Fractal

Διήγημα: “H πόρτα”

του Γιάννη Καρκανεβάτου //*

 

old-interior-door-21310321

 

Δεν την είχα προσέξει ποτέ αυτήν την πόρτα. Δεν λέω πως δεν υπήρχε πριν. Οι πόρτες δεν εμφανίζονται απ’ το πουθενά από τη μια μέρα στην άλλη. Τώρα όμως που το σκέφτομαι, αν έτσι συνέβαινε, ίσως οι άνθρωποι να ήταν πιο ευτυχισμένοι. Σίγουρα ναι. Θα ‘χαν πάντα την ασφάλεια ή την πιθανότητα, μιας πόρτας να τους περιμένει. Θυμάμαι μικρή που είχα δει την φωτογραφία ενός διάσημου καλλιτέχνη, που έδειχνε μια πόρτα μόνη με την κάσα της, στην έρημο Νεβάδα. Τριγύρω κάκτοι, απόλυτη ξεραΐλα, το μπεζ της άμμου στο σιέλ τ’ ουρανού, και μια επιβλητική πύλη στη μέση του τίποτα. Μια πόρτα δίνει πάντα ελπίδα. Σε μια μελλοντική εποχή, ίσως οι άνθρωποι να κουβαλούν πάντα μια πόρτα μαζί τους για τις δύσκολες στιγμές. Όμως, άλλο θέλω να πω.

Η πόρτα εμφανίστηκε (ή τουλάχιστον ήταν η μέρα που εγώ την αντιλήφθηκα) στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας, απέναντι απ’ το παράθυρο. Ο Διονύσης αγουροξυπνημένος, είχε βγει να καταθέσει τα χαρτιά του στο Ταμείο Ανεργίας και ούτε που την πρόσεξε. Εγώ, αφού ετοίμασα καφέ και επέστρεφα στο κρεβάτι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παρατείνω την νύχτα, την είδα μπαίνοντας στ’ αριστερά μου. Το φλιτζάνι ξέφυγε απ’ τα χέρια μου δημιουργώντας στο πάτωμα μια καφέ λίμνη με λευκές βραχονησίδες. Κάθισα στο κρεβάτι, με την λιμνούλα ανάμεσα στα πόδια μου, μην μπορώντας ούτε να πλησιάσω αλλά ούτε και να απομακρυνθώ.

Σάστισα γιατί ο τοίχος σ’ εκείνη την μεριά έβλεπε στον ακάλυπτο και το διαμέρισμα βρισκόταν τέσσερα πατώματα πάνω από την γη. Δειλά-δειλά την πλησίασα και διέτρεξα τα όρια της με το δάκτυλο μου σαν ένας άλλος Θωμάς. Ο Διονύσης με κατηγορούσε συχνά πως είμαι φαντασιόπληκτη αλλά αυτό ξεπερνούσε την όποια φαντασία. Μάζεψα τα θραύσματα του φλιτζανιού και σφουγγάρισα το πάτωμα αλλά δεύτερο καφέ δεν έκανα ώστε να είμαι ήρεμη στην ανακοίνωση της νέας ανακάλυψης. Πήγα στην κουζίνα κι άναψα τσιγάρο. Φυσούσα τον καπνό προσπαθώντας να κάνω δαχτυλίδια, ο καπνός ανέβαινε, έβαζα το χέρι να τον σταματήσω, να τον κόψω στα δύο, να τον κάνω ν’ αλλάξει κατεύθυνση. Μ’ είχαν διώξει πριν δέκα μήνες από την εταιρία που δούλευα σαν γραμματέας, στα πλαίσια περικοπής προσωπικού. Μ’ είχε καλέσει ο διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού να μ’ ενημερώσει ότι δεν εντάσσομαι στα πλάνα ανάπτυξης της εταιρίας. Έτσι το είπε: ‘Πλάνα Ανάπτυξης’. Δέκα χρόνια υπήρξα μέσα αλλά τώρα βρισκόμουν εκτός πλάνου. Εκτός κάδρου. Εκτός πόρτας. Ανέβηκα στην ταράτσα  για ν’ απλώσω να αεριστεί το ριχτάρι του καναπέ – τι ψέματα λέμε στον ίδιο μας τον εαυτό, αφού μόλις ανέβηκα, έσκυψα στο περβάζι από την μεριά του ακάλυπτου, μήπως διακρίνω ανάμεσα στα μαλλιά που έπεφταν στα μάτια, το σημάδι κάποιας πόρτας στο ύψος του τετάρτου ορόφου. Φαινόταν το χρώμα ν’ αλλάζει αλλά περισσότερο έμοιαζε με μεγάλο λεκέ και όχι με κάσα.

