Fractal

Γιάννης Αντιόχου: Μια πορεία μοναχική. Από τα πρώτα έργα έως τη “Διάλυσι”, Ίκαρος, Αθήνα 2017

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

Ο ποιητής και μεταφραστής Γιάννης Αντιόχου

Ο ποιητής και μεταφραστής Γιάννης Αντιόχου

 

1.      Η αρχή της γνωριμίας μου με την ξεχωριστή ποίηση του Γιάννη Αντιόχου έγινε με τη συλλογή, Ανήλικης νυκτός παρίστιον δέρμα, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003, όπου, θαυμάζοντας το παράτολμο της σύνθεσης και τα εκτενή ποιήματα ενός έξοχου λυρισμού, ανακάλυψα κάτι μοναδικό ίσαμε τώρα, που επιβεβαίωσε περίτρανα το επόμενο βιβλίο του Η γλώσσα του, Μελάνι 2005, αλλά προπάντων η συλλογή Curricullum Vitae, το επόμενο έτος απ’ τις ίδιες εκδόσεις, με το φοβικό εξώφυλλο, όπου κι εδώ, σε μεγαλύτερη όμως έκταση, όλη η παράδοση της ποίησης, η στιχουργική, όπως η ρίμα, ο ελεύθερος στίχος, κι ο δικός μας ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, συνθέτουν τον συνεχή ιστό της ζωοφόρου ενός τοπίου με τα αιώνια θέματα του λογοτεχνικού κόσμου, όπως αυτό του Έρωτα και του Θανάτου, που, σφραγίζοντας τον ίδιο τον ποιητή, τον οδηγεί στη σύνθεση θαυμάσιων στίχων. Το ροκ κίνημα και οι εκπρόσωποι του, οι πολιτικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές αντιλήψεις είναι διάχυτες στο βιβλίο, μέχρι κι ο Πλανητάρχης συνδέεται με τη μαύρη μαγεία, ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι κοντά, ενώ ο Homo Spatialis (ο Άνθρωπος του Διαστήματος) μετοικεί σε νέο πλανήτη. Η στιχουργική του Γιάννη Αντιόχου στο Curriculum Vitae καταγράφεται ως έντονα σωματική, μυστικιστική, υπερφυσική και υπερρεαλιστική, χωρίς ακραία συναισθήματα και γλωσσικούς μετεωρισμούς, που του υπαγορεύει το Εγώ του, ένα ατυχές τίμημα για τους περισσότερες ποιητές της σύγχρονης τέχνης που καταγίνονται με τη λέξη, και μάλιστα την απαστράπτουσα, με αποτέλεσμα όλο το ποίημα να χτίζει ένα οικοδόμημα  του οποίου η βάση είναι μετέωρη, ώστε να κατακρημνίζεται η ποιητική και το ανύπαρκτο οικοδόμημα χωρίς την τέχνη της ουσίας, που χαρίζει τόσο άπλετα ο πλούσιος, εσωτερικός κόσμος και ειδικά  το σπάραγμά του. Για μας, η ποίηση έχει αξία, μόνο όταν μεταδίδει συναίσθημα και όχι λεξικό σπανίων λέξεων και εικόνων που καταντούν το θέμα ερμητικό και δυσνόητο. Αυτή η ποίηση διασώζεται μόνο όταν εμπεριέχονται σ’ αυτήν σκιές και αποκρύπτονται δρώμενα και στοχασμοί με τον βηματισμό εκείνο που προκαλεί το μέτρο. Μελετάμε την ποίηση, νιώθοντας  ή και πάσχοντας μαζί με τον γράφοντα, κι αν αυτό δεν μπορεί να συμβεί, τότε τον λόγο έχει η ενόραση και όχι ο νους ή η λογική. Η ενόραση γνωρίζει καλύτερα από μας, εφόσον έχουμε την απαιτούμενη γνώση της καλής ποίησης, όταν λέμε «μ’ αρέσει» ή «δεν μ’ αρέσει» αυτό ή εκείνο το ποίημα. Διαβάζουμε ποίηση για να συνδέσουμε τις εμπειρίες μας με αυτές του ποιητή, ειδικά εκείνου, που, αγγίζοντας τα όρια του κόσμου του, τα ξεπερνά, όπως τα αιώνια μυστήρια της Αγάπης, του Έρωτα και του Θανάτου, έχοντας γύρω του μια κτίση που ολοένα αλλάζει, του οποίου η σκιά καταγράφεται στον φαιό μανδύα της ψυχής.

