Fractal

✔ Συνέντευξη του Γιάννη Κουνέλλη στη Νατάσα Ρουχωτά [1995]

 

kounellis_1

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Που οι Έλληνες» της Νατάσας Ρουχωτά Σκακαμπαρότσι*, εκδόσεις Financial Forum, 1997, πρόλογος: Ανταίος Χρυσοστομίδης 

 

Μάρτιος 1995

Η συνάντηση και παράλληλες σκέψεις

Είναι αδύνατο να καταφέρεις να κάνεις κάτι σπουδαίο χωρίς να κο­πιάσεις. Θα ήταν άδικο. Και η συνάντηση μ’ έναν απ’ τους σημαντικό­τερους καλλιτέχνες στον κόσμο είναι, όντως, σπουδαίο πράγμα.

Όταν του σφίγγεις το χέρι, είναι σαν ν’ αγγίζεις με τα δάχτυλά σου τη ροή της ιστορίας της Τέχνης. Κι αυτό το γεγονός, με τη συγκίνηση που το συνοδεύει, μπορεί να φτάσει βαθιά μέσα σου, να σε συγκλονί­σει αφήνοντάς σε άφωνο, εντελώς.

Μου πήρε κάπου ένα χρόνο ώσπου να κλείσω το ραντεβού μου με το Γιάννη Κουνέλλη, στην αιώνια πόλη, τη Ρώμη. Γνωρίζω καλά, όμως, ποιο είναι το πρόγραμμα ενός καλλιτέχνη αυτού του βεληνεκούς. Σήμερα στη Ρώμη, μεθαύριο στο Τόκιο, την άλλη εβδομάδα στο Ντίσελντορφ κι από ’κει στο Άμστερνταμ… Αδιάκοπη κίνηση, δου­λειά, εξαιρετική διαύγεια. Συναντήσεις, εκθέσεις, ομιλίες, ανθρώπι­νες επαφές σε κάθε επίπεδο.

Αδιάκοπη κίνηση, αδιάκοπη δουλειά. «Άνοιγμα προς όλες τις κα­τευθύνσεις». Διαφυλάσσοντας επιμελώς την «κεντρικότητα», την ου­σία. Αυτό που είμαστε εμείς, αυτό για το οποίο μάχεται ο καθένας από εμάς, δηλαδή.

«Κεντρικότητα»· λέξη που χρησιμοποιεί συχνά ο καλλιτέχνης στη συνομιλία μας, στα ιταλικά. «Τσεντραλιτά». Λέξη με ένα νόημα που με συνοδεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής μου από τη Ρώμη στο Μιλάνο (661 χλμ.), με κάνει να σκέφτομαι το ίδιο πράγμα ακόμα και τις επόμενες ημέρες. «Πρέπει κανείς να έχει και να διατηρεί την κεντρικότητά του.»

Όταν ο Γιάννης Κουνέλλης κατεβαίνει από μια ξύλινη εσωτερική σκάλα για να μας υποδεχτεί, εμένα και την αγαπητή φίλη και συνεργάτιδα Μόνικα Σακομάντι, αισθάνομαι ένα κύμα συγκίνησης στο στήθος που φουσκώνει επικίνδυνα, κάνει την καρδιά να χτυπά αλλό­κοτα. Είναι ανώφελο να το κρύψω. Νομίζω πως φαίνεται και πάνω απ’ την μπλούζα.

Έχω διαβάσει τόσα και τόσα για το έργο και για τον ίδιο τον καλ­λιτέχνη. Τα έργα του με έχουν συγκινήσει, με έχουν εκστασιάσει επα­νειλημμένα. Έχω συζητήσει με φίλους, με κριτικούς Τέχνης, με γκα­λερίστες, καλλιτέχνες αλλά και με απλούς ανθρώπους, που δεν το’ χουν για συνήθειά τους να συχνάζουν στις γκαλερί και στα Μου­σεία, όμως κι αυτοί δεν μπόρεσαν να μείνουν αδιάφοροι στη φήμη αυτού του καλλιτέχνη. Έχω υποστηρίξει τα έργα του με όσες γνώσεις διαθέτω, με έξαψη, ενθουσιασμό αλλά και με κρυφό καμάρι για την κοινή μητρική μας γλώσσα. Κι ας είναι η καλλιτεχνική του γλώσσα η ιταλική, πράγμα αδιαμφισβήτητο και ολοφάνερο. Και τώρα να ’μαι μπροστά του!

