Fractal

✔ Γεράσιμος Δενδρινός: “Να θυμάσαι ότι τα πάντα είναι και θα παραμείνουν πλάνη” (Ε. Μ. Σιοράν)

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

Η εμμονή μου, το έχω πει, είναι οι… εμμονές τους.

Η μανία μου, το να ακολουθώ τους αγαπημένους μου συγγραφείς σε όλα τα βήματά τους, αναζητώντας τον γρίφο τους και την εξέλιξή τους. Ψάχνοντας εκείνο το άγνωστο αγκαθάκι που σε κάνει, τελικά, συγγραφέα ή ποιητή. Στην αρχή το αγνοούν ακόμα κι οι ίδιοι. Ξεκαθαρίζει, όμως, στη συνέχεια.

Αυτήν ακριβώς την αρχή και την συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε σε μια σειρά από συνεντεύξεις με συγγραφείς που αγαπώ κι εκτιμώ και περιμένω ανυπόμονα το καινούργιο βιβλίο τους.

Μετά τον Ηλία Μαγκλίνη η σκυτάλη σε ένα φίλο ετών, κι ας μη συναντιόμαστε τακτικά. Ο Γεράσιμος Δενδρινός είναι πάντα μια σταθερά στη λογοτεχνία και στη ζωή μου, κρυστάλλινος, ποιητικός και αγαπημένος.

 

 

– Γνωριζόμαστε εδώ και χρόνια. Μας βρίσκει η Ποίηση ή την βρίσκουμε, Γεράσιμε; Μας βρίσκει η Λογοτεχνία ή εμείς το επιδιώκουμε; Ο συγγραφέας είναι τελικά οι εμμονές του; Στην ποίησή σου συναντάμε τις ίδιες εμμονές με τις εμμονές που έχεις στην πεζογραφία σου;

 

Θέλοντας να καταγράψω τις ερωτικές μου εμμονές κι αποτυχίες, εξαρχής επέλεξα την ποίηση, γιατί συνήθως από αυτήν γίνεται πάντα η αρχή και για έναν πεζογράφο. Τη βρήκα λοιπόν ως διέξοδο, άρα εγώ τη συνάντησα. Έγραφα και τη γράφω ακόμα ευκολότερα από την πεζογραφία. Οι εμμονές και στα δύο είδη του λόγου είναι λίγο πολύ ίδιες: χαμένη αγάπη, φθορά, θάνατος, οι σχέσεις μας με τους άλλους, η καθημερινή μας επαφή με την πραγματικότητα, που συνήθως προκαλεί ρήξη, κλπ. Τότε, το διάστημα 1980-1987, η καταφυγή στην ποίηση ήταν για μένα ένα είδος λύτρωσης. Στα χρόνια του στρατού 1980-82 διάβασα πολλή ποίηση, έγραφα παραληρήματα χωρίς θέμα, που θύμιζαν αυτόματη γραφή, σύμφωνα με τα διδάγματα του Αντρέ Μπρετόν και της παρέας του. Το Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού (1924), του ιδίου και ιδρυτή της σχολής, το ήξερα απέξω. Ήταν και η έπαρση της ηλικίας που μου πήγαινε στην καταφυγή μιας τέτοιας γραφής. Βέβαια, το σλόγκαν της εποχής τους πως Οι πάντες μπορούν να γράψουν λογοτεχνία με την αυτόματη γραφή, δεν ισχύει σήμερα, αφού η Σύγχρονη Ποίηση έχει μπολιαστεί με ό,τι καλό έχει δώσει ένα κίνημα ή σχολή της Ευρώπης και έχει απαλλαγεί (ευτυχώς), κατά το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα παραληρήματα, που θυμίζουν χείμαρρο, κατεβάζοντας εκτός από νερό, πέτρες, ξύλα, σκουπίδια, κλπ. – εννοώ φραστικές, ανεξέλεγκτες ανοησίες, που δυστυχώς χρησιμοποιούνται και σήμερα. Με τη γραφή αυτών των παραληρημάτων ήμουν τότε διχασμένος: όσο η ποίησή μου ήταν την εποχή εκείνη ερμητική, τόσο η πεζογραφία μου ήταν άκρως ρεαλιστική, εννοώντας τα διηγήματα και τις νουβέλες, που ήταν εμπνευσμένες από τους ανθρώπους της δεκαετίας του ’60, τότε που οι άνθρωποι ήταν ακόμη γνήσιοι χαρακτήρες και δεν είχαν μπολιαστεί, όπως σήμερα, από διαβάσματα ή σπουδές (κομματικές ιδεολογίες, θεωρίες, απόψεις, αναλύσεις κάθε λογής) ήταν απλοί καθημερινοί τύποι της γειτονιάς, όπως τους έζησα τότε ως παιδί, που είχαν ο καθένας τους και μια ιδιαίτερη, αποκλειστική ιστορία, τόσο στον λόγο όσο και στις πράξεις. Το 1981 γνωρίστηκα με τον Θεσσαλονικιό πεζογράφο Γιάννη Πατσώνη (τότε μου γνώρισε και τον μεγάλο μας πεζογράφο, Γιώργο Ιωάννου), κι εκείνος ήταν αυτός που με ώθησε να γράψω τις ιστορίες αυτής της εποχής που του διηγιόμουν κατά καιρούς, επινοήσεις της στιγμής το μεγαλύτερο μέρος. Ο Πατσώνης με προσγείωσε στην άσκηση της γλώσσας και μου έμαθε πως η πεζογραφία είναι ένας στίβος πολύ δύσκολος και δεν χρειαζόταν η καταφυγή σε ποιητικές εξάρσεις, σκηνές τραβηγμένες από τα μαλλιά κι αλλόκοτα φιλοσοφικά τεχνάσματα, αλλά απαιτούσε μια γλώσσα στρωτή και δουλεμένη, αφήγηση που δικαιολογεί  και ταιριάζει με την ιστορία των ανθρώπων και την εποχή, κι ευτυχώς, γιατί τα κείμενα της εποχής του ’60 δεν ήθελαν τέτοιους μετεωρισμούς, αλλά μεγάλη προσοχή και έλεγχο, ειδικά αν ο αφηγητής είναι ένα μικρό παιδί. Θέλω να πω δεν μπορείς να γράφεις μια απλή ιστορία καθημερινών ανθρώπων και ξαφνικά να βάζεις ένα απρόβλεπτο γεγονός, π.χ. σε καταυλισμό τσιγγάνων να μιλάνε Γαλλικά, αντί τη γλώσσα τους, κι ένα μωρό τριών ετών να μιλάει σαν μάγκας και να σκοτώνει κιόλας έναν έμπορο ναρκωτικών! – για τέτοιες ακρότητες μιλάω, που βλέπω συχνά σε κείμενα συγχρόνων πεζογράφων που δεν δικαιολογούνται αν μιλάς για μια ορισμένη εποχή, που δεν χρειάζονται καν γιατί η σύγχρονη πραγματικότητα είναι τόσο απρόβλεπτη και γεμάτη από αλλοπρόσαλλα γεγονότα που ξεπερνάει την οποιαδήποτε επινόηση. Πάντως, οφείλω να ομολογήσω πως μέχρι σήμερα ένα πεζό κείμενο με εξαντλεί από την υπερβολική επεξεργασία, ακόμα κι όταν το βλέπω δημοσιευμένο, μπορώ ακόμη να διακρίνω κάποιες γλωσσικές ακρότητες. Σίγουρα, ένα κείμενο ποτέ δεν τελειώνει, αλλά σημασία ποιο ήταν το ύφος σου εκείνη την εποχή, κι αυτό δύσκολο, γιατί, άμα κατακτηθεί ένας τρόπος γραφής, αυτόν χρησιμοποιείς ίσαμε κάτι να σε συνταράξει (μπορεί και μια ανάγνωση ενός σπουδαίου βιβλίου) να σ’ επηρεάσει τόσο, ώστε να σου αλλάξει και το προσωπικό σου ύφος.

 

 

Τι ήταν εκείνο που σ’ έκανε να γράψεις;

 

Από παιδί ένιωθα μεγάλη μοναξιά. Υπήρξα πολύ ευαίσθητος και παραμένω. Τότε δεν ανήκα σε καμιά ομάδα του σχολείου ή της γειτονιάς. Ακόμη και στα παιχνίδια ελάχιστα συμμετείχα και μισούσα υπερβολικά το ποδόσφαιρο. Ένιωθα μεγάλη ανακούφιση, όταν μια γειτόνισσά μας, η Λιούμπα, (στα ρώσικα σημαίνει Αγάπη) μια Ελληνοπόντια από τη Γιάλτα της Κριμαίας, που είχε έρθει οικογενειακώς το 1932 στην Ελλάδα, έβγαινε και κατάβρεχε τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα με μια λεκάνη ή με το λάστιχο απ’ το μπαλκόνι της. Η παιδική μου ηλικία ήταν σχεδόν πάντα μια θλιβερή και μοναχική περίοδος, κι εγώ θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου καθισμένο σε μιαν άκρη του πεζοδρομίου ή στα σκαλιά της εξώπορτάς μας να παρατηρεί τους πάντες. Ακόμα και μέσα στην οικογένειά μου αισθανόμουν παρείσακτος, ξένος. Όφειλα λοιπόν να υπηρετήσω τη μοναξιά, να τη σπουδάσω. Παιδί του Δημοτικού Σχολείου σχεδίαζα σε μεγάλα μπλοκ αφελή σινερομάντσα, μιμούμενος τα ανάλογα του λαϊκού περιοδικού Ντομινό που σου μαύριζαν τα δάχτυλα όταν το φυλλομετρούσες. Έγραφα και στίχους ομοιοκατάληκτους, σαν αυτά που υπάρχουν ακόμα και στα σύγχρονα ημερολόγια του τοίχου, μ’ εκείνα τα κοινότοπα, μεγαλόστομα ρητά της ζωής, που ενθουσιάζουν ακόμα πολλούς και τ’ αναρτούν μάλιστα στο Facebook ως σπουδαία, τόσο που ο κύκλος των διαδικτυακών φίλων τον ονομάζει, τον χρίζει, αμέσως ποιητή.

 

 

Ας αρχίσουμε με την πεζογραφία. Ένα πακέτο “Άρωμα”, το πρώτο βιβλίο σου. Ακόμα θυμάμαι το υπέροχο εξώφυλλο με τα πρώτα σου πεζά. Τι  συμβολίζει το συγκεκριμένο πακέτο;

 

