Fractal

Ταξιδεύοντας αενάως

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

«Για  ένα πιάτο χόρτα» του Γιώργου Βέη, εκδόσεις Ύψιλον

 

Και όχι μόνο

«Η αλήθεια είναι ότι ταξιδεύουμε αενάως. Δηλαδή ακόμα και μέσα από τα όνειρα των άλλων. Δηλαδή θέλοντας και μη. Το  συναρπαστικότερο μέρος του ταξιδιού είναι μάλλον η ανάμνησή του. Ίσως διότι την επινοούμε σ’ έναν βαθμό. Αυτό θα  πει επιστροφή.»  ΓΒ.

Ποιο από όλα τα νήματα να πιάσεις, όταν πρόκειται να γράψεις για τον ποιητή, δοκιμιογράφο, κριτικό λογοτεχνίας και συγγραφέα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας Γιώργο Βέη; Είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον να επιλέξεις μια μόλις από τις πτυχές της δημιουργικής του έμπνευσης, χωρίς να μιλήσεις για την άλλη, αφού σε κάθε μια από αυτές, ξεδιπλώνεται ένας ολόκληρος κόσμος εικόνων, αισθήσεων, φιλοσοφικού στοχασμού, προσωπικής θεώρησης, κριτικής σκέψης που μεταγγίζεται έπειτα με την ίδια επιτυχία σε μια επόμενη δημιουργική έκφραση. Διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με την προσωπικότητα ενός διφυούς δημιουργού, αλλά ενός συγγραφέα με πολλαπλές «ταυτότητες», που η κάθε μια αντιστοιχεί σε μια από τις πτυχές της πολυσχιδούς προσωπικότητάς του, τις αναζητήσεις του, την παραδειγματική παιδεία του, τις διαφορετικές πολιτιστικές και πολιτισμικές επιρροές που έχει δεχτεί μέσα στο χρόνο. Κι όπως παραδέχεται ο ίδιος σε συνέντευξή του, «Η ποίησή δεν υπονομεύει, τις πεζογραφικές εφαρμογές. Το αντίθετο – τις ενισχύει από πλευράς ρυθμού και πύκνωσης των εκασταχού εκάστοτε καταγραφών. Το ένα βιβλίο μου προσβλέπει στο άλλο, το τελευταίο είναι ο επίλογος του προηγηθέντος και η εισαγωγή στο επόμενο. Πρόκειται δηλαδή για μια αρμονική διαχείριση των εκφραστικών μου μέσων, που θέλουν να θεωρούνται απολύτως ισότιμα…» Και βέβαια συμφωνώ απολύτως. Μόνο που έχω την αίσθηση ότι ο πεζογράφος Γ Β που γνώρισα μέσα από τα ταξιδιωτικά του βιβλία με τις συναρπαστικές αφηγήσεις, είναι (κατά την ταπεινή μου γνώμη) διαφορετικός από τον ποιητή Γ. Β. Οι δυο αυτές πλευρές: του πεζογράφου και του ποιητή –αν και αλληλοσυμπληρώνονται, συγκινούν στον ίδιο βαθμό και αντλούν την πρώτη ύλη τους απ’ ότι τον περιβάλει, εντυπωσιάζει, συγκινεί, τον διδάσκει- απέχουν σε διακριτό βαθμό