, είναι δεξιοτέχνης, πρωταθλητής στο τένις. Μα η ευαισθησία του, η καλλιέργειά του, τα ενδιαφέροντά του για την κλασική μουσική τον δείχνουν αλλιώτικο στους πολλούς. Και, από μια ασήμαντη αφορμή, ξεσπούν εναντίον του, χλευάζοντάς τον ακόμη και για το «ανάλαφρο περπάτημά του», τ’ ακούρευτα μαλλιά του, τον αποφεύγουν όταν τους πλησιάζει, τον συκοφαντούν στη διεύθυνση ώστε να τον διώξουν από το σχολείο. Κι αυτός, αισθανόμενος πως «όλοι σ’ αυτό το σχολείο τον μισούν», κλείνεται στη μοναξιά του. Μόνο η γυναίκα ενός καθηγητή, με την διακριτική αγάπη της συμπαραστέκεται στα μαρτύρια που τον κάνουν και στις ματαιώσεις που δέχεται και που τον οδηγούν μέχρι να επιχειρήσει ν’ αυτοκτονήσει. Ξεσκεπάζοντας αυτή η γυναίκα την υποκρισία του άντρα της ακόμα και ως συζύγου, την ανεύθυνη συμπεριφορά του πατέρα του Τομ, την ανικανότητα πολλών να νιώσουν τη μοναδικότητα κάθε προσώπου διαφορετικού, τολμά και τους λέει: «Μιλάω για αγάπη, για εντιμότητα, για ανδρισμό, για αδικίες, για εχθρότητες… ο ανδρισμός δεν είναι πόζα και βλαστήμια και ορειβασίες… είναι τρυφερότητα και χάδι και ευγένεια…»

Πολλές οι κινηματογραφικές ταινίες για την ενδοσχολική βία. Αναφέρονται μεταξύ άλλων: Elephant (2003) του Γκας Βαν Σαντ, (Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα), με αφορμή τη δολοφονία δεκατριών μαθητών στο λύκειο Κολομπάιν του Όρεγκον το 1999, το φλαμανδικό δράμα Ben-X (2007), με τον ελληνικό τίτλο Ο διστακτικός ήρωας, όπου στόχος χλεύης γίνεται ένας μαθητής της Γάνδης με σύνδρομο Άσπεργκερ (μια μορφή αυτισμού), που ένα δημοσίευμα εφημερίδας έγινε η αιτία να εμπνευστεί ο δημοσιογράφος Νικ Μπαλτάζαρ, να το μετατρέψει σε μυθιστόρημα και να σκηνοθετήσει ο ίδιος το έργο, και τέλος, η ταινία After Lucia, μεξικάνικο δράμα του 2012 σε σκηνοθεσία του νεαρού Μισέλ Φράνκο (Α΄ Βραβείο φεστιβάλ Καννών), όπου μια έφηβη, μετά το θάνατο της μητέρας της σε τροχαίο, πηγαίνει με τον πατέρα της στο Μεξικό, όπου στο σχολείο της γίνεται θύμα ψηφιακής βίας – διαδίδεται βιντεοσκοπημένη η ερωτική συνάντηση μ’ ένα συμμαθητή της στο διαδίκτυο, με επακόλουθο τον διασυρμό της με εξευτελιστικά σχόλια στο κινητό, ξυλοδαρμό, κόψιμο των μαλλιών της, κλέψιμο των ρούχων της, με τραγική κατάληξη για τον πρωταίτιο από τους θύτες.

Βαγγέλη, Ιάκωβε, Γιακουμή, Αλέκο, Γιώργο, Θανάση, Τομ, Λώρα, Βάσια, Ματίνα, Λάζο, Γκεράλντο, Αλεχάνδρα…, όλοι εσείς που δεχτήκατε και δέχεστε στους αδύναμους ώμους σας το λιθοβολισμό της σπείρας των ανελέητων, ας φτεροκοπήσει μέσα στην παιδική καρδιά σας η λαχτάρα για αγάπη, η δίψα για μια ζεστή αγκαλιά! Φταίχτες είμαστε κι εμείς, που το δράμα σας το αναλογιζόμαστε μόνο όταν οι λύκοι ζυγώνουν όλο και πιο κοντά στα μαντριά μας.

 

* Ο πεζογράφος Γιάννης Πατσώνης γεννήθηκε το 1950 στη Θεσσαλονίκη. Έργα του: Κυλιόμενες σκάλες, Κάλβος, Αθήνα 1982 και Τα μάτια των περαστικών, Κέδρος, Αθήνα 1985. 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top