Fractal

Σιωπή ρε, ο Πρωτοκαπετάνιος μιλάει…

του Γιάννη Κ. Γιαννούδη // *

 

(Διαβάζεται και ως διήγημα επιστημονικής φαντασίας)

 

fractal_Πριν χρόνια που λέτε, που είχα κατέβει πρώτη φορά στην κόλαση, είχα πάει να βρω τον Άρη, να μου μιλήσει για τα παλιά. Τώρα, που ένας τραυματισμός στον ώμο με ξανάστειλε για τα καλά εκεί κάτω, σκέφτηκα να πάω να τον βρω να τον ρωτήσω για τα τωρινά….

Ήταν και πάλι όρθιος, με το ντουφέκι στον ώμο και το ξιφίδιο στην ζώνη… Πήγα να του φιλήσω το χέρι, αλλά το τράβηξε θυμωμένα μακριά:

«Τι θες ρε χαμένε πάλι εδώ κάτω;»

«Να μου πεις Αρχηγέ την γνώμη σου για αυτά που γίνονται στην χώρα….»

«Τι να σου πω ρε, έτσι όπως τα κάνατε, ούτε να σας φτύσω δεν αξίζει…»

«Το λες τώρα που η Αριστερά είναι πιο κοντά στην εξουσία από ποτέ; Για αυτό δεν πάλευες και ‘συ;»

«Ρε χαϊβάνι, αν αυτό το πράμα είναι αριστερά εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός. Η αριστεροί ρε στις μέρες μου ήτανε παλικάρια, άντρες γενναίοι, με καρδιά, που τον αγαπάγανε το λαό, δεν τον κοροϊδεύανε… Αυτοί εδώ είναι ψεύτες, υποκριτές, άχρηστοι…»

«Γιατί το λες αυτό καπετάνιο;»

«Πόσα χρόνια ρε ασπρουλιάρη πάει που έπεσε η Ρωσία και ο κομμουνισμός;»

«Σχεδόν 25 χρόνια καπετάνιο…»

«Και σε αυτά τα 25 χρόνια αυτοί που σας λένε ότι είναι αριστεροί, δεν έχουν καταλάβει ντιπ για ντιπ τι τους γίνεται; Ή σας δουλεύουνε ψιλό γαζί;

Εγώ ρε, με την πρώτη ριπή του πολυβόλου έπαιρνα πρέφα τη διάταξη του εχθρού και καταλάβαινα πως πρέπει να τοποθετήσω τις δυνάμεις μου και που να τους χτυπήσω. Αυτοί, 25 χρόνια και ακόμη δεν έχουνε καταλάβει τι πρέπει να κάνουν;»

«Ξηγήσου Αρχηγέ, γιατί δε σε καταλαβαίνω…»

«Ρε ζωντόβολο, το ‘χετε πάρει χαμπάρι ότι 25 χρόνια τώρα χωρίς κομμουνισμό, οι εγγλέζοι και οι αμερικάνοι γλεντάνε χωρίς φόβο; Ποιον να φοβηθούνε ρε και να μαζευτούνε; Την Κίνα και την Ινδία, τους αρχιλακέδες τους; Ή τους αφρικάνους του ξυπόλητους, που ζούνε πάνω στα δέντρα; Ρε πάρτε το χαμπάρι σου λέω, στη μάχη ανοιχτού πεδίου ο καπιταλισμός είναι πλέον ανίκητος. Μας ξέφυγε, δεν έχει αντίπαλο. Ανταρτοπόλεμο χρειάζεται για να τον ρημάξεις, με την πονηριά και με το μυαλό…»

«Τι ανταρτοπόλεμο καπετάνιο;»

«Άκου ρε να μαθαίνεις: έρχεσαι και μου τσαμπουνάς για αριστερά και εξουσία. Τι να την κάνει ρε την εξουσία ο αριστερός άμα σκέφτεται όπως παλιά, όταν δεν υπάρχει πλέον κομμουνισμός στον κόσμο για να τον στηρίξει; Να κάνει μνημόσυνα μόνος του;

Ένας που λέει σήμερα ότι είναι αριστερός, πρέπει να καταλαβαίνει πρώτα απ’ όλα πως δουλεύει ο κόσμος, ώστε να μπορέσει να τον εκμεταλλευτεί για το όφελος του λαού.. Μπορούσα εγώ να κάνω πόλεμο χωρίς να ξέρω πως δουλεύει το μπιστόλι; Όχι βέβαια. Έτσι δεν είναι;

Ο κόσμος σήμερα δουλεύει με το χρήμα, το χρήμα γεννάει κι άλλο χρήμα και εξουσία. Ο αριστερός ηγέτης λοιπόν σήμερα, αν θέλει να βοηθήσει τον λαό του να προοδεύσει, με το χρήμα πρέπει να νταλαβεριστεί πρώτα-πρώτα. Να το μάθει, να το σεβαστεί – μέχρι και αυτό να τον εμπιστευθεί. Και το χρήμα σήμερα δεν κάθεται στα θησαυροφυλάκια των εγγλέζων και των αμερικάνων, το χρήμα γυρνάει γύρω-γύρω ….»