Βρισκόμαστε μέσα σ’ έναν απ’ τους χώρους όπου δουλεύει. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο λίγο κάτω απ’ το επίπεδο του δρόμου. Πάνω, η κατοικία. Το φως να μπαίνει από μια σειρά τζάμια σκαρφαλωμένα στον τοίχο, απ’ όπου φαίνεται κι ένας φοίνικας που έχει για κορνίζα του έναν καθαρό, γαλάζιο ρωμαϊκό ουρανό. Μέσα στο χώρο αυτό συμβιώνουν, χωρίς πρόβλημα, το αρχαίο, το παλιό, το καινούργιο, το σύγχρονο. Όπως ακριβώς και στα έργα του καλλιτέχνη. Τα έπιπλα είναι λιγοστά, έχουν όλα πάνω τους τα σημάδια της χρήσης, της ζωής τελικά. Δερμάτινοι καναπέδες σε σχήμα γάμμα περιστοιχίζουν ένα χαμηλό κύβο, γκρίζο, που χρησιμεύει σαν βάση ενός τραπεζιού: ένα κομμάτι ξύλο, δηλαδή, λείο, στο φυσικό του χρώμα, αλλού καμένο αλλού χαραγμένο. Μια επιφάνεια που σε καλεί να την εξερευνήσεις με την παλάμη.

Καθόμαστε εκεί. Απ’ τη μια μεριά, στα δεξιά μου, βρίσκονται τα έργα τα καινούργια. Δουλειές εν τω γεννάσθαι. Φύλλα από χαρτί λευ­κό, διαστάσεων 50X70 cm περίπου, κρέμονται το ’να δίπλα στ’ άλλο, απ’ το ταβάνι. Πάνω σ’ αυτά ο καλλιτέχνης έχει εγγράψει με λαδοκέρινη μπογιά ένα είδος γραφής, συνεχούς, αυτόματης, ξεκινώντας απ’ την ακραία αριστερή γωνιά ως τη δεξιά κάτω. Όπως ακριβώς όταν γράφουμε. Μια γραφή στρογγυλή είναι τούτη εδώ, χωρίς γωνίες, αλ­λού πυκνότερη, αλλού αραιότερη. Μια γραφή ελεύθερη, παρ’ όλ’ αυ­τά ελεγχόμενη.

Ένα απ’ αυτά τα γραμμένα χαρτιά έχει τοποθετηθεί πάνω σε μια επιφάνεια από αλουμίνιο, διαστάσεων 200X150 cm, περίπου. Πάνω» του, διαγώνια, ακουμπά ένα μεταλλικό σουμιέ, αντικείμενο που θυ­μίζει παλαιότερα έργα. Λες και το ψυχρό μέταλλο πολεμάει να επι­βληθεί στην ευαισθησία της γραφής. Το έργο αυτό με τη γερή του βά­ση στέκει και δεσπόζει στο studio, περιμένοντας, ίσιος, το «καλώς έχει» του καλλιτέχνη. Κάτω απ’ τη σειρά με τα πρώην λευκά χαρτιά, γεμάτα μαύρη γραφή πλέον, να μια άλλη σειρά από φύλλα θαμπού αλουμινίου, αυτή τη φορά, διαστάσεων 40X70 cm. Πάνω στο καθένα έχει κολληθεί ένα φύλλο άσπρο χαρτί. Σε κάθε φύλλο χαρτί έχει ζω­γραφιστεί και μια ακουαρέλα — Υδατόχρωμα, δηλαδή. Ροζ, γαλά­ζιες, πράσινες ανάσες. Φαίνεται ως και το σημάδι που αφήνει η στα­γόνα όταν διακόπτεις την πορεία της, το κατρακύλισμά της όταν με μια αποφασιστική κίνηση του χεριού την αποσπάς απ’ την επιφάνεια, όπου για λίγο χαλάρωσε και απλώθηκε. Χαρτί, χρώμα, νερό, κερί και λάδι, μέταλλο. Να τα υλικά. Η «πρώτη ύλη» μάλλον.

