Fractal

Διήγημα: “Μεγάλες αγάπες”

Του Γιάννη Παπαγιάννη //
 

fractal_

 

Η Τροτσκιστική Μαοϊκή Σοσιαλιστική παράταξη όπου είχε από την ενηλικίωσή μας ενταχθεί ο καλός φίλος των εφηβικών μου χρόνων σημείωσε άνοδο της τάξεως του 15.000 % στις Ευρωεκλογές του 2004, την εποχή που χώρισα από μία από τις λίγες μεγάλες μου αγάπες. Στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση είχε λάβει λίγες εκατοντάδες, μπορεί δεκάδες, δεν θυμάμαι, ψήφους, γεγονός που ενέτεινε τις εσωκομματικές διαμάχες. Παρ’ ολίγον να οδηγηθούν σε διάσπαση. Η Τροτσκιστική πτέρυγα ζητούσε να κηρυχτεί παγκόσμια επανάσταση, οι Μαοϊκοί μενσεβίκοι πρότειναν να ιδρυθεί Ελληνικός κόκκινος στρατός στις κορυφές του Ολύμπου και να κάνει, στα πρότυπα του Μάο, μία μεγάλη πορεία μέχρι την Πίνδο, ενώ μία άλλη, μικρότερη ομάδα, έριχνε φάσκελα και βρισιές, περισσότερες κι από τις ψήφους που είχαν λάβει.

Οι Ευρωεκλογές έσωσαν την παράταξη. 13.627 πολίτες την τίμησαν με τη ψήφο τους. Ίσως βέβαια, είχα σκεφθεί, δεν το είπα στον φίλο, το γεγονός ότι το λογότυπό τους έμοιαζε με εκείνο του Συνασπισμού που συντόμως μετονομάστηκε σε ΣΥΡΙΖΑ, (είχαμε μπερδευτεί λίγο με τους τίτλους) να έπαιξε κάποιο ρόλο, καθώς οι πάσχοντες από μυωπία ή άλλες ασθένειες του οπτικού βολβού ή της μνήμης δύσκολα ξεχώριζαν τα δύο ψηφοδέλτια, θεωρία διόλου ανεδαφική, καθώς, όπως μάθαμε από τις ειδήσεις, ακόμη και ουρολογικές εξετάσεις γερόντων βρέθηκαν στις κάλπες. Την αλήθεια δεν θα τη μάθουμε ποτέ, διότι δεν γνωρίζουμε τις αιτίες των πραγμάτων, όπως μάλλον είχε πει ένας φιλόσοφος που δεν θυμάμαι το όνομά του και, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω εάν το έχει πει. Αυτό που θυμάμαι, είναι η ρήση του Βιργιλίου, ότι ευτυχής είναι εκείνος που γνωρίζει τις αιτίες των πραγμάτων, το οποίο συνεπάγεται ότι όλοι είναι δυστυχείς, διότι κανείς δεν τις γνωρίζει. Άλλωστε, ποια είναι η αλήθεια; Αυτά που θυμόμαστε ή αυτά που συνέβησαν; Αυτά που συνέβησαν δεν υπάρχουν αν κάποιος δεν τα θυμηθεί και δεν τα αφηγηθεί κι αυτά που θυμόμαστε είναι αλλοιωμένα από την ίδια τη μνήμη κι αυτά που αφηγούμαστε είναι ακόμη περισσότερο αλλοιωμένα από την ατέλεια και την αδυναμία των λέξεων. Κάποτε, σε γιορτινό τραπέζι, ένα ζευγάρι, εικοσιπέντε χρόνια αγαπημένοι, άρχισαν να μιλάνε για μια περιπέτεια της υγείας του συζύγου. Εγώ το γνώριζα. Οι υπόλοιποι όμως εξεπλάγησαν. Κάθε ένας αλλιώς περιέγραφε τα γεγονότα. Δύο διαφορετικές αλήθειες για δύο τόσο στενά δεμένους ανθρώπους.

