Fractal

Μιλώντας για «μικρά» και «μεγάλα» με τον Γιάννη Κότσιρα.

Από τον Γιάννη Παναγόπουλο //
Φωτογραφίες: George Alexandrakis //

 

George Alexandrakis Photography

 

Πότε μπήκε για τελευταία φορά στο μετρό; Ποια είναι τα τραγούδια που ερμήνευσε και θεωρεί πως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, «αδικήθηκαν»; Πόσο μπλούζ ή πόσο ροκ είναι κατά τη γνώμη του το ρεμπέτικο; Τι είναι για εκείνον μουσική; Είναι όμορφα να παρακολουθείς τον Γιάννη Κότσιρα να απαντά ερωτήματα «τσέπης» με την ίδια σοβαρότητα που απαντά ερωτήσεις για τη ζωή του εντός μουσικής. Τη Δευτέρα 7 Σεπτέμβρη, ο Γιάννης Κότσιρας μαζί με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα θα εμφανιστούν στο «Θέατρο Βράχων – Μελίνα Μερκούρη». Πρόκειται για μια από τις τελευταίες εμφανίσεις της κοινής περιοδείας που έκαναν το καλοκαίρι του 2015.

 

– Σε μια περίοδο που ο κόσμος φαντάζει «γονατισμένος» από προβλήματα και απογοητευμένος από τη στάση μιας αριστερής κυβέρνησης τι νοηματοδοτούν οι κοινές συναυλίες που έδωσες και δίνεις με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα;

– Δεν θεωρώ πως έχει κάποια απολύτως σχέση η όποια πολιτική απογοήτευση βιώνουμε σαν λαός με το τι νοηματοδοτεί η οποιαδήποτε συναυλία. Άλλωστε, περισσότερη απογοήτευση ένιωσε ο κόσμος που διαπίστωσε για άλλη μια φορά πως το τι ψηφίζει στις εκλογές δεν παίζει κανένα ρόλο παρά για την όποια αριστερή ή μη κυβέρνηση. Η μουσική μας είχε και θα έχει πάντα έναν στόχο: να δίνει δύναμη στους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τις όποιες δυσκολίες τους φέρνει η ζωή. Είτε πολιτικές δυσκολίες είτε καθημερινές.

 

– Ποια είναι η δική σου ερμηνεία γύρω από τον όρο «έντεχνο τραγούδι»;

– Για μένα η έννοια “έντεχνο τραγούδι” έχει ακριβώς την έννοια που της έδωσε ο εμπνευστής της, ο Μάνος Χατζιδάκις. Αφορά μια συγκεκριμένη κάστα τραγουδιών, που εμπεριέχουν πολύ περισσότερη μουσική περίσκεψη και ιδιαίτερη καλλιτεχνική εργασία από ότι η απόλυτη πλειοψηφία τραγουδιών ή μουσικών που ακούμε. Και ακριβώς επειδή αυτού του είδους τα τραγούδια έχουν γίνει εξαιρετικά σπάνια, θεωρώ πως στην εποχή μας αυτού του είδους οι διαχωρισμοί είναι άτοποι. Υπάρχουν σαφώς κάποιες εξαιρέσεις αλλά ακριβώς επειδή πλέον είναι εξαιρέσεις δεν μπορούν να αποτελούν κατηγορία από μόνα τους.

 

– «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» είναι ο τίτλος της τελευταίας σου δισκογραφικής δουλειάς. Η μνήμη δεν είναι επιλεκτική;

– Φυσικά και είναι επιλεκτική. Ακριβώς αυτό λέει και το τραγούδι. Πως έχει μεγάλη σημασία το τι επιλέγουμε να θυμόμαστε. Πρέπει να επιλέγουμε αυτά που μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους.

Είτε αυτά είναι πρόσωπα, είτε γεγονότα, είτε καθημερινές καταστάσεις ή συγκυρίες, αυτά καθορίζουν το μέλλον μας και τη θέση μας στο παρόν. Και επειδή στην Ελλάδα ειδικά φαίνεται η μνήμη μας να είναι εκτός από επιλεκτική αλλά και επιλεκτικά κοντή, καλό είναι να θυμόμαστε αυτά που αξίζουν να θυμόμαστε.

 

– Υπάρχει κάτι που θυμάσαι και έχεις θάψει βαθιά στη μνήμη σου;

– Υπάρχουν πολλά αλλά τα έχω “θάψει” τόσο βαθιά, που δεν θέλω να τα επαναφέρω όσο δελεαστική και ευγενική κι αν είναι η ερώτηση…

 

– Τι είναι αυτό που δεν έχεις πραγματοποιήσει ως σήμερα και θέλεις να πραγματοποιήσεις το συντομότερο δυνατό;

– Και όμως, αυτό που έχω ως απραγματοποίητο όνειρο δεν έχει καμία σχέση με τη μουσική. Είναι προσωπικού χαρακτήρα και έχει σχέση με τη δημιουργία οικογένειας. Είναι κάτι που έχει μείνει πίσω λόγω της υπερβολικής αφοσίωσής μου στη μουσική. Όμως φαίνεται πως και αυτό έχει δρομολογηθεί.