Εδώ διαμορφώνεται η ιστορία της Τέχνης, σκέφτομαι. Τώρα θα ’θελα να ‘μαι ένα σφουγγάρι να απορροφήσω κάθε ελάχιστη ενέργεια που νιώθω πως πλανάται εδώ μέσα και μ’ αυτόν τον τρόπο να τη με­ταφέρω και αλλού. Όσο περνάει η ώρα τόσο καλύτερα αισθάνομαι, χαλαρώνω και αφήνω τους πόρους μου ν’ ανοιχτούν, να γίνουν πλή­ρεις δέκτες. «Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί», λέει ο καλλιτέχνης. «Ανοιχτοί, αλλά διατηρώντας, συγχρόνως, την κεντρικότητά μας…»

Στ’ αριστερά μου κάθεται η Μόνικα. Η Μόνικα έχει πραγματοποι­ήσει τη διπλωματική της εργασία για το Πανεπιστήμιο και την Ακα­δημία Καλών Τεχνών της Μπολώνια, με θέμα το Γιάννη Κουνέλλη. Τον είχε πρωτοσυναντήσει, στο ίδιο μέρος, πριν 7-8 χρόνια. Θέλει να του την παραδώσει την εργασία της, τώρα, αλλά αναρωτιέται αν θα τον ευχαριστήσει αυτή η χειρονομία και αν θα μείνει ικανοποιημένος απ’ την εργασία. Βγάζει απ’ την τσάντα το κόκκινο βιβλίο και του το δίνει. Ο καλλιτέχνης φαίνεται πολύ ευχαριστημένος. Κυριαρχεί μια φιλική αλλά, κυρίως, διεγερτική ατμόσφαιρα.

Όταν ο Γιάννης Κουνέλλης μιλάει, στην ουσία, δεν απαντά απλά σε μία ερώτηση. Αναπτύσσει μια θέση. Και είναι ενδιαφέρον να τον ακούς, αλλά και απαραίτητο να μην τον διακόπτεις. Εγώ θέτω, απλά, ένα ερώτημα. Ποιες να ’ναι, άραγε, οι χώρες που βιώνουν καλύτερα, ή μάλλον σωστότερα, την υπόθεση της Σύγχρονης Τέχνης; Μαθαίνω, λοιπόν, ότι η Σύγχρονη Τέχνη ζει παντού. Στην Ιαπωνία, στην Αμερι­κή, στην Ευροτπη. Ο κόσμος, το κοινό δηλαδή, τρέχει και σχηματίζει ουρές ατελείωτες προκειμένου να δει τις εκθέσεις που γίνονται. Και αυτό είναι το σωστό. Να πηγαίνει ο κόσμος προς τους καλλιτέχνες και την Τέχνη. Όχι το αντίθετο, όπως συχνά υποστηρίζεται. Η τελευ­ταία του έκθεση στην Ελλάδα (Νοέμβρης 1994) είχε εξαιρετική απή­χηση στο κοινό, στο πολυπληθές κοινό που καθημερινά επισκεπτό­ταν την έκθεση, καθώς και στο διεθνή τύπο.

Υπάρχει, βέβαια, και η ειδική περίπτωση της Γερμανίας. Μια χώ­ρα, που εξυπνότατα επένδυσε, μεταπολεμικά, σημαντικά κεφάλαια στην Τέχνη, στον πολιτισμό, γενικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, ακόμα και το πιο μικρό κέντρο αυτής της χώρας, έχει δυο μουσεία τα οποία παίζουν καταλυτικό ρόλο στη ζωή της κοινότητας. Η Τέχνη εί­ναι μέρος της καθημερινότητας, όχι κάτι το σπάνιο, το εξαιρετικό. Τα μουσεία αυτά είναι ειδικοί χώροι, μέσα στους οποίους οι καλλιτέχνες δείχνουν τη δουλειά τους, προκαλούν, εκφράζουν τις απόψεις τους και όπου ο κόσμος έρχεται να τους συναντήσει και να απαντήσει στην πρόκλησή τους.

