Fractal

Η λογοτεχνία προς το σχολείο / Σκέψεις κατά την ανάγνωση των 9 βημάτων του Σταύρου Ζουμπουλάκη

Γράφει η Όλγα Ντέλλα // *

 

Σταύρος Ζουμπουλάκης «Για το σχολείο», εκδ. Πόλις, σελ. 192

 

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης παρέδωσε εδώ και καιρό το “Για το σχολείο” -το δικό του πέρασμα από τις σχολικές αίθουσες, από και προς τη λογοτεχνία στο σχολείο. Η γραφή του οδηγεί σε σκέψεις, σε βήματα επίσης, εντός και εκτός της Τέχνης, στα μέσα-έξω της γραφής, όταν αυτή εισδύει στο σχολείο, όταν και το σχολείο την καλεί, όταν κι αυτή θα σταθεί στα θρανία απάνω, ενώπιον των παιδικών-εφηβικών ματιών, στο χέρι μέσα ενός δασκάλου.

Ο τόπος από τον οποίο εκκινεί λοιπόν κανείς είναι η ίδια η λογοτεχνία, η Τέχνη, που ήταν πάντα ζήτημα ζωής και θανάτου. Από την εποχή των βραχογραφιών. Τόσο γι’ αυτόν που τη γράφει όσο και για τον καθένα από μας. Αν η πραγματικότητα, η καθημερινή ζωή στην οποία υπάρχουμε, είναι το ένα μας φτερό, η Τέχνη είναι το άλλο. “Η άλλη φωνή” που έλεγε ο Octavio Path. Οι ομηρικοί σταθμοί του Οδυσσέα στην ανάβαση της ψυχής προς τον Θεό κατά Μαλεβίτση και σε επιπλέον προοπτική. Όπως κανένα πουλί δεν πέταξε με ένα φτερό -γιατί φανταζόμαστε ότι το μπορούμε εμείς.

Επομένως το ζήτημα της λογοτεχνίας στο σχολείο είναι εκ προοιμίου κάτι περισσότερο από ένα μάθημα. Είναι λέει ο Ζουμπουλάκης “η προσφορότερη οδός για τη γνώση του εαυτού μας και τη συνειδητοποίηση της θέσης μας μέσα στη ζωή και τον κόσμο”. “Δεν μας κάνει καλύτερους. Ούτε μας θεραπεύει από τα πάθη. Μας οδηγεί όμως να τα γνωρίσουμε, να τους δώσουμε όνομα, να τα κατανοήσουμε”. Να μην είμαστε κύμβαλο ενδεχομένως αλαλάζον. Κατανοώντας τα πάθη των άλλων, “γνωρίζοντας τα “κινήματα της ψυχής τους, συγγραφέων, λογοτεχνικών ηρώων, γνωρίζουμε τα κινήματα της δικής μας ψυχής”. Και αυτό το έχουμε απολύτως ανάγκη. Να νιώσουμε “τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας”. Να τη δεχτούμε. Να νιώσουμε τη σκοτεινή του άλλου. Να τον αποδεχτούμε.

Η λογοτεχνία ήταν πάντα ένας δρόμος εσωτερικός, λαβυρινθώδης, που οδηγούσε στην έξοδό του στον Άλλον. Ο συγγραφέας μετά την πυροβασία εντός, εκβάλλει στην Ψυχή του Κόσμου. Εκεί συναντά τους άλλους. Εμάς δηλαδή. Τα πάθη του είναι και δικά τους. Δεν τα λύνει. Τα λυτρώνει όμως. Ίσως ούτε και αυτό. Τα αφήνει έστω απαρηγόρητα. Αιώνες των αιώνων μετά και αφού σφραγίσει την επιούσια πορεία του. Αυτός φεύγει, η ψυχή του μένει. Η ψυχή του ως γραπτό -σώμα εκ του σώματός του.