η μια από τη άλλη. Στα ταξιδιωτικά αφηγήματα, για παράδειγμα, τα οποία θεωρώ αξεπέραστα (νομίζω μάλιστα ότι ο Γ. Β. είναι κορυφαίος του είδους και όχι μόνο στην Ελλάδα), ο συγγραφέας- περιηγητής δεν αρκείται  στη ρεαλιστική αποτύπωση των εικόνων, των τόπων, των ανθρώπων τύπων που συναντά και των πολιτισμών που διερευνά. Οι σχολιασμοί και οι περιγραφές του, όχι μόνο της εξωτερικής, αλλά εκείνης της αθέατης διάστασης των πραγμάτων, θυμίζουν ‘ιμπρεσιονιστή’ ζωγράφο, που αποτυπώνει την αίσθηση, την εντύπωση που του προκαλούν, επιστρατεύοντας μάλιστα όλες τις αισθήσεις. Υπάρχει μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα στις περιγραφές, όπως υπάρχει ένας συνεχής διάλογος με τον Άλλο, ενώ η διακειμενικότητα που επιστρατεύει συχνά πυκνά, σε συνδυασμό με την περίτεχνη- και πάντα ποιητική-  γλώσσα που χρησιμοποιεί, μας παρέχει ένα ακόμα λόγο για να διαβάσουμε τα βιβλία του. Και είναι σαν να κρύβεται εκεί, στα βιβλία αυτά, η πολυμαθής, πολυταξιδεμένη και κοσμοπολίτικη προσωπικότητα του συγγραφέα. Στο ποιητικό κόσμο του Γ Β διέκρινα μια άλλη διάσταση του δημιουργού, λίγο αλλιώτικη από την πρώτη. Θα τη χαρακτήριζα, πιο λιτή, πιο απέριττη, πιο ανθρώπινη, διότι σε αυτήν ο ποιητής, εκτός από τη φιλοσοφική  θέαση/προσέγγιση των θεμάτων που τον αφορούν, δεν διστάζει να φανερώσει την ευθραυστότητα του ανθρώπου πίσω από τους στίχους, τις βαθιές ανησυχίες και την ευαισθησία του απέναντι στα ζητήματα που τον απασχολούν: θάνατος, φθορά, νοσταλγία, υπαρκτική μοναξιά, κοινωνική ανισότητα κα. Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι στα ποιήματα διέκρινα τον άνθρωπο Γ. Β, την καθαρά ανθρώπινη πλευρά του, δηλαδή, απογυμνωμένη από τους τίτλους και τις οδυσσειακές του εμπειρίες. Εδώ είναι ένα πνεύμα ελεύθερο, που υπερίπταται πάνω από τον κόσμο και τον παρατηρεί με κατάπληξη και θαυμασμό που φτάνει στα όρια της συγκίνησης, της έκστασης, του δέους και πάντα με μια έμφυτη ευγένεια, σεβασμό, κατανόηση και τρυφερότητα σχεδόν πατρική. Η μελαγχολία που διέπει όλα του σχεδόν τα ποιήματα, βρίσκεται πάντα εκεί σε μια αφανέρωτη κόγχη, που όμως, ο έμπειρος αναγνώστης την συναισθάνεται έντονα. σαν να υπάρχει κάτι το ανεκπλήρωτο, που αν και ανομολόγητο ή όχι εντελώς ξεκάθαρο, δεν απουσιάζει από τα ποιήματα του.