Ήταν ο πρώτος τους εκλογικός θρίαμβος. Κι ο τελευταίος. Σύντομα, λυπηρά γεγονότα σχεδόν διέλυσαν το κόμμα. Ομάδα μελών ίδρυσε την νέα παραταξιακή φράξια «Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ», νομίζοντας ότι επρόκειτο για αναρχικό κι ότι είχε εφεύρει την ομώνυμη βόμβα. Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να ενημερώσω τον φίλο μου ότι ο Μολότοφ ήταν το δεξί χέρι του Στάλιν, υπεύθυνος για εκκαθαρίσεις και δολοφονίες κι ότι «κοκτέιλ Μολότοφ» ονόμασαν οι Φιλανδοί χλευαστικά τις αυτοσχέδιες, βασισμένες σε αρχαία συνταγή, που έφτανε έως το υγρό πυρ των Βυζαντινών, βόμβες που εκτόξευαν ενάντια στα σοβιετικά άρματα στον πόλεμο του 1939. Έγινε πόλεμος μεταξύ Φιλανδών και Ρώσων; αμφισβήτησε ο φίλος. Τι νομίζεις, ενημέρωσα, ότι μόνο εμείς με τους Τούρκους είμαστε παραδοσιακά εχθροί; Είναι κι οι Φιλανδοί με τους Ρώσους, το Ιράν με το Ιράκ, η Ικαρία με τη Σάμο, ο Άι Στράτης με το Καστελόριζο. Καλά, καλά, φθάνει, με διέκοψε, όχι, επέμεινα, να σε ενημερώσω, επιτέθηκε λοιπόν ο Στάλιν με ισχυρές δυνάμεις πριν τον μεγάλο πόλεμο αλλά δεν κατάφερε σπουδαία πράγματα γιατί η αντίσταση ήταν μανιασμένη κι ο

κόκκινος στρατός αποδυναμωμένος αφού είχαν εκτελεστεί σχεδόν όλοι οι παλιοί στρατιωτικοί, καλά, καλά, με διέκοψε και πάλι ο καλός φίλος κι έτρεξε να συγκαλέσει έκτατη κομματική σύσκεψη. Η πληροφορία, στεναχωριέμαι που το λέω, είχε ως αποτέλεσμα να διαγραφούν ως Σταλινικοί οι φραξιονιστές και το κόμμα να χάσει τα περισσότερα μέλη του.

Όμως τις όμορφες ημέρες μετά τις Ευρωεκλογές, τίποτα δεν προοιώνιζε τα λυπηρά γεγονότα. Ήταν όπως τα ζευγάρια των ερωτευμένων που αισθάνονται την μεγαλύτερη αγάπη τους λίγο πριν χωρίσουν. Ενθουσιασμένοι από την ανταπόκριση των ψηφοφόρων, οραματιζόμενοι νέους αγώνες που θα ακολουθούσαν, έχοντας ήδη αρχίσει να γράφουν τα πανό για τις επόμενες μεγάλες μαζικές διαδηλώσεις που, δεν μπορεί, για κάποιο λόγο θα γίνονταν, διοργάνωσαν ένα μεγάλο, εορταστικό πάρτι.

Ως βαθιά πολιτικοποιημένα πρόσωπα, εγώ και οι στενοί φίλοι, παρακολουθούσαμε, όχι μόνο τις πολιτικές θέσεις των κομμάτων, αλλά και τις εσωκομματικές εξελίξεις. Είχαμε μάθει από έγκυρη πηγή ότι οι κοπέλες της παράταξης συνήθιζαν να κάνουν σεξ από την πρώτη βραδιά. Σπεύσαμε να ανταποκριθούμε στην πρόσκληση του καλού φίλου, παρ’ ότι ούτε ήμασταν ψηφοφόροι, ούτε θα γινόμασταν.