Όσο πιο καθολικός ο τρόπος των δημιουργών τόσο πιο πανανθρώπινοι. Δέντρα αιωνόβια. Σ’ αυτό το δάσος καλούμαστε να εισέλθουμε, διαβάζοντας λογοτεχνία στο σχολείο. Να ακούσουμε μια ψυχή να μιλά, να δούμε αν μας αφορά τώρα ή στο έπειτα. Να συναντηθούμε, όπως γράφει ο Ζουμπουλάκης “με τις μεγάλες σκιές του παρελθόντος”. Να ανοίξουν οι πόρτες και τα παράθυρα ενός κόσμου κλειστού που είναι η ψυχή μας. Να μείνουμε ακάλυπτοι αλλά όχι ανυπεράσπιστοι. Εκτεθειμένοι και την ίδια ώρα αδάμαστοι. Έως ότου ανοίξω δρόμο. Έναν -ελάχιστο έστω- δρόμο. Τον απολύτως δικό μου. Έως ότου υποψιαστώ την παρουσία του.

Αυτό δεν είναι ζήτημα του σχολείου όμως μόνο. Όλοι είναι χρεία να σκύψουμε απάνω στα αποτυπώματα τούτα, που δεν είναι παρά και τα δικά μας αποτυπώματα. Όλοι είναι χρεία να αγκαλιάσουμε τούτη την ψυχή που δεν είναι παρά εκμαγείο και αντικαθρέφτισμα της δικής μας. Όσο νωρίτερα το νιώσουμε, τόσο το καλύτερο. Θα γλιτώσουμε χρόνο πολύτιμο.

 

Ο δάσκαλος

“Η ηλικία τούτη των μαθητών της δευτεροβάθμιας είναι η κρίσιμη ηλικία για να συνδεθεί κάποιος με τη λογοτεχνία” λέει ο Ζουμπουλάκης. Για να κάνει λοιπόν το ταξίδι ή να μην το αρχίσει καν. Είναι επομένως ζήτημα καθαρά γεωγραφίας. Τα ταξίδια που καλείσαι να κάνεις και που μπορείς και αυτά που αποφάσισες πολύ νωρίς να στερήσεις από τον εαυτό σου. Ο κύκλος είναι ολόδικός σου. Η υδρόγειος ή το τέλμα. Το πάντα ή το ελάχιστο τώρα σου. Ο δάσκαλος οφείλει να σου το υπογραμμίσει.

Είπα δάσκαλος. Λέει λοιπόν ο Ζουμπουλάκης πως “για να διδάξεις καλά τη λογοτεχνία, πρέπει να έχεις διαβάσει εκατοντάδες διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, και να εξακολουθείς να διαβάζεις”. “Και να την αγαπάς” λέει. “Να σου λείπει”. Να την υπάρχεις δηλαδή στην κάθε μέρα σου. Ακόμα και τις στιγμές που δεν τη διαβάζεις.

Κάθε ταξίδι απαιτεί την πυξίδα του, τους οδηγούς επιβίωσης, τους ανθρώπους εκείνους που θα σε οδηγήσουν στις αθέατες ομορφιές ενός τόπου, στους άγνωστους ως τα τώρα κατοίκους του, που θα σε σταματήσουν στις πολύτιμες λεπτομέρειές του, εκεί όπου θα τεντωθούν όλες οι αισθήσεις σου, όταν δε θα θες το ταξίδι να λάβει τέλος. Που θα αποκρυπτογραφήσουν τον τόπο για σένα. Και έπειτα θα σε αφήσουν μόνο να τον χαρείς. Ο δάσκαλος είναι αυτό το ξυπνητήρι ή καλείται να γίνει, η αφύπνιση για αυτή την εκδρομή που πρόκειται να λάβει χώρα και που καλείσαι να μην τη χάσεις. Είναι η πυξίδα προς αυτόν τον κόσμο που όμως και ο ίδιος οφείλει ήδη να γνωρίζει. Οι δρόμοι που έχει και ο ίδιος πάρει. Με ένα και μόνο διήγημα στο σχολικό βιβλίο ο Παπαδιαμάντης παραμένει ένας άγνωστος τόπος -και δύσβατος- τόσο για τον δάσκαλο όσο και για τον μαθητή. “Απαιτείται” λέει ο Ζουμπουλάκης “πολύ μεγάλη αισθητική και πνευματική ωριμότητα για να εκτιμήσεις την αξία του Σολωμού επί παραδείγματι”. Ο δάσκαλος είναι εκεί γι’ αυτό. Να σου δείξει τον τόπο.

