Fractal

Για την σύλληψη και την γέννηση ενός ποιήματος

Γράφει η Λένα Σαμαρά // *

 

23meres«23 μέρες» της Ασημίνας Ξηρογιάννη, εκδ. Γαβριηλίδης

 

Θα ήθελα να ξεκινήσω με ένα ποίημα της Αν Σέξτον, ποιήτρια που μνημονεύεται στο βιβλίο

Είμαι στα δύο κομμένη
αλλά θα με νικήσω.
Θα ξεθάψω την περηφάνια μου.
Θα πάρω το ψαλίδι
και θα κόψω τη ζητιάνα.
Θα πάρω το λοστό
και θα ξεσφηνώσω τα σπασμένα
κομμάτια του Θεού από μέσα μου.
Σαν ένα παζλ
θα τον συναρμολογήσω πάλι
με την υπομονή ενός σκακιστή.

23 Μέρες Μία ιστορία, τρία πρόσωπα, η Σοφί, ο εραστής, η άλλη.

H συγγραφέας του βιβλίου, Μίνα Ξηρογιάννη, μάς δίνει εισαγωγικά τον τρόπο που ένα ερέθισμα καταγράφεται μέσα της και με αργές, βασανιστικές διαδικασίες μετασχηματίζεται σε ποίημα.

Η ηρωίδα του βιβλίου, η νεαρή Σοφί, κλεισμένη σε ένα δωμάτιο για 23 μέρες, περιμένει να γυρίσει πάλι κοντά της ο εραστής της ή καλύτερα, να επιλέξει να γυρίσει πάλι κοντά της, όπως αναφέρει η Σοφί.

Η ιστορία της Σοφί εκτυλίσσεται σε τρίτο πρόσωπο.

Η Σοφί γράφει, η Σοφί ακούει ανάσες ποιημάτων, η Σοφί σ’ όλη της τη ζωή πάλευε με τους ορισμούς, η Σοφί αγαπά τις καταθλίψεις της.

Μιλά σε πρώτο πρόσωπο μόνο μέσα απ’ τα ποιήματα που γράφει στο δωμάτιο, με αφορμή την αναμονή τής επιστροφής τού εραστή.

Μας ενδιαφέρει η πορεία της Σοφί μέσα στις 23 μέρες. Είναι ο αριθμός των ημερών που ή ίδια έχει θέσει σαν όριο χρονικό στον εαυτό της και στα αδιέξοδά της. Το 2 παραπέμπει στο ζευγάρι και το τρία στα συνολικά πρόσωπα της ιστορίας. Ο εραστής και η άλλη δεν έχουν ονόματα. Η άλλη δε διαθέτει κανένα χαρακτηριστικό. Η ύπαρξή της στην ιστορία παίζει το ρόλο καταλύτη σε μια αντίδραση δύο προσώπων. Ο καταλύτης επιταχύνει την αντίδραση.

Η απουσία του αγαπημένου προσώπου προκαλεί τη συγκομιδή λέξεων που ελλοχεύουν κινδύνους, σε ένα σκηνικό αφαιρετικό, τόσο ταιριαστό στις πιο ισχυρές παραιτήσεις αλλά και στις πιο δυνατές ανατροπές.

Ο εραστής έχει κάποια σημάδια. Προτιμά τον πίνακα του Κλίμτ, το φιλί. Εκείνη προτιμά τον πίνακα του Μουνκ, με τον ίδιο τίτλο. ‘Γιατί είναι πιο παθιασμένο φυσικά’ του λέει. Δεν ξέρουμε τη δική του απάντηση στην υποθετική ερώτηση , εσύ γιατί προτιμάς το άλλο φιλί; Ξέρουμε όμως τον πίνακα του Κλίμτ, ένα απ’ τα διασημότερα έργα της Αρτ Νουβό.

Ένα ζευγάρι στέκεται πάνω σ’ ένα βράχο γεμάτο λουλούδια, που κόβεται απότομα στα δεξιά του πίνακα, ενώ λουλούδια υπάρχουν και στα μαλλιά των δύο προσώπων.