Είναι αισθητή η συγκινησιακή του διάθεση απέναντι στα ερεθίσματα εκείνα που διεγείρουν το ενδιαφέρον του. Ο Γ. Β. στην ποίηση του είναι ένας δημιουργός που δίνει σημασία στην ουσία των ‘μικρών’ πραγμάτων, εισχωρεί στον πυρήνα τους για να αναδείξει την πραγματική τους διάσταση. Συνηγορεί σε αυτό ο ίδιος ο τίτλος της αξιομνημόνευτης ποιητικής του συλλογής, «Για ένα πιάτο χόρτα,». Ο τίτλος, όπως και το  εξαιρετικό ζωγραφικό έργο που το στηρίζει, υποδηλώνουν/ αντικατοπτρίζουν την λιτότητα της ποιητικής ύλης που επιλέγει να πραγματευτεί ο ποιητής. Εδώ, η ομορφιά δεν εντοπίζεται στις μεγάλες εξωτικές αγορές και τα μαγικά τοπία της μυστικιστικής Ανατολής, αλλά κρύβεται σε πιο απλά, καθημερινά πράγματα και ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, κυρίως δε στη φύση που τον περιβάλει. Πράγματι, η φύση κυριαρχεί σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, η ομορφιά και η τελειότητα της τον κυριεύουν και είναι σχεδόν πάντα συνυφασμένη με τον πόνο για τη φθορά ή την καταστροφή της, «το κατακόκκινο χρώμα της δύσης/ είναι άραγε δύση ή αίμα;/ Απορία του ήλιου ή σφαγή». Η εξαίσια, συχνά ‘επώδυνα’ εκπληκτική  ομορφιά της φύσης τον συναρπάζει, τον υπερβαίνει , ξεπερνά ακόμα και το φόβο του θανάτου, τον ίδιο τον θάνατο, « Τι δύναμη, τι θάρρος/φέρνει τη πεταλούδα/μετρημένες ορθοπεταλιές, / ως το θάνατο». Αλλά και πιο κάτω στο ποίημα του ‘Χαρτούμ’, «( … ) έπεται σχεδόν πάντα, η έξαψη/ η επιβίωση μας μέσα στην ορμή της φύσης/ανώτερης του θανάτου.» Και είναι πάλι τα μικρά και ανήμπορα πλάσματα της φύσης, εκείνα που του κινούν το ενδιαφέρον του, και με αυτά μοιάζει να ταυτίζεται. Στον ‘Παραπόταμο του Νέστου’ για παράδειγμα, παρατηρεί ένα χρυσαετό που  αργοπεθαίνει σε ένα ονειρικό τοπίο που δημιουργεί ο ίδιος για την καταληκτική και συνάμα τραγική σκηνή του θανάτου «Μπορεί να ξεχωρίζει ακόμα τη γραμμή του ορίζοντα/ μέσα από τα φύλλα των σφενταμιών/ έχει μπατάρει όμως προς τη μεριά των αοράτων/, εκλιπαρεί για μιαν ανάσα παράτασης/ η σφαίρα τον έχει βρει στην κοιλιά και τρέμει/ η φωλιά του ξεμακραίνει μέσα στα σύννεφα/…)». Αλλά και στο ποίημα του ‘Σκηνή Θεάτρου’ ο θάνατος παραμονεύει πάλι μέσα στις θημωνιές. «Στην τσουρουφλισμένη θημωνιά / τα ξεραμένα αίματα της πέρδικας/ που δεν πρόλαβε / ένα νυφικό γεμάτο τρύπες/ το ποδοπατημένο πορτρέτο/ σκουπίδια του Χάρου, οι τραγωδίες. Κι όπως στέκεται με εκστατικό δέος μπροστά στο θαύμα, το υπερβατικό κάλλος και τη δύναμή της, νιώθει εμβρόντητος, καταρρακωμένος μπροστά στη διάβρωση ή την καταστροφή της. «Δες αυτή την έξαρση στο βουνό/ δεν είναι πυρκαγιά/ μα βλάστηση μαινάδων..». Υπάρχει αντίστιξη εδώ ανάμεσα στην ομορφιά του τοπίου και την μανία των μαινάδων, για να επισημανθεί η σφοδρότητα της φωτιάς, η ‘βιαιότητα’ που διαπράττεται σε βάρος της άνθισης, της ίδιας της ζωής, της ομορφιάς που αποπνέει το τοπίο. Εκτός όμως από τη συναισθηματική και συνειδησιακή εκτύπωση  των πραγμάτων και των φαινομένων της φύσης, στην ίδια συλλογή ο ποιητής επιστρέφει στα παλιά, στο παρελθόν. Επανέρχεται στις ρίζες του, στο πατρικό του και στις θύμισες της  νιότης. Επανέρχεται  στα ‘μικρά’ αλλά θαυμαστά πράγματα της ζωής και τα πρόσωπα που τον καθόρισαν ως παιδί, διαμόρφωσαν τον συνειδησιακό του κόσμο. Και βέβαια για να το πετύχει καταφεύγει σ’ αυτήν την ίδια, τη μνήμη- διότι «το  συναρπαστικότερο μέρος του ταξιδιού είναι μάλλον η ανάμνησή του». Το παρελθόν αναβιώνει συγκινητικά, ελεγειακά. Ο ποιητής στοχάζεται τον μαρασμό αντιστικτικά, όπως και τις μεγάλες αλλαγές και τις μεταμορφώσεις που επιφέρει ο Χρόνος. Η «πόρτα δεν έκλεινε με τίποτα/… άνοιγε με πείσμα/ μέτωπο πάταγο στον ωκεανό.. /να φυσήξει υγεία/… ο πολτός των πραγμάτων /ως αθανασία» αλλά και την απατηλή  φύση της ίδιας αυτής μνήμης. «Θα μπορούσε να ήταν η νέα διεύθυνση/κοιτάζει/ λέει χωρίς να σκέφτεται/οι κατοικίες, οι αλλαγές, οι νέοι δρόμοι /έζησε κάποιες φορές σε σπίτια άλλων/βοηθούσε τα παιδιά στα μαθήματα/σκιές τώρα τα βιβλία του…».

