Fractal

Από τον Γιάννη Κωνσταντινίδη στον Κώστα Γιαννίδη: ο συνθέτης που ανάτρεψε τ’ όνομά του

Γράφει η Βάσω Κιούση //

 

Konstantinidis

 

Για τη λόγια, την ελαφρά αλλά και τη λαϊκή ελληνική μουσική του 20ου αιώνα, ο μικρασιάτης συνθέτης Γιάννης Κωνσταντινίδης συνιστά ειδική περίπτωση. Όχι μόνο επειδή υπηρέτησε με τον ίδιο ζήλο τόσο την ακαδημαϊκή όσο και την ελαφρά ή λαϊκή μουσική αλλά διότι ένιωσε τόσο ενοχικά, ώστε να ανατρέψει το όνομά του!

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης ήταν και ο Κώστας Γιαννίδης, ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε από το 1931 ως το 1962 για να δισκογραφήσει και να παρουσιάσει στο κοινό τα τόσο δημοφιλή ελαφρά του τραγούδια: «Λες και ήταν χθες», «Ξύπνα αγάπη μου», «λίγα λουλούδια …»

 

gian2

 

Αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο γιατί ήταν ντροπή για έναν κλασικό μουσικό και συνθέτη με σοβαρές μουσικές σπουδές να γράφει μουσική που σύμφωνα με την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών «γαργαλάει απλά το αυτί του ακροατή, είναι μια μουσική απλή και εύκολη και όσοι γράφουν τέτοια μουσική ικανοποιούν απλά τον βιοπορισμό τους ή και τον τυχοδιωκτισμό τους!»

Κι όμως ο τολμηρός Γιάννης Κωνσταντινίδης, παρά τους άδικους και προσβλητικούς αυτούς χαρακτηρισμούς, όχι μόνο διέπρεψε στην ελαφρά μουσική αλλά είχε και την τόλμη να γράψει και σε ένα άλλο είδος στο άκουσμα του οποίου όλοι οι «λόγιοι» συνάδελφοί του σταυροκοπιούνταν. Μιλάμε για το ρεμπέτικο.

Ας θυμηθούμε λίγο το μουσικό κλίμα εκείνης της εποχής των μεταπολεμικών χρόνων στην Ελλάδα όπως το περιγράφει σε άρθρο της  η Sissi Rada, δηλ. η Αναστασία Μακροπούλου μουσικός που ζει στο Βερολίνο γράφοντας, συνθέτοντας και παίζοντας άρπα.

 

gian1

 

Το ρεμπέτικο έχει ζήσει το Διωγμό από την μεταξική δικτατορία, την απαγόρευση από το καθεστώς της λογοκρισίας του κατοχικού καθεστώτος, και είχε βιώσει το μεγάλο παράδοξο του Εμφυλίου: ενώ το ρεμπέτικο μιλούσε εμφανώς στην καρδιά του λαού, ξαφνικά αποκηρύσσεται όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και από το ΕΑΜ και από την Εθνική Αντίσταση! «Για λόγους ήθους με την αρχαιοελληνική σημασία του έθνους», διέδιδαν. Επειδή οι στίχοι και η μουσική επηρεάζουν αρνητικά το θυμικό του ακροατή. Και επειδή σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο γίνονταν υπό την συνοδεία ρεμπέτικων. Παράδοξο και άδοξο. Και φτάνουμε στο 1965 να απαγορεύεται επισήμως η μετάδοση του ρεμπέτικου από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων (Υ.ΕΝ.Ε.Δ.), στον σταθμό που, ο Κωνσταντινίδης έκανε θελήματα για τους κατώτερούς του. Το ρεμπέτικο το αποκήρυξαν και οι μαυροφορεμένοι μουσουργοί, οι οποίοι το αισθάνονταν ως απειλή ενάντια στα αισθητικά τους θεωρήματα, τα επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα και τις επιδιώξεις τους για κοινωνική άνοδο. «Ασμάτια», «χασισοπότες», «υπόκοσμος», «φθοροποιά της λαϊκής ψυχής στιχοπλοκήματα» και άλλα τέτοια εμπνευσμένα αναφέρονταν σε ένα κείμενο της  Ένωσης  Ελλήνων Μουσουργών. Ευτυχώς το κείμενο εκείνο δεν υπεγράφη από κανέναν και «δεν εστάλη» ποτέ, όπως σημειώνει στην πρώτη σελίδα ο τότε Γεν. Γραμματέας, Αντίοχος Ευαγγελάτος. Και πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 1949 για μια κάποιου είδους ανακωχή, όταν ο Χατζιδάκις με τη διάλεξη-συναυλία του στο «Θέατρο Τέχνης» εγκαινίασε την ανατροπή που έμελλε σύντομα να οδηγήσει στην αναγνώριση της σπουδαιότητας του ρεμπέτικου από μεγάλο μέρος της «ελεύθερης διανόησης». Και μετά από όλα αυτά, το 1961 ο Κωνσταντινίδης συνθέτει εντελώς απρόσμενα ένα ρεμπέτικο τραγούδι για τη φωνή του Βαγγέλη Περπινιάδη: «Τα νέα της Αλεξάνδρας». Διχασμός μεταξύ λαϊκής και ακαδημαϊκής κουλτούρας υφίστατο πάντα, καθώς φαίνεται. Διότι αυτό είναι το ενδιαφέρον της ιστορίας του Κωνσταντινίδη. Υπήρχε, βέβαια, και ο Θεοδωράκης, ο οποίος έγραφε από τη μια συμφωνίες και από την άλλη τραγούδια. Κανείς άλλος όμως δεν ένιωσε τον διχασμό τόσο ενοχικά ώστε να αναστρέψει το όνομά του».