Το βιβλίο αυτό πέρασε του λιναριού τα πάθη. Ήταν να κυκλοφορήσει από έναν οίκο που δεν υπάρχει πλέον. (Πριν, το είχα πάει σ’ έναν εκδότη, οποίος το έδωσε στον Κώστα Ταχτσή για να γράψει έναν πρόλογο, αλλά τον Αύγουστο του 1988 δολοφονήθηκε, κι έμεινε το βιβλίο ανάμεσα στα χαρτιά του γραφείου του. Στη συνέχεια, όταν τον οίκο ανέλαβε η σύζυγος του εκδότη, αρνήθηκε να βγάλει το βιβλίο. Τότε κατέθεσα στον εκδοτικό οίκο, που ανάφερα πριν, αυτό και το μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο, αλλά δεν άρεσε στον εκδότη το Ένα πακέτο “Άρωμα, παρά μόνο το μυθιστόρημα. Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή, γιατί τα κείμενα αυτά, ως ρεαλιστικά, που αφορούσαν τη μοναχική ζωή ενός παιδιού στη Μάνδρα Αττικής, (ήταν και ο κύριος αφηγητής) τη δεκαετία του ’60, θεωρούνταν κάπως παρωχημένα. Βλέπετε, στην αρχή της δεκαετίας του ’90, είχε εισβάλει για τα καλά στη λογοτεχνία μας η έξωθεν παγκόσμια παραγωγή, γραφές επηρμένες, ο μαγικός ρεαλισμός με τα φολκλορικά παράδοξα, που δεν είχαν καμία σχέση με τη σύγχρονη ή την παλιά Ελλάδα, μιας που σε όλους είναι πια γνωστό πως η λογοτεχνία οφείλει να έχει ντόπιο ιστορικοκοινωνικό στίγμα. Αυτοί οι παντογνώστες πίστευαν και πιστεύουν πως η καταγραφή της χαρμολύπης μιας λαϊκής γειτονιάς του ’60 είναι παλιομοδίτικη και δεν αξίζει η λογοτεχνική της καταγραφή, στάση που ίσως να δείχνει μια απέχθεια προς τη λαϊκή καταγωγή τους. Συνήθως αυτός ο άγονος εκλεκτισμός της τέχνης αφορά ένα αξεπέραστο τραύμα για τους τάχα υποστηρικτές της σοβαρής γραφής, που συνοψίζεται στην εξής τακτική: να ζεις σε υπόγειο ή γκαρσονιέρα στην Πλατεία Βάθη και ξαφνικά, λόγω γάμου, να μετοικίζεις στο εξής στο Νέο Ψυχικό ή στην Κηφισιά. Αρκετοί τα πιστεύουν αυτά, και, αν είναι συγγραφείς, από τους εξεζητημένους τίτλους που δίνουν στα βιβλία τους το καταλαβαίνεις. Χώρια η φράση που σου λένε: «Αφού υπάρχει ο Τζόυς και η Μέρντοχ, εσύ γιατί γράφεις;». Το βασανιστικό γι’ αυτούς είναι να μη γράφεις, επειδή δεν μπορούν να γράψουν αυτοί. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο το 1992 (δυστυχώς, μετά την άδικη καθυστέρηση… το ανέλαβα εγώ ο ίδιος… χώρια την κοροϊδία και τα αναπάντητα τηλεφωνήματα…) το ξεχώρισαν η Μάρη Θεοδοσοπούλου της Εποχής, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου της Ελευθεροτυπίας το αντιμετώπισε ευμενώς, όπως και η Ελισάβετ Κοτζιά της Καθημερινής. Πάντως, η θητεία μου στον εν λόγω εκδοτικό οίκο, που είχε βγάλει και καλά βιβλία, η οποία μου στοίχισε, εκτός από χρήματα… και ψυχική φθορά, είχε και κάτι το απόλυτα θετικό: μου μείωσε κάπως τον ναρκισσισμό, αυτόν που έχει συνήθως ο νεοφώτιστος λογοτέχνης – κι, εδώ που τα λέμε, είχαν κάθε δικαίωμα να τους αρέσει ή να μην τους αρέσει ένα βιβλίο, αλλά η κατ’ εξακολούθηση απάτη ήταν το θέμα, που ούτε μια ξεψυχισμένη τηλεφωνική συγγνώμη το απάλυνε κάπως… Μετά τις κριτικές αυτές του Τύπου, το βιβλίο εκδόθηκε πλήρες στον Κέδρο το 1995, με την υποστήριξη του αείμνηστου ποιητή Γιάννη Κοντού και της εκδότριας, της Κάτιας Λεμπέση, με νέα σύγχρονα διηγήματα και πήγε και πολύ καλά μάλιστα. Το Ένα πακέτο “Άρωμα”, αφορά το πνεύμα και τη χάρη μιας άλλης εποχής, τη μνημονική της ευωδία, κι αυτή είναι τόσο η δεκαετία του ’60 όσο και η σύγχρονη ζωή. Είναι βιβλίο του οποίου οι ιστορίες εξελίσσονται μέσα στη σκιερή λιακάδα μιας γειτονιάς, κάπου στη Δυτική Αττική (ποτέ δεν έζησα εκεί, αλλά, όταν ήμουν παιδί, πηγαίναμε για μπάνιο στην παραλία της Ελευσίνας ή της Κινέττας), κατά τη δεκαετία του ’60. Πεδίο δράσης η Μάνδρα με τους ταπεινούς κατοίκους της, κτηνοτρόφους κυρίως, η Ελευσίνα με τ’ αρχαία της ερείπια (το Μεγάλο Τελεστήριο, όπου γινόταν κατά την αρχαιότητα η τελετή μύησης στα Ελευσίνια Μυστήρια), το Πλουτώνιο και το Βουλευτήριο, και η υπόλοιπη πόλη με την εξαιρετική ρυμοτομία, η παραλία της με τα παμπάλαια εργοστάσια και τις θλιβερές τους προσόψεις, η κοινότητα Μαγούλας, ο Ασπρόπυργος και ο Σκαραμαγκάς. Άγονα χώματα μεν, αλλά απέραντα γόνιμα πεδία δράσης: Ερημιές, λόφοι με λατομεία, ξερά ρέματα, αλάνες, εργοστάσια, χωματερές και διυλιστήρια. Βρόμικα, στεκούμενα νερά, αγκυροβόλια και ξεχασμένα τάνκερ στο νεκροταφείο των πλοίων και περιστροφικά βίντσι. Μυρωδιά μαζούτ και βενζίνης. Πρόσωπα καπνισμένα, άντρες αδύναμοι και γυναίκες πανίσχυρες που θυμίζουν καρικατούρες. Τραγούδια λαϊκά εποχής από ταράτσες, όπου δίνονται τα πρώτα πάρτι. Γλέντια οικογενειακά που κακοφορμίζουν, ατίθασα κατοικίδια, χριστιανικές γιορτές σε γήπεδα, κατασκηνωτική ζωή, τηλεφωνικές φάρσες, γυναικείες ίντριγκες κι ερωτικά πάθη. Το Άρωμα αποτελείται από δεκατρία κείμενα κινηματογραφικής γραφής, μερικά καταγραμμένα υπό το βλέμμα του μικρού ήρωα Μάκη, που νομίζεις πως αντικρίζει τους τίτλους των ιστοριών του στις γιγαντοαφίσες ταινιών της θρυλικής αυτής δεκαετίας σε μαρκίζα συνοικιακού σινεμά, και, κάπου ανάμεσα, κείμενα σε άλλο ύφος, ψηφιδωτά της σύγχρονης πραγματικότητας που παραπαίει σ’ έναν κόσμο, όπου σβήνει κάθε ερωτική επιθυμία ή διάθεση. Το γράψιμο των κειμένων μου πήρε κατά διαστήματα γύρω στα επτά χρόνια (1983-1990) και περιλαμβάνει με τη σειρά τα εξής κείμενα: «Για ένα πακέτο “Άρωμα”», «Μια γάτα», «Το κλειδί σώζει», «Βιβλικές σκηνές», «Του λόφου», «Petit Palais», «Γεράνεια όρη», «Κάθε χρόνο διόδια», «Τηλεφωνήματα στην Ξένη», «Τρεις μήνες καιρό», «Δώσε μου τα χείλη σου», «Τα παπούτσια των Ελλήνων» και «Ρενέ». (Το καθαρά υπερρεαλιστικό κείμενο «Invia loca» αφαιρέθηκε από την έκδοση του Κέδρου, ως εντελώς σόλοικο, αν και άρεσε σε πολλούς και στη Μάρη Θεοδοσοπούλου, ως εξέλιξη της γραφής). Το βιβλίο εκδόθηκε κι αυτό από τον Κέδρο το 1995 σε εξαιρετική έκδοση, κι αυτοί που μου μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για το βιβλίο ήταν οι αείμνηστοι Τάσος Κόρφης και ιδίως ο Σπύρος Πλασκοβίτης.

 

 

Χαιρετίσματα από το νότο σε ποιους, Γεράσιμε; Γιατί επέλεξες την Επταετία της χούντας; Ο κόσμος των μεγάλων κι η γιαγιά! Θυμάμαι ακόμα την ατμόσφαιρα κι εκείνη τη δαιμόνια γιαγιά. Από ποιαν ακρούλα του γεννιέται ένα βιβλίο;

 