Εντούτοις, ούτε η ιστορική μνήμη διαφεύγει της προσοχής του Γ.Β. παρότι  ακόμα κι αυτή συνδέεται με τον εξευμενιστικό ρόλο της φύσης. Στο σονέτο «Ναύπακτος», για παράδειγμα αναφέρει «Της ναυμαχίας οι μνήμες ξέρουν πώς να ποτίζουν/ τα κυκλάμινα.»

 

Γιώργος Βέης

 

Ο Γ. Β. βρίσκεται σε μόνιμο διάλογο με τον αναγνώστη του, συχνά του απευθύνει ερωτήματα, καθιστώντας τον κοινωνό των προβληματισμών και των αποριών του. Σαν να ζητά τη δική του συμμετοχή, ή σαν να το παροτρύνει να στοχαστεί μαζί του όλα εκείνα που δεν αφήνουν τον ίδιο ασυγκίνητο.  Έτσι, επιλέγει να ξεκινήσει τη συλλογή του με μια ρητορική ερώτηση, προκειμένου να τον εισάγει αλλά και να τον μυήσει στο δικό του ποιητικό κόσμο «Πότε και πώς μπόρεσαν / όλα αυτά τα βουνά, οι λίμνες/ να γίνουν οι λέξεις / τα όνειρά μας / στις ώρες της στέρησης/ και της ανάγκης;/ για να καταλήξει «Η φωτιά δεν θα σβήσει /ο κόσμος δεν σώνεται /παραμένει η επιθυμία».

Πιο κάτω αναρωτιέται πάλι, δημιουργώντας άλλη μια εικόνα σπάνιας ομορφιάς. «Πώς δεν σκαλώνει στον ουρανό ο δρόμος / αυλάκι βυζαντινό οχυρό/ που χλεύασε επί αιώνες τον εχθρό/  και έγινε κενοτάφιο μετά».

Αλλά ο Γ.Β. δεν μένει οχυρωμένος στη φύση και τα ειδυλλιακά τοπία της, ακόμα κι αν αυτά αποτυπώνονται με ένα τρόπο που υπερβαίνει τη ρεαλιστική  αναπαράστασή τους, ούτε βέβαια στη μνήμη που συνιστά πυλώνα της δημιουργικής του έμπνευσης και απαντάται σε όλα σχεδόν τα έργα του. Ως άνθρωπος που διακατέχεται από ιδιαίτερη ευαισθησία, δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου στις μεγάλες, αστικές και απρόσωπες γειτονιές του κόσμου που πολύ συχνά τον οδηγούν στην απελπισία, την απόγνωση, στην αυτοκαταστροφή. Στο ποίημα του ‘Πλατεία Αμερικής’ η θλίψη του είναι εμφανής, ενώ παρατηρεί και αποτυπώνει έξοχα, «Μια βδομάδα στεγνός, λάβαρο της πείνας/ (…) το δικό του όριο οι δέκα μέρες/ μετά θα λυγίσει μέσα στα ένδοξα χρώματα του φθινοπώρου/ για μια μπουκιά εξάρτηση/ στον περίβολο της Εκκλησίας των Βαφτιστών/ με τα Φύλλα Χλόης αγκαλιά/ ανυπόταχτο Χάρλεμ/ ματωμένο Μπρονξ.» Η επιλογή των περιοχών δεν είναι τυχαία, ο ποιητής καθολικεύει το πρόβλημα, άλλωστε είναι ένας άνθρωπος του κόσμου που διέπεται από ενδιαφέρον γα τον οικουμενικό άνθρωπο, όπου γης. Νιώθει συμπόνια απέναντι του. Η αγωνία του  κορυφώνεται, καθώς συνειδητοποιεί ότι στη ουσία κανείς πια δεν μπορεί να τους βοηθήσει.

Η γνώση αυτή, μεταγγίζεται και στο ποίημα του που φέρει τον τίτλο η «Γνώση», αλλά και στο ποίημα του η ΕΠΑΝΟΔΟΣ, «Δεν ήταν μυστικό/σε περίμεναν με υπομονή/από το περασμένο καλοκαίρι /ήξεραν άλλωστε τα πάντα για σένα /οι βράχοι της παραλίας, οι γλάροι, /οι ψαραετοί/δεν σε αναγνώρισαν όμως τώρα/έχεις αλλάξει από τις στερήσεις, τις ενέσεις/ξαναγύρισες από τα σκουπίδια που έψαχνες όλο το χειμώνα, /όλη τη μαύρη άνοιξη μια μπουκιά κι αυτή με το ζόρι/ένα μόριο πείνας /λίγο πιο μεγάλο τώρα/ απ’ τον κόκκο της άμμου.»