«Δηλαδή καπετάνιο;»

«Τι δηλαδή ρε; Τι στόχο έχει ένας αριστερός αγωνιστής, ξέρεις; Να μην πεινάει κανείς, να μην κρυώνει κανείς, να μη βασανίζεται κανείς. Να ζει ο λαός με ελευθερία και αξιοπρέπεια. Όλος ο λαός. Άμα έχει την τύχη και κάθεται πάνω στα πετρέλαια, τότε ναι, τονε παίρνει να κάνει τον κόκορα και να αρπάζει το ντουφέκι. Άμα είναι φτωχός όμως, χωρίς υποστήριξη, τότε κάνει το κορόιδο και κοιτάει να εκμεταλλευτεί το κεφάλαιο….»

«Εσύ δηλαδή αυτό θα ‘κανες σήμερα αν είχες την εξουσία στην χώρα και ο λαός πεινούσε;»

«Εγώ; Εγώ ρε πρώτα απ’ όλα θα πήγαινα στους λεφτάδες: εφοπλιστάδες, βιομηχάνους, τραπεζίτες…. Δε θα καθόμουνα να κοιτάω τι έγινε στο παρελθόν, τώρα τι γίνεται. Έτσι δεν είναι;

Θα τους έλεγα, που λες: ρε καθίκι εφοπλιστή, εγώ τώρα έχω την εξουσία και άμα θέλω αμολάω το λαό κατά πάνω σου και σου πάει τρεις και μία. Δεν το κάνω όμως, γιατί τι θα κερδίσω ; Δεν θέλω το κεφάλι σου, τα λεφτά σου θέλω….

Έλα να κάνουμε μια συμφωνία: Πόσα λεφτά έχεις κρυμμένα στην Ελβετία; Εκατό εκατομμύρια; Διακόσια; Φέρε τα μισά στην Ελλάδα. Σου φτιάνω χίλιους νόμους με εγγύηση από τις καλύτερες τράπεζες του κόσμου ότι εγώ, σαν ελληνικό κράτος, δεν θα σου ζητήσω ποτέ των ποτών δεκαράκι φόρο για αυτά. Ούτε που τα βρήκες θα ρωτήσω, πόσους έπνιξες και πόσους κατέστρεψες. Και θα σου δίνω και τόκο καλύτερο από τους Ελβετούς.

Το μόνο που θέλω είναι να φέρνεις κάθε χρόνο δέκα από τα καράβια σου στην Ελλάδα και να τα φτιάχνεις εδώ. Και να τους βάζεις μόνο ελληνικό πλήρωμα. Και να αγοράζεις πετρέλαια και προμήθειες μόνο από ελληνικές φάμπρικες. Δέκα βαπόρια μόνο, πόσα έχεις , εκατό; Αν το κάνεις, θα τα πάμε καλά. Αν δεν το κάνεις, θα σε φάει το σκοτάδι. Έλα να υπογράψουμε μια συμφωνία για είκοσι χρόνια….»

«Και τι θα γίνει έτσι καπετάνιο;»

«Ρε ντιπ χαϊβάνι είσαι; Κατ΄ αρχήν θα έλθει χρήμα στη χώρα. Και όπως σου είπα το χρήμα γεννάει χρήμα. Άμα γεμίσουν οι ελληνικές τράπεζες κεφάλαια, να δεις πως θα τρέχουν όλοι να σε δανείσουνε φτηνά….

Άκου τώρα: μετά, θα πήγαινα πάλι στους λεφτάδες, και θα τους έλεγα: ρε, το κράτος μας έχει τα πάντα: βουνά, πεδιάδες, θάλασσες, αρχαίους ναούς, η πιο ωραία χώρα του κόσμου. Δεν ξέρει όμως τι να τα κάνει, δεν είναι δουλειά του. Έλα λοιπόν εσύ που είσαι αλεπού, μαυραγορίτης του εμπορίου να πούμε και ξέρεις από αυτά, να κάνουμε τη δουλειά μαζί: εγώ, το κράτος, σου παραχωρώ τη γη και τη θάλασσα να κάνεις μια τουριστική δουλειά για δεκαπέντε χρόνια. Τζάμπα, δε θέλω λεφτά σήμερα.