Απλοί, μαθηματικοί, στατιστικοί υπολογισμοί αποδείκνυαν: εάν ένας μόνον για κάθε 50 ψηφοφόρους προσερχόταν, ποσοστό 2%, θα μαζεύονταν στο πάρτι 272 άτομα. Εάν οι μισές ήταν γυναίκες, θα είχαμε 136 κοπέλες και μισή. Ήμασταν τέσσερις. 34 γυναίκες συν κάτι δεκαδικά για τον κάθε ένα, έτοιμες να κάνουν σεξ από το πρώτο βράδυ! Ντυθήκαμε Τροστκιστές και Μαοϊκοί, φορέσαμε δηλαδή κάτι παλιά τζην και γκρίζα πουκάμισα που ανακαλύψαμε στα βάθη των ντουλαπιών, δεν ξυριστήκαμε για λίγες ημέρες και σπεύσαμε. Ένας φίλος που είχε μουστάκι, φόρεσε και στρογγυλά γυαλιά. Έμοιαζε με τον Μολότοφ. Ίσως εκείνο το βράδυ κάποιοι τον είδαν κι εμπνεύστηκαν τη φράξια.

Το μαγαζί ήταν τόσο μικρό ώστε δύσκολα θα χωρούσε πάνω από 50 ανθρώπους. Εάν γέμιζε. Αλλά δεν ήταν γεμάτο. Το πολύ είκοσι θαμώνες προσπαθούσαν να διασκεδάσουν την ώρα που μπήκαμε. Είχαν ντυθεί κυριλέ, ίσως πρώτη φορά στη ζωή τους, ίσως για να εορτάσουν τη νίκη. Ήμασταν σαν τους γύφτους μες το γάλα.

«Ρε συ, πού είναι οι 13.620 ψηφοφόροι σας;» ρώτησα τον καλό μου φίλο.

«13.627. Θα έρθουν. Είναι νωρίς ακόμα».

«Και να έρθουν, πού θα τους βάλετε»;

Μέχρι αργά τη νύχτα, είχαν έλθει άλλοι είκοσι. Οι μισοί μπήκαν κατά λάθος και βγήκαν αμέσως μόλις κατάλαβαν. Δεν είχα μπορέσει να ανεύρω ούτε μια γυναίκα όμορφη, εκτός από τη σερβιτόρα, η οποία δεν ανήκε στην παράταξη, επομένως μάλλον δεν θα έκανε σεξ από το πρώτο βράδυ. Οι φίλοι απογοητεύτηκαν κι έφυγαν. Έμεινα μόνος. Έτσι γνώρισα την Ελένη.

Ήταν εκεί, από την αρχή. Αλλά δεν την είχα δει. Ούτε οι άλλοι την είχαν προσέξει. Είχε, φαίνεται, κάτι που την έκανε αόρατη, αν κι ήταν μικρή και όμορφη. Ξανθιά, με μεγάλα μάτια, είκοσι δύο, αν θυμάμαι καλά, χρονών. Θα περνούσε ολόκληρο βράδυ χωρίς να συναντηθούμε, αν δεν έπιανα κουβέντα, όταν οι φίλοι έφυγαν, για να σκοτώσω τον χρόνο μου, με μια χοντρή με γυαλιά στο μπαρ. Λίγες λέξεις ήθελα να ανταλλάξω, μια ψευδαίσθηση επικοινωνίας. Ασυγχώρητο λάθος. Η χοντρή όρμησε. Έπεσε σχεδόν επάνω μου. Φαινόταν έτοιμη να με φιλήσει ή, ακόμα χειρότερα, να με βιάσει. Έναν μόνο τρόπο σκέφτηκα για να την απομακρύνω. Της είπα ότι συνήθως ψήφιζα Νέα Δημοκρατία, σε εκείνες όμως τις ευρωεκλογές το είχα ρίξει στον Καρατζαφέρη. Η παχιά διακτινίστηκε στην άλλη άκρη του μαγαζιού. Έτσι

αποκαλύφθηκε η αδύνατη νεαρή κοπέλα που μέχρι εκείνη τη στιγμή έκρυβε με τον όγκο της.