Ο άνδρας φορά ένα χρυσό πανωφόρι με άσπρα και μαύρα ορθογώνια ενώ το ταίρι του ένα αντίστοιχο αλλά γεμάτο πολύχρωμους κύκλους και λουλούδια. Ο άνδρας (του οποίου το πρόσωπο διακρίνεται ελάχιστα σε αντίθεση με το γυναικείο πρόσωπο που είναι καθαρό) έχει τυλίξει με το ένδυμά του και τα άκρα του τη γυναίκα, η οποία είναι γονατισμένη στην άκρη του ανθισμένου γκρεμνού- βράχου. Αυτά είναι τα προφανή που όλοι μας βλέπουμε. Υπάρχουν όμως και οι διαφορετικές ερμηνείες των ειδικών

Τo χρυσό φόντο και τα φωτεινά χρώματα του πίνακα αντιπροσωπεύουν την ομορφιά και τη λάμψη που νιώθει κανείς όταν φιλά τον/την αγαπημένη του

Η γυναίκα, σε αντίθεση με άλλα έργα του Κλιμτ που ο ρόλος της είναι κυρίαρχος, είναι υποταγμένη στον άνδρα.

Τα πρόσωπα δεν παραμορφώνονται, διατηρούν την ακεραιότητά τους και αναδεικνύονται κιόλας – ειδικά εκείνο της γυναίκας.

Δεν γνωρίζουμε ποια είναι η ερμηνεία που δίνει ο εραστής.

Σημασία έχει ότι η Σοφί γράφει ‘Η φιγούρα του άντρα που δεσπόζει στον πίνακα του Μουνκ μου θυμίζει εσένα. Μοιάζετε.’

Το φιλί του Μουνκ. Σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, το παραπέτασμα της κουρτίνας κρύβει σχεδόν ολοκληρωτικά τη θέα από το παράθυρο. Το ζευγάρι βρίσκεται στο κέντρο του πίνακα.

Μια εξπρεσιονιστική απεικόνιση που εξωτερικεύει το πάθος μα ίσως και τον τρόμο που προκύπτει μέσα από την παραμόρφωση των δύο προσώπων. Οι ατομικότητες φαίνεται να καταργούνται καθώς το ένα πρόσωπο παραβιάζει τα όρια του άλλου, το φιλί και ο έρωτας παίρνουν πιο επιθετική μορφή καταργώντας διακριτά χαρακτηριστικά. Η μελαγχολία και η σιωπή διαχέονται στο σκοτεινό δωμάτιο. Έχει χαρακτηριστεί “κραυγή” της μοναξιάς των δύο ερωτευμένων. Μόνοι στην ένωσή τους!

Ο έρωτας είναι προσωπικός μύθος .Επιτρέπεις στον εαυτό σου να ανατρέψει τα όρια της ατομικότητας και να προσδεθείς στα όνειρα και στην τροχιά ενός άλλου. Στο βλέμμα του, στην ιστορία του, στο παρόν του, στην αλήθεια του. Υπερβαίνοντας τη δική σου αλήθεια, φτάνοντας εκεί που οι ανάγκες αποδομούνται στην προσδοκία της τέλειας ένωσης. Και η ποίηση; ‘είναι εσωτερική επιτακτική ανάγκη να είναι κανείς θερμός –αν όχι καυτός- απέναντι στο αντικείμενο της γραφής του’ γράφει η Σοφί.

Η Σοφί είναι ποιήτρια. Με αφορμή τον έρωτα έχει γράψει πολύ όμορφα ποιήματα. Καίγεται εσωτερικά, αποσυναρμολογεί τον εαυτό της για να τον συναρμολογήσει πάλι, αλλά με άλλο τρόπο, έτσι ώστε ‘όταν θα βρεθώ μπροστά στη λευκή κόλα να’ μαι έτοιμη να αποτυπωθώ’.

Ο έρωτας της Σοφί είναι μοιρασμένος. Στον εραστή και στις λέξεις. Χωρίς να μειώνει σε ένταση και ποιότητα το ένα το άλλο. Αντίθετα, το ένα εξυπηρετεί και υποβοηθά το άλλο. Το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας εξυπηρετεί το τέλος. Η Σοφί γράφει ‘έβαλα το τέλος που εξυπηρετούσε’.

 

23days

 

Το φλερτ με την κατάθλιψη.

‘Τα σθεντόν είναι παλιά ιστορία που το σώμα θυμάται’ γράφει στην αρχή και ‘μη μακρηγορήσεις άλλο πάνω στη θλίψη μου’ προσθέτει στο τέλος.

Όντας αποσυναρμολογημένη, ‘με ακούω, με αφουγκράζομαι στη σιωπή’, ανιχνεύει και την πιο μικρή δυνατότητα ζωής, καλλιεργώντας μέρα με την μέρα, έναν εαυτό καινούριο, φτιαγμένο όπως το διαμάντι μέσα απ’ τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Χρειάζεται αυτές τις συνθήκες για να μεταμορφωθεί. Είναι αυτές, οι αναγκαίες και ικανές, που θα της χαρίσουν τη διαδρομή, το χρόνο, τις ανάσες και τις σιωπές που θα διαμορφώσουν την τελική έξοδο.

