Fractal

Διήγημα: “Για μία ανάσα”

Της Μαριάννας Αβούρη // *

 

 

 

 

Κάθονταν δίπλα μου, θα ήταν συνομήλικοί μου, πέντε-έξι άτομα. Κάποιος είπε ένα χωρατό, κι εγώ —καταπώς ήμουν μία απ’ αυτούς— γέλασα ξανά. Για πολλοστή φορά απόψε.

Έχω ρέντα, σκέφτηκα. Μα αμέσως μετά έκανα μια δεύτερη σκέψη, λιγότερο ευχάριστη. Και αν μπορούν να καταλάβουν την αλήθεια; Κι αν δουν πέρα από το χαμόγελό μου και διακρίνουν αυτό το μόρφωμα που κρύβεται από πίσω, τότε τι;

Κοίταξα γύρω μου· κανείς τους δε φαινόταν να έχει αντιληφθεί το παραμικρό. Προσπάθησα να διώξω την ταραχή μου, αλλά ήταν πλέον αργά, είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση. Ένιωσα το πρώτο σφίξιμο στο στομάχι μου —πάντοτε έτσι άρχιζε— σύντομα αυτό το σφίξιμο θα αναρριχόταν ίσαμε το στέρνο μου φτιάχνοντας μια μέγγενη γύρω απ’ την ανάσα μου. Η προσμονή και μόνο με έπνιξε.

«Ωχ, όχι!» ψέλλισα άθελά μου.

«Είπατε κάτι;» ακούστηκε μια αντρική φωνή δίπλα μου.

Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ακουγόμουν. Η παρέα είχε κατευθυνθεί προς την πόρτα, τους είχα δει με την άκρη του ματιού μου να απομακρύνονται –νόμιζα πως είχα απομείνει μόνη στον καναπέ.

Έστρεψα το κεφάλι προς την κατεύθυνση της φωνής. Ένας μεσήλικας κύριος καθόταν δίπλα μου. Αναρωτήθηκα πόση ώρα βρισκόταν εκεί.

«Συγνώμη» είπα, προσπαθώντας να κερδίσω λίγο χρόνο, «σε μένα μιλάτε;»

Τον κοίταξα πιο προσεκτικά τώρα. Είχε ευγενικά μάτια και το λευκό του πρόσωπο πλαισιωνόταν από ίσια μαύρα μαλλιά που αντάμωναν τους ώμους. Τι περίεργη εικόνα για άνθρωπο τέτοιας ηλικίας.

Μου απηύθυνε τον λόγο ξανά. Η φωνή του ήταν απαλή και διαυγής, δε θυμόμουν να έχω ξανακούσει όμοιά της.

«Ναι, σε εσάς μίλησα. Έχω την αίσθηση ότι κάτι σας προβληματίζει», είπε.

«Όχι, όχι» απάντησα βιαστικά κοιτώντας τον, μα το μετάνιωσα την ίδια κιόλας στιγμή. Πρόσεξε ανόητη, θα αποκαλυφθείς. Πρόσθεσα ένα ξεψυχισμένο «ευχαριστώ» και γύρισα μπροστά. Ευχήθηκα να μη δώσει συνέχεια, να λάβει το μήνυμα. Και το έλαβε.

Έμεινα κάμποσο εκεί με το βλέμμα καρφωμένο στην ευθεία. Τόσο που ο απέναντι τοίχος άδειασε από πίνακες, τα αυτιά μου από ήχους, το μυαλό μου από σκέψεις. Μόνο όταν ο σφυγμός μου κατρακύλησε κι ένιωσα να μπαίνω σε νάρκη, μόνο τότε έκανα να ανασκουμπωθώ.

Ίσιωσα την πλάτη, έφτιαξα νευρικά τις τιράντες του φορέματος, και άφησα να μου φύγει ένα διακριτικό χασμουρητό. Σάρωσα με τα μάτια τον χώρο –ψυχή ζώσα δεν υπήρχε. Πάει κι αυτό, σκέφθηκα και σηκώθηκα αργά. Μα όπως γύρισα να ξεκρεμάσω την τσάντα μου από το μπράτσο του καναπέ, ξαφνικά, πάγωσα.

Πίσω μου, αόρατος ως τώρα, σε μια πολυθρόνα ξεχασμένη στη γωνία, καθόταν αυτός! Χαλαρός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Προσπάθησα να μη δείξω την ταραχή μου, ψυχραιμία, δυο βήματα είναι η πόρτα, έπιασα την τσάντα άτσαλα με τα δυο μου χέρια και άρχισα να βηματίζω προς την έξοδο.  

Ούτε εγώ ξέρω πως έφθασα μέχρι εκεί. Ίσως και να παραπατούσα, ίσως και να ‘γερνε το κορμί μου σαν να ήταν ταλανισμένο απ’ το αγέρι, δεν ξέρω πως, αλλά έφθασα. Κι εκεί κάτω απ’ το δοκάρι της πόρτας, ένα βήμα από την ελευθερία, ένιωσα την παλάμη του ζεστή στον γυμνό μου ώμο.

«Μη φύγεις» είπε γλυκά, και η ανάσα του έφτασε απελπιστικά κοντά στο πρόσωπό μου. Πήγαινε καιρός που κάποιος με είχε πλησιάσει τόσο, η στάση μου τους κράταγε σχεδόν πάντα σε απόσταση.

Άλλωστε, αυτό δεν ήταν το ζητούμενο;

 

 

Η Μαριάννα Αβούρη  γεννήθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1972. Εργάζεται ως κειμενογράφος /μεταφράστρια, είναι δημοσιευμένη στιχουργός και έχει κάνει την κειμενογραφική επιμέλεια στο βιβλίο «Γιατί δεν μου το είπε κανείς;» της Νικόλ Μαντζικοπούλου (εκδόσεις Διόπτρα, 2016) και μετάφραση του ιδίου στα αγγλικά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top