Με αυτόν τον τρόπο συναντήθηκαν οι ζωές μας. Τη ρώτησα το όνομά της. Μου το είπε. Τη ρώτησα με τι ασχολείται. Έμαθα ότι ήταν ηθοποιός αλλά δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Γιατί; ρώτησα. Δεν είχε γνωριμίες; Δεν είχε φίλους; Όχι, απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Δεν είχε ούτε γνωριμίες, ούτε φίλους. Εγώ, ανόητος, απτόητος, συνέχισα την αδιάκριτη εισβολή. Μα δεν μπορεί. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε φίλους. Εγώ δεν έχω, μου είπε. Ίσως επειδή δουλεύω όλη μέρα. Δεν προφταίνω να αναπτύξω κοινωνική ζωή.

Μα, πού δουλεύεις, συνέχισα, αφού, όπως μου είπες, δεν μπορείς να βρεις δουλειά; Οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί που θα ήθελα. Σε όποια δουλειά βρω, εκτός από εκείνην που αγαπάω. Σερβιτόρα σε μπαρ, εργάτρια σε πρατήριο με τυρόπιτες, μοιράζω διαφημιστικά φυλλάδια. Μόνο στο θέατρο δεν έχω ποτέ παίξει. Θυμήθηκα τον «Γιούγκερμαν», το καλύτερο, ίσως το μόνο καλό, βιβλίο του Μ. Καραγάτση. Την ιστορία ενός άνδρα που είχε όλες τις γυναίκες εκτός από εκείνες που αγάπησε πραγματικά. Ίσως, σκέφτηκα, ο άνθρωπος μπορεί να έχει τα πάντα εκτός από αυτά που πραγματικά επιθυμεί. Τότε μόνο πρόσεξα τη θλίψη στα νεανικά της μάτια.

«Πού μένεις;» ρώτησα.

Ήταν, το σπίτι της, κοντά στο δικό μου. Μακριά από εκεί.

«Πώς ήρθες»;

«Με λεωφορείο. Με δύο λεωφορεία. Ψέματα, με τρία λεωφορεία».

«Πώς θα φύγεις»;

Κοίταξε το ρολόι της. Είχαν περάσει τα μεσάνυκτα. Τα δρομολόγια των λεωφορείων είχαν σταματήσει.

«Δεν ξέρω».

«Νομίζω πως μόλις βρήκες τρόπο».

Επιστρέψαμε αργά τη νύχτα με το αυτοκίνητό μου. Το διαμέρισμά της, ψηλά έτσι όπως την κοίταζα από τον δρόμο, φαινόταν ένα θαυμάσιο ρετιρέ. Δεν ταίριαζε με τη λύπη των ματιών της.

«Μπορείς να ανέβεις αν θέλεις», μου πρότεινε.

Γράφονται και συζητούνται τόσα, ώστε ακόμη κι αυτοί που ζουν στην πρώτη γραμμή της πραγματικότητας επηρεάζονται από την άλλη πραγματικότητα, των λόγων. Η αλλαγή ρόλων των φύλων είναι ένας από τους αστικούς μύθους που μετρούν δεκαετίες ζωής, οφείλω όμως να ομολογήσω ότι είναι κουραφέξαλα. Σε ολόκληρη ζωή μου, ήταν, ίσως, η μόνη φορά που πήρε γυναίκα την πρωτοβουλία – πάντοτε όλες από εμένα περίμεναν, ποτέ τίποτα δεν γινόταν εάν δεν έκανα πρώτη κίνηση εγώ. Ήταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Νύσταζα. Όμως δεν μπορούσα να απορρίψω την μοναδική πρόσκληση που μου είχε γίνει ποτέ.

Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια. Ασανσέρ δεν υπήρχε ούτε ως ιδέα. Αυτή ήταν η πρώτη έκπληξη. Η δεύτερη έκπληξη, πολύ μεγαλύτερη, συνέθλιψε την πρώτη. Η πόρτα άνοιξε κι είδα ότι το θαυμάσιο ρετιρέ που νόμιζα ότι είχα δει, δεν υπήρχε. Ένα παράπηγμα ήταν, ορθωμένο με γυψοσανίδες σε μία ταράτσα. Πάτωμα, το τσιμέντο της ταράτσας. Οι τοίχοι, δύο δάκτυλα λεπτοί. Τους χτύπαγε ίσως από το πρωί ο ήλιος. Έκανε τρομερή ζέστη. Προσπαθούσα να φανταστώ πόσο κρύο θα έκανε τον χειμώνα. Σκόρπια ρούχα, βιβλία πεταμένα και κεριά, πολλά. Δεν υπήρχε τετραγωνικό εκατοστό χωρίς κάποιο αντικείμενο επάνω του και δεν μπορούσες να κοιτάξεις πουθενά χωρίς να δεις ένα τουλάχιστον κερί.

«Σου αρέσουν τα κεριά;» ρώτησα.

«Καθόλου. Αλλά μου έκοψαν το ρεύμα. Ελπίζω να βρω λεφτά αυτές τις μέρες».

Την λυπήθηκα. «Να σου δώσω εγώ», προσφέρθηκα, αυθόρμητα.

«Δεν χρειάζεται. Περιμένω να με πληρώσουν από τις τυρόπιτες. Συγγνώμη για την ακαταστασία. Δουλεύω, όπως σου είπα, όλη τη μέρα. Άλλωστε, δεν ήξερα ότι θα έλθεις».

Ανοησίες, σκέφτηκα. Τα ψέματα που λένε πάντα οι γυναίκες. Ήταν σίγουρο ότι, αν δεν ήμουν εγώ, κάποιος άλλος θα ερχόταν. Ότι πάντα κάποιος ερχόταν.

Χρειάστηκε να τη γνωρίσω καιρό για να καταλάβω ότι έλεγε αλήθεια. Κανένας δεν ερχόταν. Με είχε επιλέξει, εμένα. Ποιος ξέρει γιατί. Ήμουν πάνω από σαράντα κι ήταν είκοσι δύο.

Κάναμε έρωτα σε ένα μονό κρεβάτι που δεν ήταν ακριβώς κρεβάτι. Έμοιαζε με ράντζο που είχε μεταποιηθεί σε παιδική πισίνα. Βάθαινε τόσο στη μέση ώστε, αν έριχνες νερό, άνετα τσαλαβουτούσε ένα μωρό παιδάκι.

Σκέφτηκα ότι οι φήμες ήσαν αληθινές. Πράγματι οι κοπέλες της παράταξης έκαναν σεξ από την πρώτη βραδιά.

«Πόσα χρόνια είσαι μέλος της παράταξης»;

«Ποτέ δεν ήμουν μέλος. Δεν τους ψηφίζω καν».

«Τότε, πώς βρέθηκες στο πάρτι»;

«Γιατί, εσύ πώς βρέθηκες; Μη μου πεις ότι είσαι μέλος της παράταξης»;

Να δεις που κανένας δεν ήταν μέλος της παράταξης. Εκτός από τον καλό μου φίλο και, ίσως, την χοντρή.

«Να ρωτήσω κάτι; Δεν έχεις γονείς;», τη ρώτησα πριν φύγω.

«Έχω», απάντησε.

Δεν θα έπρεπε να την βοηθούν οι γονείς, σκέφτηκα. Τουλάχιστον οικονομικά. Έφυγα, πιστεύοντας ότι δεν θα την ξαναδώ. Τρεις ήταν οι χωρισμοί που στοίχισαν πολύ στη ζωή μου και τότε βίωνα τον έναν από αυτούς. Δεν ήμουν μόνο μεγάλος για την Ελένη. Ήμουν και πολύ λυπημένος.