Υπάρχουν και χώρες, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα, που όσο πά­ει και «ανοίγονται»· αγκαλιάζουν τη Σύγχρονη Τέχνη, δημιουργώ­ντας με πολύ ενθουσιασμό νέους χώρους. Να, στην Ελλάδα γεννήθη­καν κιόλας τρία κέντρα Σύγχρονης Τέχνης από ’κεί που δεν υπήρχε κανένα. «Μικρές», λοιπόν, χώρες, που τελικά υποσκελίζουν την Ιτα­λία, η οποία δεν έχει σήμερα να επιδείξει ούτ’ ένα τέτοιο κέντρο, επάξιο των καλλιτεχνών που έχει. Την Ιταλία, που ασχολήθηκε με το να μιμείται, και μάλιστα άσχημα, μόνο ό,τι συνέβαινε πέραν του Ατλαντικού Ωκεανού και κάπου ξεχάστηκε η ίδια, κάπου ξέχασε ή διέγραψε εντελώς χώρες, που είναι δίπλα της· χώρες, που πολιτιστι­κά, ιστορικά, γεωγραφικά είναι κοντά της και της μοιάζουν περισ­σότερο. Μεγάλο λάθος! Λάθος που δεν έκανε η Γερμανία, λάθος που δεν έκανε η Ελλάδα. Η μικρή Ελλάδα που κοίταζε πάντα μ’ ενδιαφέ­ρον τους γείτονές της, σε σημείο, σήμερα, να ασκεί σημαντική επιρ­ροή στα Βαλκάνια.

Μαθαίνω, επίσης, για τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε το manage­ment στην Τέχνη. Για τους κριτικούς που άφησαν τη δική τους δου­λειά κι έγιναν managers, βάζοντας έτσι και οι ίδιοι το χεράκι τους στον ξεπεσμό. «Γιατί η Τέχνη είναι μια πρόκληση». Είναι καταγγελία, κραυγή, δεν είναι ένα οποιοδήποτε προϊόν που το προωθείς και το πουλάς όπως το ρούχο, το αυτοκίνητο, το πλυντήριο. Γιατί τότε κα­ταντάει χυδαιότητα, ψευτιά, αποδυναμώνεται, χάνει το χαρακτήρα της, δεν είναι Τέχνη. Αποτελεί μέρος του κατεστημένου, αντί να το καταγγέλλει, αντί να του ασκεί την κριτική της. Αυτό συνέβη στην Αμερική μετά τον Πόλλοκ, το μεγαλύτερο Αμερικανό καλλιτέχνη· αυ­τό, πάει να συμβεί και στην Ιταλία. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άξιοι καλλιτέχνες. Υπάρχουν.

Πρέπει να εννοήσουμε ότι πρόκειται για σοβαρή υπόθεση. Δε γίνε­ται να «πλασάρουμε» έργα Τέχνης μαζί με οίκους ραπτικής ή να την μπερδεύουμε με το design. Σ’ αυτό το σημείο αναφερόμαστε σε μια μεγάλη έκθεση που έγινε το Μάρτιο του 1995 στη Νέα Υόρκη. σχετικά με ό,τι παρήγαγε η Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1960. Σ’ αυτή την έκ­θεση παρουσιάστηκαν κάθε λογής προϊόντα καί μαζί τους η Arte Povera. Το όλο θέμα πήρε, τελικά, ένα χαρακτήρα τηλεοπτικού σόου, στην Ιταλία, πράγμα που εξόργισε τον Κουνέλλη. Και δίκαια.

Απορία: και όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες, οι στρατευμένοι. οι συνο­δοιπόροι του ’60 και του ’70, πώς ζουν άραγε τη σημερινή πολιτική κατάσταση, πώς αντιμετωπίζουν το ξύπνημα ορισμένων «βρυκολάκων» του παρελθόντος (εννοώ τους νεοναζί π.χ.), πώς νιώθουν τώ­ρα, που η «δεξιά» κερδίζει έδαφος; «Εσείς τι θέση έχετε κύριε Κου­νέλλη;»

Όπως και να ’χει το πράγμα, πρέπει να παραμένεις «μέσα». Να βρίσκεσαι παντού. Ακόμα κι αν σε πιάνει κατάθλιψη με όλα αυτά, εσύ οφείλεις να είσαι παρών. Με τη δουλειά σου. «Εγώ δεν ανήκω στους παθολογικά αισιόδοξους», λέει ο καλλιτέχνης. Απ’ την άλλη μεριά, όμως, πρέπει να αντισταθείς στην κατάθλιψη. Εάν εσύ παραιτηθείς, η κατάσταση περνάει στα χέρια των άλλων.