Η επταετία 1967-1973 συνέπεσε με τα χρόνια που πήγα στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο. Η εφηβεία, όπως ξέρετε, σφραγίζει τον άνθρωπο για τον μετέπειτα χαρακτήρα του. Είχα τότε τη φιλοδοξία να συνεχίσω (sic) τη σπουδή του Κώστα Ταχτσή, του οποίου το Τρίτο στεφάνι κατέγραψε την ψυχή του λαϊκού μικροαστισμού μέχρι το 1950 αν δεν κάνω λάθος, κι εγώ θέλησα  να συνεχίσω, μιλώντας για τον κόσμο αυτό κατά τη δεκαετία του 1960-1970. Η γιαγιά μου στο Χαιρετίσματα παραπέμπει κάπως τη γιαγιά του άτυχου συγγραφέα, αν και οι δυο τους ζουν σε άλλη χρονική περίοδο και είναι φυσικό να είναι εντελώς διαφορετικές. (Βέβαια, η γιαγιά μου δεν ήταν έτσι και ο χαρακτήρας της είναι εντελώς πλαστός). Η ηρωίδα αυτού του είδους ήταν για μένα κάτι το πηγαίο, επειδή αυτόν τον τύπο της γυναίκας τον έζησα από παιδί, γι’ αυτό και αποφάσισα να πέσω στα βαθιά νερά.  Το μυθιστόρημα γράφτηκε τα χρόνια 1987-1989, και η γραφή του συνέπεσε μ’ αυτή των κειμένων του Αρώματος. Βρήκα άκρη, ακρούλα, όπως λέτε τρυφερά, από τις επισκέψεις μου στην πόλη της Ελευσίνας, και μια μέρα, καθισμένος σ’ ένα καφενείο της οδού Νικολαῒδου, σχημάτισα  τα πρόσωπα και την υπόθεση του βιβλίου, που να θυμίζει με ελληνική ταινία, αλλά και να την ξεπερνάει συγχρόνως, διαποτισμένη με χαρμολύπη, μιας που το χιούμορ λείπει γενικά απ’ τη λογοτεχνία μας επειδή θεωρείται ως φτηνό – πρέπει να κλαίει οπωσδήποτε ο ήρωας και οι συν αυτώ, μήπως ανακαλύψουν οι αναγνώστες κάπου εκεί μέσα τον εαυτό τους. Τα κύρια κι επινοημένα πρόσωπα του μυθιστορήματος, είναι, εκτός από την τρομερή γιαγιά (από μητέρα) του ήρωα Μάκη, Ευαγγελία Χατζάτογλου, η μοδίστρα η Κλεοπάτρα (Πάτρα), η ερωμένη του πατέρα Ρόζα, (ο γιος της Ρόζας Παντελής ο οποίος μπαινοβγαίνει σε ίδρυμα λόγω νευροψυχικών διαταραχών), η μητέρα της Ρόζας η κατάκοιτη Σουζάνα, η οποία ζει μαζί με την κόρη της, ο εραστής της γιαγιάς Συμεών (μαρμαράς του νεκροταφείου Ελευσίνας –  σημειωτέον πως η μητέρα του μικρού ήρωα Μάκη έχει πεθάνει), ο αδελφός εξ Αμερικής της γιαγιάς, Αλέκος (μέγας εστιάτορας και ιδιοκτήτης Diner στο Νιου Τζέρσι), που επισκέπτεται με τη γυναίκα του την Τέσσυ την Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1968. Δευτερεύοντα πρόσωπα κινούνται ευκαιριακά γύρω απ’ τα υπόλοιπα, όπως ο κομμωτής ο Νίνο, ο φοιτητής της βιομηχανικής Αντρέας που είχε νοικιάσει ένα δωματιάκι στην ταράτσα του σπιτιού του Συμεών στην Ελευσίνα, η κοπελιά του η κομμουνίστρια η Σίσσι που την καρφώνει ο πατέρας του Μάκη στην Ασφάλεια, και τέλος ο περίγυρος της γειτονιάς, στον οποίο πρωτοστατούν ευκαιριακά, η Δρούγκα και η Λιούμπα, καθώς και οι φίλες της γιαγιάς εν ονόματι, Τουλουμτζή και Τσουχνικά. Ο τίτλος Χαιρετίσματα από το νότο, που ίσως τελικά να αποτελεί γρίφο – για έναν προσεκτικό αναγνώστη δεν είναι, γιατί τον αποσαφηνίζει η ίδια η γιαγιά στο μυθιστόρημα – διευκρινίζεται εδώ: Νότος είναι η πόλη της Ελευσίνας. Η γιαγιά μισεί την πόλη γιατί εκεί μένει η ερωμένη του πατέρα, η Ρόζα. Όπως είναι φυσικό άλλωστε, δεν θέλει επ’ ουδενί μια τέτοια γυναίκα, εξώλης και προώλης, όπως είναι η Ρόζα ν’ αντικαταστήσει τη νεκρή κόρη της και να μπει ως νύφη στο σπίτι της. Μόνο την Πάτρα τη μοδίστρα εγκρίνει ως σύζυγο για τον πατέρα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, μιας που η γιαγιά που δεν είχε ποτέ μπέσα, πουλάει το σπίτι κρυφά απ’ το εγγονό και τον γαμπρό της και φεύγει μαζί με τον αδελφό της και τη νύφη της για την Αμερική, κάτι που μαθαίνει ο ανυποψίαστος πατέρας του Μάκη στο τέλος του μυθιστορήματος, ανήμερα Πάσχα, 21η Απριλίου 1968 ( 21η Απριλίου 1967 – 21η Απριλίου 1968 – Η Ελλάς Ανέστη! ) σε νυχτερινό κέντρο της Ελευσίνας, όταν, εξαιτίας αυτού του γεγονότος ματαιώνεται και ο αρραβώνας του με την Πάτρα, η οποία πετάει τη βέρα στο χαλικόστρωμα του κήπου και εξαφανίζεται. Η ισοπεδωτική παρουσία της γιαγιάς στο μυθιστόρημα, συνοψίζεται στο μικρό απόσπασμα του βιβλίου: «Ήταν ήδη γνωστό σε όλους, πως της γιαγιάς τίποτε δεν της άρεσε στη ζωή, και πως το μόνο που ήθελε ήταν να χώνεται στη ζωή των άλλων. Έτσι ζούσε, ρυθμίζοντας τη δική μου ζωή, του πατέρα επίσης – “για να μην παρεκκλίνουν απ’ το σωστό” – και αυτό το βίτσιο έγινε με τα χρόνια, ο κύριος της ζωής της σκοπός». Το βιβλίο άρεσε στη Μυρσίνη Ζορμπά και στον αείμνηστο Τίτο Μυλωνόπουλο των εκδόσεων Οδυσσέας και το εξέδωσαν το 1994, αν και σε μια σελίδα έλειπε μία ολόκληρη παράγραφος. Το παρουσιάσαμε, θυμάμαι, μαζί με άλλους λογοτέχνες, όπως με τον Παύλο Μάτεσι που είχε εκδώσει τότε τον Παλαιό των ημερών (ακόμα θυμάμαι με τι προκλητική  έπαρση αντιμετώπισε τα βιβλία μας, ενώ στο δικό του περιέγραφε με μια υπέροχη ομολογουμένως γλώσσα τα απανωτά εγκλήματα ενός δολοφόνου…), στην εκπομπή «Άξιον Εστί» του Βασίλη Βασιλικού, τον Ιανουάριο του 1995 με επίτιμο επισκέπτη την Αλίκη Βουγιουκλάκη(sic), αν και μερικοί μου είπαν πως πούλησε επειδή ήταν της μόδας!… η αυτοβιογραφία… και λόγω της εκπομπής στην οποία πρωτοστατούσε η εθνική μας σταρ. Έκτοτε, άκουσα πολλά γι’ αυτό το βιβλίο, αρνητικά, θετικά και μεσοβέζικα. Μερικοί λογοτέχνες, στους οποίους το έστειλα (απ’ αυτούς που δεν μου χάρισαν ποτέ ούτε ένα βιβλίο τους) το εκτίμησαν (αυτό το έλεγαν μπροστά μου), άσχετα αν διέδιδαν πως ήταν σκουπίδι. Ο αείμνηστος ποιητής-συγγραφέας-εκδότης, Τάσος Κόρφης, που εξέδιδε τότε την Ανακύκληση (ίσως από τους πιο σεμνούς και τίμιους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ) αν και αυστηρός σε πολλά σημεία του, μου είπε καλά λόγια για την φιγούρα της γιαγιάς κι ο ποιητής Γιάννης Πατίλης σκεφτόταν μάλιστα να το συμπεριλάβει στις καλαίσθητες του εκδόσεις του Πλανόδιου. Θυμάμαι και μια συναδέλφισσα του σχολείου, μακαρίτισσα πια, που της το χάρισα με αφιέρωση, από εκείνες που διάβαζαν τότε αβέρτα Πάουλο Κοέλιο και Ίρβιν Γιάλομ (καλούσε την κομμώτρια σπίτι χαράματα για να της χτενίσει τα μαλλιά κι αγόραζε πανάκριβα ταγιέρ για να τα φορέσει στο σχολείο, αποκαλώντας όλες τις άλλες καθηγήτριες γύφτισσες), μου είπε: «Δεν το διάβασα, γιατί αυτά τα ξέρω ήδη. (Εννοούσε τον κόσμο και την εποχή του ’60). Η γιαγιά μου σε προσφυγικό έμενε παλιά…». (Μάλλον θα έμενε και η ίδια μαζί με τη γιαγιά της σε προσφυγικό, σ’ αυτό  θα μεγάλωσε, κι αντί να το έχει τιμή λόγω της ιστορίας του, μόλις έγινε καθηγήτρια με πτυχίο, αγόρασε με δάνειο διαμέρισμα, ξέχασε την καταγωγή της και την παιδική της ζωή και περιφρονούσε τους πάντες. Αυτή η κασκαρίκα μου θύμιζε τη στάση και ενός λαϊκού νέου που ζει σε ανάλογες γειτονιές, κι όταν μπαίνει στη Βουλή, αγοράζει διαμέρισμα στην Εκάλη…). Πάντως, το 2004 το βιβλίο γυρίστηκε ταινία από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μακρή, με τον τίτλο Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μια καλή προσπάθεια, παρ’ όλο που βασιζόταν σ’ ένα μέρος του βιβλίου, αλλά όταν κάποιος εκτιμά το βιβλίο σου θέλοντας να το κάνει και ταινία, θα ήταν αγένεια να έχεις κι απαιτήσεις.

 

 

Με τις Απέραντες Συνοικίες όσον αφορά τον Τόπο, επιστρέφεις! Ο Τόπος είναι σημαντικός στα βιβλία σου; Είμαστε ο Τόπος, γινόμαστε ο Τόπος, Γεράσιμε, τελικά; Επέλεξες το Θριάσιο και την Ελευσίνα. Τι έχει αυτή η πόλη που δεν έχει καμία άλλη;

 

Οι Απέραντες συνοικίες, είναι συνέχεια του Χαιρετίσματα από το νότο κι εκδόθηκε αυτό από τον Κέδρο το 2001. Αποτελεί λεπτομερή καταγραφή ως λογοτεχνικού χρονικού της Επταετίας της χούντας 1967-1974, περίοδος που συμπίπτει με την προσωπική ιστορία του έφηβου πια, Μάκη, από το 1968 μέχρι και τον Αύγουστο του 1974. Ο πατέρας του ήρωα-αφηγητή παντρεύεται μια μαγείρισσα ταβέρνας, τη Θεανώ, μετακομίζουνε στο σπίτι της στη διασταύρωση Παγκάλου και Πεισιστράτου στην Ελευσίνα και αποκτά μάλιστα κι αδερφό απ’ τη μητριά του. Η Θεανώ είχε έναν αδερφό κομμουνιστή, τον Λευτέρη, εξόριστο στη Λέρο, που υπέγραψε Δήλωση Μετανοίας και από τις τύψεις προτιμούσε να μένει κλεισμένος πρωί και βράδυ στο υπόγειο της αυλής. Είναι περίοδος που ο Μάκης γνωρίζει τον κόσμο των φίλων, την πρώτη του αγάπη, την Ανθή, που του την κλέβει ο ραδιοφωνικός ερασιτέχνης της  περιοχής, ο Γιώτης, ο Τζερόνιμο Γιάνκα… Την εξέλιξη του βιβλίου τη σφραγίζουν ιστορικά γεγονότα της εποχής, χαρακτηριστικά πρόσωπα που υπηρετούν τη χούντα (ένας απ’ αυτούς είναι και ο πατέρας του Μάκη, ο Θόδωρος), των οποίων οι τίτλοι αντιγράφονται από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής, που βρήκα τότε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας. Στο τέλος του βιβλίου, επιστρέφει η γιαγιά από την Αμερική με τύψεις που είχε πουλήσει το σπίτι το 1968, σχεδόν άρρωστη. Η Θεανώ τη δέχεται στο σπίτι της, κι ενώ ο εγγονός της την πάει ένα απόγευμα στο νοσοκομείο ύστερα από μια καρδιακή κρίση, η γιαγιά πεθαίνει έξω από τη Λίμνη Κουμουνδούρου, ενώ την ίδια στιγμή, πάνω σε κάτι σκαλωσιές των διυλιστηρίων Σκαραμαγκά, κάποιος μόδιστρος είχε ανεβάσει σε κάτι σκαλωσιές μοντέλα που πόζαραν επιδεικτικά για φωτογράφιση. Το βιβλίο ήταν χωρισμένο από χρόνο σε χρόνο κατά την επέτειο της χούντας που έπεφτε την 21η Απριλίου, και η αφήγηση, όπως και στα Χαιρετίσματα, αφορά όλο το Θριάσιο. Τα μικρά κεφάλαια του βιβλίου έχουν ως υπότιτλους ελληνικές και ξένες ταινίες της εποχής – άρα η σχέση του βιβλίου με τον κινηματογράφο είναι πλέον εμφανής. Τραγούδια της περιόδου, ξένα και ντόπια, ήταν διάσπαρτα σε όλο το κείμενο. Κουράστηκα πολύ με αυτό το βιβλίο – ήταν πολύ μεγάλο – και αναγκάστηκα να το κόψω, και ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, θεώρησε πως ήθελε επί πλέον καλύτερη διάταξη-οικονομία της ύλης, για να ανασάνει η αφήγηση, και είχε απόλυτο δίκιο. * Ο Τόπος είναι πολύ σημαντικός για μένα και για κάθε βιβλίο. Αν δεν υπάρχει Τόπος σε ένα απτό μυθιστόρημα, πού θα κινούνται οι ήρωες; Εξάλλου το σχήμα Τόπος+Πρόσωπα+Γλώσσα(ύφος) πάντα πρωτοστατεί σε μια αφήγηση, κι όπου δεν υφίσταται, καταργείται κατά τη γνώμη μου και η γλώσσα. Το στίγμα του συγγραφέα με τον Τόπο δηλώνεται. Είμαστε ο Τόπος και γινόμαστε ο Τόπος σε κάθε βιβλίο. Η Ελευσίνα και όλο το Θριάσιο για μένα είναι ο Τόπος μου. Η Ελένα Χουζούρη επιτυχώς με αποκάλεσε, νομίζω, Συγγραφέα του Θριάσιου Πεδίου. Αυτός ο χώρος είναι γεμάτος αντιθέσεις, και ειδικά η Ελευσίνα, όπου ο αρχαίος και ο νέος κόσμος είναι παρόντες. Είναι μια πόλη με δική της ιστορία και όχι μόνο για τ’ αρχαία της, αλλά και για τη μετέπειτα ζωή της. Τη σφράγισαν εργοστάσια, όπως η «Χαλυβουργική» λίγο πριν στο έμπα της πόλης, ενώ στην παραλία της ο «Τιτάν», εταιρεία τσιμέντου, και ο «Κρόνος» εταιρεία οίνων και οινοπνευμάτων, η «ΙΡΙΣ» εργοστάσιο χρωμάτων και βερνικιών, ο «Βότρυς», η «Ελαιουργική» κ.α. όπου δούλεψαν ως εργάτες ντόπιοι Αρβανίτες και Μικρασιάτες. Η Ελευσίνα είναι μια υπέροχη κωμόπολη, κοντά στην Αθήνα, χωρίς πανύψηλα κτήρια, έξοχη ρυμοτομία, φιλικούς ανθρώπους και υπέροχη αγορά. Και να μην φύγεις ποτέ απ’ αυτήν, θα σε αναζητήσει. Εγώ την επισκέπτομαι κάθε μήνα, με το λεωφορείο «871 Πειραιάς – Ελευσίνα», που περνάει από τη περιοχή μου, σε αραιά διαστήματα. Μου αρέσει να περιδιαβάζω στα μέρη της και να την φωτογραφίζω με τα μάτια. Και να θέλω, ποτέ δεν πρόκειται λογοτεχνικά να την εγκαταλείψω.