Όμως τις επόμενες ημέρες άρχισε να με παίρνει τηλέφωνο. Τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε ημέρα. Στην αρχή την απέφευγα. Ήθελα να μείνω μόνος και, έλεγα μέσα μου, τι διάβολο ζητούσε αυτό το νεαρό, όμορφο κορίτσι από έναν άντρα που είχε τα διπλά της χρόνια κι επιπλέον η θλίψη τον έκανε απωθητικό; Δεν έδινε, ούτε έδινα, απαντήσεις. Δεν υπήρχαν απαντήσεις. Η ζωή φτιαχνόταν από τις πράξεις. Επέμενε. Με έπαιρνε, ξανά και ξανά.

Ένα βράδυ με είχε λυγίσει η μοναξιά κι ήμουν έτοιμος να κλάψω ή να αυτοκτονήσω.

«Έλα σπίτι μου», την κάλεσα.

Ήρθε γρήγορα. Δεν ξέρω πώς. Ίσως με τα πόδια. Δεν είχε λεφτά για ταξί.

Η φιλοξενία μου θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα στο σαβουάρ βίβρ. Παράδειγμα προς αποφυγήν.

Δεν της προσέφερα τίποτα. Δεν είχα τίποτα. Είχα πιεί όλα τα ποτά για να πνίξω τον πόνο μου. Είχα φάει όλα τα γλυκά, επειδή ήμουν λαίμαργος. Ούτε καν τροποποίησα το πρόγραμμά μου για χάρη της. Έκανα ό,τι κάθε βράδυ. Έφαγα, είδα τηλεόραση.

«Η κουζίνα, γιατί δεν έχει φως;» ρώτησε.

«Πάντως όχι γιατί δεν πλήρωσα. Έχει χαλάσει ο διακόπτης. Παίρνω κάθε μέρα τον ηλεκτρολόγο. Είναι απίστευτο πόσες δουλειές έχουν οι ηλεκτρολόγοι».

«Με αφήνεις να προσπαθήσω»;

Σήκωσα ειρωνικά τους ώμους. Σε δέκα λεπτά το φως άναβε πάλι.

«Ξέρεις ηλεκτρολογικά»;

«Ακόμα και πλακάκια βάζω».

Έπειτα κάναμε έρωτα.

«Θέλεις να κοιμηθούμε μαζί;» μου πρότεινε, λίγο ντροπιασμένη.

«Συγγνώμη, δεν μπορώ».

Είχα στερέψει από αγάπη. Μπορούσα να κάνω σεξ, όχι όμως αγκαλιά. Όχι να κοιμηθώ στο ίδιο κρεβάτι. Δεν μπορούσα να παραχωρήσω τη θέση της μεγάλης, χαμένης αγάπης μου σε καμία άλλη. Ακόμα κι αν η άλλη ήταν πιο όμορφη, πιο καλή, πιο τρυφερή.

Ντύθηκε, ακόμα πιο ντροπιασμένη.

«Θα σε πάω εγώ σπίτι», της είπα.

«Δεν χρειάζεται».

«Θα σε πάω».

Την άφησα έξω από το φτιαγμένο με γυψοσανίδες διαμέρισμα.

Από τη νύχτα εκείνη, έγινε το ίδιο πολλές φορές. Τόσο που θα νόμιζε κανείς ότι επαναλαμβανόταν η ίδια νύχτα, αέναα. Με έπαιρνε τηλέφωνο σχεδόν κάθε μέρα. Όποτε μπορούσα κι είχα όρεξη της έλεγα να έλθει από το σπίτι. Κάποιες φορές πήγα κι εγώ στο δικό της.

Έπειτα από τρεις μήνες, μου είπε ότι με αγαπάει. Εάν την αγαπούσα κι εγώ, μου είπε… Η αγάπη όλα μπορούσε να τα καταφέρει. Ανόητη, αφελής μικρή, σκέφτηκα. Τίποτα η αγάπη δεν μπορεί να καταφέρει, είπα. Γιατί το λες αυτό, μου είπε. Γιατί έτσι είναι η ζωή, της απάντησα. Γιατί οι στιγμές είναι γρήγορες και φεύγουν. Γιατί η αγάπη είναι χρυσός κι ο χρόνος κλέφτης. Γιατί ο χρόνος είναι παλιός κι η αγάπη μικρή. Όταν η κουρτίνα σηκώνεται, δεν υπάρχει τίποτα από πίσω. Έτσι λέει το τραγούδι. Γι’ αυτό, μη λες μεγάλα λόγια όταν μιλάς γι’ αγάπη.