Επέστρεψα στο υπνοδωμάτιο για να βεβαιωθώ ότι η πόρτα υπήρξε πρωινή αποκάλυψη κι όχι βραδινή ονειροφαντασία. Ήταν εκεί. Γύρισα στο μπάνιο. Χτενίστηκα προσπαθώντας να ξαναεντοπίσω τις ύπουλες λευκές τρίχες που εισχώρησαν σε ανύποπτο χρόνο ανάμεσα στα λαμπερά κατά τ’ άλλα, μαλλιά. Κοίταξα το πρόσωπο μου στον καθρέπτη. Την γυναίκα που με κοίταζε πίσω από την στιλπνή επιφάνεια. Το βλέμμα της με φόβιζε. Ίδια ηλικία – θα έκλεινε τον Νοέμβρη τα σαρανταδύο, όπως κι εγώ – αλλά με μια σκληράδα στα μάτια, σχεδόν απειλητική. Κατέβασα τις τιράντες και το νυχτικό έπεσε κύκλος στα πόδια μου. Το στήθος μου παρέμενε στητό, προκλητικό και άχρηστο. Πριν τέσσερα χρόνια ήταν που ξεκινήσαμε τις προσπάθειες με τις εξωσωματικές. Δουλεύαμε υπερωρίες για να υπηρετήσουμε το όνειρο. Ο Διονύσης το ξέκοψε ‘Τρίτη και φαρμακερή’. Και ήταν και τα δύο. Δεν του κρατάω κακία. Έβαλα λίγο άρωμα στο δάκτυλο και διέτρεξα το στέρνο. Φόρεσα μια μπλούζα, έπιασα τα μαλλιά μου και κάθισα να τον περιμένω.

Μόλις μπήκε στο σπίτι τον οδήγησα γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα. Τι βλέπεις; Τι να δω; Δεν παρατηρείς τίποτα; Έχεις αλλάξει χτένισμα! Δεν βλέπεις τίποτα; Τι υπάρχει να δω; Κι αυτή ήταν η τελευταία του κουβέντα πριν κατευθυνθεί προς την κουζίνα αφήνοντας με μόνη να κοιτάζω απορημένη την νέα μας πόρτα. Αποφάσισα να μην το ξανασυζητήσω ούτε μαζί του αλλά ούτε και με την Εριέττα που περνούσε κάποιες φορές να πιούμε καφέ όταν αυτός έλειπε.

Οι επόμενοι μήνες κύλησαν μέσα στην γκρίνια. Συνήθως τα πρωινά ο Διονύσης έφευγε – μου έλεγε ότι ψάχνει για δουλειά – αλλά ήξερα από την Εριέττα που τον είχε συναντήσει τυχαία στο καφέ της πάνω πλατείας, ότι πήγαινε εκεί και συζητούσε πολιτικά με τις ώρες. Μ’ ενοχλούσε που τον έβλεπα έτσι αλλά τις περισσότερες φορές δεν έλεγα κουβέντα. Τα αληθινά προβλήματα παρουσιάστηκαν, όταν αρχίσαμε να καθυστερούμε το νοίκι. Κάθε μήνας δύσκολος, είχαμε και τον Σωτηρίου που ερχόταν και χτυπούσε την πόρτα. Ναι κύριε Σωτηρίου, το καταλαβαίνουμε, κι εμείς κάνουμε ότι μπορούμε κύριε Σωτηρίου. Ευτραφής, πενηντάρης, με γυαλιά και ιδρώτα στο μέτωπο χειμώνα – καλοκαίρι.