 

 

Ματίας ντελ Ρίος, Ημερολόγια Ισπανίας – Τουρκίας, Οδυσσέας 1995 και Κέδρος 2006: Εντελώς άλλη ατμόσφαιρα, Σαραγόσα, Κόρδοβα, Βαρκελώνη, Γρανάδα, Αδριανούπολη, Πόλη, Πόντος, Ανατολία, πάλαι ποτέ Αρμενία… περισσότερο μυστήριο, διλήμματα υπαρξιακά. Τι κερδίζουμε με τα ταξίδια μας;  Γυρίζουμε διαφορετικοί; Απ’ όλα τα ταξίδια σου ποιο είναι εκείνο που σου απένειμε τη μεγαλύτερη δωρεά;  

 

Τα Ημερολόγια είναι προσωπικές σημειώσεις μιας μαγευτικής περιπλάνησής μου στις πόλεις της Ισπανίας και της Τουρκίας με τα σπουδαία μνημεία τους, κατά έτη 1986, 1989 και 1990. Δανείζομαι τη φωνή ενός φανταστικού προσώπου ενός νέου, του Ματίας ντελ Ρίος, συντηρητή γοτθικών ταπισερί απ’ τη Σαραγόσα, για να εκφράσω τη μοναχική πορεία ενός ανθρώπου στον θάνατο ύστερα από πολύχρονη πάλη με τα ναρκωτικά. Το όλο κείμενο παρουσιάζεται ως μετάφραση. Η πλάνη και η περιπλάνηση δίνουν πρόσκαιρη λύση στο δράμα του Ισπανού αυτού ταξιδευτή, που παρατηρεί τη ζωή παραπαίοντας απ’ τη στιγμιαία απόλαυση στην ενοχή και την οδύνη. Σταθμοί κατάλυσης: Η Σαραγόσα (η γνωριμία του Ματία με τα ναρκωτικά), η θρυλική Κόρδοβα με το τζαμί της, η Βαρκελώνη με τα ψαράδικα και το γραφικό λιμάνι, το μπαρόκ και νεοκλασικό Σαντιάγκο ντε Κομποστέλλα, η Σεβίλλη με τις λιτανείες της προς τιμήν της Παρθένου και το φωταγωγημένο Αλκαζάρ, η Γρανάδα με την επιβλητική Αλάμπρα, η Μαδρίτη με τις ταυρομαχίες της, η Βαλένθια. Και το ταξίδι συνεχίζεται στην Αδριανούπολη και την Πόλη με τα επιφανή της μνημεία, στην Άγκυρα και τα περίχωρά της, ως τη Μαύρη Θάλασσα και τη Σινώπη. Κατόπιν η πορεία  παρεκκλίνει προς τα υψίπεδα του Ερζερούμ και το πάλαι ποτέ χαμένο βασίλειο της Αρμενίας, για να καταλήξει στη γραφική Αττάλεια, όπου η αγωνία του Ματία παίρνει τέλος. * Με τα ταξίδια μας οφείλουμε, όπως ο Οδυσσέας και ο Σόλωνας, να επιστρέφουμε στην πατρίδα μας διαφορετικοί, πλήρεις γνώσεων και βιωμάτων. Δυστυχώς όμως, ο σύντομης διάρκειας τουρισμός με την τρέχουσα σημασία του για έναν άνθρωπο που γράφει δεν έχει καμία αξία. Οφείλει να παραμένει αρκετό καιρό σ’ ένα τόπο ώστε να βλέπει και να συνθέτει το υλικό, εμβαπτίζοντάς το στην συγκινησιακή εμπειρία. Αντί να περιγράψω ποιος τόπος με στιγμάτισε περισσότερο από όλους, επιτρέψτε μου  να παραθέσω κάποια κείμενα που έγραψα πριν μερικά χρόνια στους Αφορισμούς κι εκφράζουν απόλυτα αυτή την εντύπωση ως δωρεά: 1]. «Στα υψίπεδα του Θιβέτ έψελνα μαζί με τον Λάμα Ντόντρουπ εκείνο το μουρμούρισμα της προσευχής, που μοιάζει με ψιθυριστό αναφιλητό, έχοντας ένα σκυλί για οδηγό μας. Κι όταν έπεφτε η νύχτα, κι ανάβαμε φωτιά, μας πλησίαζε από απόσταση η λεοπάρδαλη του χιονιού, τη στιγμή που το σκυλί παρέμεινε βουβό γύρω μας, λες και σεβόταν την ιερότητα του αγρίου ζώου και το δικαίωμά του να μας πλησιάζει για λίγη τροφή. Η Συμπόνια για όλα τα ζωντανά πλάσματα ευωδίαζε καθημερινά στον Άγιο Αυτό Τόπο, όπου ρίζωσε το Ντάρμα2 μακριά από τις εγωιστικές και εν πολλοίς φονικές θρησκείες της Δύσης και της Μ. Ανατολής. Γεννηθήκαμε για να ζούμε με την ασχήμια γύρω μας, που νομίζουμε πως θα διορθώσουμε, εμείς, οι παρίες και οι αριβίστες της ζωής, που δεν μάθαμε ποτέ να ζητάμε συγγνώμη από άνθρωπο μήτε από ζώο». 2]. «Ο ημίτυφλος σκύλος Λίνγκο Πα, δεκαπεντάχρονος τότε, με το χαλάζιο στο ένα μάτι, που ανίχνευε με την όσφρησή του αν ήσουν άρρωστος ή εντελώς λυπημένος. Πάντα έτρωγε πρώτος ένα μείγμα κρέατος και κριθαριού πριν τους μοναχούς και έπειτα άκουγε όρθιος τα μάντρα, περιμένοντας τους μοναχούς Λάμα και τους Μπίκχου να τελειώσουν το φαγητό τους, για ν’ αποσυρθεί δίπλα στο επίχρυσο και τεράστιο άγαλμα του Βούδα με τις αναμμένες λάμπες βουτύρου μέχρι το πρωί, προστατεύοντας έτσι τον Μεγάλο Σιντάρτα Γκαουτάμα. Το ζώο, ένα θαύμα ταπεινοσύνης και υποταγής στην τυφλή του μοίρα, πέρα από ανθρώπους, αλλά πάντα υπέρ των ανθρώπων. Τώρα, αν έχει πεθάνει, η θέση του θα είναι ανάμεσα στους θεούς».

 

 

– Τι είναι εκείνο που προσφέρει μονάχα η ενασχόληση με την Ποίηση;

 

Κατ’ αρχάς, το να είσαι υπέρ το δέον ευσυγκίνητος – είναι γνωστό άλλωστε – κάτι που συμβαίνει όλο και πιο συχνά όσο μεγαλώνεις, γιατί τότε ίσως και να βουρκώνεις, γιατί δείχνει πως έχεις λαξευθεί με τα χρόνια, παρ’ όλο που υποσκάπτεις την υγεία σου. Τότε μονάχα σε διαπερνά εκείνο το ρεύμα, ο ρυθμός της γλώσσας, που σε οδηγεί αυτόματα να εκφραστείς ποιητικά. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι μεγάλο δώρο για τον ποιητή που συνθέτει ένα ποίημα. Είναι κάτι σαν στιγμιαία θεραπεία. Χρειάζεται όμως κι εδώ κοπιώδης δουλειά. Ο στίχος θέλει συμμάζεμα και επεξεργασία. Οφείλεις όμως να μάθεις και συμπύκνωση του λόγου. Ποιητής με προσωπική φωνή είναι πολύ σπάνιο πράγμα, σπουδαία κατάκτηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν σήμερα καλοί ποιητές. Το κακό είναι πως με την πληθώρα των καλών βιβλίων που εκδίδονται, είναι δυνατόν να χάνονται. Αυτό δεν συνέβαινε στην παλιά εποχή που ελάχιστοι εξέδιδαν βιβλία, επειδή η παιδεία και η ενημέρωση ήταν μόνο απόκτημα της αστικής και μεσαίας τάξης. Σήμερα αυτό δεν ισχύει. Η γνώση μετά τη μεταπολίτευση έδωσε την ευκαιρία να δημιουργηθεί στη χώρα μας μια πολυφωνία λογοτεχνική – άνοιξαν οι κρουνοί της παγκόσμιας πολιτιστικής ενημέρωσης. Ως λαός είμαστε κατ’ εξοχήν ποιητικός, γι’ αυτό και έχουμε σήμερα πολύ καλούς ποιητές και όχι μονάχα τους δικαίως καθιερωμένους, κι δεν εννοώ τους νομπελίστες μας, αλλά αυτούς που εμφανίστηκαν μετά το 1970 ίσαμε σήμερα. Διαβάζω, ξέρετε, περισσότερο ποίηση παρά πεζογραφία, και σπεύδω ν’ αγοράσω συλλογές φίλων (μου στέλνουν πολλές) που προβάλλονται στην αυλή του Facebook, αν και με αρκετούς έχουμε κονταροχτυπηθεί: αυτό όμως αφορά την ανθρώπινη πλευρά. Δεν σημαίνει πως πρέπει να απορρίψω και τα έργα τους, λόγω της δικής μου μιζέριας ή της δικής τους ευθιξίας. Πάντως, αυτό που παρατηρώ είναι πως στην πεζογραφία μας υπάρχει μια κοινή γλώσσα και μια τεχνοτροπία (ίσως να οφείλεται επειδή η εποχή είναι ηλεκτρονική), της σύντομης φράσης και της αφήγησης επιστολικού τύπου, σε σημείο τα περισσότερα κείμενα να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους. Εξαιρούνται κάποια παραληρήματα σε εγχώρια διάλεκτο, που από πολλούς θεωρούνται πολύ σπουδαία, αλλά, άμα διαβάσει κανείς τους τόμους της Εξόδου (κείμενα ανθρώπων που αφηγούνται τα δεινά της Μικρασιατικής Καταστροφής) εκεί η άποψη της αξίας τους αυτομάτως φυραίνει και σαφώς υπερέχουν από αυτά που θεωρούνται σήμερα πρωτοπορία και βραβεύονται. Στην ποίηση όμως οφείλεις να βλέπεις βαθιά και να τέμνεις την πραγματικότητα. Μπορείς να μιλάς ερμητικά-σκοτεινά, αλλά χρειάζεται μαεστρία για να πείσεις τον απαιτητικό αναγνώστη πως ξέρεις καλά τη γλώσσα, αλλά και το να μιλήσεις απλά ρεαλιστικά (που πολλοί μέντορες τα θεωρούν ευκολία και παραλογοτεχνία ίσως) εκεί πρέπει να είσαι μαέστρος, γιατί οι αδυναμίες σου δεν κρύβονται, όπως σε μια γλώσσα ερμητική, που συχνά, λόγω έλλειψης ταλέντου, γράφεις ό,τι θέλεις και χωρίς έλεγχο. Για μένα, αν ένα κείμενο, ανεξαρτήτως αν είναι ποίηση ή πεζογραφία, έχει ψυχή, ανήκει στη λογοτεχνία. Τ’ ακροβατικά της γλώσσας δεν με αφορούν, όπως δεν με αφορά και η απλή καταγραφή της πραγματικότητας, η δημοσιογραφική αυτή μάστιγα, χωρίς καμία επινόηση από οπαδούς ενός αφόρητου λαγαρού ρεαλισμού, ιστορίες ανούσιες κι ανόητες που δεν σέβονται τον αναγνώστη, ούτε υπάρχει υπαινιγμός, όλα παρουσιάζονται χύμα και τσουβαλάτα, κείμενα που μπορούν να γραφούν από όλους. Αυτό το είδος της λογοτεχνίας έχει κάνει πολύ κακό και έχει πολλούς παρασύρει που νομίζουν πως γράφοντας ανάλογα, κάνουν τέχνη. Επίσης θεωρώ μεγάλη κακογουστιά να γράφεις ένα στρωτό κείμενο και ξαφνικά να πετάς σόκιν λέξεις ως πρωτοπορία… Τέτοιο ντεκόρ δεν χρειάζεται, όπως δεν χρειάζονται όλοι αυτοί οι καινοφανείς σκηνοθέτες, που έχοντας πλήρη άγνοια από τον Αρχαίο Κόσμο, με την κατακρεούργηση των Τραγικών ή και του Αριστοφάνη, χρησιμοποιούν τεχνάσματα ηλιθιότητας για να εντυπωσιάσουν τον κόσμο. Η ηθική τόλμη είναι να μου αποδώσεις την αρχαία εποχή σεβόμενος το κείμενο του ποιητή, κάνοντάς την να μιλήσει στην ψυχή των θεατών, όχι να βάλεις να κυκλοφορούν με μηχανάκια οι ήρωες και τον χορό να τον μετατρέπεις στη σύγχρονη Βουλή των Ελλήνων με κοστούμι και γραβάτες. Αν έχεις φιλότιμο, αντιδράς, και δεν υποτάσσεσαι σ’ αυτό που έμαθες τόσα χρόνια να αρέσει στον Έλληνα, αλλά αυτό που έγραψε κι εννοεί ο ποιητής. Εγώ θέλω να δω έργο του 5ο ή 4ο αιώνα της Αθήνας π.Χ. αλλά να μου μιλάει και σήμερα – αυτό είναι Τέχνη – όχι να παραβιάζεις το κείμενο και την εποχή, τρώγοντας τα χρήματα του Ελληνικού Λαού, προσφέροντάς του γαϊτανάκια με μουσική βουκολική με βοσκοπούλες και τσολιάδες… Εμένα με αφορά η συγκίνηση, η ατμόσφαιρα και η φροντίδα της γλώσσας σ’ αυτό που περιγράφει και φυσικά απεχθάνομαι τους βαρύγδουπους, πηχυαίους τίτλους σε βιβλία, γιατί είναι προς εντυπωσιασμό  και  προς άγρα αναγνωστών.