 

antiochou_2

 

2.      Ωστόσο ο Γιάννης Αντιόχου συνεχίζει με την τριλογία Εισπνοές, Ίκαρος, Αθήνα 2009, Εκπνοές, Ίκαρος, Αθήνα 2014 κι εφέτος, πριν εκπνεύσει ο Φεβρουάριος, μας προσφέρει τη Διάλυσι, και πάλι από τον ιστορικό αυτόν οίκο. Στις τρεις συλλογές, ο ποιητής αναδεύει πιο εύστοχα τις στάχτες του εισερχόμενος σε μία κατάβαση λυτρωτική. Από τις Εισπνοές, όπου ξετυλίγεται το θάμπος ενός θαύματος, με δάνεια τις φωνές ενός πουλιού, μιας ψυχής, και, παίζοντας πότε με την απόλυτη αλήθεια και πότε με το ψέμα, καλεί στο Γ’ Μέρος τις Παύσεις τους, τις εισπνοές, για να μας δείξει τόσο παραστατικά, σχεδόν αισθαντικά, την κόλαση που ενώνει δύο πρόσωπα: Τα βράδια συνήθιζε / – ο ένας πάντα συνήθιζε – / σ’ ένα γαλάζιο φέρετρο εκείνος να ξαπλώνει / εβένινο και σκαλιστό / φαρδύ σαν υπέρδιπλο κρεβάτι / και να κοιμάται ανάσκελα /σπρώχνοντας με τα δάχτυλα των ποδιών του το καπλαντισμένο και βαρύ φοδραρισμένο / ξύλινο υποπόδιο…. Και πιο κάτω: κάπως σαν να σπρώχνει και να σκάβει, / ανέσυρε / αλλιώς / αναγεννούσε – σκεφτότανε –  / τα όνειρα που έβλεπε ο ίδιος. Με τις Παύσεις αποδίδεται άψογα η σημασία ενός εσωτερικού μεταφυσικού τρόμου, που αφορά την κόλαση, κάτι που μέχρις στιγμής δεν έχουμε δει ανάλογη στη λογοτεχνία μας. Στο Δ’ Μέρος της ίδιας συλλογής, η πορεία των δύο ανθρώπων και η εμπειρία τους στρέφεται αναγκαστικά στην ποίηση με χειρονομίες αγάπης: -Έλα να σε χαϊδέψω / – Θ’ αρπάξουμε φωτιά! / – Έλα να σε φιλήσω / -Θα μας πνίξουν τα νερά! Στις Εκπνοές το θαύμα θεριεύει περίτρανα στα μάτια μας. Τα ποιήματα «Ένας μιλητικός προφήτης» και «Ο Διχοτομημένος άλλος», αφορά αυτούς που θ’ ανοίγουν τα μάτια τους στο όνειρο, ως εθισμένοι πια, διαπιστώνοντας πως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να μπαινοβγαίνει ες αεί από την αγάπη στη λήθη. Ο ποιητής στέκεται μετέωρος, ποθώντας την απελευθέρωση από τα γήινα, λες και μέμφεται την τύχη του που ζει ή που σέρνεται στα σοκάκια του κόσμου. Το σκοτάδι είναι φως πληρωμένο, ξοδεμένο και συντροφικό. Η εκπνοή δεν σώζει, παρατείνει την ψευδαίσθηση και η ζωή φαντάζει ως μια εναλλαγή φωτός και σκιάς. Στο Γ΄ Μέρος των Εκπνοών η τέχνη του Αντιόχου κορυφώνεται στα ποιήματα «Ο Χαρτομάντης», όπου λέει: Η χαρά της ζωής / Για κείνον / Η βιογραφία της καταστροφής / και στον «Υποχθόνιο»: Είμαι ό,τι είσαι και συ / Ίσως λίγο πιο μόνος / λίγο πιο έρημος / Μετά δεν είμαι / δεν είναι / Τίποτε άλλο / Από έναν μέτριο θάνατο που συνέχεια προσπερνώ, ενώ στο ποίημα  «Ο Ορατικός» λέει: Ψάξτε μέρες πολλές / κι όταν αποκάμετε / Βάλτε την επιθυμία να παραφυλάγει τον ύπνο σας / και πλαγιάστε / Ύστερα πάντα συμβαίνει ο κατακλυσμός. / Στο «God alone knows», μιλάει σπαρακτικά:  Ο κόσμος δεν αλλάζει / Αν δήθεν τυχαία / Δεν τολμούν ν’ ακουμπήσουν χέρια άλλα χέρια / και πριν το τέλος: Τότε ποτέ δεν θα ζείτε / Ισοτιμίες θα είστε / μαρμάρινα διαμερίσματα / Στιλβωμένα αμάξια / Ανεφάρμοστες ιστορίες / και αιμοβόροι υπνοβάτες, επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο τη φράση ανάμεσα στις στροφές: Εμπιστευτείτε με. Το Δ’ και τελευταίο Μέρος των Εκπνοών, η ποίηση μετατρέπεται σε μεγαλείο του γήινου δράματος: Στον «Ανελκυστήρα» ο ποιητής ρουφάει τον κατακλυσμό αναμένοντας το θαύμα του δικού του Παραδείσου. Στο ποίημα «Υδροχλωρική φλουοξετίνη» ένα δόντι, / ένα καστανό μάτι, /  ένα φιλί, / μια δύσοσμη αναπνοή, / μια αγκαλιά, είναι, θαρρείς, το αντιχάρισμα των Εκπνοών, όπως και το επόμενο ποίημα το «Παραισθησιογόνο», όπου Κι η κάμαρά σου είναι άδεια / Ψυχή δεν υπάρχει / Ούτε η ψυχή σου. Στην «Περίπτυξη» οι στίχοι είναι εξαιρετικοί κι έτσι οδεύουν ως το τέλος: Μπορώ μάλιστα να το καταμαρτυρήσω / Ενώπιον άλλων πολλών / Πως το να σε λατρεύω έτσι αγάπη μου / Μου σώζει την ψυχή μου. Και στη «Χαρωπή ζωή» διαπιστώνει: Η ζωή είναι με δόσεις, ενώ στο «Απολογητικό» που είναι μια προσευχή προς τον υποτίθεται δημιουργό (ίσως από τις καλύτερες που έχουμε διαβάσει) γράφει: Γιατί, Κύριε, / Αν τελικά υπάρχεις / Συ ξέρεις καλά / Πως ποτέ δεν αγάπησα κανέναν / και πως ποτέ δεν έφτασα / ούτε θα φτάσω πουθενά / Μόνο σκοτάδι εισέπνευσα / Αλλιώς το κάρφωσα στις φλέβες / Γεμίζοντας το βλέμμα μου με νύχτα / Κι ακόμη περισσότερη / Να μη βλέπω / Το κτήνος του μέλλοντος που με κατασπαράζει / Ας είναι τουλάχιστον / Ο θάνατος φανταχτερός / Αμήν.  Οι Εισπνοές με τις Εκπνοές είναι μια επανάληψη, η δήλωση ενός αδιέξοδου, ο μάταιος αγώνας στον στίβο της σύγχρονης ζωής και οφείλει να βρει ο Αντιόχου λύση, γι’ αυτό και προχώρησε στη σύνθεση της Διαλύσεως που αποτελεί για μας, την πιο άρτια κατάθεση της ποιητικής μας ιστορίας.