 

George Alexandrakis Photography 1

 

– Το περασμένο καλοκαίρι ο Ρουβάς τραγούδησε Θεοδωράκη, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δήλωσε ότι «το ελληνικό Ροκ είναι μπούρδες» και ο Χρήστος Θηβαίος μιλησε για τον επαγγελματικό προσανατολισμό των Ελλήνων με άκομψο τρόπο. Πώς θα σχολίαζες τα παραπάνω;

– Ποτέ δεν μου άρεσε να κρίνω πράξεις ή απόψεις συναδέλφων. Κανείς δεν απαγορεύει σε κανέναν να τραγουδήσει ό,τι θέλει ή να εκφραστεί όπως θέλει. Ο καθένας μας κρίνεται για τις επιλογές του και προσωπικά, αν θα επέλεγα να κάνω έναν αγώνα, θα επέλεγα να αγωνιστώ ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Ώστε να μπορεί ο καθένας μας να έχει την ελευθερία να εκφράζεται όπως θέλει και ας κριθεί γι’ αυτό. Η ελευθερία έκφρασης έχει πολλά προβλήματα στη χώρα της “δημοκρατίας” και καλό είναι να το σκεφτόμαστε αυτό κάθε φορά που επιθυμούμε τη φίμωση του οποιουδήποτε.

 

– Τι είναι μουσική;

– Για μένα μουσική είναι πολλά πράγματα. Είναι το ταξίδι. Είναι ο τρόπος ζωής. Είναι ερωτική σχέση. Είναι παιδεία και πολιτική. Είναι τα δέντρα και τα λουλούδια που παράγουν οξυγόνο. Έτσι την βιώνω. Σαν μια γραμμή που γύρω της έχει κινηθεί όλη μου η ζωή. Όπως δεν θα μπορούσα να με φανταστώ να ζω σε άλλη χώρα, σε άλλον πλανήτη ή σε μια φυλακή, έτσι δεν θα μπορούσα να ζω χωρίς μουσική. Ακόμη και αν είχα επιλέξει άλλη εργασία προς το ζην, η μουσική θα αποτελούσε πάντα τον κεντρικό άξονα της ζωής μου.

 

– Πώς ήταν να μοιράζεσαι την ίδια σκηνή με τον frontman των Franz Ferdinand, Alex Capranos;

– Η συνύπαρξη με τον Alex ήταν απόλυτα καλλιτεχνική και φιλική. Ο ίδιος είχε την ανάγκη να εντρυφήσει βαθύτερα σε αυτό που αποκαλούμε ρεμπέτικο τραγούδι και αυτό τον τιμά ιδιαίτερα. Δεν το αντιμετώπισε ως μια υποχρέωση αλλά ως ένα ειλικρινές ενδιαφέρον και με πραγματικό σεβασμό και στην ιστορία του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά και της ίδιας της καταγωγής του. Αυτός λοιπόν ο ποπ σταρ ήρθε με απίστευτη ταπεινότητα σε μένα, να τον βοηθήσω στο μέτρημα και στην άρθρωση. Πρέπει να ξέρετε πως εκτός του ότι τα ελληνικά για τους ξένους είναι γλωσσοδέτης ακόμη πιο δύσκολο είναι τα 9/8. Είναι όπως το λέμε στην Ελλάδα, ο εφιάλτης των Δυτικών. Πολύ δύσκολο στην κατανόησή τους. Χάρηκα λοιπόν που γνωρίστηκα με αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη αλλά πολύ περισσότερο χάρηκα για την αγάπη και το ενδιαφέρον με τα οποία αντιμετώπισε το όλο εγχείρημα.

 

– Ποια είναι η «νέα είσοδος» στο ελληνικό τραγούδι που σε συναρπάζει;

– Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ. Είναι πολλά τα νέα παιδιά για τα οποία νιώθω μεγάλη χαρά που μπήκαν τα τελευταία χρόνια στον χώρο. Η Ζουγανέλλη, η Μποφίλιου, ο Χαρούλης, η Χρηστίδου, η Φαφούτη. Χαίρομαι πολύ για αυτά τα παιδιά και ελπίζω να σκίσουν τα επόμενα χρόνια. Και από άλλους χώρους όπως ο Ρους, ο Μπαλάφας, ο Μαραβέγιας, οι Imam, ο νεαρός Πάνος Παπαϊωάννου αλλά και οι δημιουργοί όπως ο Καραμουρατίδης, ο Καραντωνίου, ο Ευαγγελάτος, ο Παπαχαραλάμπους, ο Σταύρος Σταύρου. Ειλικρινά πολύ ωραίοι καλλιτέχνες και πολύ ελπιδοφόροι για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού. Τους παρακολουθώ με ενδιαφέρον και χαίρομαι για την πορεία τους.