Έβαλε τα κλάματα. Το καλύτερο που μπορούσα να κάνω, ήταν να φύγω. Ευτυχώς ήμουν στο δικό της σπίτι. Αλλιώς θα έπρεπε να φύγω από το δικό μου.

Όταν επέστρεψα στη μοναξιά του διαμερίσματός μου, οι τύψεις μου είχαν γίνει τόσο μεγάλες που γέμιζαν το δωμάτιο. Ήταν, ένιωθα, απαράδεκτος ο τρόπος που της φερόμουν. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Υπήρχε πιθανότητα, πέρασε από το νου, να είχε δίκιο όταν έλεγε ότι η αγάπη όλα μπορεί να τα καταφέρει; Μήπως εγώ ήμουν λάθος; Μήπως εκείνο το παλιό θλιβερό τραγούδι του Κουρτ Βάιλ δεν έλεγε παρά την αλήθεια του συνθέτη, την τραγική αλήθεια ενός μεγάλου μουσικού που πέθανε νέος; Ίσως, αν η ψυχή μου δεν ήταν δεσμευμένη, θα μπορούσα να πετύχω μαζί της αυτό που πάντα ονειρευόμουν: μια σχέση αγάπης δυνατής, χωρίς υπολογισμούς κι εμπόδια.

Όμως η ψυχή μου ήταν δεσμευμένη.

Δεν μπορούσα να ζήσω μια αγάπη δυνατή. Θα υπήρχαν συγκρίσεις. Θα υπήρχαν εμπόδια.

Έτσι, της είπα, ένα βράδυ όταν είχαν περάσει μήνες κι είχε αρχίσει να κάνει κρύο και το φτιαγμένο από γυψοσανίδες διαμέρισμα έμοιαζε με ψυγείο, ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω. Θα το ήθελα πολύ, αλλά δεν είχα μπορέσει, ακόμα, της είπα, να ξεχάσω την προηγούμενη κοπέλα μου. Δεν ξέρω αν θα το κατάφερνα ποτέ. Η καρδιά μου ήταν άδεια. Ίσως κάποτε να γέμιζε ξανά. Αν, κάποια στιγμή, νιώσω ότι μπορώ, θα σε πάρω τηλέφωνο, υποσχέθηκα. Να με πάρεις, μου είπε. Θα σε περιμένω. Ήταν πολύ συγκινητική εκείνη η βραδιά. Με φίλησε παθιασμένα και κάναμε έρωτα. Έπειτα έφυγα. «Ξέχασα να σου πω. Έδωσα εξετάσεις. Πέρασα στο Πανεπιστήμιο», μου είπε πριν φύγω. Στον δρόμο έκλαιγα. Εκείνη μάλλον έκλαιγε στο σπίτι μόνη.

Πέρασε καιρός και, ξαφνικά, ένα πρωί ξύπνησα και δεν θυμόμουν πια την μεγάλη, πονεμένη, δύσκολη, παλιά μου σχέση. Είχε βγει ήλιος, σπουργίτια πετούσαν σαν μαύρα στίγματα και τα λουλούδια στο μπαλκόνι μου είχαν αρχίσει να ανθίζουν. Τα είδα κι ένιωσα ότι δεν υπήρχε λόγος να πονάω. Δεν είχε ποτέ υπάρξει.

Άφησα να περάσουν λίγοι μήνες για να βεβαιωθώ ότι η αρρώστια είχε φύγει. Πιο λυπηρή κι από τον χωρισμό, ήταν η λησμονιά. Την είχα λατρέψει περισσότερο από την οικογένειά μου. Ίσως κι από τον εαυτό μου. Ζήσαμε μαζί, της έδινα τα πάντα, έπαιρνα τα πάντα. Τη χάιδευα τα βράδια σαν μωρό. Την παρηγορούσα όταν πονούσε. Την έβαζα να κοιμηθεί. Και τώρα την είχα ξεχάσει. Όσα είχαν οικοδομηθεί με τον χρόνο, με τον χρόνο πάλι είχαν χαθεί.