 

 antiochou_3

 

3.      Πριν καταθέσει τη «Διάλυσι» ως ποίημα, βάζει πρώτο το ποίημα «Εξάντλησις», όπου το κουρασμένο σώμα καταγράφεται ως ένα όστρακο με λεπτά και πλατιά ελάσματα. Η Ενδοχώρα, η συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου τον καλεί, ακόμα και ο μυθικός ήρωας Ίκαρος που είναι θάλασσα να μιλήσει για την ιστορία της ζωής μιας παρέας πεθαμένων που παθιάζονται με τη ζωή. Το όνειρο γίνεται εξάντληση, έως ότου στο στενό του μπαλκόνι ο ποιητής μονολογεί: Πόσα χρόνια μου είπε αυτή η ζωή / να μου μάθει τη δική μου ενδοχώρα; Στο ποίημα «Obscurus» ομολογεί τον θάνατό του γιατί Πάνω στη γη είναι νεκρός / ο έρωτάς του ο σκοτεινός. Η ποίηση του Αντιόχου, πριν διαλυθεί, καταγράφει τέσσερα υπέροχα σονέτα «Σονέτο της άνοιξης», «Σονέτο της νύχτας», «Τραγούδι της φθοράς» και «Το τραγούδι της σκιάς», όπου η σκόνη ρημάζει, κυριαρχεί το ισόβιο σκοτάδι, η ηδονή φέρνει την άβυσσο, κυριαρχεί η κραυγή, η οποιαδήποτε σχέση είναι φθορά και θάνατος, και η αναφορά στο αγαπημένο πρόσωπο στο τελευταίο ποίημα γίνεται στο τέλος διαπίστωση με τον στίχο: Σ’ αγαπώ και το ξέρεις, μα είσαι μόνο σκιά. Στο «Marche Funèbre» (δηλ. «Πένθιμο εμβατήριο», ο τίτλος δανεισμένος από το ομώνυμο Σονέτο για πιάνο Ν0 2  του Σοπέν) στην υπόκρουση του οποίου με θεατρική τεχνική 3ων Πράξεων, αφού διαπιστώσει περίτεχνα πως ο πίθηκος, ο άνθρωπος και ο θεός στριμώχνονται μέσα στον νου, καταλήγει: θηρίο του σκότους / αιώνια θα ξημερώνεται / στο φως του πρωινού. Τα πάντα είναι θάνατος κι ο ποιητής: Δεν ξέρω / κουράγιο κάνω / Ν’ αγκαλιαστώ και να παλέψω με τον φαιδρό σκελετό / γνωρίζοντας πως και το τελευταίο μου κέρμα / ξοδεύτηκε στη σκόνη και τα χάπια. Το τακ τακ της σιωπής ακούγεται σαν το σφυρί στο ομώνυμο ποίημα «Τακ Τακ» όπου τα οστά στο καμαράκι του έκτου / … μια μονότονη τρίλια στα σανίδια / οι ακρωτηριασμοί / και το ξύλινο πόδι της ξεβράκωτης αθανασίας / της Αθανασίας σου…. Και πιο κάτω, κλείνοντας το ποίημα: Υπάρχουνε χίλιοι τρόποι να σιωπήσεις / αλλά μόνο το θάρρος / Να λησμονήσεις ό,τι είσαι. Η μεταρσίωση ενός ταξιδιού μέσα στην ιστορική γεωγραφία αφορά το ποίημα «Θα ταξιδεύουμε», αλλά οι ψηφιακοί θόλοι κρύβουν τον δρυοκολάπτη που κάποτε τυμπάνισε με το ράμφος του / τη μεμβράνη του ήλιου / γεμίζοντας το στερέωμα μ’ άσπρα ροκανίδια. Ούτε κι εδώ η κάθαρση. Ωστόσο, το ποίημα οδεύει προς εύρεση κάθε αδιέξοδης λύσης όπως στον «Αποχαιρετισμό της κεφαλής», όπου η αποκόλληση του κεφαλιού του ποιητή, η στροφή προς εαυτόν σε ύστατη στιγμή του σκοταδιού, απόπειρα απαλλαγής, το βλέπει να φωνάζει το όνομά του. Το κεφάλι-δαίμονας, το κεφάλι-νεκρός, αδύναμο κι αυτό απέναντι στο