Έτσι έχουν τα πράγματα. Και ο Γιάννης Κουνέλλης είναι, όντως, παρών. Με δουλειά για το θέατρο, ως καθηγητής, με την επόμενη έκ­θεση στη Μπολώνια, κ.λπ. κ.λπ. Με μια ενέργεια και διαύγεια που του επιτρέπουν να διακόπτει τη στιγμή της δημιουργίας για να συ­νεχίσει αργότερα, χωρίς να κινδυνεύει να «χαθεί». Αξιοθαύμαστος! Κι εδώ, επανερχόμαστε στην «κεντρικότητα» και βέβαια στη σημα­σία της.

 

kounellis_3

 

Ο Γιάννης Κουνέλλης πίνει τον καφέ του ρουφώντας τον με ένα ελαφρό σφύριγμα, μετά το μεσημεριάτικο ύπνο. Βρίσκεται στη Ρώμη εδώ και λίγες μέρες μετά από πολύμηνη διαμονή στο εξωτερικό. Έχει ήδη ένα πρόγραμμα πολύ εντατικό. Το τηλέφωνο χτυπάει συνεχώς. Το σηκώνει ο βοηθός του, ενώ ο συνομιλητής μας, ευγενικά, αρνείται να αποσπάσει την προσοχή του απ’ τη συζήτησή μας, η οποία φαίνε­ται και να τον διασκεδάζει και να τον ενδιαφέρει. Καπνίζει το ’να τσιγάρο πάνω στ’ άλλο κι έχει ένα βλέμμα ερευνητικό, επίμονο, μέχρι και άσπλαχνο μπορεί να σου φανεί. Μου έρχεται στο μυαλό η αντι­πάθεια του καθηγητή της Μόνικα για τον Κουνέλλη, επειδή, δήθεν, είναι «επιθετικός», «αδιάλλακτος». Μα πώς να μην είναι σήμερα κα­νείς αδιάλλακτος, τη στιγμή που πάει να επικρατήσει μια μαζική με­τριότητα, όταν sacro και profano (ιερό και βέβηλο) πάνε να γίνουμε ένα και το αυτό, όταν ένα κλίμα, όμοιο με κάποιο που πριν εξήντα χρόνια γαλούχησε το φασισμό, απειλεί να μας πισωγυρίσει… Όχι, σί­γουρα δε χρειαζόμαστε καλλιτέχνες διατεθειμένους να νερώσουν με την πρώτη ευκαιρία το κρασί τους, κύριε Μπ., λέω από μέσα μου.

Θα ‘θελα, τώρα, να μάθω κάτι σχετικό με τους συλλέκτες. Τι άν­θρωποι να ’ναι αυτοί που διαθέτουν 5-10-20-50 εκατομμύρια δρχ. για ένα έργο Σύγχρονης Τέχνης; Μαθαίνω, λοιπόν, ότι ούτε τρελοί είναι, ούτε και πλούσιοι ξιπασμένοι. Αυτά είναι παραμύθια. Μπορεί, βέ­βαια, να είναι αδαείς, μπορεί και όχι. Ακριβώς όπως ένας εργάτης ή ένας υπάλληλος Τραπέζης. «Πλούσιος» δεν είναι συνώνυμο του «ξιπασμένος». Ο συλλέκτης έργων Τέχνης είναι αυτός ο θαρραλέος που δέχεται την πρόκληση του καλλιτέχνη, απαντά, και με τη σειρά του προκαλεί κι ο ίδιος. Σ’ αυτό το σημείο η Μόνικα ρωτά: «γιατί τα έρ­γα σας είναι τόσο ακριβά;». Η απάντηση έρχεται απλή, αυτονόητη. Ένα έργο του Τζάσπερ Τζόουνς (Αμερικανός καλλιτέχνης γεννημέ­νος το 1930) κοστίζει 20.000 δολάρια. Ένας Κουνέλλης πρέπει να κο­στίζει κάτι ανάλογο. Τις τιμές τις καθορίζει η αστική τάξη. Αυτή απο­φασίζει ότι ένας Κουνέλλης πρέπει να στοιχίζει τόσο· τόσα διαθέτει, δηλαδή, για να τον αποκτήσει, «Κι αν κάποιος, που δεν είναι πλού­σιος, επιθυμεί ένα έργο του Κουνέλλη γιατί το αγαπάει ή το κατανοεί (πράγμα που τελικά συμπίπτει), και θέλει, ΘΕΛΕΙ να το αποκτήσει, τι γίνεται;

Γελάω κι εγώ και η φίλη μου. Θα ήθελα να του πω «γιατί, ξέρετε, αυτή τη στιγμή, έχετε μπροστά σας δύο τέτοια άτομα…»

Ο καλλιτέχνης σηκώνει ψηλά τα χέρια σε μια κίνηση σαν να λέει: «δε φταίω εγώ.»

