Fractal

✔ Γιάννης Μαρής: ο Πατριάρχης και του ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

 

Στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Μαρή, χρωστάμε πολλά. Ακόμα κι εκείνο «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων» με τους Μυριβήλη, Τερζάκη, Καραγάτση, Βενέζη που γράφτηκε το 1958 για την εφημερίδα «Ακρόπολις», ήταν δική του έμπνευση.

 

Η ιστορία και η θεματολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος σε έναν τόπο είναι απολύτως εξαρτημένη από την δημοκρατικότητα, δηλαδή στο κατά πόσο επιτρέπεται στους συγγραφείς εκείνου του τόπου να γράφουν ή να μη γράφουν για τα κακώς κείμενα, που υπάρχουν πάντα, ας μη ξεγελιόμαστε.

Ο Γιάννης Μαρής εγκαινίασε στην Ελλάδα και το ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα είδος που συνέχισε πρόσφατα με επιτυχία ο Παναγιώτης Αγαπητός με τις «Βυζαντινές ιστορίες μυστηρίου» και ήρωα τον πρωτοσπαθάριο Λέοντα, όπως μας πληροφορεί ο μελετητής του, συγγραφέας Ανδρέας Αποστολίδης

Όλα τα ιστορικά αστυνομικά αφηγήματα του Μαρή «τοποθετούνται στα τέλη του 19ου αιώνα στη Θεσσαλία και στην Αθήνα και είναι δημοσιευμένα μεταξύ 1958 και 1960 (πλην ενός το 1964). Ο Μαρής δούλευε μαζεμένα συγκεκριμένα θέματα και πλοκές» μας κάνει γνωστό ο μελετητής του και συγγραφέας αστυνομικών Ανδρέας Αποστολίδης.

Ας μη ξεχνάμε εξάλλου, ότι ο Γιάννης Μαρής είναι ο συγγραφέας που εγκαινίασε το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα γράφοντας με τρόπο συστηματικό επί εικοσιπέντε χρόνια (1953-1978). Τις αστυνομικές του ιστορίες τις δημοσίευε καθημερινά σε συνέχειες σε εφημερίδες και περιοδικά. «Βασίζονταν στο είδος του ελαφρού θεάματος που έγινε δημοφιλές στον ελληνικό κινηματογράφο στις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Κράτησε την πλούσια γκάμα των χαρακτήρων του και ξέφυγε από την αφέλειά του, μετατρέποντάς το σε ερωτικό θρίλερ ή σε αγωνιώδες αφήγημα μυστηρίου. Πρωταγωνιστές του είναι ζιγκολό και μαιτρέσσες και ίνδαλμά του η “πολυτελής” γυναίκα. Στόχος του να διασκεδάσει και να ξαφνιάσει τον αναγνώστη με την πλοκή του. Εξόρισε την πολιτική από το έργο του και στη θέση της σχημάτισε τον δικό του κόσμο μέσα από σαρανταέξι μυθιστορήματα και δεκαέξι νουβέλες», μας κάνει γνωστό μέσα από την μελέτη του «Ο Γιάννης Μαρής και η εποχή του», ο Ανδρέας Αποστολίδης.

 

 

Τα ιστορικά του Γιάννη Μαρή:

 

Σε όλα τα ιστορικά αστυνομικά έργα του Γιάννη Μαρή η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Κάποιος απ’ την Αθήνα ή άλλο αστικό κέντρο πηγαίνει στην ελληνική πλέον Θεσσαλία [είπαμε τέλη του 19ου αιώνα], σε κάποιο τσιφλίκι με το απομονωμένο κονάκι του. Κι εκεί «επικρατεί ο τρόμος, υπάρχει το μυστήριο, ο φόνος και μια σαγηνευτική μοιραία γυναίκα. Η κατάσταση έχει συχνά κάτι το ονειρικό για τον αφηγητή», επισήμανση του κυρίου Αποστολίδη.

Στα τέλη του 19ου αιώνα στη Θεσσαλία, για να πλησιάσουμε και περισσότερα χρονικά και τοπικά την μυθιστορηματική εποχή, στη Θεσσαλία υπάρχουν ακόμα κοινωνικοί σχηματισμοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τσιφλίκια, τοπικοί αφέντες και καραγκούνηδες, εξελληνισμένοι Αρβανίτες χωρικοί του κάμπου. Ο νόμος του αθηναϊκού κράτους είναι κάτι το πολύ μακρινό και ο χωροφύλακας φτάνει μέχρι τη Λάρισα και τον Βόλο.