 

 

– Και ποιο είναι πιο κοντά στην αληθινή φύση μας ή στον Θεό, η Ποίηση ή η Πεζογραφία;

 

Σαφώς η Ποίηση. Ο Δημιουργός με μια λέξη Έκτισεν το Στερέωμα, είναι ο πρώτος που συμπύκνωσε τα πάντα, κάτι που κάνει ο ποιητής. Η πεζογραφία αφορά τον άνθρωπο που εξηγεί τα της κτίσεως του κόσμου. Πολλοί δεν τη θεωρούν ως αληθινή τέχνη και υποστηρίζουν πως δεν χρειάζεται μεγάλη ικανότητα για να γράψεις. Ίσως, αλλά απαιτείται προσωπικό ύφος. Στην πεζογραφία σήμερα έχουν παρεισφρήσει εύκολα πολλοί τεχνίτες του λόγου, που με το στίγμα του μεταμοντερνισμού (άλλη απάτη κι αυτή) έχουν πείσει πολλούς κριτικούς για την αξία τους. Εγώ πάντως δηλώνω παλιομοδίτης. Σήμερα σπανίως πέφτουν στα χέρια μου κείμενα ενός Γιώργου Ιωάννου, Δημήτρη Χατζή, Μάριου Χάκκα κλπ, (ταπεινά και πλήρους συγκίνησης) αλλά έχουμε όμως σπουδαία ονόματα, όπως τον Αλέξη Πανσέληνο, τη Μάρω Δούκα, την Ελένη Λαδιά, τη Ζυράννα Ζατέλη, τον Δημήτρη Νόλλα, τον Θανάση Βαλτινό, τον Κώστα Χατζηαντωνίου (σπουδαίος στοχαστής, συγγραφέας και δοκιμιογράφος) την Πέρσα Κουμούτση, την Ελένη Γκίκα, τη Μαρία Σκιαδαρέση, τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη, τον Ανδρέα Μήτσου, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Μάκη Τσίτα, τον Γεωργά Δημήτριο, τον Στάθη Κοψαχείλη, τον Γιάννη Πατσώνη, τον Νίκο Κατσαλίδα με τα υπερούσια ποιητικά του βιβλία, Ο παρακλητικός του ηλιοβασιλέματος, και Δαφνοπόταμο, τον νεαρότερο και θαυμάσιο πεζογράφο Χρήστο Οικονόμου, τον Νίκο Γύφτουλα με την μοναδική και πρωτότυπη γραφή του, τον Κώστα Αρκουδέα, τον Χατζημωυσιάδη Παναγιώτη, τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη (είναι και ποιητής), τον Μπάμπη Δερμιτζάκη, τον Γιάννη Φαρσάρη, τον δημοσιογράφο των ΝΕΩΝ, Δημήτρη Μανιάτη, την Εύα Στάμου, τον Στέργιο Βαγγλή, και τον Δημήτρη Χριστόπουλο. Αν και υπάρχουν βιβλία που έχουν διαφορετικές γραφές και δεν μου πάνε, αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι λογοτεχνία. Διαβάζεις κείμενα που σου αρέσουν, είναι πιο κοντά σε σένα και στην άποψη που έχεις για την συγγραφική τέχνη και αποτυπώνουν καθαρά τη ζωή.  Από τους ποιητές που εκτιμώ εκτός από τους πλέον γνωστούς, είναι ο Βύρων Λεοντάρης, ο Γιάννης Πατίλης, ο Σωτήρης Παστάκας, ο Ηλίας Κεφαλάς, ο Νίκος Λάζαρης, (και θαυμάσιος κριτικός, με το βιβλίο του Αιχμή δόρατος, που αποτελεί Σύγχρονο Κανόνα της Λογοτεχνικής Κριτικής), ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, η Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου, η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, ο Σταύρος Σταμπόγλης, η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα, ο Θωμάς Ιωάννου, η Αγγελική Σιδηρά, ο Βασίλης Ζηλάκος, ο Παναγιώτης Κερασίδης, ο νεότατος φοιτητής της Ιατρικής Χρίστος Τσαγκάρης, ο Ηλίας Τσέχος, ο Γρηγόρης Σακαλής, ο Θέμης Δημητρακόπουλος, η Ισμήνη Λιόση, ο Κωνσταντίνος Μπούρας (και κριτικός), την Σοφία Γιοβάνογλου, ο Αλέξιος Μάινας, ο Πέτρος Γκολέτσης, η Άννα Αφεντουλίδου, ο Ζαχαρίας Κατσακός, η Μέρη Λιόντη, η Χλόη Κουτσουμπέλη, η Ειρήνη Παραδεισανού, ο Δημήτρης Κρανιώτης, ο Θοδωρής Βοριάς, η Πόλυ Μαμακάκη, η πολυγραφότατη Ελένη Γκίκα, (και σπουδαία κριτικός) ο Γιώργος Παπαδάκης, ο Κωνσταντίνος Μούσσας, ο Γιάννης Ευθυμιάδης, (και ζωγράφος και χαράκτης) ο Βασίλης Ρούβαλης, ο Χρήστος Κατρούτσος (θαυμάσιος δοκιμιογράφος, ποιητής και ζωγράφος), ο Καβαλιώτης Χρήστος Κεραμίδης, ο Πάνος Καπώνης, ο Γιάννης Λειβαδάς, (και θαυμάσιος δοκιμιογράφος) ο Σπύρος Θεριανός, ο Στράτος Κοσιώρης, ο Παναγιώτης Μηλιώτης, η Ιωάννα Μουσελιμίδου, η Ιφιγένεια Σιαφάκα, ο Γιώργος Θεοχάρης, ο Γιώργος Δελιόπουλος, η Ελένη Κοφτερού, ο Γιώργος Αλισάνογλου, ο Στάθης Κουτσούνης, ο Σπύρος Βρεττός, ο Νίκος Μπατσικανής, (και σπουδαίος πεζογράφος), ο αείμνηστος Κώστας Ριτσώνης (ποιητής, στιχουργός, ζωγράφος, πεζογράφος), ο νεαρός Κύπριος, Μιχάλης Μελετίου, που, αν και τόσο νέος, είναι εξαιρετικός δοκιμιογράφος-στοχαστής και ποιητής, ο πολυγραφότατος και πολυσήμαντος Γιώργος Βέης που εκδίδει συγχρόνως στον Κέδρο και στο Ύψιλον τερπνά βιβλία, και τέλος, ο Γιάννης Αντιόχου, η πλέον μοναχική φωνή αλλά τόσο γόνιμα εκλεκτή για την ποίησή μας, με την τριλογία του Εισπνοές – Εκπνοές – Διάλυσις εκδιδόμενες από τον ιστορικό οίκο Ίκαρος.

 

 

– Τι είναι ο Άλκης;

 

Το βιβλίο ο Άλκης εκδόθηκε το 2003 από το Μεταίχμιο. Είναι μια πονεμένη ιστορία, που διαδραματίζεται κι αυτή στην Ελευσίνα, όπως τα περισσότερα βιβλία μου άλλωστε. Το θέμα του είναι μια σπουδή-μελέτη στον αδιέξοδο έρωτα, όπως τον βιώνουν δύο άντρες ιδιαίτερης ευαισθησίας στην πόλη της Ελευσίνας. Για ένα διάστημα, υπηρετούσα σε Γυμνάσιο κάπου στη Δυτική Αττική, και εστίασα την προσοχή μου σ’ ένα συνάδελφο με ανάλογες εμπειρίες. Για ένα καιρό αισθανόμουν ένοχα. Αφέθηκα όμως να παρασυρθώ σε γεγονότα αληθοφανή. Η ιστορία λοιπόν είναι πλαστή το μεγαλύτερο μέρος, αλλά επειδή χρησιμοποίησα το όνομα των ηρώων Άλκης (ο καθηγητής) και Ηλίας (ο πατέρας ενός μαθητή), λίγο έλειψε να μπλεχτώ σε δικαστική διαμάχη, όταν το βιβλίο έγινε γνωστό μέσα από τον Τύπο και ειδικά από τις κριτικές της Έλενας Χουζούρη, του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και του Ηλία Μαγκλίνη. Ευτυχώς όμως που το όλο θέμα δεν προχώρησε, γιατί δεν θα είχα δύναμη να το αντιμετωπίσω. Ο συγγραφέας, ξέρετε, οφείλει να αναζητά και να καταγράφει τα πάντα, χωρίς ηθικές αναστολές και φόβο. (Είχε φυσικά από πολλών ετών προηγηθεί η ανάγνωση-μελέτη μου δυο σπουδαίων βιβλίων: το Reflections in a Golden Eye (1941) της Κάρσον Μακ Κάλλερς, και The City and the Pillar (1948) του Γκορ Βιντάλ, που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και με είχαν επηρεάσει πολύ). Εμένα με τον Άλκη μ’ ενδιέφερε προπάντων ο Άνθρωπος σε μια τέτοια σχέση και όχι να περιγράψω μια αγάπη μεταξύ των ανθρώπων του ιδίου φύλου, χωρίς καμία διάθεση να εισέλθω στο κλαμπ της Gay Literature – ό,τι χειρότερο – και να γκετοποιηθώ-στιγματιστώ εγώ και το βιβλίο. Ο Άλκης, επειδή πίσω από την παρουσία του Ηλία έβλεπε τον μαθητή του και γιο του τελευταίου, και ιδίως τον ήδη επισφαλή γάμο του, αισθάνεται ενοχές, γι’ αυτό και δεν αποδέχεται τη σχέση. Αυτό είναι απέραντα δικαιολογημένο στο βιβλίο, κάτι που δεν κατάλαβαν οι ακτιβιστές των δικαιωμάτων μιας τέτοιας σχέσης. Γι’ αυτό και μερικοί αντέδρασαν επειδή δεν ήταν αισιόδοξο το βιβλίο! Λες και δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σήμερα με αναστολές. Ο Άλκης, ως κείμενο, δεν κάνει παντιέρα αυτή την επιλογή (η λέξη επιλογή με ενοχλεί πολύ), ούτε τον αφορούν οι συναθροίσεις με πλακάτ για δικαιώματα και θορυβώδεις διαδηλώσεις στις λεωφόρους και ιδίως οι «υπερηφάνειες!»(sic) κάθε λογής…. Η υπερηφάνεια αφορά δραστηριότητες που αποσκοπούν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου σε μια κοινωνία που κυριαρχεί η αδικία, οι επιστημονικές ανακαλύψεις στην Ιατρική κλπ… και όχι οι επιδόσεις και οι επιλογές στο κρεβάτι… Γιατί να διαλαλεί κάποιος τι κάνει στο κρεβάτι του; Είναι τόσο σημαντικό; Η φύση σαφώς είναι περίπλοκη, κι αυτή καθορίζει μαζί με το περιβάλλον και την κοινωνία με την προπαγάνδα του νορμάλ ή μη την σεξουαλική μας ταυτότητα. Δυστυχώς σε αυτές τις σχέσεις ισχύει η άποψη της ισοπεδωτικής κοινωνίας. Εγώ νομίζω πως αν κάτι αξίζει να επιβάλλεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η τακτική μιας σοβαρής συζήτησης και όχι οι διαδηλώσεις για κατακραυγή ή το ξεμπρόστιασμα που γίνεται αδέξια και καρναβαλικά,  πανηγύρι που τελείται για να προβάλλεται το σεξ περισσότερο. Μερικοί μάλιστα φτάνουν να λένε με καμάρι πως έχουν και AIDS!… (Ίσως να ζούμε μάλλον το τέλος και δεν το έχουμε καταλάβει…) Πρόσφατα διάβασα σε σάιτ του διαδικτύου ένα άρθρο «Η επινόηση της ετεροφυλοφιλίας» που είχε καλά σημεία, αλλά για τα περισσότερα, που ήταν αποτρόπαια, ενοχλήθηκα. Σκέφτηκα μήπως είναι καιρός να βγουν να διαδηλώσουν στους δρόμους οι ετεροφυλόφιλοι πια. Αλλά το θέμα του gay έχει και την υποκριτική (για να μην πω τη θλιβερή του) στάση: Πολλοί ετεροφυλόφιλοι, παριστάνοντας τους μοντέρνους και τους προχωρημένους τάχα, προτιμούν να έχουν για παρέα αυτούς τους ανθρώπους, (τους έχουν για να τους διασκεδάζουν, όπως και στις φτηνές επιθεωρήσεις, τύπου «Δελφινάριου», που, αν δεν έχει νούμερο με αδερφή, ίσως να μην έχει επιτυχία), αλλά αν συμβεί να έχουν (ή να μάθουν αργά) πως στην οικογένεια τους έχουν παιδιά με αυτή την προτίμηση, τότε τους πιάνει κατάθλιψη και τα τρέχουν στους ψυχιάτρους. Αυτού του είδους οι αγάπες-σχέσεις μπορούν να συμβούν στον καθένα μας, πέρα από γενετήσιες καθιερωμένες τάσεις. Σίγουρα, ο σεβασμός του άλλου ως ανθρώπου με ουσιαστικά δικαιώματα απαιτεί να ξεχάσουμε τις δικές μας απόψεις, προκαταλήψεις και τις παραδεκτές στην κοινωνία τάσεις μας. Ξέρω όμως ότι είναι πολύ δύσκολο. Σημαντικό είναι να έχεις παιδιά με σωστή σκέψη και να εύχεσαι να είναι υγιή κι ευτυχισμένα, όχι ενοχικά και ενταγμένα σε ομάδες για δικαιώματα του κρεβατιού, ιδίως σε μια τέτοια, σύγχρονη περίοδο, όπου η χώρα μας μαστίζεται από ανάξιους πολιτικούς που έχουν κάνει εδώ και καιρό γερή μπάζα από μίζες και γονατίζουν ένα λαό λόγω ενός χρέους για το οποίο δεν ευθύνεται. Είτε το θέλουμε είτε όχι, άλλα θέματα πρωτεύουν ως τα πλέον σημαντικά για διαρκείς και ουσιαστικούς αγώνες.