Και υπογραμμίζει εντελώς αποφθεγματικά: “Τη διψα για γνώση δεν μπορεί να τη γεννήσει στην ψυχή του μαθητή ούτε η τελειότερη υλικοτεχνική υποδομή ούτε τίποτε άλλο, αλλά μόνο ο δάσκαλος. Ποιος δάσκαλος; Εκείνος που έχει και ο ίδιος αυτή τη δίψα, γιατί τίποτε δεν μπορείς να δώσεις στους άλλους αν δεν το έχεις εσύ ο ίδιος. Μόνο ένας δάσκαλος ερωτευμένος με τη γνώση μπορεί να οδηγήσει τους μαθητές του να την ερωτευτούν. […] Αυτή την ασίγαστη δίψα να γνωρίσει όσο γίνεται περισσότερο τον κόσμο και τον εαυτό του μπορεί να τη μεταδώσει, σε όποιους βεβαίως θέλουν να την πάρουν, μόνο ο δάσκαλος που την έχει, μόνο εκείνος ο δάσκαλος που δεν τον χωράνε τα ρούχα του”.

 

Σταύρος Ζουμπουλάκης

 

Οι κωδικοί

Αυτός λοιπόν ο δάσκαλος οφείλει να ξεναγήσει τους μαθητές του αρχικά “στην εθνική λογοτεχνία” λέει ο Ζουμπουλάκης, “να διδάξει τον κανόνα της, τους μεγάλους συγγραφείς, την ιστορία της λογοτεχνίας, τα ρεύματά της”. Πράγματι. Αν δεν μιλήσεις για τις κορυφογραμμές του τόπου σου, σε ποια άλλη κορφή να ταξιδέψεις;

Οφείλει επομένως να εκκινήσει από “τον κορμό”. “Τα παράλληλα κείμενα” από την παγκόσμια λογοτεχνία είναι ο τρόπος να μιλήσει κανείς για τα κλαδιά, για συγγένειες δηλαδή εκλεκτικές, που υπενθυμίζουν ότι μία η ψυχή του κόσμου πέραν χρόνου, τόπου και των υπόλοιπων στεγανών. Με τον τρόπο της συγκίνησης εκ της γραφής ταυτιζόμαστε εντελώς.

Υπάρχουν επιπλέον κωδικοί. “Ο συγγραφέας, η χρονολογία, η ιστορικότητα, η σχολή, οι τρόποι έκφρασης, η τεχνική”. Οι συγγραφείς δεν είναι κομήτες, υπάρχουν ίσως ως πυγολαμπίδες, εντός ενός συγκεκριμένου κήπου πέραν ενδεχομένως της εποχής τους, εντός όμως αυτής. Μυρίζουν τη στιγμή που βιώνουν, αυτήν αποτυπώνουν και πάλι ούτε αυτή. Τη φωνή της στιγμής τους καταγράφουν και αυτήν μοιράζονται. Προκειμένου να τους ανταμώσεις επομένως, χρειάζεσαι κάποια στιγμή τους κωδικούς.

Ο δάσκαλος είναι εκεί γι’ αυτό. Να ξεκλειδώσει τους απαραίτητους κωδικούς. Το οίκημα όπου εντός του στεγάζεται το ένα και μοναδικό κείμενο, αυτό δηλαδή που κείται ενώπιόν μας, εκτεθειμένο με όλα του τα όπλα πάραυτα εν εγρηγόρσει. Και έπειτα να μας αφήσει, σχεδόν εγκαταλείποντάς μας, στην αίσθηση που μας αφήνει η είσοδός μας σε αυτό το οίκημα και αφού το έχουμε γνωρίσει στην εξωτερική αρχιτεκτονική του. Απομένουν τα δώματα. Οι ίδιες οι σελίδες του. Οι λέξεις του που πηγαινοέρχονται από δωμάτιο σε δωμάτιο, σκαρφαλώνουν στα παράθυρα, σκοντάφτουν στη σκάλα, έρχονται καταπάνω σου, σε αγγίζουν, σου αφήνονται, τις νιώθεις, τις ακολουθείς, τις εγκαταλείπεις ή τις κρατάς για πάντα απάνω σου, καρφιτσωμένες στο πέτο της καρδιάς. Τούτο είναι η είσοδος εντός της λαβυρίνθου ενδοχώρας της λογοτεχνίας.

“Αυτός ο συνδυασμός αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας” λέει ο Ζουμπουλάκης, “οδηγεί ακριβώς σε μια προσωπική αλλά όχι ερμηνευτικά αυθαίρετη προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου. Αυτός ο τρόπος είναι ο καλύτερος -και ο δυσκολότερος”.