Σε μια απ’ αυτές τις μηνιαίες επισκέψεις του – ο Διονύσης σταθερά απών τα πρωινά -, πρόσεξα το βλέμμα του να πέφτει στο στήθος μου. Άρχισε να μιλάει για κατανόηση, για άλλους τρόπους, για εχεμύθεια. Διστακτικά ακούμπησε το χέρι του πάνω στη μπλούζα μου. Εγώ κοίταζα πέρα, τον διάδρομο. Οι ρώγες μου ανυπάκουες σκλήρυναν κι έστειλα ένα δάκρυ πίσω, το στόμα να αρμυρίσει. Δεν κράτησε πολύ αλλά μου φάνηκε βουνό κι όταν έφυγε μπήκα στο μπάνιο και κάθισα με τις ώρες μέσα στο νερό μέχρι που επέστρεψε ο Διονύσης. Δεν είπα τίποτα, τι θα μπορούσα να πω. Κι αυτή η ιστορία άρχισε να επαναλαμβάνεται τις πρώτες μέρες κάθε μήνα. Κοίταζα τα απογεύματα τον Διονύση και με πονούσε που δεν ανέφερε τίποτα για τον Σωτηρίου, για τα ενοίκια που του χρωστούσαμε, για το γεγονός ότι είχε σταματήσει πια να μας ενοχλεί. Αλλά είχε άλλες σκοτούρες κι αυτός στο κεφάλι του οπότε τον συγχωρούσα.

Κάποιους μήνες μετά ήταν που μου μπήκε η ιδέα. Όταν εμφανίστηκε ο Σωτηρίου στη εξώπορτα, έτοιμος για το γνωστό τελετουργικό – που κάθε φορά εμπλουτιζόταν με μικρές κατακτητικές προσθήκες, ευτυχώς η δειλία του λειτουργούσε προς όφελος μου – του πρότεινα να περάσουμε στην κρεβατοκάμαρα. Το μάτι του έλαμψε και πιάνοντας του το χέρι τον οδήγησα μέσα. Μπαίνοντας, του έκλεισα τα μάτια αφήνοντας μου όλον τον ελεύθερο χρόνο να ανοίξω την μυστική πόρτα και να τον σπρώξω με δύναμη προς το άνοιγμα. Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα μετά κι έπειτα ησυχία. Σειρήνες, ασθενοφόρα και συζητήσεις ήρθαν καθυστερημένα όπως και η αυτοψία και η γνωμάτευση: Αυτοκτονία με άλμα στο κενό από το περβάζι της ταράτσας. Λίγες ώρες αργότερα γύρισε κι ο Διονύσης να μου ανακοινώσει τα νέα. Πέρασαν πολλοί μήνες χωρίς κανείς να μας ενοχλήσει για το ενοίκιο. Μάλλον εμπλέκονταν πολλοί δικαιούχοι και θα αργούσε να διευθετηθεί η κληρονομιά, απουσία φυσικά διαθήκης.

Πίστευα ότι τα πράγματα θα πήγαιναν προς το καλύτερο αλλά ο Διονύσης δεν σταμάτησε να βγαίνει έξω, όλο και περισσότερες ώρες μέσα στην μέρα. Ένα βράδυ δεν γύρισε καν κι ήταν κάποιες μέρες μετά που εξαφανίστηκε από το σπίτι. Ρώτησα την Εριέττα, τηλεφώνησα στους φίλους του αλλά κανείς δεν ήξερε. Ή μου είπαν πως δεν γνώριζαν. Γύρισα όλη την γειτονιά. Δεν καταλάβαινα. Σκέφτηκα ότι ίσως να ανακάλυψε την πόρτα, κάποια στιγμή που έλειπα απ’ το σπίτι. Και να δοκίμασε να την περάσει. Αλλά επειδή για τους αμαρτωλούς οι πράξεις τους γίνονται βάρος σαν μολύβι που τους τσακίζει στην Γη ενώ για τους καλούς και αγαθούς γίνονται πολύχρωμα μπαλόνια που τους τραβάνε στα σύννεφα, συχνά πυκνά, βγαίνοντας από την εξώπορτα, ρίχνω και μια ματιά κατά τον ουρανό μπας κι η ματιά μου τον συναντήσει, αδιαφορώντας για τις λακκούβες με τα λασπόνερα που βρέχονται τα πόδια μου.

 

* O Γιάννης Καρκανέβατος γεννήθηκε το 1966 στις Σέρρες. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) και κινηματογράφο στην σχολή Σταυράκου. Εργάστηκε πολλά χρόνια στο εξωτερικό σαν μηχανικός ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο (σκηνοθεσία), με το video art (θέατρο) και με την γραφή (σενάρια – διηγήματα).

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top