Fractal

Διήγημα: “Γερό ποτήρι”

Γράφει ο Μιχαήλ Τσιμπλάκης // 

 

f20

 

 

Ο πατέρας μου είχε πέντε αδέρφια, τρία αγόρια και δυο κορίτσια, το δεύτερο από τα αγόρια, στην εκκλησία το είχαν βαφτίσει Γιώργο και στα καφενεία «κούτελο». Ο πατέρας μίλαγε συχνά για αδερφό του τον Γιώργο, τον παίνευε λέγοντας πως ήταν μαγκιόρος ψαράς, πως έκανε πλάκες που γελάγανε όλοι και πως το παραγκώμι που τού είχαν κολλήσει τού ταίριαζε γάντι. Εκείνο όμως που δεν παρέλειπε στις αναφορές του να επισημαίνει με νόημα ήταν αυτό που έκανε τον αδερφό του πρώτο ανάμεσα στους συγχωριανούς τους, το πιοτί. « Όλοι στο χωρίο», έλεγε, «είχαν να το λένε, γερό ποτήρι το κούτελο».

Στη ψιλόλιγνη στητή κορμοστασιά του με το σκαμμένο από την αλμύρα μακρόστενο πρόσωπό του ξεχώριζε το πλατύ μέτωπο. Σε μια εποχή που οι αξίες ήταν διαφορετικές, τα μέτρα και τα σταθμά άλλα, ο θείος του, είχε καταφέρει να αποσπάσει την αναγνώριση από τους όμοιούς του. Η γενναιοδωρία τους είχε αποτυπωθεί εύστοχα στο προσωνύμιο «γερό ποτήρι». Η φήμη που ακολουθούσε τον θείο του συνέβαλλε στο να συνειδητοποιεί σιγά – σιγά ότι εκτός από γιος του πατέρα του ήταν και ανιψιός του «κούτελου», κάτι που τον ωθούσε να κοκορεύεται ασυγκράτητα στους φίλους του και τον γέμιζε υπερηφάνεια. Περνώντας από τα καφενεία, περπατούσε κορδωτός όλο καμάρι.

Ο θείος Γιώργος, έλεγε ο πατέρας ότι δεν καυχιόταν ποτέ και τα λόγια του, μετρημένα, ηχούσαν όπως τα βότσαλα όταν πέφτουν στη θάλασσα. Εμένα μου άρεσε πολύ να ακούω για αυτά που είχε κάνει και σε κάθε ευκαιρία πέρναγα από τα καφενεία αναζητώντας με το βλέμμα μου τον πιο καλό του φίλο, περιμένοντας το νεύμα του. Με κάθιζε δίπλα του, με κέρναγε «υποβρύχιο» και μου μίλαγε για αυτόν, «να μάθω τι θείο είχα…» έτσι μου έλεγε. Όταν τέλειωνε την εξιστόρησή του ανυπόμονα του ζητούσα να μου πει κι άλλα, στο τέλος συμβιβαζόμουν με ένα «την άλλη φορά πάλι…».

Όταν πήγε στην Αμερική – πρώτη και τελευταία του – για να δει τα αδέρφια του, τη Μαρίτσα, το Στρατή και το Μανώλη, γύρισε πίσω με μια δεσμίδα δολάρια· ίσως και να ήταν η μοναδική φορά που γέμισε η τσέπη του. Τίποτα όμως δεν τού φτουρούσε, τα πάντα τού γλιστρούσαν από τις παλάμες σαν ψάρια που σπαρταρούσαν. Τα χρήματα τα ξόδεψε σε μια εβδομάδα, τύφλα ο ίδιος κερνούσε νυχθημερόν ανεξαιρέτως όλους τους συγχωριανούς του. Σε παροξυσμό από τη μέθη έπαιρνε ταξί να τον πάει από τα καφενεία στον κόκκινο φάρο του μακριού λιμενοβραχίονα – απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων – για να κατουρήσει στη θάλασσα. Οι ιστορίες που άκουγε από τον επιστήθιο φίλο του τον έκαναν να θαυμάζει τα «κατορθώματα» του θείου του και να κρυφογελά με την ψυχή του. Τα βράδια στο κρεβάτι κουκουλωμένος με την κουβέρτα τις ξανάλεγε στον εαυτό του ψιθυριστά για να τον πάρει ο ύπνος κι αντί για το «ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα» το άλλαζε με το «γερό ποτήρι ο θείος μου, πέφτει αλλά δεν σπάζει».

Η μοναδική φορά που του έτυχε να πέσει και να μην ξανασηκωθεί δεν ήταν από το πιοτί, ήταν τότε που τον έτρωγε η φάουσα.

Στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του επιζητούσε επίμονα τις αφορμές για να τον ανακαλεί όσο πιο συχνά στη μνήμη του, αποσκοπώντας κάθε φορά στο να επιβεβαιώνει εκείνη την αρχική, την εφηβική του διαπίστωση, ότι ο αδελφός του πάτερα του, ο θείος του, «το κούτελο», ήταν όντως έτσι, έπινε, έπεφτε και δεν έσπαγε. Τώρα, τον μνημονεύει πλέον σπάνια, τόσο, όσες και οι πιθανότητες να του γλιστρήσει μέσα από το χέρι το ποτήρι να πέσει και να μην σπάσει, όπως συνέβη τις προάλλες.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top