πάθος, έως ότου η διαπίστωση αυτή αναγκάζει τον ποιητή να κραυγάσει: Απαλλάχτηκα. Στον «Αποχαιρετισμό του Τζον» (κορυφαίο ποίημα) αποτελεί μια ψυχομετρική βιογραφία ενός αυτόχειρα έχοντας για φόντο τη Νέα Υόρκη. Εικόνες εξαιρετικές κοσμούν την ποιητική αφήγηση: Καημένε Τζον / δεν είχες καμία ευκαιρία να επιβιώσεις…. Όλα τα ρήμαξε το μαστίγιο της νύχτας και στο τέλος: Μ’ ακούς Τζον πώς ουρλιάζω; / Δεν φεύγω / Δεν φεύγω / Πιάσε με Τζον πεθαίνω. Ο ένας θάνατος παρασύρει τον άλλον. Η ολοκλήρωση της αποσύνθεσης επέρχεται στο επόμενο ποίημα «Αποχαιρετισμός της φυσικής μου ύπαρξης», που σχολιάζεται ως διαπίστωση αιώνια κι ασάλευτη: Στο τέλος / Τον θάνατο κανείς / Με τα χέρια του ανοίγει … και μετά το κηδειόσημο,  η πρόταση του τέλους, η μακάβρια και εξαίρετη: [ να με θάψετε βαθιά, γιατί τα νύχια μου μακραίνουν / τις νύχτες και σκάβουν ]. «Η διάτρησις» είναι αιτία της διαλύσεως που ακολουθεί. Στο ποίημα πρωτοστατεί η πόλη και οι άρχοντές της και η στάση τους στον απεγνωσμένο κι αποδιωγμένο. Περίγυρος θανατερός κι αυτός. Η ανθρωπότητα είναι πολτώδης. Τα πάντα είναι θνησιμαία, τα ερείπια του ποιητή είναι λείψανα του κυβερνήτη-βασιλιά.  Από τις  «Παραισθήσεις Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄», τίτλος ποιημάτων στα οποία καταγράφονται αλήθειες με μια σκηνοποιία υπερρεαλιστική, το άστυ των Αθηνών, με τις κατωφερείς ζωές των ευπρεπών κυρίων, ο κόσμος των συντρόφων του ποιητή, της οικογένειας (τις σκιές που συνοικώ μαζί τους), η λάμπα του δήμου/ στην οδό Ίριδος δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μεγεθύνει τις σκιές, η εγκατάλειψη από συνοδοιπόρο εγκληματία, οδηγούμαστε στη Διάλυσι (κι αυτό πολύ σημαντικό ποίημα) όπου καταγράφεται η εξουθένωση του ποιητή μετά την εγκατάλειψη. Στη συναισθηματική του κορύφωση οι πεθαμένοι της οικογένειάς του είναι η συντροφιά του.  Η εκκωφαντική του σιωπή – εκεί στο τέλος του «φάρυγγα του διαδρόμου» επικρατεί. Ό,τι ακούγεται σήμερα / ένα παράσιτο διάλυσης. Σκηνές δρόμων όπου άλλοτε έσφυζε μια σχέση. Τα ποιήματα που ακολουθούν περιγράφουν την μετά τη Διάλυσι ψυχική κατάσταση:  «Ο Βρικόλακας των Παρισίων» που αρχίζει με την προστακτική «Έλα», που παραπέμπει αχνά κάπως στο «Ερωτικό τραγούδι του J. Alfred Prufrock», του Έλιοτ, ένα ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1915 και εισάγει τον υπαινικτικό συμβολισμό, ένα ποίημα που το παρατηρούμε κατά τη στιγμή της δημιουργίας του. Ο Αντιόχου περιπλανιέται στο νεκροταφείο Πέρ Λασέζ του Παρισιού μαζί με τη συντροφιά του ως βρικόλακες, μιας που έχουν εντρυφήσει στη σπουδή της νύχτας, μιλώντας για φέρετρα, οστεοφυλάκια, για την κατακόμβη