Εκεί όλα ξεκαθαρίζουν.

Σε μια αγριεμένη θάλασσα, ανακαλείς όλες σου τις δυνάμεις για να βγεις στην στεριά, μην παρασυρθείς απ’ τα κύματα ούτε απ’ του βυθού την ανάσα. Η Σοφί φλερτάρει με τον βυθό, γι’ αυτό και τα σθεντόν έχουν την θέση τους στο κομοδίνο της. Όμως είναι η ίδια που προτιμά την κάθαρση.

Η δύναμη της Σοφί είναι ο έρωτάς της. Και ο έρωτας για τις λέξεις δεν την έχει προδώσει. Παίρνει σάρκα στο πρόσωπο του εραστή, αλλά το πρόσωπο του έρωτα είναι μια άλλη αποκάλυψη, εσωτερική, απόλυτη.

Εκμεταλλεύτηκα το ποίημα Κολάζ, της Σοφί. Θα το αποσυναρμολογήσω, προσδοκώντας στο τέλος μια σύνθεση, ακολουθώντας την αγαπημένη συνήθεια τής ηρωίδας.

Το ποίημα Κολάζ ξεκινά με ένα απόσπασμα από ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον που έγραψε το 1862. Σ’ αυτό η Ντίκινσον κατασκευάζει την ιδέα μιας αδερφής ψυχής, που από την φύση επιλέχτηκε να συντροφέψει την δική μας μ’ ένα βαθύ, πνευματικό τρόπο, και όταν αυτό συμβαίνει δεν μπορεί κάτι να το αλλάξει. Αναπόφευκτο να κλείσει κανείς την πόρτα σ’ οποιοδήποτε άλλο κάλεσμα.

Συνεχίζουμε με τις φιγούρες του Σαγκάλ (που πετάνε).

Είναι οι ιπτάμενοι ευτυχείς ερωτευμένοι και τα γελαστά ζώα που ζουν στους πίνακες του Γάλλου ζωγράφου ,αδερφωμένα με τους ανθρώπους, με χαρακτηριστικά φωτεινά χρώματα, εκπέμποντας αισιοδοξία και χαρά.

Ακολουθούν οι ‘Ιδανικοί Αυτόχειρες’ του Κώστα Καρυωτάκη.

‘Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.’

Λευτέρης Βογιατζής, ποίηση σαν θέατρο

Συνειρμικά πηγαίνουμε στην παράσταση ‘Καθαροί πια’. Ο Λευτέρης Βογιατζής είχε ανεβάσει το έργο της Σάρα Κέιν όπου η τυραννία του έρωτα και η σημασία του σαν απόλυτη, χωρίς φραγμούς μορφή εξουσίας πάνω σε ένα ανθρώπινο πλάσμα αποτελεί την κύρια θεματική.

Το Κολάζ αγαπά την Σύλβια Πλαθ, την ποιήτρια της κραυγή και της οργής και ταυτόχρονα άκρως εξομολογητικής, όπως έχουν γράψει οι κριτικοί. Η ίδια όμως αρνείται να ταξινομηθεί:

«Θέλω να είμαι ελεύθερη… Νομίζω πως θέλω να είμαι πάνσοφη… Νομίζω πως θέλω να αυτοαποκαλούμαι “Το κορίτσι που ήθελε να γίνει θεά”. Αν δεν ήμουν όμως κλεισμένη μέσα σε αυτό το σώμα, πού θα ήμουν – ίσως τελικά να είναι η μοίρα μου να ταξινομηθώ και να αξιολογηθώ. Μα, φωνάζω με όλη μου τη δύναμη εναντίον του. Εγώ είμαι ο εαυτός μου – Είμαι ισχυρή – μέχρι ποιο σημείο όμως; Εγώ είμαι ο εαυτός μου». Γράφει στα Ημερολόγιά της

Η Σύλβια Πλαθ είναι εναγκαλισμένη με την Μάτση Χατζηλαζάρου:

‘Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που’ ναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα’ γράφει η Μάτση το 1944 και προκαλεί.

Το κολάζ συνεχίζει να ιστορείται :

Αμοργός του Νίκου Γκάτσου

‘Εγὼ που κάποτε σ᾿ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ᾿ αγκάλιασα και χορέψαμε
μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιὰ και φάγαμε μαζὶ το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμὸ
τόσα χρωματιστὰ πετράδια στα μαλλιά σου.’