 

– Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έχεις ακούσει ή διαβάσει για σένα;

– Δυστυχώς έχω διαβάσει πολλά και μεγάλα ψέματα για μένα. Από τις προσωπικές μου σχέσεις και την καθημερινότητά μου μέχρι τα φορολογικά μου. Το άσχημο δεν είναι απλώς να λέγονται κάποια ψέματα. Άλλωστε κάποιοι άνθρωποι ζουν λέγοντας ψέματα για τους άλλους. Το άσχημο είναι να μην προβάλλεται η αλήθεια ή οι διαψεύσεις όταν αυτές γίνονται, με αποτέλεσμα να μένει κάποια λανθασμένη εντύπωση. Όμως θα το ξαναπώ όπως το έχω ξαναπεί. Τα μεγάλα μυαλά συζητούν ιδέες, τα μεσαία συζητούν γεγονότα και τα μικρά τις ζωές των άλλων.

 

– Ξεκίνησες την πορεία σου ερμηνεύοντας ρεμπέτικο τραγούδι. Το ρεμπέτικο είναι το μπλουζ της Ελλάδας; Και αν είναι έτσι θα μπορούσαμε να πούμε, για παράδειγμα, πως ο B.B. King ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης της Αμερικής;

– Εάν μπορούσαμε να κάνουμε παραλληλισμούς θα παρομοίαζα το ρεμπέτικο με το αυθεντικό ροκ. Όχι με τα μπλουζ. Άλλωστε τα μπλουζ έχουν πολλά στοιχεία ροκ μέσα τους. Το ρεμπέτικο όμως συνδυάζει τόσα πράγματα που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βρει αντίστοιχο αστικό τραγούδι σε άλλες χώρες. Ίσως το πιο κοντινό να είναι η ρέγκε. Διότι το ρεμπέτικο συνδύαζε την επαναστατικότητα με τον ερωτισμό, την πολιτική αμφισβήτηση και ταυτοχρόνως όλα αυτά γίνονταν συχνά με την επιρροή από εθιστικές ουσίες καθώς ήταν, ως έναν βαθμό, τρόπος ζωής και επιβίωσης για την εποχή, την ώρα που η ύπαρξη και μόνο του ρεμπέτικου πήγαινε κόντρα στις επιθυμίες του ίδιου του κράτους. Όλα αυτά μόνο στη ρέγκε τα συναντάμε ταυτοχρόνως. Εάν λοιπόν θα τολμούσα να παρομοιάσω με κάποιον τον Πατριάρχη του ρεμπέτικου Μάρκο Βαμβακάρη, θα ήταν με τον Πατριάρχη της ρέγκε. Τον Μπομπ Μάρλεϋ.

 

– Ποια ήταν η τελευταία φορά που μπήκες στο μετρό;

– Επειδή μένω εκτός Αθηνών το μετρό δεν με εξυπηρετεί καθόλου. Όμως, όταν πρόκειται να κατέβω στην Αθήνα ενίοτε το χρησιμοποιώ. Τελευταία φορά ήταν όταν κατέβηκα στο κέντρο στην παρουσίαση ενός βιβλίου τον Μάρτιο.

 

– Υπάρχει κάποιο τραγούδι της δισκογραφίας σου που θεωρείς αδικημένο; Ένα κομμάτι, δηλαδή, που δεν πήρε όσα, κατά την γνώμη σου, άξιζε από το κοινό. Ποιο είναι αυτό;

– Θεωρώ πως υπάρχουν αρκετά τραγούδια που αδικήθηκαν. Όχι από τον κόσμο αλλά από τις συγκυρίες και από το πώς αυτές καθοδήγησαν τα ΜΜΕ. Για παράδειγμα στο “30 και κάτι”, τα ραδιόφωνα επέλεξαν “Το σεντόνι” που ήταν η εξαίρεση του δίσκου και άφησαν απαρατήρητα τραγούδια όπως το “Ένα μικρό καράβι” ή το “Σε ερωτεύομαι”. Το 2008 πάλι, στο cd “Και πάλι παιδί”, προβλήθηκαν ιδιαίτερα το “Κάνε το χειμώνα καλοκαίρι” και το “Και πάλι παιδί “ενώ μέσα υπήρχαν πολύ σπουδαία κατά την άποψή μου τραγούδια όπως το “Όπου πας θα σε κοιτάζω” ή το “Χωρίς κανένα φίλο” των Κωνσταντινίδη-Μωραΐτη. Επίσης θεωρώ αδικημένο το τραγούδι “Τα μπλουζ των Βαλκανίων” από το “Μουσικό Κουτί” αλλά το καταλαβαίνω καθώς ήταν γραμμένο για τη φωνή του Μητροπάνου και αναγκάστηκα να το πω εγώ. Το σημαντικό όμως είναι πως τα τραγούδια μένουν. Και ίσως κάποια στιγμή ακόμη και αυτά τα “αδικημένα” βρουν τον χώρο τους…