 

 

– Στο μυθιστόρημα Φραγή εισερχομένων κλήσεων, οι ήρωες είναι «συνηθισμένοι» μεν, αλλά τόσο πολύ ασυνήθιστοι… Αλήθεια, τι πρέπει να διαθέτει ένας ήρωας για να γίνει ήρωάς σου; 

 

Το μυθιστόρημα Φραγή εισερχομένων κλήσεων, Μεταίχμιο 2006 αφορά και πάλι τον έρωτα χωρίς ανταπόκριση, και ο τίτλος, που είναι δανεισμένος από την κινητή τηλεφωνία, υπονοεί άριστα αυτή την οριστική και αμετάκλητη κατάληξη –  κατάσταση μάλλον – που σε πολλούς ανθρώπους διαρκεί αρκετό καιρό, ίσαμε να καταλαγιάσει το συναίσθημά τους ή μέχρις ότου αυτή η αγάπη με τον χρόνο μετουσιωθεί σταδιακά σε κάτι άλλο. (Όταν η αγάπη είναι απέραντη και δυνατή ποτέ δεν ανταποκρίνεται – αυτός είναι ένας από τους νόμους της ζωής). Η γραφή της Φραγής ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια, αλλά διακόπηκε από άλλα βιβλία μου. Ο Άλκης και η Φραγή, παρ’ όλο που έχουν το ίδιο θέμα, έχουν ξεχωριστούς στόχους. Η Φραγή είναι πιο ανοιχτή σχετικά με τον έρωτα και πολυποίκιλη, ρισκάρει σε πολλά επίπεδα, γι’ αυτό κι το θεωρώ το πιο φιλόδοξο βιβλίο μου. Ηρωίδα είναι η Αλεξάνδρα, μια γυναίκα γύρω στα 40, ίσως και λίγο παραπάνω, που μετακομίζει για δύο χρόνια, 1999-2001, από την Ελευσίνα στη Θεσσαλονίκη, για να συγκατοικήσει με την ανιψιά της τη Νάνσυ, μαθήτρια Λυκείου, επειδή ο αδελφός της και πατέρας της Νάνσυ, μηχανικός σε γκαζάδικο, αποφάσισε να πάρει μαζί του τη γυναίκα του σε ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική. Ο ερχομός της Αλεξάνδρας στην πόλη τής ξαναζωντανεύει την ανομολόγητη, μυστική αγάπη της για τον συνομήλικό της τον Ιγνάτιο (ο οποίος είχε παντρευτεί στο μεταξύ) που τον είχε γνωρίσει πριν μερικά χρόνια στη χριστιανική ένωση «Ο Βόσπορος». Το βιβλίο είναι γεμάτο από βασανιστικά, νυχτερινά ενύπνια στα οποία πρωτοστατεί ο Ιγνάτιος, και από περιπλανήσεις της ηρωίδας στις καπνισμένες, δυτικές συνοικίες της πόλης, (περιοχές της αιώνιας προσμονής, οροθετημένες αυστηρά από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, τον Βαρδάρη, περιοχές που κατοικούνται σήμερα από αλλοδαπούς, ίσαμε τον Λευκό Πύργο και την απέραντη υγρή παραλία του ξενοδοχείου «Μακεδονία Παλλάς» με το πάρκο της Κυκλοφοριακής Αγωγής. Η αδιέξοδη, αγωνιώδης αυτή αγάπη αγγίζει και τα υπόλοιπα πρόσωπα του βιβλίου, που νομίζεις πως παραπαίουν μέσα στη νοτισμένη καθημερινότητα, αναζητώντας ένα άγγιγμα, έστω και τυχαίο, έχοντας συχνά για φόντο την ερειπωμένη καφετέρια «Στοκχόλμη» της πλατείας Μακεδονομάχων του δήμου Αμπελοκήπων της πόλης, που βρίσκεται στη γειτονιά της Νάνσυ: Εκτός από την τελευταία, τα κύρια πρόσωπα που διαγράφουν συγκεκριμένη τροχιά στο βιβλίο είναι η συμμαθήτρια της Τζίνα ή Κόμπρα, ο μηχανόβιος Στέλιος, ο Αμαζόνιος και φίλος της Νάνσυ, ο ξεθυμασμένος Σκίνχεντ Ζήσης, ο Σκρου Ντράιβερ και φίλος του Στέλιου, ο Χρόνης, ο φοιτητής διακοσμητικής των ΤΕΙ της Σίνδου που μένει στο ισόγειο της πολυκατοικίας της Νάνσυ, οι καθηγητές στο Λύκειο της Νάνσυ, ο Παύλος ο γυμναστής και η Λίλα η καθηγήτρια των Γαλλικών και τέλος, ο Άρης, φαντάρος, φίλος της καθηγήτριας και παλιός μαθητής της. Είναι με πολλές αδυναμίες, που επισήμανε σωστά η κριτική. Το σύγχρονο σχολείο καταγράφεται, νομίζω με ακρίβεια, επειδή τον χώρο τον έχω ζήσει αρκετά. Στο έργο αυτό ήθελα να ενώσω την αγαπημένη μου πόλη την Ελευσίνα με την άλλη αγαπημένη, τη Θεσσαλονίκη, που ένας ντόπιος, πολύ καλός λογοτέχνης  δεν παύει να την αποκαλεί, κακώς βέβαια, «Κιλκίς σε μεγέθυνση». Το κάθε κεφάλαιο καταλήγει σε μια παράγραφο, όπου η αφήγηση μετεωρίζεται, πότε πετυχημένα και πότε βερμπαλιστικά. Σέβομαι πολύ την κριτική, ιδίως αν είναι και αρνητική, γιατί σε μαθαίνει να διαπιστώσεις  τι έχεις γράψει. Φυσικά αυτό φαίνεται στις παρατηρήσεις του κριτικού όταν έχει διαβάσει-μελετήσει καλά το βιβλίο. Σε λογοτέχνες που το έστειλα, το βιβλίο άρεσε – εκεί, θα έπαιξε ρόλο μάλλον η φιλία. Με κούρασε πολύ η γραφή του και ειδικά ο συχνός έλεγχος. Ούτε, βέβαια, έχω πεισθεί πως η Αλεξάνδρα ως ηρωίδα δεν πείθει, όπως έγραψε ένας κριτικός – το αντίθετο μάλιστα. Πολλές γυναίκες έχουν ερωτικές εμμονές για χρόνια με άντρες, από δειλία ή από θρησκευτική αξιοπρέπεια. Τα πρόσωπα θέλω να έχουν κάτι ξεχωριστό ως χαρακτήρες. Δεν με αφορά αυτό που συμβαίνει συνήθως. Δημιουργώ την πλοκή μοναχός μου εκ του μηδενός και οι χλιαροί, συνηθισμένοι χαρακτήρες αφορούν τους συγγραφείς, που δεν μπορούν να επινοήσουν και καταντούν να γράφουν κοινοτοπίες, ενώ όσες φορές επινοούν, τα πρόσωπα και οι πράξεις τους είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά. Η επινόηση έχει κι αυτή κανόνες και υπόκειται σε νόμους. Πάντως, σε περίπτωση που επανακυκλοφορήσει το βιβλίο, θα ήθελα να το ξαναπιάσω. Αλλά σκέπτομαι τα χρόνια και την έρευνα που αφιέρωσα και το στίγμα της γραφής μου εκείνα τα χρόνια. Η Θεσσαλονίκη, όπως την έζησα από το 1998 μέχρι το 2002, κοσμεί θαυμάσια την πλοκή. Βέβαια, το βιβλίο το σφραγίζει η ματιά του Αθηναίου που ζει για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη. Το υλικό της Φραγής εμπλουτίστηκε με την πάροδο των ετών. Αυτό μου το πρόσφεραν κάπως οι ταινίες του Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι, ειδικά ο Δεκάλογος, που αποτελείται από ωριαίες αυτοτελείς ταινίες γυρισμένες για την τηλεόραση τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και που έδινε σε προσφορά μια κυριακάτικη εφημερίδα. Συγκλονίστηκα. Η ζωή είναι πάντα παρούσα με τις σιωπές και τις εντάσεις της – κι αυτό μου άρεσε – χώρια οι σπουδαίοι Πολωνοί ηθοποιοί που «υποδύονταν» και «δεν αντέγραφαν ούτε παρίσταναν τον εαυτό τους», όπως εδώ στη χώρα μας, στα πληκτικά σίριαλ. Ανυπέρβλητης αξίας είναι και η τριλογία του με τις ταινίες Μπλε, Κόκκινη και Λευκή. Τα τελευταία χρόνια βρήκα κι άλλους αγαπημένους σκηνοθέτες που θαυμάζω πολύ την αφηγηματική τους τεχνική: ο πολυβραβευμένος Τούρκος Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, με τις ταινίες του, Τρεις πίθηκοι (τι ταινία!), Το αυγό, Κάποτε στην Ανατολία και οι Πέρσες σκηνοθέτες Αμπάς Κιαροστάμι και Ασγκάρ Φαρχαντί. Αυτοί οι σκηνοθέτες είναι εικαστικά σχολεία για μένα. Η πραγματικότητα της χώρας μου με αφορά και όχι η περιγραφή μιας Ελλάδας που θυμίζει Νέα Υόρκη ή φολκλορικά ντοκουμέντα με αερικά και ονειρικές καταλήξεις και ψυχιατρικά κατάλοιπα. Θα μου πείτε πως ο καθένας συγγραφέας φτιάχνει όπως θέλει τον κόσμο του, αλλά αν θέλουμε να μιλάμε για λογοτεχνία σύμφωνα με τα διδάγματα των Σπουδαίων Βιβλίων, κάθε  έργο οφείλει να συνδέεται άμεσα με την εποχή του και τα ζέοντα προβλήματά της. Είναι γνωστό πως το κάθε βιβλίο απαιτεί χρόνο και έρευνα. Το να επιτύχεις ή να αποτύχεις είναι μέσα στο πρόγραμμα, αλλά καλύτερα να αποτύχεις, παρά να λες ψέματα. Η αποτυχία πάντα διδάσκει. Ο πεζογράφος και ο ποιητής οφείλει να ακούει, όταν του λένε κάτι οι άλλοι, αλλά την απόφαση την παίρνει μονάχος του. Προχωρεί στα σκοτεινά. Εδώ, έτσι και πεις κάτι αρνητικό σε κάποιον, αυτομάτως σε εχθρεύεται. Η αρνητική κριτική στον Τύπο προκαλεί θύελλες και ανατροπές. Ουδέποτε είχα ανάλογα ξεσπάσματα. Εδώ έχουν γραφτεί μεγάλα έργα σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία, κι εγώ είμαι ικανός να αντιδρώ; Αν είναι δυνατόν! Είναι φυσικό να αντιδράς μόνο αν το βιβλίο δεν έχει διαβαστεί και γράφει ο κριτικός αυθαιρεσίες. Αλλά αν σκεφτείς πως από τον σωρό των έργων επέλεξε το δικό σου για να γράψει καμιά φορά σωστά πράγματα, οφείλεις να τον ευγνωμονείς. Επίσης με ενοχλεί πολύ όταν συγγραφείς μας γράφουν αβέρτα αρκετά βιβλία στο διάστημα ενός χρόνου. Να αξίζεις τη δημοσιότητα επειδή είσαι καλός συγγραφέας ή ποιητής, να συμφωνήσω. Αλλά πολλά βιβλία από αυτά είναι προϊόντα ανίας και ίσως να παίζει ρόλο και η πίεση του εκδότη, ο οποίος, δικαιολογημένα, αναγκάζει τον συγγραφέα του να γράψει το επόμενο επειδή τα βιβλία του είναι ευπώλητα. Φανταστείτε πως ο Μάλκομ Λόουρι έκανε δέκα χρόνια να γράψει το Κάτω απ’ το ηφαίστειο (1957) και στη γραφομηχανή και σε χειρόγραφο. Οφείλω όμως να ομολογήσω πως η ηλεκτρονική μας εποχή μάς έδωσε ευκολία μεν στη γραφή, αλλά ίσως μας χάρισε και προχειρότητα που προκάλεσε μη αναστρέψιμο κακό.