Δεν επιμένουμε. Ξέρουμε, εξάλλου, ότι δεν είναι η τιμή αυτό που μας έλκει ή μας απωθεί από ένα έργο, η τουλάχιστον όχι πάντα. Τα ρούχα Μ. παρ’ ότι είναι από τα πιο ακριβά ρούχα στην Ιταλία, έχουν ένα ευρύτατο αγοραστικό κοινό που προέρχεται από όλες τις εισοδη­ματικές τάξεις. Ενώ τα βιβλία, δε βρίσκουν παρά έναν αγοραστή ανά­μεσα σε πέντε πτυχιούχους· έτσι λένε οι στατιστικές. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι το έργο Τέχνης είναι κάτι παραπά­νω από «προϊόν». Και κακώς, μερικές φορές, το αντιμετωπίζουμε σαν τέτοιο. Υπάρχουν λάτρεις της Τέχνης, και νεαροί μάλιστα, που αντί να αγοράσουν το τελευταίο μοντέλο της τάδε μάρκας αυτοκινή­του προτιμούν ένα έργο Τέχνης. Πολλοί ξεκινούν με μικρά κομμάτια ή με έργα άγνωστων ακόμα καλλιτεχνών για να βρεθούν, αργότερα, με μία καταπληκτική συλλογή. Όλ’ αυτά τα σκέφτομαι καθώς το μάτι μου «εξερευνά» τα μικρά έργα που βρίσκονται στον τοίχο πίσω απ’ το κεφάλι του συνομιλητή μας. Ένα απ’ αυτά είναι του Πιέρο Μαντζόνι (1933-1963). Μια μαύρη γραμμή. Τι προκλητικός καλλιτέχνης κι αυτός! Σοκάρισε τη μιλανέζικη μποργκεζία του 1960 κλείνοντας τα περιττώματά του σ’ ένα κουτί και πουλώντας τα σε κονσέρβα ως: «Σκατά καλλιτέχνη».

Η Τέχνη είναι, οπωσδήποτε, πρόκληση.

Και η κρίση της αγοράς; Έχω ακούσει πολλές γκρίνιες για τις τι­μές των έργων που έπεσαν κατακόρυφα, αναγκάζοντας πολλούς γκα­λερίστες και καλλιτέχνες να αλλάξουν συμπεριφορά. Η κρίση της αγοράς ήταν, κατά τον Κουνέλλη, κάτι το θετικό, τελικά. Βοήθησε σε ένα «ξεκαθάρισμα». Πολλά έργα που είχαν υπερεκτιμηθεί απ’ τους διάφορους managers «έπεσαν», ενώ η τιμή των έργων που δεν είχαν «φουσκωθεί» παρέμεινε η ίδια. Με λίγα λόγια, λύθηκε η παρεξήγηση.