 

gian3

 

[ Πηγή : Andro.gr ]

 

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1903. Καθώς η οικογένειά του ήταν εύπορη και εκτιμούσε τη μόρφωση, ο συνθέτης έλαβε από νωρίς τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό της Σμύρνης. Παράλληλα, γνώρισε και αγάπησε τη δημοτική μουσική που αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης για το μετέπειτα έργο του.

Σε ηλικία 19 ετών και, ενώ η οικογένειά του είχε ήδη μετακομίσει στην Ελλάδα, πριν την τραγική καταστροφή της Σμύρνης του 1922, μετέβη για σπουδές στη Γερμανία, αρχικά στη Δρέσδη και στη συνέχεια στη Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου. Μελέτησε πιάνο, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα, σύνθεση και ενορχήστρωση με διάσημους δασκάλους της εποχής, μεταξύ των  οποίων και ο Κουρτ Βάιλ.

Παράλληλα με τις σπουδές του αναγκάστηκε να εργαστεί εκεί ως πιανίστας σε ψυχαγωγικούς θιάσους, καθώς η οικογένειά του έχασε την περιουσία της λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Το 1931, με την εμφάνιση των πρώτων απειλητικών σημείων του Ναζισμού στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκε ως μαέστρος και συνθέτης στο ελληνικό μουσικό θέατρο με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης.

Συνέθεσε 100 περίπου ελαφρά τραγούδια όλα επιτυχημένα και δημοφιλή: «Συγγνώμη σου ζητώ συγχώρεσέ με» που ερμήνευσε μοναδικά η Μούσα του Σοφία Βέμπο, το «Ξύπνα αγάπη μου» που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη και απέσπασε το Α’ βραβείο στο φεστιβάλ τραγουδιού της Βαρκελώνης το 1960,αλλά και τα αξέχαστα «Λες και ήταν χθες», «Σπιτάκι μου παλιό», «Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου», «Πάμε σαν άλλοτε», «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», «Αλυσίδες» που το 1962 απέσπασε το Α΄ βραβείο στο 1ο Φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης με τη φωνή της Καίτης Μπελίντα αλλά και το γνωστότατο ρεμπέτικο «Τα νέα της Αλεξάνδρας» σε δικούς του στίχους.

 

gian4

 

Έγραψε επίσης μουσική για περισσότερες από 50 επιθεωρήσεις και οπερέτες και συνεργάστηκε με τους γνωστότερους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του: Σακελάριο, Γιαννακόπουλο, Πολ Νορ, Γιαννουκάκη….

Συνέθεσε όμως και μουσική για 7 κινηματογραφικές ταινίες μεταξύ των οποίων: «Η προσφυγοπούλα», «Ο μεθύστακας» και «Οι γερμανοί ξανάρχονται»…

Παρά την τόσο επιτυχημένη του θητεία στο μουσικό θέατρο και την ελαφρά μουσική ως Κώστας Γιαννίδης, ο συνθέτης ποτέ δεν εγκατέλειψε την έντεχνη κλασική μουσική. Ποτέ δηλαδή δεν έπαψε ο Γιαννίδης να συνυπάρχει και να συνδημιουργεί παράλληλα με τον Κωνσταντινίδη.

Μόνο που κι εδώ παρουσιάζεται κάποιος «διχασμός». Ο Γιαννίδης συνέθεσε τον κύριο όγκο των έργων του έως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου, ενώ ο Κωνσταντινίδης δημιουργεί τις κλασικές του συνθέσεις κυρίως μεταπολεμικά και ειδικότερα από το 1948 και μετά.

Βέβαια το λόγιο έργο του αντιμετωπίστηκε με μεγάλη επιφυλακτικότητα από τους μουσικοκριτικούς της εποχής, γιατί δεν έπαυαν ποτέ να ταυτίζουν τον Κωνσταντινίδη με τον δημοφιλή Γιαννίδη, τον συνθέτη της ελαφράς μουσικής.

Παρά την αμφισβήτηση που δέχτηκε  το έργο του Γιάννη Κωνσταντινίδη αποτελεί σπουδαία παρακαταθήκη για την ελληνική κλασική μουσική και ο συνθέτης συγκαταλέγεται, μαζί με τον νεανικό του φίλο Νίκο Σκαλκώτα, στους σημαντικότερους Έλληνες κλασικούς συνθέτες του β’ μισού του 20ου αι.