 

Το πρώτο ιστορικό αστυνομικό του Μαρή γράφτηκε τέλη του 1958 και ήταν «Το μυστικό του Άσπρου Βράχου», μια ιστορία έρωτος, μυστηρίου και θανάτου στη Θεσσαλία του 1890. Η αστυνομική πλοκή υπήρχε ως πρόσχημα. 24 περιπέτειες με ζωντανούς ανθρώπινους χαρακτήρες συνθέτουν μια βιβλιοθήκη ελληνικού νουάρ. Σ’ ένα απέραντο τσιφλίκι με την ονομασία «Άσπρος Βράχος», κάποια νύχτα φτάνει εκεί από την Αθήνα, ο Αλέξης Ερμόλαος για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ιδιοκτήτη Πήτερ Χατζησταυρή. Από την πρώτη στιγμή αισθάνεται ότι επικρατεί ένα μυστηριώδες “κλίμα” και οι άνθρωποι φέρονται ψυχρά και περίεργα.

 

Το δεύτερο ιστορικό του Μαρή που ακολουθεί είναι η «Σονάτα υπό το σεληνόφως», μυθιστόρημα έρωτος και περιπετειών στην Αθήνα του περασμένου αιώνα, τοποθετείται ρητά το 1896, δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολη και είναι ανέκδοτο για την ώρα σε βιβλίο.

 

 

Ακολούθησε «Το μεγάλο παιχνίδι», «η συγκλονιστική ιστορία του ανθρώπου που δάνεισε τον εαυτό του». Αφηγητής ήταν ο τζογαδόρος Κονταρίνης, ελαστικής ηθικής που τον προσέλαβε ο τσιφλικάς Κωνσταντίνος Μαυρολέων για να παίξει το ρόλο του νεκρού Φωκά, αγαπημένου της κόρης του Ιωάννας.

 

 

«Το τρένο των 9.45» εκδόθηκε προσφάτως από την «Άγρα», όπως και η μελέτη του Ανδρέα Αποστολίδη. Στην Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα, ένας άντρας, απόστρατος αξιωματικός, προσωρινά τυφλωμένος από μια μονομαχία, συναντάει κάποια νύχτα μια μυστηριώδη γυναίκα που τον εμπλέκει σε μια υπόθεση φόνου και στην παρ’ ολίγο δολοφονία του. Από αυτήν τη γυναίκα συγκρατεί με εμμονή το άρωμά της. Κι αρχίζει έτσι την επίμονη και παράτολμη αναζήτησή της, που τον οδηγεί στη Θεσσαλία – η οποία έχει πρόσφατα προσαρτηθεί στην Ελλάδα και όπου ο νόμος και η τάξη είναι πράγματα ασαφή. Θα συναντήσει αδίστακτους κοσμοπολίτες τυχοδιώκτες και η ζωή του θα απειληθεί πολλαπλώς, καθώς το πάθος του για τη μυστηριώδη γυναίκα και η πεισματική προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια τον οδηγούν διαρκώς σε ανυπολόγιστους κινδύνους.

 

Στις «Υποψίες» που θα ακολουθήσουν, επίσης, στην Ακρόπολη την ίδια εποχή, αφηγητής ήταν ο Γιώργος Έξαρχος, γιος κολίγα, που σπούδασε στο Παρίσι με χρήματα του τσιφλικά Χρηστάκη Φραντζή και επέστρεψε στο τσιφλίκι του Αχμέτ Αγά, για να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα κλίμα φόβου.

 

 

Η νουβέλα «Περίπτωση Χ» διαδραματίζεται στην Αθήνα των Ολυμπιακών αγώνων του 1896, η αφήγηση είναι πάλι σε πρώτο πρόσωπο με τον κ. Αποστόλου αφηγητή. Ο Αποστόλου είναι από το Ναύπλιο, όπως και η παλιά του φίλη Λευκή Αναγνώστου που την συναντά μετά από χρόνια τυχαία στη γωνία Σταδίου και Αιόλου. Μόλις έχει έρθει στην Αθήνα με τον αρραβωνιαστικό της Γιώργο Ιάσελμο που εργαζόταν στις επιχειρήσεις των αδελφών Ράλλη στις Ινδίες και τους κανονίζει να κλείσουν δωμάτιο στο «Ξενοδοχείο των Ξένων». Επισκέπτεται τη Λευκή στο ξενοδοχείο. Το δωμάτιο με αριθμό 17 ήταν ευρύχωρο και πλούσιο και στον τοίχο υπήρχε αντίγραφο του Εσπερινού του Μιλλέ.

Την επομένη πηγαίνει στο ξενοδοχείο, αλλά η Λευκή και ο Ιάσελμος είναι άφαντοι και ο διευθυντής του λέει ότι δεν έχει δει ποτέ του το ζευγάρι, στο δωμάτιο 17 κατοικεί άλλη γυναίκα και το αντίγραφο του Μιλλέ δεν υπάρχει. Ο αφηγητής τρελαίνεται και καταφεύγει στον ανθυπίλαρχο Τζαννέτο… Σαν βιβλίο έχει κυκλοφορήσει πριν από το 1990 από εκδόσεις «Ατλαντίς».