Και ύστερα μιλάμε για την Ελλάδα, για την άγνωστη στον καλλι­τέχνη Ελλάδα, και για το σπίτι του στην Ύδρα. Για το καΐκι, για τη θάλασσα. Πώς να ξεχάσω εκείνη την εικόνα, με τον Κουνέλλη, όρθιο, τα χέρια στις τσέπες, τα πόδια μόλις ανοιχτά, για να κρατάει ισορρο­πία, πάνω σ’ ένα καΐκι που κυλά στα ήρεμα νερά. Μια εικόνα απ’ το μανιφέστο για μια έκθεση στη Νάπολη το 1969. Μια σκηνή που, παρ’ όλη της την απλότητα, είναι έντονη, δυναμική, αρχαία. Το καΐκι που μεταφέρει τον άνθρωπο πάνω στη θάλασσα, πέρα, μακριά, αλλού. Μαζί με τις ελπίδες του. Πρέπει να φύγει, ΠΡΕΠΕΕ είναι στη φύση του η φυγή προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, καινούργιων γνώσεων. Όμως, το τραύμα της απόσχισης δε γίνεται να το αποτρέψει. Αλλά ούτε και να ξεχάσει το ταξίδι μπορεί. Κι εγώ τον κοιτάζω και σχεδόν σηκώνω το χέρι μου σε δειλό χαιρετισμό. Δεν ξεχωρίζω το πρόσωπο του καλλιτέχνη, αλλά μπορώ να το δω με το νου. Μπορώ να τη νιώσω την ελπίδα που έχει στα μάτια. Κάποια στιγμή μιλάμε στα ελληνι­κά. Δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Αρκεί μια λέξη σ’ έναν ορισμένο τόνο, μια χειρονομία. Να η ελληνικότητα που ψάχνω. Υπάρχει. Μέσα στα ελάχιστα ίχνη, σε κώδικα, μπορώ ν’ αναγνωρίσω τον εαυτό μου, είναι σαν να κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Και είμαστε όλοι εκεί. Ο Β. απ’ τη Βόρειο Ήπειρο, η Μ. απ’ τη Γαλλία, ο Γιάννης απ’ τον Πει­ραιά, η Μόνικα απ’ το Μπέργκαμο κι εγώ απ’ την Κηφισιά, είμαστε όλοι στη Ρώμη και μιλάμε για Τέχνη, για ζωή και για θάλασσα. Δεν εί­ναι υπέροχο;

«Θυμάμαι εκείνο το ατσάλινο λουλούδι σας που έβγαζε φωτιά. Ήταν αδύνατον να το κοιτάξεις για πολλή ώρα. Έκαιγε και βρώμαγε η φλόγα. Αυτή η δυσάρεστη αίσθηση ήταν που με έσπρωξε να κάνω τη διπλωματική μου εργασία πάνω στον καλλιτέχνη Κουνέλλη», του λέ­ει η Μόνικα.

«Το έργο Τέχνης πρέπει να ενοχλεί, όχι να χαϊδεύει και ν’ αποκοι­μίζει» λέει ο καλλιτέχνης. Σου προκαλεί μεγαλύτερη συγκίνηση, θυμά­σαι εντονότερα αυτό που σε πληγώνει, τελικά. Μένουμε σύμφωνοι.

Σφίγγουμε τα χέρια σ’ έναν εγκάρδιο χαιρετισμό.

Έξω, η «αιώνια» πόλη λάμπει. Σφύζει από ζωή. Το Βυζάντιο, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Αναγέννηση, το Μπαρόκ, ο Νεοκλασικι­σμός προσπαθούν να προσεταιριστούν τον επισκέπτη, το καθένα για λογαριασμό του. Δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις, πού να ακουμπήσεις το βλέμμα σου. Όμως, το μυστικό αυτής της πόλης βρίσκεται στη συνύπαρξη. Δεν τη διάλεξε τυχαία ο Κουνέλλης σαν πατρίδα της καλλιτεχνικής του ανατροφής.

Το ταξίδι προς το Μιλάνο αρχίζει στο λιόγερμα της μέρας. Η πε­διάδα του Πάδου απλώνεται σιωπηλή κι απέραντη. Έτσι τυλιγμένη στα σκοτάδια είναι εύκολο να σε κάνει να χάσεις τον προσανατολι­σμό. Εκτός αν είσαι ικανός να διατηρήσεις την κεντρικότητά σου…

 

kounellis_2

 

Και άλλες διαδρομές

Μπολώνια – Μιλάνο – LA SALARA – Γκαλερί Στάιν – Ιούνιος – Φε­βρουάριος

Τι απ’ όλα όσα νιώθουμε προκύπτει στην πραγματικότητα; Δύο πόλεις, διαφορετικό κλίμα, δύο εκθέσεις του ίδιου καλλιτέχνη: Οι συ­γκινήσεις, οι μυρωδιές, τα χρώματα είναι διαφορετικά, ανεξάρτητα απ’ το περιεχόμενο, το οποίο, οπωσδήποτε, διογκώνει τις διαφορές. Η Σαλάρα, παλιά αποθήκη —χτίσθηκε το 1783— όπου φυλασσόταν το αλάτι, σύμβολο της ιστορίας της πόλης (Μπολώνια), ιδιαίτερα θερμή, συγκινησιακή ακόμα και αισθησιακή· ιδιαίτερα ψυχρή η γκαλλερί Στάιν, διανοητικά αποστασιοποιημένη.