Στο κολάζ περιλαμβάνονται ‘Οι ώρες’ κινηματογραφική ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μάικλ Κάνιγκαμ. Αφηγείται την ιστορία τριών γυναικών, σε διαφορετικές εποχές, που οι ζωές τους επηρεάζονται από το βιβλίο ‘Κυρία Νταλαγουέη’ που έγραψε η Βιρτζίνια Γουλφ στο σπίτι της στην Αγγλία το 1923. Η ταινία καταδεικνύει τα αδιέξοδα των τριών γυναικών και τις προσπάθειές τους να δώσουν νόημα στη ζωή τους.

Συνεχίζουμε με τις ‘Διακοπές στην πραγματικότητα’, ποιητική συλλογή του Χάρη Βλαβιανού

‘Όταν πέσουν και τα τελευταία φύλλα
θα επιστρέψουμε επιτέλους στον γνωστό, οικείο χώρο μας,
το πολύτιμο αυτό άσυλο
που το εξαντλημένο σώμα άφησε ανολοκλήρωτο
για τις ανάγκες μιας αναπόφευκτης γνώσης.
Από το ποίημα ‘Φθινοπωρινό ρεφραίν’ της συλλογής.’
Ακολουθούν η γυναικεία μορφή της Μαίριλυν,
τα ηδονικά ποιήματα του Καβάφη, με κοινό νήμα τη μνήμη να μετασχηματίζει την πραγματική εμπειρία σε αισθητικό γεγονός, με πρωτοποριακές τεχνικές, σε «μορφήν της Καλλονής»,
η αναφορά του Μάνου Χατζιδάκι στο γεγονός ότι περιέχουμε τα πρόσωπα που αγαπήσαμε
και τελευταία αναφορά, ο αγαπημένος της πίνακας, το φιλί του Μουνκ.
Όλα τα κομμάτια του Κολάζ αντανακλούν την σκέψη και το συναίσθημα της ηρωίδας.
Αντίπαλο δέος της καταθλιπτικής και αυτοκτονικής διάθεσης ό έρωτας για τη ζωή,
του αδιέξοδου τα παραμύθια για μικρούς και μεγάλους,
του σκοταδιού, ‘αν η ποίηση είχε χρώμα’,
της μοναξιάς το ποδήλατό μου
Χοσέ (όνομα που μ’ αρέσει),
της παραίτησης Βότανο Λουίζα(για το αδυνάτισμα) και ‘Ο Καθρέφτης’ του Φοίβου Δεληβοριά.

Είναι δύσκολο να πορεύεσαι με αντιφατικά κομμάτια, όμως όλα έχουν ένα κοινό ομφάλιο λώρο, που γίνεται αντιληπτός μόνο απ’ το ίδιο το άτομο.

Έτσι καταφέρνουμε να ζούμε προχωρώντας τις ατέλειές μας στον χρόνο, που όπως ο γλύπτης πλάθει την ύλη, το ξύλο, το μάρμαρο, την πέτρα, το μέταλλο κι αυτός σαν άξιος τεχνίτης αποκρυπτογραφεί τους κώδικες που το υλικό φέρει μέσα του.

Τις δυνατότητες που περιέχει, σαν φυσικό προιόν. Την ένταση που είναι ικανό να αντέξει, την κατάρριψη των ορίων του.

Για να μεταμορφωθεί η ύλη αναζητά μια διαχρονική αρμονία, σαν δυναμικό αποτέλεσμα της εσωτερικής πάλης φαινομενικά αντίθετων τάσεων.

‘‘Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω και σκάβω μέσα μου ως εσένα’’, γράφει ο Πάουλ Τσέλαν και σταχυολογεί στο Σχεδίασμά της η Μίνα.

Θα ήθελα να σας διαβάσω τα λόγια της Μάτσης Χατζηλαζάρου, από τη μοναδική δημοσιευμένη της συνέντευξη το 1986:

-Μερικοί λένε πως η ποίηση είναι μια βασανιστική τριβή με τις λέξεις.

-Είναι!

Εσείς όμως μου το παρουσιάζετε σαν μια πράξη αυθόρμητη….

-Μα αυθόρμητη είναι. Οι λέξεις είναι όμως άτιμες και μπορεί να φτηνήνουμε πολύ ένα πράγμα, να το κάνουνε σαχλό. Γι’ αυτό πρέπει να τις προσέχεις, να απορρίπτεις διαρκώς, πράγμα που δεν είναι εύκολο.

Δεν ψάχνεις τις ωραίες λέξεις ή τα ωραία συναισθήματα -αυτά έρχονται και φεύγουν. Ψάχνεις τις σωστές λέξεις. Κι αυτό είναι ποίηση.

