Fractal

O Γιάννης Ευσταθιάδης στο εργαστήρι του συγγραφέα

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //
Φωτό: Τάκης Σπυρόπουλος //

 

efstathiadis_giannis

 

Ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευσταθιάδης ξεκαθαρίζει πως «όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, όπως θα έλεγε και ο Εμπειρίκος, ο σημαίνων χώρος για τον συγγραφέα είναι τα τετραγωνικά του γραφείου του». Γνωστός και με το ψευδώνυμο «Απίκιος», στυλίστας της μικρής φόρμας, υποστηρίζει ότι δεν έχει έμμονες ιδέες γραφής: «Εχω μόνο εμμονές διαδικασίας. Γράφω πάντα σε σελίδες Α3 και πάντα με μαύρο στυλό-μαρκαδόρο.

Περίεργο, μια και όταν άρχισα να γράφω, στα 14, χρησιμοποιούσα με άνεση γραφομηχανή! Τώρα, η ιδέα ότι η τεχνολογία θα μεταμορφώσει ως διαμεσολαβητής την εμπειρία μου σε άψογα τυπογραφικά στοιχεία μού στερεί την αμεσότητα των κατ’ εικόνα της ορνιθοσκαλισμάτων. Το κυριότερο, όμως: Γράφω πάντα βράδυ, σε ημίφωτο δωμάτιο, μόνο με μια λάμπα κοντά μου, που φωτίζει το χέρι, την κόλλα και τη μνήμη. Ο λαμπτήρας -και όχι το φυσικό φως- ταιριάζει στην τέχνη της επινόησης».

Αγαπημένος από τα αριστουργηματικά «Γραμμένα φιλιά» και τα ποιητικά «Το Ασπρόμαυρο», «Ποίηση δωματίου», «Κιβωτός», μεταξύ πολλών άλλων, αναγνωρίζει πως δεν γίνεται παρά να υπάρχει, τελικά, διαδικασία γραφής: «Προσωπικά, “γράφω” πρώτα νοερά, ετοιμάζω τη δομή του κειμένου, το επεξεργάζομαι με το μυαλό. Χρησιμοποιώ κατά κόρον την άχρωμη μελάνη της φαντασίας, πριν ενδυθεί τη φαιά του στυλογράφου. Ετσι, όταν αρχίζω να γράφω, συνήθως γράφω γρήγορα και χωρίς μεγάλη εκ των υστέρων επεξεργασία. Επίσης, συχνά ξεκινώ από το τέλος· ίσως γιατί ειδικά στο διήγημα πιστεύω πως η κατάληξη χρειάζεται ειδικές προδιαγραφές κορύφωσης. Με καθοδηγεί, εξάλλου, η δήλωση του Γκοντάρ: “Κάθε ταινία έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά”».

Με τον πιο αλλόκοτο τρόπο δεν έχει γράψει βιβλίο, όπως ισχυρίζεται, αλλά ένα κείμενο από τις Προσωπολατρίες, το «Εθισμός στην παρατεταμένη χρήση των θαυμάτων», που αναφέρεται στην ποίηση της Κικής Δημουλά: «Για να το γράψω, έφυγα από την Ελλάδα, κλείστηκα τέσσερις μέρες μόνος σ’ ένα σπίτι και έφαγα ελάχιστα. Από το πρωί ως το βράδυ διάβαζα, σημείωνα, έγραφα, έσβηνα. Ήταν η εντονότερη επαφή που είχα ποτέ με την ποίηση και αναρωτιέμαι μήπως αυτός ο ιδιότυπος ασκητισμός αποτελεί ιδανική προϋπόθεση επικοινωνίας με το ποίημα. Άλλωστε, σε άλλο κείμενο του βιβλίου σημειώνω πως “η ποίηση είναι σχέση ανάμεσα σε δύο μοναξιές: αυτή του ποιητή και εκείνη του αναγνώστη”».

Παρ’ ότι ποιητής ακόμα και στα πεζά και στα δοκίμιά του, επιμένει: «Δεν πιστεύω πολύ στην έμπνευση (στην ποίηση, ίσως, αλλά στην πεζογραφία, σπανίως). Πιστεύω στην ιδέα -η οποία είναι αποτέλεσμα μεθοδικότητας, αλλεπάλληλων και αλληλοσυμπληρούμενων διαδικασιών- και σε μια συνεχή άσκηση μοναξιάς του συγγραφέα· όχι στο χαρτί, αλλά πολύ νωρίτερα. Για μένα, η ιδέα προσεγγίζεται εγκεφαλικά, σχεδόν ψυχρά και με πολλή δουλειά. Η υλοποίηση, όμως, απαιτεί την εμβάπτισή της σε συναισθηματικό υγρό, όπως η φωτογραφική διαδικασία».

 

assets_LARGE_t_175762_54036024_type12128

Χώρος. Ο συγγραφέας περιτριγυρισμένος από βιβλιοθήκες.

 

Δημοσιεύθηκε στο Ρεπορτάζ του Έθνους

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top