Το έργο του Κουνέλλη σ’ ένα χώρο σαν κι αυτόν της Μπολώνια ζει μια «άλλη» ζωή. Είναι χώροι που του ανήκουν: εγκαταλελειμμένοι σταθμοί, εργοστάσια-αποθήκες, χώροι που διατηρούν μνήμες.

Δεν ήταν ωραία μέρα, αλλά είχαμε ήδη μπει στον Ιούνιο και η ατμόσφαιρα ήταν γιορτινή.

Ιούνιος 1995. Σαλάρα, Μπολώνια.

Τα έργα προμηνύουν έναν κίνδυνο που μπορεί να αποβεί μοιραί­ος. Κίονες από ξύλο· στη θέση του κιονόκρανου, μια πέτρα. Σιδερέ­νιες ράγες πάνω στις οποίες κάποιος σταμάτησε μια άλλη πέτρα, δένοντάς τη με συρμάτινο σκοινί. Εμείς περνάμε από κάτω. Με δέος, με επιφύλαξη. Κοιτάμε με απορία, αναρωτιόμαστε, προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε το μήνυμα.

(Ευχαριστούμε τον καλλιτέχνη που μας διευκόλυνε να περιπλανη­θούμε στο χώρο του και να γευτούμε τη Σαλάρα κάτω από ιδεώδεις συνθήκες: λίγο πριν εγκαινιασθεί η έκθεση).

Φεβρουάριος 1996. Γκαλερί Στάιν, Μιλάνο.

Σιδερένιες φόρμες που θυμίζουν το ψωμί, ένα σχίσιμο κατά μήκος κι απ’ το εσωτερικό της φόρμας προβάλλουν κομμάτια κάρβουνο. Αυτά τα αντικείμενα ακουμπάνε πάνω σε σιδερένιες χαμηλές γρίλιες.

Σε τι είδους δείπνο (ή θυσία;) μας έχει καλέσει ο καλλιτέχνης;

Οι επισκέπτες κινούνται σκεπτικοί γύρω απ’ τα έργα η στέκονται, σιωπηλοί, με σταυρωμένα τα χέρια, όπως μπροστά από μια εικόνα.

(Μια θερμή χειραψία τα λέει όλα).                   ·

Ήταν μια κρύα νύχτα. Καταχείμωνο. Άλλη ατμόσφαιρα.

 

Μόνικα Σακομάντι και Νατάσα Ρουχωτά

 

 

* Η Νατάσα Ρουχωτά γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασα Διακοσμητική Ζωγραφική στο Κρατικό Ινστιτούτο Τέχνης στη Φλωρεντία. Εγκαταστάθηκε στη Μοντεβέκια, κωμόπολη ΒΑ του Μιλάνου το 1987 όταν παντρεύτηκε τον Ιταλό καλλιτέχνη Αντόνιο Σκακαμπαρότσι(1936-2008). Συνεργάστηκε με την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, το Βήμα, το ΕΥ, το HOMME, το ΠεριΩδικό της πόλης, το Highlights, το Έθνος, το Δόντι, Τα Νέα Της Τέχνης κ.α. Έγραψε τη νουβέλα «Επιστροφή στην Αθήνα» που εκδόθηκε το 2002 από τον εκδοτικό οίκο Γαβριηλίδη. Δούλεψε οκτώ χρόνια στο Ελληνικό  Μορφωτικό Κέντρο Μιλάνου. Δημοσίευσε σύντομα διηγήματα στο περιοδικό «Πλανόδιον». Επιμελήθηκε ένα βιβλίο σύγχρονης ελληνικής ποίησης που εκδόθηκε το 2004 στο Μιλάνο (ARIELE, Milano). Από το 2008 ανέλαβε τη διεύθυνση του Αρχείου Αντόνιο Σκακαμπαρότσι (www.archivioantonioscaccabarozzi.it). Φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών Τορίνου και Μιλάνου (Ανάδειξη έργων Σύγχρονης Τέχνης) και στο Τμήμα Αγοράς της Τέχνης της Νέας Ακαδημίας Καλών Τεχνών, Μιλάνο. Ζει στο Μιλάνο αλλά πρόκειται, σύντομα, να μετακομίσει και πάλι στην “όαση” της φύσης, στη Μοντεβέκια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top