του Τζιμ Μόρρισον, ταυτίζοντας τη ζωή με όλων όσοι / ακόμα υποκρίνονται / στη ζωή τους / παρόμοια διάλυση./ Στην «Οδό Ιππολύτου» η σφαγή της γυναίκας ο ποιητής με τη συνεύρεση, γυρεύοντας το παλιό τους θαύμα, ξενυχτά μέσα σε μια εφιαλτική νύχτα με ενοχικές εικόνες σε σημείο να ανάβει ένα κερί στον Ταξιάρχη εξιλεώνοντας την αμαρτία του για να δει το πρωί στ’ αποκαΐδια του δρόμου μια μεζονέτα νεόδμητη / ένας Θησέας και μια Φαίδρα / δεν αλλάζουν / τη συντήρηση του κόσμου. «Πτήση Βολ-Πλανέ», δηλ. Ελεύθερη Πτήση από πόλη σε πόλη και μέσα στα δωμάτια με ανθρώπους ανίκανους να μιλήσουν, η ίδια η τραυματική ρουτίνα με υλικά και σαρκικά καθημερινά δρώμενα από το διαμέρισμα στον Υμηττό ίσαμε το προαύλιο του Αγίου Κωνσταντίνου, από τη Χομς ως τη Λατάκεια, η συμβίωση, όλα απελπιστικά και μόνα μέσα στ’ αποκαΐδια της Διαλύσεως για να ολοκληρώσει το ποίημα καταθέτει: [ Πτήση βολ-πλανέ / και παντελώς αδιαφορώ / αν όλοι σας / λέτε πως σέρνομαι ]. Στο ποίημα «Παραβολή» η ποιητική τέχνη συνδέεται πετυχημένα με τη χειρουργική, με τη μαγγανεία, με τη λέξη.  Ασκώ την ποίηση / αν και οι στίχοι μου μάλλον γδέρνουν, ο χρόνος δεν υφίσταται, για να ανατείλει το ποίημα πάντα ακριβώς ένα βήμα / πριν την έξοδο. Στην «Ανάφλεξη» που θυμίζει ως τεχνική τον «Βρικόλακα των Παρισίων» υπάρχει η ίδια ρομαντική-τρυφερή ατμόσφαιρα που καλεί ο ποιητής κάποιον, (ακόμα και τον αναγνώστη), ως ύστατη προσπάθεια γιατί οι μνήμες και οι εικόνες βαραίνουν μέσα του πέρα από τη «Διάλυσι», γιατί θα σαπίσει το καλοκαίρι τούτο / κι ό,τι μας μείνει / μία στενή θάλασσα / η δύση της νύχτας / η αστεία έπαρση της αιωνιότητας / και η ανάφλεξις.  Το «Γεγονός Αυγούστου» ο μήνας- κορύφωση του έτους, ως μνήμη διαβλέπει την απόγνωση κάτω από το δέρμα της ύπαρξης. Η σχέση κι αυτή βασανιστική, τον κάνει ν’ απευθυνθεί στο πένθιμο δέντρο, το κυπαρίσσι: Τα σκυφτά κυπαρίσσια σου / η χαλέπιος πεύκη σου αγάπη μου / Να μην σ’ αγγίξω! / Να μην σε χαλάσω! Και στο τέλος, αναφωνεί Γιατί / άλλο δεν μπορώ. Στο ποίημα «Έμιλι» που αναφέρεται στην Έμιλι Ντίκινσον ή Μπροντέ επιχειρεί έναν απολογισμό παρελθοντικών πράξεων. Φάσεις χρόνιες ίσαμε προσεγγίσει τη διάλυσι. Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι κλείνει το ποίημα: Είχα το δάκτυλο/ βρήκα τον Βλαντιμίρ / και ψάχνω τη σκανδάλη / Να μου φέρετε τριαντάφυλλα. Σ’ αυτούς τους σπουδαίους τεχνίτες που προηγήθηκαν ο Αντιόχου οφείλει τη λάμψη του. Ο μοντερνισμός της ποίησής του ξεδιπλώνεται σε ένα πεζό ποίημα που φέρει τον τίτλο: «Ακόμα είναι». Απολογισμός μιας σκυφτής ζωής προς τον ίδιο τον θεό και στα δημιουργήματά του καθιστούν τόσο ανυπόφορη τη ζήση αυτή στο πέρασμά