 

 

Οι Αφορισμοί τι είναι τελικά;

 

Είναι κείμενα, κατασταλάγματα βαθιάς γνώσης, ύστερα από σπουδή στην Αόρατη Αλήθεια. Το Γεροντικόν, η Αγία Γραφή, η Κλίμαξ του Αγίου Ιωάννη, (523-606 μ.Χ.), το Θιβέτ, ο Βουδισμός, η όποια πείρα και ιδίως τα λάθη μου, η ασθένειά μου, η οκτάχρονη άνοια της μητέρας μου που της προκαλεί αϋπνία και παραλήρημα, οι απατηλές, διπρόσωπες φιλίες, το αιχμηρό βλέμμα που απέκτησα για τη ζωή, οι Αφορισμοί του Ε. Μ. Σοράν και του Όσκαρ Ουάλιντ με βοήθησαν να δω κάποια πράγματα βαθύτερα. Στα 62 μου χρόνια πιστεύω πως κατέχω καλά τη γλώσσα. Οι περισσότεροι από αυτούς, γράφτηκαν κατευθείαν στο Facebook, σε στιγμές κορύφωσης, επειδή θα διαβάζονταν… Αισίως έχουν φτάσει στους 955, αλλά ζήτημα είναι να αξίζουν πραγματικά οι 60 από αυτούς. Για να δημοσιευτούν θέλουν όμως αρκετή δουλειά για να απαλλαγούν τα κείμενα αυτά από τις φαιδρές τους προτάσεις. Ο αφορισμός, και σας ευχαριστώ πολύ που τα δεχτήκατε στο Fractal, απαιτεί μεγάλη πλαστικότητα στη φράση. Δεν θέλει ακρότητες και μετεωρισμούς. Μερικοί από αυτούς βγήκαν από μέσα μου έτοιμοι, και χαίρομαι πολύ που ένας κριτικός, σαν τον Νίκο Λάζαρη, με ενθάρρυνε να συνεχίσω το γράψιμό τους, αλλά ποτέ δεν ήμουν ικανοποιημένος λόγω της ανασφάλειας που έχω. Πάντα διορθώνω και πάντα απορρίπτω. Μου αρέσει πολύ αυτή η ενασχόληση με τους Αφορισμούς. Μερικές φορές νιώθω πως κάποιος άλλος τους γράφει και μια αόρατη παρουσία υπαγορεύει το κείμενο. Παραθέτω ξανά έναν από αυτούς που θεωρώ πετυχημένους (μέχρις στιγμής), και αντέχει, στέκεται γλωσσικά: «Βαρανάσι, Ινδία, 2010: Μακριά από το έλεος του Χριστού. Εκεί που ο εγωισμός της Δύσης συντρίβεται και μένει η ολοκάθαρη ψυχή. Τα θυμιάματα, οι καιόμενοι νεκροί, οι στάχτες πάνω στο σκοτεινό νερό που κυλούν προς τις εκβολές της Καλκούτας, τα τουμπανισμένα πτώματα που επιπλέουν μ’ ένα πτωματοφάγο όρνιο επάνω τους, η μυρωδιά της φωτιάς, τα άνθη του λωτού πάνω στα νερά, τα χιλιάδες φανάρια που πλέουν κι αυτά στον Ιερό Ποταμό Γάγγη, τον πιο ιδανικό τόπο για να κλείσεις τα μάτια σου και να μην ξαναδείς ποτέ την αδικία και την ντροπή αυτού του κόσμου, οι βαμμένοι με χίλια χρώματα Ινδουιστές με τα μακριά μαλλιά, ξεραμένα από την απλυσιά χρόνων, τα σκουπίδια, οι αγελάδες που κινούνται ανάμεσα στα σοκάκια με τα πελώρια κτήρια του 14ου μέχρι του 19ου αιώνα, ο ήλιος που δύει, οι ναοί του Σίβα, του Βούδα, του Γκανέσα, είναι όλα εικόνες που σου θρυμματίζουν ακαριαία τη ματαιοδοξία και την κουφότητα, αφού κάθε μέρα βλέπεις το ίδιο πρόσωπο με τα σκυφτά, σταχτιά μάτια στον καθρέφτη. Όταν αντικρίσεις του αρουραίους να μαζεύονται δίπλα στο νερό κατά εκατοντάδες παρέα με τις γάτες και τους σκύλους, τότε θα θυμηθείς πως όλα στη γη αυτή έχουν την σημασία τους, ακόμα και το σώμα σου, που κάποτε θα το προσφέρεις στη γη για ταφή. Τίποτε δεν αξίζει περισσότερο από αυτές τις εικόνες, που σε κάνουν να σταθείς για λίγο και να σκεφτείς τη ματαιότητα των πάντων και την ηλιθιότητα που μαστίζει τη γη. Άνθρωποι ρακένδυτοι που τρέφονται με τα σκουπίδια, ίσως να είναι πιο ευτυχείς από μας που καταπίνουμε χάπια της κατάθλιψης, γράφουμε ένα βιβλίο και νομίζουμε πως ανεβήκαμε τη σκάλα της αιωνιότητας. Βούρκωσα πολλές φορές πλάι στις μαυρισμένες όχθες του Γάγγη, για να καθαρίσω από όλα εκείνα τα στίγματα του Δυτικού Πολιτισμού και την κοσμική σκόνη της υποψίας για όλους και για όλα. Το θέλημά Σου ζήτησα, όχι για το τι είδους Θεός, αλλά για τι είδους Άνθρωπος είσαι». Πάντως, ένα τμήμα από αυτούς, γύρω στα 50 μικρά κείμενα, πρέπει να εκδοθεί. Ίδωμεν.

 

 

– Η ενασχόλησή σου με τη Λατινική και τη Βυζαντινή Γραμματεία βοήθησαν ή υπήρξαν τροχοπέδη; Έχω την εντύπωση πως έχεις γίνει πια πολύ επιλεκτικός, αυστηρός… Αλήθεια, γιατί νομίζω ότι κρατάς τα συγγραφικά σου συρτάρια κλειστά;

 

Τα Λατινικά και τα Βυζαντινά κείμενα με έλκουν ακόμη. Με μαθαίνουν καλύτερα τη γλώσσα μου. Το 1988 μετέφρασα το Laudatio Turiae, (Τυρίας Εγκώμιον) ένα ρητορικό κείμενο του 1ου αιώνα π.Χ., χαραγμένο πάνω σε τάφο Ρωμαίας οικοδέσποινας (η ίδια ένα απαράμιλλο υπόδειγμα αρετών), που έκανε τα πάντα για να σώσει τον άντρα της,. Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Το Παραμιλητό, που εκδίδαμε το χρονικό διάστημα 1988-1996 στον Πειραιά. Το ίδιο κείμενο, πληρέστερο κάπως, σύμφωνα με νέα κομμάτια του μαρμάρου που ανακαλύφτηκαν στη Ρώμη, δημοσιεύτηκε στο 177ο τεύχος της Οδού Πανός του ποιητή Γιώργου Χρονά, αφιερωμένο στον πιανίστα, συνθέτη και παραγωγό Γκλεν Γκουλντ (1932-1982). Στο ίδιο περιοδικό, στο τεύχος 151, αφιερωμένο στον Έντγκαρντ Άλλαν Πόε (1809-1849), δημοσιεύτηκαν μεταφρασμένες δύο από τις Επιστολές του Πλίνιου του Νεότερου (61/2 – 113 μ.Χ) στον ιστορικό Τάκιτο (58 – 117 μ.Χ.), σχετικά με τον θάνατο του θείου του πρώτου, Πλίνιου του Πρεσβύτερου3 (23-79 μ.Χ.) του μεγάλου εγκυκλοπαιδιστή, το 79 μ.Χ. κατά την έκρηξη του Βεζούβιου στις Σταβιές, πόλη παραθαλάσσια της Πομπηίας, που καταστράφηκε κι αυτή ολότελα από τη λάβα. Στο τεύχος 5-6 (1991-2), του περιοδικού Βυζαντινός Δόμος, δημοσίευσα το Υπομνηστικόν του Μιχαήλ Χωνιάτη (Εισαγωγή – απόδοση στα νεοελληνικά – σχόλια).  Υπάρχουν στα συρτάρια μου ακόμη μερικά μεταφρασμένα κείμενα Λατινικά και Βυζαντινά, που δεν αξίζει να δημοσιευτούν γιατί η έρευνα και η μελέτη δεν έχει τελειώσει. Χρειάζεται αρκετός χρόνος για μια απλή μετάφραση. Μην κοιτάτε που πολλοί παίρνουν για τυφλοσούρτι παλιές μεταφράσεις (χωρίς καμία γνώση της αρχαίας ποιητικής γλώσσας, έναντι αδράς αμοιβής βέβαια) και βγάζουν μια νέα σε σύντομο χρονικό διάστημα, επειδή έχουν φίλο τον τάδε ηθοποιό ο οποίος τους αναθέτει τη μετάφραση ενός τραγικού μας ποιητή, του Αισχύλου ή του Ευριπίδη. Όσο και να έχεις σπουδάσει φιλολογία και να ξέρεις κάπως τη γλώσσα, το ίδιο το κείμενο σε αναγκάζει να ξαναδείς την ερμηνεία κάθε λέξης για να είναι το κείμενό σου ακριβές. Για να μεταφράσεις έναν τραγικό ποιητή ή κωμικό, χρειάζεσαι πάνω από χρόνο ή και δύο χρόνια ακόμη. * Αναγκάζομαι, όσο μπορώ, να είμαι ή έγινα επιλεκτικός κι αυστηρός, αν θέλετε, γιατί κατέχω κάποιες γνώσεις. Πιστεύω πως ξέρω Γράμματα. Ποτέ δεν υπήρξα φυγόπονος σε ό,τι έκανα. Δάσκαλος ήμουν, διάβασα πολύ κι αυτό εξακολουθώ να κάνω. Ποτέ δεν είδα την Εκπαίδευση ως πάρεργο. Πάντως, σε ό,τι κάνεις, οφείλεις να είσαι αυστηρός πρώτα με τον εαυτό σου. Είναι πολύ δύσκολο αυτό. Προσπαθώ πάντως το δημοσιευμένο κείμενο, πεζογράφημα ή ποίημα, γλωσσικά να είναι, όσο μπορεί,  καλό. Άλλη λύση δεν υπάρχει.  Σαφώς υπάρχουν αρκετά κείμενα στο συρτάρι μου, αλλά θέλουν πολλή δουλειά.