Θα κάνουμε όμως μια συνεταιρεία: εσύ 70 και εγώ 30. Εσύ βάζεις το κεφάλαιο και την γνώση και εγώ βάζω την πρώτη ύλη, την μαγιά να πούμε. Εσύ παίρνεις τις αποφάσεις για το πώς θα γίνει η δουλειά και εγώ θα σε ελέγχω, αν είσαι τίμιος. Κάθε χρόνο θα μοιράζουμε τα κέρδη, 70/30. Μόνο που για κάθε τρεις ξένους θα είσαι υποχρεωμένος να προσλάβεις επτά έλληνες, γκέγκε; Και σε δεκαπέντε χρόνια, φωνάζουμε έναν ξένο τραπεζίτη να μας πει πόσο αξίζει τότε η δουλειά, και ή την αγοράζεις εσύ ολόκληρη από μένα ή εγώ από σένα. Αυτό μόνο. Ούτε φόρους θέλω να μου πληρώσεις αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, ούτε τίποτα. Μόνο το 30 τα εκατό από τα κέρδη θα μου δίνεις κάθε χρόνο και θα πληρώνεις και καλούς μισθούς στον κόσμο. Και θα σε ελέγχω εγώ, ουαί και αλλοίμονο αν πας να κλέψεις…..»

«Τι λες ρε καπετάνιο, γίνονται αυτά;»

«Αν γίνονται λέει; Α ρε και να ζούσα, στην ουρά θα τους έβαζα τους παραλήδες…. Άκου και το άλλο: Μετά που θα είχανε γίνει όλα αυτά, θα γύριζα στον κόσμο, αυτούς που με ψηφίσανε. Γιατί πρέπει να ξέρεις ότι δουλειά της αριστεράς ήταν πάντα να μορφώνει τον απλό λαό, να του εξηγεί– όχι να τον κοροϊδεύει…

Θα έλεγα λοιπόν στον κόσμο: ρε λαέ, ξέρω ότι αυτός ο μπινές ο παπαντρέας σε κακόμαθε, σας έγραψε όλους υπαλλήλους του κράτους, αργόσχολους να πούμε, να κοροϊδεύετε και να πληρώνεστε. Και να παίρνετε και σύνταξη στα σαράντα, λέει. Καλά φάγατε, καλά ήπιατε, πάει όμως τώρα – φινίτο λα μούζικα, πασάτο λα φιέστα.

Ακούστε το λοιπόν καλά, όποιος δε θέλει να πεινάσει: ξεχάστε το κράτος. Δεν υπάρχει, δεν έχει μία, πως το λένε. Κοιτάχτε όμως εγώ τι κάνω: στριμώχνω το κεφάλαιο, το βάζω να σας δώσει χρήμα και δουλειές. Δεν κοιτάω να το εξοντώσω – γιατί το κεφάλαιο, άμα δεν έχει το κίνητρο να αυγατίσει τα λεφτά του, λακίζει, πάει αλλού. Και ‘μεις θα μείνουμε μπουκάλα. Έτσι δεν είναι; Του δίνω το δόλωμα να κονομήσει, και μαζί του να φάτε και ‘σεις ψωμάκι.

Ακούστε με λοιπόν τώρα: Μου έχετε εμπιστοσύνη; ξεχάστε το κράτος και ελάτε να γίνετε άνθρωποι. Εγώ, θα βάλω τους λεφτάδες να σας βοηθήσουν. Θα εγγυηθώ στους μεγαλοϊδιοκτήτες για να σας νοικιάσουν τα μαγαζιά τους φτηνά, να κάνετε δουλειές. Έτσι κι αλλιώς ξενοίκιαστα είναι, τι είχανε τι χάσανε… Θα εγγυηθώ στις τράπεζες και στα τελωνεία για να πάρετε και πάλι εμπόρευμα με πίστωση, να στήσετε δουλίτσες όπως οι πατεράδες σας και οι παππούδες σας, σιγά-σιγά. Ελάτε, μόνοι ή συνεταιρικά, και εγώ θα σας βοηθήσω να ξανασταθείτε στα πόδια σας. Θα δουλέψετε όμως, δε θα πάτε να κοροϊδέψετε. Ξηγημένα πράματα….