Στο σημείο τούτο προβάλλει το άλλοθι. Πως “θεμελιώδης ιδέα της σχολικής διδασκαλίας είναι ότι οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν πλήρως τη σημασία και την αξία των μεγάλων κειμένων”. Ή τη γλώσσα. Ε, ας μην την καταλαβαίνουν. Φτάνει να τη νιώσουν. Και ο δάσκαλος αυτό καλείται να κάνει. Να είναι η γέφυρα, το μετέωρο αυτό σημείο, όπου θα τους οδηγήσει στην άλλη όχθη. Αφήνοντας το τέλμα της προηγούμενης. Αρκεί λοιπόν να τους οδηγήσεις στο να νιώσουν. Ποιο άραγε βρέφος κατανοεί τα λόγια στην αγκαλιά της μάνας του; Τα νιώθει όμως και τα έχει απολύτως ανάγκη. Ανάγκη επιβίωσης.

 

Η ποίηση

Η ποίηση. Το δυσκολότερο όλων, λέει ο Ζουμπουλάκης. Και έχει δίκαιο. “Η ανατομική μέθοδος” θεωρείται αναπόφευκτη. “Το ποίημα τεμαχίζεται καταστροφικά” με τρόπο ώστε θα προκαλούσε ασυζητητί τη νεκρανάσταση των ποιητών, προκειμένου να το αποσπάσουν από τα βέβηλα, ανίδεα, αμήχανα ενδεχομένως χέρια μας. Έτσι είναι. Ωστόσο, το ποίημα δεν είναι τόπος άβατος. Δύσβατος σίγουρα, αλλά όχι άβατος. Απαιτεί να έχει κανείς περπατήσει τα απόκρημνα της ψυχής του, προκειμένου να ανταμώσει με τα απόκρημνα της ψυχής ενός άλλου, του ποιητή. Επιπλέον το ποίημα φωνάζει από μακριά τα μονοπάτια του. Αρκεί να σκύψεις να το ακούσεις. Μονάχα σκυφτός και άοπλος, ανυπεράσπιστος σχεδόν, εισέρχεσαι στο ιερό τούτο. Ασκεπής από τις όποιες θεωρίες μπορεί να κατέχεις. Από τους όποιους κωδικούς ενδεχομένως γνωρίζεις. Τα απεκδύεσαι όλα και εισέρχεσαι. Ξανά και ξανά.

“Η σωστή ανάγνωση είναι ήδη η μισή ερμηνεία του” λέει ο Ζουμπουλάκης και έχει επιπλέον δίκαιο. “Το καλό ποίημα αντέχει στην απαγγελία”, έλεγε ο Σεφέρης. Και κάποιοι ανακαλούμε άφευκτα τα μαθήματα απαγγελίας που έκανε ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης στους φοιτητές του στη Φλώρινα, αλλά και στην “Απαγγελτική Ομάδα Καϊλαρίων”, στην Πτολεμαϊδα. Αρκεί επομένως να ακούσεις το ίδιο το ποίημα να σε υποχρεώνει στη σωστή ανάγνωσή του. Αρκεί να φωτίσεις “με δυο λόγια κάποια κρίσιμα ή δύσκολα σημεία του” για χάρη των μαθητών σου. Αρκεί κυρίως να μιλήσεις από καρδιάς. Να σκοντάψεις κατά την ανάγνωση. Να αφήσεις τους μαθητές σου να σκοντάψουν με τη σειρά τους. Μπες με ειλικρίνεια στην τάξη. Διάτρητος εντελώς.

 

 

* Η Όλγα Ντέλλα γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία («Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου») και διδακτορική διατριβή («Η μεταφυσική διάσταση στην ποίηση του Κώστα Μόντη»). Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές «Αθιβολές» (Το Ροδακιό, 2002), «Άκος ψυχής. Άκος;» (Το Ροδακιό, 2007), «Της αλυπίας είναι η χώρα» (Ιδαλγός, 2009), το παραμύθι «Της ιτιάς και του ποταμού» (Ιδαλγός, 2012) και το δοκίμιο «Η ελεημοσύνη της γραφής. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» (Ιδαλγός, 2014). Διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση από το 1999. Ζει περίπου μόνιμα στα δυτικά της Μακεδονίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top