της. Με τη Διάλυσι η κάθαρση απέμεινε ένα φορτίο που δεν γαληνεύει τον δημιουργό ακόμα και αν καταφεύγει να μας δώσει ένα τέτοιο άψογο ποίημα. Είναι / πρωί / ένας γκρεμισμένος Θεός/ που δεν θα σε συγχωρέσει / για τη χαμένη χρυσή προσωπίδα του / μέχρι που λάλησε / ένας ηλεκτρικός πετεινός η δύναμή σου. Η απολογία του Αντιόχου για την ποιητική τέχνη, προφητική κάπως για την ποιητική συνείδηση, ξεδιπλώνεται στην «Προαίσθηση» με υπέροχους στίχους: Αρκετά είδα / κι είπα περισσότερα από όσα έπρεπε / Με τόσα αγκάθια σ’ αυτό το σώμα / είναι θαύμα πως έχω επιβιώσει, και κλείνοντας: Οκτώβρης ήταν / αλλά το τέρας είχε αποφασίσει / πως έγραφε πια / για την άνοιξη / που θα αργούσε. Η συνέχιση της αγωνίας για την ποιητική ψυχή που πάντα θα συνεχίζει το τραγούδι της, ως αποστολή μιας Αθανασίας που απομένει γυμνή. Στους «Σωσίες» ο ποιητικός οίστρος μετατρέπεται σε Θεία Λειτουργία με αντιφωνητές δύο ψάλτες που απευθύνονται στη ζωή του τεχνίτη. Η ζωή είναι ανθρώπινη κραυγή, σπορά βολβών, (οικογένεια), παρέλαση σερνάμενη σε λεωφόρους, η συγχώρεση της μελάνης, παραγεμισμένο δισάκι, άσκηση ενδυνάμωσης, πλευρά ύπνου, σκιά ονείρου, απέραντή ερημιά, σάλπιγγα αγγέλου, μια ζωή σκισμένη που θυσιάζει το μέλος / για μια ανάπηρη Αθανασία. Η λάσπη του Κάτω Κόσμου κυριαρχεί στο ποίημα «Για το εγγύς μέλλον» που συνδυάζει πεζό με παρεμβαλλόμενες στροφές. Είμαι έτοιμος να σε σκουντήσω τέρας αφού τυπώθηκε η θηριωδία όλου του κόσμου κι έγινε ιστορία και δεν μπορώ άλλες παραινέσεις να σκύψω εντός να πέσω εντός. Η έννοια του Ανθρώπου εκφράζεται με τα άρθρα ο και η. Η Διάλυσις δεν αρκεί. Μετά το ερειπωμένο κόσμο η κραυγή συνεχίζεται σε μας, στους αναγνώστες – ίσως η Διάλυσις να είναι μια στιγμή πεφωτισμένη. Δεν υπάρχει καλύτερο κλείσιμο ενός τέτοιου βιβλίου με δύο ποιήματα που είναι γραμμένα σε παραδοσιακό 15σύλλαβο με τους τίτλους: «Τραγούδι βίας και εκδίκησης» και «Υπέρ αναπαύσεως». Στο πρώτο ποίημα ο αδερφός, πολύτιμος κι αγαπημένος, μπορεί να γίνει εύκολα εχθρός παρ’ όλη τη στοργή. Τριγύρω επικρατεί το γνωστό εφιαλτικό τοπίο του κόσμου, ίδιου με αυτού της Κόλασης. Το φόντο της κτίσης δημιουργεί μίσος κι εκδίκηση. Στο δεύτερο ποίημα ο Αντιόχου αναφωνεί: [ στα σφαλιστά μου βλέφαρα ένας σβησμένος κόσμος ] και [ το ξέρω πως δεν είμαι εγώ, μα είναι ένας άλλος ]. [ από τη μία ζωντανός, μα μέσα πεθαμένος ].  Η φωνή του είναι απελπιστικά εφιαλτική. Ο ποιητής καταργείται ως προφήτης, αλλά είναι μια μόνο φωνή που έχει ως καθήκον να καταμετρά  τους εφιάλτες μας και να μας εισάγει στο τοπίο της σύγχρονης ζωής. Ο νόμος της Τέχνης είναι αιώνιος. Δεν δίνει λύση αλλά αναρωτιέται και καταγράφει.