Είχα δώσει την υπόσχεσή μου. Την τήρησα. Τώρα που ένιωθα ότι μπορούσα, πήρα τηλέφωνο την Ελένη.

Δυσκολεύτηκα να τη βρω. Όταν, επιτέλους, σήκωσε το κινητό, με πληροφόρησε ότι, εκείνες τις ημέρες, εκτός από τη δουλειά, εκτός από τις σπουδές, ετοίμαζε μία θεατρική παράσταση. Δεν είχε μπορέσει να προσληφθεί σε θίασο. Γι’ αυτό είχε γίνει η ίδια θίασος. Σκηνοθέτης, παραγωγός, πρωταγωνιστής. Χάρηκα πολύ, της είπα, που θα έκανε, για πρώτη φορά, το όνειρό της πραγματικότητα.

Με κάλεσε στην πρεμιέρα.

Ήμουν από τους πρώτους που πήγαν. Κι από τους τελευταίους. Είχε πει την αλήθεια. Δεν είχε φίλους. Ελάχιστοι συγγενείς και μερικοί που είχαν κερδίσει προσκλήσεις από διαφημιστικές εκπομπές και ιστοσελίδες.

Την είδα, στη σκηνή του θεάτρου, πιο όμορφη από ποτέ. Η θαμμένη στη θλίψη της σεξουαλικότητα αναδυόταν μέσα από τα θεατρικά ρούχα και ο ρόλος πρόβαλε τον άλλο, τον δεύτερο εαυτό που όλοι έχουμε, τον τοποθετούσε, ίσως για λίγο, ίσως για πάντα, πάνω από τον πρώτο. Ήταν ταλαντούχα. Ήταν σχεδόν εξαίσια. Εάν διέθετε φίλους και γνωριμίες, θα μπορούσε να είχε κάνει καριέρα.

Την περίμενα μετά την παράσταση. Της έδωσα συγχαρητήρια. Την φίλησα σταυρωτά. Ένιωσα σεξουαλική επιθυμία όπως ποτέ δεν είχα νιώσει. Είπαμε να βρεθούμε για ποτό τις επόμενες μέρες, τώρα που δεν ήταν πια τόσο απασχολημένη.

Θυμάμαι ότι τηλεφωνηθήκαμε. Θυμάμαι ότι με πήγε σε ένα εναλλακτικό καφενείο, από εκείνα που είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας. Δεν υπήρχε, υποτίθεται, αφεντικό, αλλά όλοι οι εργαζόμενοι ήταν μαλλιάδες και αφεντικά. Σε άλλο τραπέζι μας έλεγε να κάτσουμε ο ένας και σε άλλο ο άλλος κι όταν καθίσαμε εμφανίστηκε τρίτος που μας είπε ότι το τραπέζι ήταν κρατημένο. Βολευτήκαμε, επειδή θέλαμε να βολευτούμε, στο μπαρ.

«Μου πέρασε ο πόνος», της είπα, έκπληκτος και χαρούμενος, τώρα που μπορούσα να πω τέτοια λόγια και να τα πιστεύω. «Νόμιζα ότι δεν θα περάσει ποτέ. Αλλά τώρα πια μπορώ και πάλι να αγαπήσω».

«Ίσως μπορώ κι εγώ. Αλλά όχι εσένα», μου απάντησε στην ερώτηση που ποτέ δεν έκανα. «Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει τότε. Έβλεπα κάτι επάνω σου. Όμως, τώρα πια, δεν το βλέπω».

«Μα, εσύ δεν μου έλεγες ότι η αγάπη όλα μπορεί να τα καταφέρει»;

«Αλήθεια; Έτσι είχα πει; Μπορεί. Δεν θυμάμαι».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top