 

gian5

 

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης συνέθεσε:

–         Έργα για Ορχήστρα: συγκεκριμένα τις 2 Δωδεκανησιακές Σουίτες, τη Μικρασιατική Ραψωδία, τους 3 ελληνικούς χορούς και τον κυκλαδικό χορό.

–         Επίσης αξιόλογα Έργα Μουσικής Δωματίου, κυρίως για πιάνο που ήταν και το αγαπημένο του μουσικό όργανο. Ενδεικτικά αναφέρουμε: τις 3 σονατίνες για πιάνο, τους 10 ελληνικούς  σκοπούς για κουιντέτο πνευστών, τη Μικρή Σουίτα σε δωδεκανησιακά θέματα για βιολί και πιάνο και τα 44 παιδικά κομμάτια σε λαϊκά θέματα για πιάνο. Το έργο αυτό εκδόθηκε και στην Αμερική το 1957 με τον τίτλο “Greek Miniatures”.

–         Πολύ σημαντικά είναι και τα έργα φωνητικής μουσικής που συνέθεσε είτε για χορωδία α καπέλα, χωρίς δηλαδή συνοδεία οργάνων.

–         Τα σπουδαιότερα είναι: τα 5 τραγούδια της προσμονής και τα 5 τραγούδια της αγάπης (για μεσόφωνο και πιάνο) τα 8 δωδεκανησιακά και 8 μικρασιατικά τραγούδια(για μικτή χορωδία α καπέλα) καθώς και τα 20 τραγούδια του ελληνικού λαού (για γυναικεία φωνή και πιάνο).

–         Απόψε ακούσαμε ήδη και θα απολαύσουμε και στη συνέχεια 14 από τα 20 αυτά τραγούδια.

Σε όλα του σχεδόν τα κλασικά έργα στήριξε την έμπνευσή του στα δημοτικά ακούσματα που είχε καλά κρυμμένα μέσα του από την παιδική του ηλικία. Μελέτησε και αγάπησε βαθιά την ελληνική παραδοσιακή μουσική και έτσι διαμόρφωσε μια έντεχνη εκδοχή του παραδοσιακού τραγουδιού που αναδεικνύει τις δημοτικές μελωδίες χωρίς να τις προδίδει, χωρίς να τις αλλοιώνει και χωρίς ίχνος κακόγουστης φολκλορικής αισθητικής.

 

Ο Κωνσταντινίδης διετέλεσε Διευθυντής του Τμήματος Ελαφράς Μουσικής του ΕΙΡ, από το 1946-1952 καθώς και Διευθυντής του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων, της μετέπειτα ΥΕΝΕΔ, από το 1952-1960 και δημιούργησε την Ορχήστρα Ελαφράς Μουσικής  της ΕΡΤ.

Πέθανε στις 17 ή 18 Ιανουαρίου του 1984, 30 χρόνια πριν, αφανής… και ξεχασμένος….

 

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης  θυμίζει σε πολλά φιγούρα αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Γιατί η ζωή του περιλαμβάνει εντυπωσιακές αλλαγές, «περιπέτειες» όπως αυτές των τραγικών ηρώων: η περιπέτεια της Μικρασιατικής Καταστροφής και της απώλειας της οικογενειακής περιουσίας αλλά κυρίως η «περιπέτεια» του διχασμού της μουσικής του προσωπικότητας’ από τη μια  ο πολυβραβευμένος και δημοφιλέστατος Γιαννίδης και από την άλλη ο Κωνσταντινίδης που το λόγιο έργο του αντιμετωπίστηκε συχνά με αμφισβήτηση και ειρωνεία…

Τραγική ήταν και η απότομη αλλαγή από τη δόξα, τη δημοφιλία, τα βραβεία και τις διευθυντικές θέσεις στον ξεπεσμό του σε απλό υπάλληλο, από το 1965 και μετά. Σε υπάλληλο του ίδιου σταθμού του οποίου αναγκάστηκε να εργάζεται για να συμπληρώσει τα ένσημά του, μεταφέροντας δίσκους και υπηρεσιακά έγγραφα χωρίς καν δικό του γραφείο.

Κι όλα αυτά 5 χρόνια μετά τη βράβευσή του στο Φεστιβάλ της Βαρκελώνης για το «Ξύπνα αγάπη μου».

Πάντα ευγενικός, μειλίχιος, σεμνός και λακωνικός, ο Κωνσταντινίδης υπηρέτησε τη μουσική τέχνη με ιδιαίτερη ομορφιά και δοτικότητα. Αν και κατά τη διάρκεια των σοβαρών μουσικών σπουδών του στη Γερμανία ονειρευόταν να γράψει όπερες και μουσική δωματίου, σύντομα συνειδητοποίησε, όπως είχε ο ίδιος δηλώσει κάποτε στο Τρίτο Πρόγραμμα, πως το να είναι κανείς μουσικός δημιουργός δεν εξαρτάται από το είδος μουσικής που θα συνθέσει, αρκεί οι συνθέσεις του να διέπονται πάντα από την καλαισθησία και το μέτρο. Όπως και ο ίδιος έπραξε τόσο με το έργο του όσο και με τη ζωή του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top