 

4.      Δεν θα ήταν σωστό να μιλήσουμε ξεχωριστά  για επηρεασμούς μιας τέτοιας ποιητικής κατάθεσης. Σίγουρα η παιδεία του ποιητή είναι μεγάλη, κυρίως όμως ευρωπαϊκή κι αμερικανική, όπως Έλιοτ, Σαίξπηρ, Μαλλαρμέ, Ρεμπώ, Χιούζ, Κρέιν, Αχμάτοβα, Γκίνσμπεργκ, η υπόλοιπη η γενιά των Beat ποιητών και οι δικοί μας τραγικοί ποιητές, ειδικά ο Ευριπίδης. Παρ’ όλ’ αυτά, αυτό που επιτελεί ο Αντιόχου είναι μοναδικό και υψηλό στα Γράμματά μας. Μέσα από τη στάχτη της Διαλύσεώς του φυτρώνει μια νέα φωνή, υποταγμένη και σεβόμενη απόλυτα την ευρωπαϊκή και την ελληνική παράδοση. Όλα αφομοιώνονται για να αρθρωθεί ένα μεγαλόπνοο έργο μοναδικής τέχνης. Ο Αντιόχου δεν γράφει επιγραμματική ποίηση με μια διάθεση φιλοσοφική κι εξυπνακίστικη, όπως αρκετοί, ούτε αρέσκεται σε αντιγραμματικές φράσεις εν είδει μοντερνισμού. Συνθέτει εκτενή ποιήματα σε άψογα ελληνικά, τα χωρίς τελείες, ενώ οι περισσότεροι της γενιάς του είναι ταγμένοι στο να γράφουν μόνο ποίηση. Τον διαπερνά ένας συνεχής ρυθμός,  σαν αυτόν που κατέχουν οι δικοί μας, Ελύτης, Σεφέρης, Σικελιανός, Παλαμάς, Σολωμός και όχι φυσικά ο Καβάφης. Η ποίηση του δίνει νόημα τόσο στη ζωή όσο και στον καθημερινό μας θάνατο. Τα πάντα ακόμα και στην ακύμαντη ηρεμία εκρήγνυνται. Ελεύθερος στίχος και ρίμα πάνε μαζί, χειροπιαστά, για να μας ψιθυρίσουν πως η κατάρρευση έχει ομορφιά και διδαχή. Η Διάλυσις του Γιάννη Αντιόχου αντιστέκεται με το ανάστημά της στην απάτη κι ευκολία της σύγχρονης τέχνης, διαφοροποιείται απ’ αυτήν ως ξεχωριστή. Κι εμείς, το μόνο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να υποστηρίζουμε ανάλογες φωνές, που εκδίδει ένας από τους πλέον ιστορικούς εκδοτικούς οίκους της Αθήνας, συνεχίζοντας έτσι μια πολιτιστική παράδοση, υπηρετώντας κυρίως την Ποίηση σε ανάλογες στιγμές της.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top