Η Μίνα έχει διαλέξει προσεκτικά και τελικά έχει βρει τις σωστές λέξεις.

Τρυφερές, αισθαντικές, βαθιά ερωτικές. Λέξεις εξομολογητικές και σαγηνευτικές. Χωρίς καμιά διάθεση αυτοπροβολής και υπερβολής, με απλά, κατανοητά εργαλεία, χτίζει το δικό της όνειρο, σε μια εξιστόρηση που συνδυάζει με μαεστρία τον πεζό με τον ποιητικό λόγο.

Η Μίνα Ξηρογιάννη επιλέγει να μιλά καθαρά, απογυμνώνοντας τις λέξεις από τα περιττά στολίδια φτιάχνοντας ένα βιβλίο με παλμό για τον έρωτα και την ποίηση, την απόγνωση και την ανατροπή, την μοναξιά και τη δύναμη, τη θλίψη και τη ζωή.

Αργά και βασανιστικά η ηρωίδα παλεύει για την αλήθεια του ποιήματος, γράφει και σβήνει, προσθέτει και αναιρεί με την τόλμη της μη βεβαιότητας. Στο ποίημα ‘ΟΡΙΣΜΟΙ’ προσθέτει στον τίτλο ένα ερωτηματικό, και αφού το ολοκληρώσει γράφει ότι δεν ξέρει ακόμα αν θα είναι αυτή η τελική μορφή του ποιήματος. Ίσως το πρόσωπο που αφηγείται την ιστορία να επινόησε την Σοφί, δανείζοντάς της τις ιδιότητες της ποιήτριας, παίρνοντας ζωή απ’ τη ζωή της και τις εσωτερικές της ανακατατάξεις. Ίσως όλο το σχεδίασμα να είναι μια αργή, βασανιστική τριβή με τις λέξεις σε μια πραγματικότητα δύο κόσμων που βιώνει η ηρωίδα, αποκαλύπτοντας μιαν άλλην εκδοχή του εαυτού της.

Αναρωτιόμαστε εάν 23 μέρες είναι ο χρόνος αναμονής της επιστροφής του εραστή ή ο χρόνος σύλληψης του ποιήματος.

Η γραφή ενός ποιήματος είναι μια βαθιά ερωτική διεργασία, και η αγωνία της ηρωίδας να είναι έτοιμη μπροστά στη λευκή κόλα είναι ίσως και ο τόπος που γέννησε την Σοφί.

Και η επιλογή του ονόματος δεν είναι τυχαία. Όνομα που παραπέμπει σε αρετές όπως σωστή κρίση, φρόνηση, ευφυΐα, γνώση, σε αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας της.

Το πρώτο ποίημα που γράφει είναι σαρωτικό, σχεδόν σωματικό. Υποβάλλει μια εξέλιξη δυσοίωνη, που μέρα με την μέρα ανατρέπεται. Αντιμέτωπη με την πρόκληση μιας αυτοκτονικής τριβής με το αδιέξοδο του έρωτα, προκαλεί την άλλη πλευρά του εαυτού της, την αυτόνομη και ζωτική λύση της εσωτερικής της πάλης. Το τέλος είναι λυτρωτικό και συμπίπτει με την απαρχή μιας μοίρας που ηρωίδα είναι η ίδια, γιατί αυτή επέλεξε να νικήσει τον όλεθρο.

Η Μίνα Ξηρογιάννη καταθέτει τις μύχιες σκέψεις της για την σύλληψη και την γέννηση ενός ποιήματος, μέσα σε μια ζεστή και φιλόξενη μήτρα, θυμίζοντας τα λόγια του Πάμπλο Νερούδα «Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».

Μ’ έναν πολύ ενδιαφέροντα και γοητευτικό τρόπο θέτει ερωτήματα και ανακαλύπτει, ξανά και ξανά, πώς φτιάχνεται ένα ποίημα, απ’ τις λέξεις που δεν περισσεύουν. Κι αυτό είναι ποίηση.

Θα ήθελα να κλείσω με την αναφορά του ονόματος του Άγγλου ποιητή του 19ου αιώνα Samuel Taylor Coleridge που με απόσπασμα από ποίημά του ξεκινά το βιβλίο και με τα λόγια ενός συγγραφέα που χειρίστηκε με ιδιαίτερη ευαισθησία το θέμα του έρωτα στα βιβλία του, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

«Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται».

 

 

* Κείμενο που εκφωνήθηκε από τη Λένα Σαμαρά στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στα Ποιήματα και Εγκλήματα (Καλοκαίρι 2015)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top