 

– Ο David Byrne έχει πει πως η «World Music» είναι ένας ανεξάντλητος ηχητικός θησαυρός. Συμφωνείς; Και αν συμφωνείς, θέλεις να μας πεις έναν προορισμό στη γη που η μουσική του σε συναρπάζει;

– Για να είμαστε ειλικρινείς, όποιος έχει ασχοληθεί με την πολυποικιλότητα και όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής, δύσκολα υπάρχει κάποια άλλη μουσική που μπορεί να τον συναρπάσει. Όταν για παράδειγμα έχεις μελετήσει πολύ το Ρεμπέτικο, τα Σμυρνέϊκα, τα Ηπειρώτικα, τα Κρητικά, τα λαϊκά μας, τους μεγάλους σύγχρονους δημιουργούς όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, ο Μικρούτσικος, ο Ξαρχάκος, δύσκολα μπορείς να εντυπωσιαστείς από άλλες μουσικές, ιδιαίτερα τις δυτικές ή τις σύγχρονες ανατολίτικες όπως αυτές που συναντάμε σήμερα στην πλειοψηφία των Ελλήνων λαϊκοπόπ τραγουδιστών.

Παρόλα αυτά η μουσική της Τζαμάικα, της Κούβας, της Ιβηρικής Χερσονήσου αλλά και της Αφρικής πάντα με γοήτευαν και πάντα με επηρέαζαν κυρίως ενορχηστρωτικά.

 

– Πώς ονειρεύεσαι την εξέλιξη σου στην μουσική;

– Δεν ονειρεύομαι κάτι συγκεκριμένο. Ευελπιστώ απλώς μεγαλώνοντας και εγκαταλείποντας σιγά σιγά τον χώρο να έχω αφήσει κάτι πίσω μου. Κάτι χρήσιμο στους νεότερους και κάτι σημαντικό για τους παλιότερους. Κυρίως κάτι για το οποίο το παιδί μου, όταν το αποκτήσω, να νιώθει υπερήφανο και όχι να ντρέπεται ή να αδιαφορεί. Αυτό ονειρεύομαι.

 

– Το να τραγουδάς για την κοινωνική-συνεταιριστική επιχείρηση AKT-EIN (που έχει σκοπό την προώθηση της ένταξης στην οικονομική και κοινωνική ζωή και στην απασχόληση ατόμων που αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό) μπορεί να θεωρηθεί, στις μέρες μας, πολιτική πράξη;

– Κατά την άποψή μου η πολιτική είναι μόνο πράξεις. Και φυσικά οι πράξεις τού να στηρίζεις συνανθρώπους σου, ιδιαίτερα αυτούς που επιλεκτικά ξεχνά η πολιτική τάξη της χώρας, αποτελεί τη μέγιστη πολιτική πράξη και θέση στις απίστευτα σαρκοφαγικές ημέρες που διανύουμε. Με την ΑΚΤ-ΕΙΝ συνεργάζομαι εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε που ακόμη ήταν στα “σπάργανα”. Φαίνεται αυτή η επιμονή να πιάνει τόπο και χαίρομαι που τέτοιου είδους πρωτοβουλίες και πολιτικές πράξεις, γίνονται και από πολλούς συναδέλφους.

 

– Τι θα κάνεις μετά από αυτή τη συνέντευξη;

– Θα παίξω με τον σκύλο μου γιατί έλειπα ημέρες και μου έλειψε…

 

Η συναυλία των Κότσιρα – Μαχαιρίτσα στο «Θέατρο Βράχων – Μελίνα Μερκουρη» τη Δευτέρα 7 Σεπτέμβρη έχει ως ώρα έναρξης τις 9.30 μ.μ. και τιμή εισιτηρίου τα 12 ευρώ. Τους δύο καλλιτέχνες θα συνοδεύσουν από σκηνής οι μουσικοί:

Άκης Κατσουπάκης: πιάνο
Άκης Αμπράζης: μπάσο
Κώστας Μιχαλός: κιθάρα
Βαγγέλης Μαχαίρας: μπουζούκι
Φίλιππος Σπυρόπουλος: τύμπανα
Άκης Γαβαλάς: τύμπανα
Steve Tesser: κιθάρα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top