 

 

Ο Γιάννης Μαρής και η εποχή του:

 

Η μελέτη του Ανδρέα Αποστολίδη είναι η πρώτη που παρουσιάζει συστηματικά το συνολικό έργο του Γιάννη Μαρή και τον κόσμο του και τον αντιμετωπίζει σαν «ένα μεγάλο σταυρόλεξο, ένα θέατρο σκιών πολύχρωμων χαρακτήρων.» Παρουσιάζει επίσης όλα τα έργα του ξεχωριστά και αναλύει τον τρόπο που στήνει τις πλοκές και λύνει τους γρίφους του. Καταγράφει εξονυχιστικά το Κολωνάκι στις ιστορίες του και μας ξεναγεί στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική, στη Μύκονο και στην Ύδρα, στις γκαρσονιέρες, στις βίλες, στα ξενοδοχεία και στα καμπαρέ που στήνει την πλοκή του. «Αν ήθελα να συνοψίσω τον Γιάννη Μαρή», γράφει ο Α. Αποστολίδης, “θα έλεγα πως σχημάτισε ένα σταυρόλεξο μυστηρίου και αγωνίας γύρω από ερωτικά και άλλα εγκλήματα που απορρέουν από την εισδοχή των ασήμαντων ή κάλπικων στον κόσμο της πολυτέλειας· ένα σταυρόλεξο ή ένα θέατρο σκιών που αποκαλύπτει, αλλά και ικανοποιεί τις ηδονοβλεπτικές ορέξεις και τις μικροαστικές εμμονές της εποχής του γύρω από τον πλουτισμό, την ανδροπρέπεια και το σεξ».

 

 

Ποιος ήταν ο Γιάννης Μαρής (1916-1979).

 

Ο Γιάννης Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου), γιος δικαστικού, γεννήθηκε στη Σκόπελο. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Φθιώτιδας με παράδοση στο χώρο της πολιτικής. Μεγάλωσε στη Λαμία. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ίδρυσε την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (Ε.Λ.Δ.) από κοινού με τους Ηλία Τσιριμώκο και Σταύρο Κανελλόπουλο, οργάνωση που συμμετείχε στο ΕΑΜ, στης οποίας το δημοσιογραφικό όργανο “Μάχη” διετέλεσε αρχισυντάκτης και αρθρογράφος. Από το 1945 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Το 1950, μετά τις αποκαλύψεις της εφημερίδας για το στρατόπεδο της Μακρονήσου, δικάστηκε και κλείστηκε στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα. Αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου. Συνεργάστηκε με τα έντυπα “Προοδευτικός Φιλελεύθερος”, “Νέα Γραμμή”, “Ελεύθερος Λόγος”, “Αθηναϊκή”, “Ακρόπολις”, “Απογευματινή” και το περιοδικό “Πρώτο”.

Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1953 με το μυθιστόρημα “Έγκλημα στο Κολωνάκι”, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό “Οικογένεια”. Η επιτυχία του μυθιστορήματος, που εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις “Ατλαντίς”, τον ώθησε να συνεχίσει το γράψιμο και έτσι, στο περιθώριο της δημοσιογραφικής δουλειάς του, κατάφερε να γράψει περίπου πενήντα αστυνομικά αφηγήματα, είκοσι σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δύο θεατρικά έργα (“Ο κύριος 5%”, που παρουσιάστηκε από το θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου και “Ποιος είναι ο Λύσσανδρος”, που παρουσιάστηκε από τον θίασο των Ευθυμίου-Μαυροπούλου-Παπαγιαννόπουλου, και τα δύο σε συνεργασία με τον Δ.Κ. Ευαγγελίδη).

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου στην εφημερίδα “Το Βήμα”, […] «Δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών, ο Γιάννης Μαρής χρησιμοποιούσε την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα. Αυτό που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργώντας ζωντανούς χαρακτήρες, αποτέλεσμα της συνεχούς παρατήρησης των προσώπων με τα οποία ήρθε σε επαφή στη διάρκεια της πολυετούς του καριέρας. Χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος του Μαρή και βασικός ήρωας στα περισσότερα βιβλία του, ο αστυνόμος Μπέκας, κοντόχοντρος με ασήμαντη εμφάνιση, δεν ανήκει στους τύπους της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής. Είναι υποδειγματικός οικογενειάρχης, δεν έχει διαβάσει ποτέ ποίηση αλλά “τον Βάρναλη τον έχει ακουστά», και πιστεύει ότι «οι ιδιωτικοί αστυνομικοί είναι για τις ταινίες του κινηματογράφου και τα μυθιστορήματα· χωρίς τον μηχανισμό της αστυνομίας πίσω σου είσαι άοπλος, αδύναμος, γυμνός…»

Ο Γιάννης Μαρής πέθανε στην Αθήνα το 1979.

 

 

Ο Γιάννης Μαρής με την Μαντελένε Φίσερ, ντίβα της εποχής

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top