Η αναπαράσταση των γερανιών στο MORTALIBUS AEGRIS, επίσης υπερβαίνει τη ρεαλιστική αποτύπωση του αντικειμένου, «Τα γεράνια της αυλής, το αγιόκλημα /λένε όλη νύχτα παράδεισο, κόλαση/το χώμα αυτή τη φορά ακούει/όπως το πάτησες το πρωί/αυτί έγινε κι ακούει/μαθαίνει τώρα μαθαίνει γρήγορα,/ακούει, μα δεν πιστεύει τίποτα/ήδη σε λάσπη του Γενάρη και λησμονιά/ γυρίζει».

Όπως επίσης και στο ποίημα του ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ όπου ο στίχος γίνεται πιο κοφτός, πιο στακάτος, ίσως για να συγχρονιστεί με τον εσωτερικό ρυθμό του ποιητή, που θυμίζει διακεκομμένη ανάσα «Το ποτάμι μοιάζει λάβα που ξεχύνεται; / Η συννεφιά πάντως βρόγχος και κατεβαίνει/ Βαριά στο κεφάλι μας/Τα δέντρα άφαντα/Εκτός κι αν εκείνα τα υπολείμματα /Η υποψία ξύλων στη μέση του καμβά/Είναι ό,τι άφησε ο κεραυνός /… /Η υπογραφή δυσανάγνωστη /Φυγή; Μάλλον/ Κάτι ακόμη, πιο κάτω δεξιά, μισοσβησμένο:/Αλγεβρικές εξισώσεις τα βή μα τά μου/Οι τοίχοι έτοιμοι να καταρρεύσουν/«Αδύνατον», λέω/ Ενώ τα αναφιλητά, ο κονιορτός…»

Ενώ στο ποίημα του η «Βάρβιτος», ένα από τα αντιπροσωπευτικά  ποιήματα της συλλογής, συνενώνονται κι αναδεικνύονται όλα σχεδόν τα εκφραστικά μέσα του ποιητή: λυρική  γλώσσα, ελεγειακό ύφος,  ρυθμός, μουσικότητα, πύκνωση λόγου, όπως διαφαίνεται και εδώ η τάση του ποιητή να δημιουργεί εικόνες με έντονες αντιθέσεις. « (…) Τη βάρβιτο μιμείται ο αέρας/Μόνο που βήχει κάποτε ανάμεσα στα κενά/Το τραγούδι πολυβόλο των θανάτων /Κι ό,τι προλαβαίνει σώζεται/Μέσα στην αντάρα ξεκουρντίζονται /Οι ήχοι τα εμβατήρια/Ο αποτρελαμένος άνεμος».

Παρόλα αυτά, η ουσία της ποιητικής συλλογής, πιστεύω πως εντοπίζεται στο ποίημα του ‘Για γερούς λύτες’ «Δεν μας γεμίζει με την πρώτη το μάτι/ μικροκαμωμένο/ εύθραυστο μοιάζει, λυγίζει από λέξεις/του αέρα παιδί/ μαζί του όμως μεγαλώνουμε/ως το τέλος δίπλα μας/ κανείς δεν έμαθε ποτέ από πού έρχεται / πως καταφέρνει να μας έχει στο τσεπάκι του/και που θα πάει/όταν κάποια στιγμή θα σβήσουν όλα». Αυτό το εύθραυστο μικρό και του αέρα παιδί που κρύβει μέσα του και που κρύβουμε όλοι είναι απλώς συγκλονιστικό και είναι ένα ποίημα που παραπέμπει καθαρά στην έννοια του Χρόνου, έτσι όπως την ορίζει ο Ηράκλειτος.

 

* Το ζωγραφικό έργο είναι της Κλάρα-Πεκ Βέη

 

Μικρό βιογραφικό σημείωμα

Ο Γιώργος Βέης (γεν. Αθήνα 1955), πολυβραβευμένος συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, με δώδεκα βιβλία ποίησης και έξι πεζογραφικά βιβλία ταξιδιωτικής μαρτυρίας, τα περισσότερα μεταφρασμένα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και στα κινεζικά, με κρατικό βραβείο Μαρτυρίας 2009 (Ασία, Ασία) και Χρονικού-Μαρτυρίας 2010 (Από το Τόκιο στο Χαρτούμ), το βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2007 για την ποιητική συλλογή Λεπτομέρειες κόσμων και το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών 2015 για το σύνολο του έργου του, πρέσβης επί τιμή και εκπρόσωπος της Ουνέσκο (το 2012 του απονεμήθηκε ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top