Fractal

Γιάννης Κοντός: Τρέχει, τρέχει με αντίθετο άνεμο…

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

gkontos

 

«Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο./ Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις./ Δυσκολίες και δυσκολίες. /Φωτιές, πολέμους,/ γκρίνιες, οικογένειες./Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό./Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται./ Και πάλι το κυνηγητό […] Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ/ δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει./ Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι/ που αυτός το βλέπει άπλετο φως./ Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,/ είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της/ Αργοναυτικής Εκστρατείας./ Πάει και πάει./Το πέλμα θυμάται το πριν και το/ μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,/ βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος./Το τέρμα σφίγγεται βίδα/ στο άπειρο ή στην κάθε μέρα./Ένας διασκελισμός και χάνεται/ στην αβεβαιότητα του τέλους».

 

Έσβησε σήμερα τα ξημερώματα μετά από πολυήμερη παραμονή στο νοσοκομείο «Ο αθλητής του τίποτα», όπως δήλωνε από το 1997, ο ποιητής του καθημερινού θαύματος και της πόλης, Γιάννης Κοντός.

Ο ποιητής που συστηνόταν και ως «ο αρχαιότερος επαγγελματίας αναγνώστης στην Αθήνα», ο συνιδρυτής του βιβλιοπωλείου «Ηνίοχος» (μαζί με τον Θανάση Νιάρχο), εκείνος που υπήρξε ο «Κέδρος» και οι ποιοτικές του επιλογές επί σειρά ετών. Ο συγγραφέας των «Ευγενών μετάλλων». Ο άνθρωπος που έδινε χώρο και στους άλλους. Εκείνος που γενναιόδωρα έδινε φως.

«Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,/ να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό./ Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω./ Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο./ Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή/ της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα/ που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια/ σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν/ φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα./ Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,/ αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και/ την τριγωνομετρία».

Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Σπούδασε οικονομικά, στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965, και με το πρώτο του βιβλίο, το 1970. Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικά βιβλία, τρία βιβλία με πεζά κείμενα και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το 1973 πήρε τη χορηγία του Ιδρύματος Ford. Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή “Ο αθλητής του τίποτα” και το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου.

Έγραψε: «Ανωνύμου μοναχού» (Κέδρος, 1986), «Φωτοτυπίες» (Κέδρος, 1987), «Τα απρόοπτα» (Κέδρος, 1987), «Δωρεάν σκοτάδι» (Κέδρος, 1989), «Τα οστά» (Κέδρος, 1990), «Το χρονόμετρο» (Κέδρος, 1991), «Στο γύρισμα της μέρας» (Κέδρος, 1992), «Τα ευγενή μέταλλα» (Κέδρος, 1994), «Στη διάλεκτο της ερήμου» (Κέδρος, 1997), «Ο αθλητής του τίποτα» (Κέδρος, 1997), «Πρόκες στα σύννεφα» (Κέδρος, 1999), «Περιμετρική» (Κέδρος, 2000), «Αριστείδης ο μικρός ιπποπόταμος) (Κέδρος, 2001), «Η υποτείνουσα της σελήνης» (Κέδρος, 2002), «Τα Χριστούγεννα έρχονται» (Κέδρος, 2004), «Τα ευγενή μέταλλα 2» (Κέδρος, 2005), «Δευτερόλεπτα του φόβου» (Κέδρος, 2006), «Ηλεκτρισμένη πόλη» (Κέδρος, 2008), «Τα παράθυρα του καλού μάγου» (Κέδρος, 2009), «Η στάθμη του σώματος» (Μεταίχμιο, 2010), «Τα ποιήματα» (Τόπος, 2013), «Μυστικά τοπία» (2014).

Το τελευταίο βιβλίο του με μικρά πεζά κυκλοφόρησε τα φετινά Χριστούγεννα από τις «Εκδόσεις των Φίλων». Με ένα ανάποδο κεφάλι σε μαύρο φόντο, έργο του Χρόνη Μπότσογλου. Τίτλος του τα «Θανατηφόρα Επαγγέλματα». Και ο εκδότης του Γιώργος Γκέλμπεσης το θεωρεί προφητικό. Μικρό απόσπασμα: «Με σιδερένιο κεφάλι. Να τα καταπίνει όλα και να παράγει χρυσάνθεμα. Λύπες, χαρές να ακούει το μάτι του. Χιλιόμετρα πίκρας να πίνει μαζί με φαρμάκι και να γεννά μετάξι ελευθερίας. Σαν κόκκο άμμου να βλέπει τον κόσμο και η άμμος της ερήμου να είναι το σπίτι του και να περπατά κάτω από τον καυτό ήλιο και να πιστεύει ότι δροσίζεται. Τις λέξεις τις τινάζει σαν λεπίδες στον στόχο. Και ο στόχος είναι εκεί που κάνετε ότι δεν βλέπετε. Άνοιξε μια πόρτα και μπήκανε πολλά άγρια ζώα, που τα εξημέρωσε με ένα σφύριγμα. Ήρθανε και κάθισαν στα πόδια του μηρυκάζοντας την ησυχία. Ο ποιητής νεύει στους ανέμους να έρθουν, να φορέσουν τα κόκκινα και να βάψουν τα ποτάμια. Να βάψουν τους αγγέλους, τα τραγούδια και τις φωνές των απελπισμένων».

«Η γενιά του 1970 έφερε έναν άλλο αέρα στα ποιητικά πράγματα» συνήθιζε να λέει «στην αρχή ήμασταν όλοι μαζί. Ήταν και οι κοινωνικές συνθήκες της εποχής (χούντα, ανελευθερία, φόβος). Μετά, περίπου σε πέντε έξι χρόνια, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Άλλοι συνέχισαν, άλλοι μείωσαν την παραγωγή τους, άλλοι σταμάτησαν. Συνεχίζω και μάλιστα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είναι μόνο τα ποιήματα. Είναι κείμενα σε εφημερίδες, περιοδικά, κριτικές, κείμενα για ζωγράφους, για θέατρο, ομιλίες. Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας άφησε στίγμα, ύφος και ήθος» υποστήριζε κι έγραφε μέχρι το τέλος, κάθε μα κάθε πρωί. Οι τίτλοι του, πάντοτε, ένα ξεχωριστό ποίημα.

«Στόχους δεν είχα ποτέ. Μόνο λίγο μαύρο, νερό, και ξερά ποιήματα για το δρόμο» έγραψε στην «Υποτείνουσα της σελήνης». Τώρα «Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας/ μετά τι γκρεμός Θεέ μου!»

 

* Δημοσιεύθηκε στο Έθνος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top