Όποιος ρε θέλει να κοροϊδεύει, να πεινάσει και να πεθάνει ο μπινές… στις φυλακές παλιά ρε, οι αριστεροί ήτανε οι πιο εργατικοί κρατούμενοι, δε σταματάγανε στιγμή τη δουλειά και την μόρφωση. Εσείς τώρα, πως φυράνατε έτσι και θέλετε να κονομάτε χωρίς να το αξίζετε; Δεν ντρέπεστε; Θα δουλέψετε, θα ιδρώσετε, θα γίνετε χρήσιμοι στην κοινωνία και θα φάτε γλυκό ψωμάκι.

Οποιανού του αρέσει αυτό, να έλθει να τον βοηθήσω. Όποιος θέλει όμως να ζει σε βάρος της κοινωνίας, να μην τον δω μπροστά μου γιατί θα μιλήσει ο «ελβετός»….. Κατάλαβες ρε χαϊβάνι; Αυτό σημαίνει αριστερά σήμερα. Σας τα λένε ρε έτσι οι πολιτικοί σας, οι αριστεροί;»

«Όχι καπετάνιο, λένε ότι θα χτυπάνε το νταούλι και θα χορεύουνε οι ξένοι…»

«Σιγά ρε μη σας κάνουν και τούμπες σαν τις μαϊμούδες, να τους πεις… εμένανε ρε οι ξένοι, οι εγγλέζοι να πούμε, με τρέμανε…. Ξέρεις γιατί; Γιατί με τις πράξεις μου τους είχα κάνει να με σέβονται, για αυτό. Κι όταν σέβονται τη δουλειά σου, τότε είναι που σε φοβούνται και σε καλοπιάνουν…. Άμα δουν όμως ότι είσαι άχρηστος, Ζέρβας να πούμε, τότε σε εκβιάζουνε και σε τρομοκρατούνε να τους κάνεις τους δουλειές…. Πρώτα σε γλυκαίνουνε με τις λίρες και μετά σ’ έχουν στο χέρι για πάντα…. Αυτό θέλετε ρε να σας κάνουνε; Θέλετε να σας φοβούνται και να σας υπολογίζουν ή να σας εκβιάζουνε; Άμα θέλετε το πρώτο, τότε να δουλέψετε και να φτιάσετε με την αξία σας ρε τη χώρα, από την αρχή, μόνοι σας, όχι βαρώντας τα νταούλια. Αυτό σημαίνει αριστερά σήμερα. Έτσι δεν είναι;»

«Τι λες ρε καπετάνιο, εσύ ένας αριστερός τα λες αυτά…..»

«Οι αριστεροί ρε απολειφάδι ήτανε πάντοτε άνθρωποι αγωνιστές, δεν καταδεχότανε να κοροϊδεύουνε την κοινωνία και να ζούνε σε βάρος του υπόλοιπου λαού…. Ξέρεις ρε πως λέγαμε στην εποχή μου αυτούς που βγάζανε τσουβάλια τις λίρες πατώντας στον ιδρώτα και την δουλειά του άλλου; Δοσίλογους και ρουφιάνους ρε τους λέγαμε, και όπου τους έβρισκα τους έκοβα το λαιμό, σαν του Μαραθέα του κακομοίρη να πούμε …»

«Τι να πω ρε καπετάνιο….»

«Να πεις άντε γεια ρε, γιατί σε βαρέθηκα… Ου να μου χαθείς και συ και οι αριστεροί σου….»

 

Giannoudis1* Ο Γιάννης Κ. Γιαννούδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε management & οικονομικά και εργάστηκε για πολλά χρόνια σε διοικητικές θέσεις ελληνικών επιχειρήσεων. Το καλοκαίρι του 2008 δημιούργησε με την σύντροφο του Ντανιέλα την Dorothy Snot, ένα σχολείο για πολύ μικρά παιδιά στο κέντρο της Αθήνας. Από τoν Οκτώβριο του 2013 είναι επίσης, μαζί με άλλους φίλους & «συνοδοιπόρους», συνιδρυτής της κοινότητας #einai2030, μιας προσπάθειας να δούμε την εκπαίδευση και το μέλλον μας αλλιώς… Είναι επίσης μπαμπάς της Νεφέλης, του αρέσει η σύγχρονη ιστορία και τα παλιά αυτοκίνητα και έχει γράψει το ιστορικό παραμύθι “A very bad bad thing”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top