 

 

– Πώς έφτασες στους Άβατους Τόπους;

 

Όπως είπα, η ποίηση ήταν το αρχικό μου ξεκίνημα. Διατηρώ πολλά ποιήματα στο συρτάρι μου, που θέλουν όμως πολλή δουλειά. Ένα μέρος από αυτά που γράφτηκαν 2009-2015 και δύο το 1987. Ο ποιητής και κριτικός Νίκος Λάζαρης παρ’ όλες μου τις αναστολές με ενθάρρυνε. Ξέρετε, επειδή έγραφα εύκολα ποιήματα δεν τα θεωρούσα και τέχνη. Η τέχνη θέλει ξόδεμα ωρών, επεξεργασία, κόπο, και όχι μια κι έξω το ποίημα και πάμε για το επόμενο. Το ίδιο και η πεζογραφία. Εξάλλου, το 2015 που εκδόθηκαν οι Άβατοι Τόποι ήμουν πια 60 ετών, και, αν θέλετε, υπερώριμος και σιτεμένος πια για ποίηση. Πού πήγαινα σ’ αυτήν την ηλικία; Δεν είχα λόγο να υπάρξω ούτε εκδοτικά, πόσο μάλλον ποιητικά. Τι να πει ένας ποιητής που έγραφε από τα είκοσί του χρόνια κι είχε αφιερωθεί σ’ αυτήν ειδικά; Δεν υπήρχε λοιπόν σύγκριση, γι’ αυτό και να εκτεθώ στο κοινό σε παρουσίαση θα ήταν άκομψο, κάτι που ευτυχώς δεν έκανα, κι αυτό είπα στον ποιητή-εκδότη-φωτογράφο της λαμπρής ιστοσελίδας (poema…) Βασίλη Ρούβαλη πως δεν χρειαζόταν να γίνει. Τώρα που καμιά φορά ξεφυλλίζω τα ποιήματα της συλλογής, αποπνέουν περισσότερο μια ποιητική διάθεση, παρά ωριμότητα ποιητικού λόγου. Είμαι ένας πεζογράφος που γράφει ποίηση, κι αυτό σημαίνει πως ο πεζός λόγος δεν ξεχνιέται εύκολα στον στίχο, που απαιτεί να είναι πυκνός κι αφαιρετικός. Ίσως γι’ αυτό και τα περισσότερα ποιήματα των Άβατων Τόπων είναι μεγάλα, λόγω έλλειψης συμπύκνωσης. Το περίεργο είναι πως έλαβα αρκετά γράμματα με θετικά σχόλια.

 

 

Ο Πειραιάς; Γεννήθηκες στον Πειραιά και μένεις επίσης; Ποιες εικόνες εξακολουθούν για σένα να σημαίνουν Πειραιά;

 

Η γέννησή μου είναι μια πολύ περίπλοκη ιστορία. Μένω στον Πειραιά, αλλά η σχέση μου με την πόλη έχει να κάνει περισσότερο με την ιστορία της κι ελάχιστα με τη σύγχρονη ζωή. Θα μιλήσω κάπως πραγματολογικά-αρχαιολογικά για την πόλη (επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τις σημειώσεις μου), που γνωρίζω εξίσου καλά όπως την Ελευσίνα, παρ’ όλο που μένω 18 χιλιόμετρα μακριά απ’ αυτήν. Μ’ ενδιαφέρουν οι τόποι που συνδέουν την αρχαία εποχή με τα νεότερα χρόνια, ειδικά το κεντρικό λιμάνι του με τις ονομασίες που διατηρώ ακόμη από την εποχή των σπουδών μου, επειδή αναγκάστηκα να δώσω τρεις φορές το μάθημα της Αρχαιολογίας: «Λιμήν του Πειραιώς», «Λιμήν», «Κάνθαρος», «Λιμήν Κανθάρου», «Κωφός Λιμήν» (μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο), «Λιμήν Αθηνών». Επίσης κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, τον Μεσαίωνα, την Ενετοκρατία, την Τουρκοκρατία, ο Πειραιάς πήρε τις εξής ονομασίες: «Athenarum portus», «Porto dei Setine», «Portus de Sithines», «Sithines», [την περίοδο της Φραγκοκρατίας 1204-1566: Sithines and Stives: Αθήναι και αι Θήβαι,], «Porto Leone», «Porto Draco», «Porto Dracone» (επί της εποχής των Καταλανών), «Ασλάν Λιμάνι» (πριν και κατά το 1821) «Πόρτο της Αθήνας», «Λιμήν Λέοντος» ή «Πόρτο Λεόνε», που είναι και η διεθνής ονομασία του στους ναυτικούς χάρτες. Τον 17ο αιώνα ένα λιοντάρι από μάρμαρο δέσποζε στην είσοδο του λιμανιού και ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπαν οι ταξιδιώτες όταν εισέρχονταν με τα πλοία στην πόλη. Στη σύγχρονη εποχή υπάρχει ανακατασκευή του λιονταριού από τον γλύπτη Γεώργιο Μέγκουλα. Το πρωτότυπο κλάπηκε από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι (Morozini) και βρίσκεται στη Βενετία. Οι κατά καιρούς ονομασίες πόλης είναι οι εξής: «Πειραιεύς» (αρχαίοι χρόνοι ίσαμε σήμερα), «Δράκος», «Πειραιάς» (Ονομασίες του Στέφανου του Βυζάντιου και της σύγχρονης Κοινής Ελληνικής), «Πειραίας», «Περαίας», ή «Περαιάς», (δημώδεις ονομασίες). Επίσης σε κείμενα του 19ου αιώνα απαντώνται: «Πιραιάς», «Πιρεάς», «Πειρεάς», «Πειρέας», «Πιρέας», «Περέας» και «Περεάς». Οι τονισμένες ονομασίες στη λήγουσα έπαιρναν περισπωμένη. Επισκέπτομαι συχνά το Δημοτικό Θέατρο, το Πασαλιμάνι, (Λιμάνι της Ζέας), το Μικρολίμανο (Τουρκολίμανο). Ο Πειραιάς όμως για μένα είναι και το πλέον ενημερωμένο βιβλιοπωλείο της πόλης «Ο Κύκλος» με τους φιλικούς του υπαλλήλους.

 

 

Για μένα η πόλη μου είναι οι εξής εικόνες: 1) Όταν επιστρέφουν μετά τη δύση του ηλίου τα καράβια στο λιμάνι από τις Κυκλάδες και τα άλλα νησιά και ξεχύνεται όλο εκείνο το πλήθος των επιβατών στα πεζοδρόμια των λεωφόρων, και 2) Τα τέσσερα πολύτιμα χάλκινα αγάλματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά, που βρέθηκαν το καλοκαίρι του 1959 μαζί με άλλα τρία μαρμάρινα σε έργα αποχέτευσης στη γωνία των οδών Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και Φίλωνος. Είχαν αποθηκευτεί, ίσως το 87 π.Χ., σε κάποιο χώρο του λιμανιού για να προστατευθούν και να φυγαδευτούν αργότερα. Καταχώθηκαν όμως όταν η αποθήκη καταστράφηκε από πυρκαγιά. Συντηρήθηκαν στα εργαστήρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας και τώρα εκτίθενται στο Μουσείο του Πειραιά κάτω από ειδικές συνθήκες (άζωτο) για την καλύτερη προστασία τους από την υγρασία και το καυσαέριο. Ι. Ο Απόλλων του Πειραιά, ύψους 1,95 μ. έργο του τέλους του 6ου αι. π.Χ. είναι ο μοναδικός σωζόμενος χάλκινος κούρος και συγχρόνως το αρχαιότερο ελληνικό χυτό άγαλμα. Προβάλλει το δεξί του πόδι σε αντίθεση προς το κανονικό σχήμα του κούρου. Η απουσία αρχαϊκού μειδιάματος προσδίδει μια ιδιαίτερη σοβαρότητα στην έκφραση του μακρόστενου, αυστηρού προσώπου. Η στάση του αγάλματος δηλώνει πως ο θεός κάνει σπονδές. ΙΙ. Η Μεγάλη Άρτεμις, ύψους 1,94 μ. με τη χαρακτηριστική κόμμωση, την ακτινωτή διάταξη των βοστρύχων, που στην αρχαιολογική διάλεκτο ονομάζεται φέτες του πεπονιού. Αρχικά ταυτίσθηκε με κάποια ποιήτρια ή Μούσα. Έργο υψηλής ποιότητας που αποδίδεται στον Ευφράνορα, γλύπτη και ζωγράφο, ο οποίος ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του κλασικιστικού ρεύματος των μέσων του 4ου αι. π.Χ., κι επεδίωξε την επιστροφή σε πιο ρωμαλέες, γήινες, με κλασσικές αναλογίες μορφές. Η Άρτεμις αναγνωρίζεται όχι τόσο στο ύφος της μορφής, όσο χάρη στο ίχνος της στήριξης της φαρέτρας στην πλάτη και στη θέση των δακτύλων του αριστερού χεριού που κρατούσε το τόξο. ΙΙΙ. Το Αγαλμάτιο της Αρτέμιδος, ύψους 1,55 μ. (τέλη 4ου π.Χ αι.) βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην κλασική αντίληψη της παρθένας θεάς του κυνηγιού. Το σώμα είναι σχεδόν αγορίστικο και η εντύπωση της νεανικότητας τονίζει ακόμα περισσότερο η κάποια αστάθεια που προσδίδει στη στάση το άνοιγμα (στροφή κεφαλής και στάση του χεριού) προς το άνετο σκέλος. Είναι ντυμένη με αττικό πέπλο και με ιμάτιο τυλιγμένο γύρω στους ώμους και περασμένο μέσα από τη ζώνη. Το κεφάλι είναι μικρό, με σχεδόν αυστηρά χαρακτηριστικά και τα μαλλιά μαζεμένα μπροστά σε κότσο, το λαμπάδιον, όπως ονομαζόταν. Εξαιρετικό γλυπτό, με τελαμώνα και σανδάλια, που, αν δεν είχε οξειδωθεί τόσο πολύ θα αποτελούσε το κόσμημα αυτής της αίθουσας. ΙV. Στο βάθος, στέκεται ό,τι πιο ωραίο έχω δει από τον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο: μια υπερφυσική σε μέγεθος Αθηνά, η Αθηνά του Πειραιά, της οποίας το κεφάλι καλύπτει περικεφαλαία στολισμένη με γλαύκες και γρύπες και ένα λοφίο στερεωμένο πάνω σε ένα φίδι. Η θεά φοράει πέπλο. Η μορφή στηρίζεται στο δεξί πόδι. Οι λοξές πτυχές του αποπτύγματος (:τμήμα χιτώνα που διπλώνεται προς τα πίσω) με την επίσης λοξή αιγίδα (:κατσικίσιο δέρμα της ασπίδας) προκαλούν τη λικνιστή κίνηση του αγάλματος στα δεξιά. Το κεφάλι στρέφεται και κλίνει προς το δεξί χέρι που κρατούσε τη Νίκη. Το κατεβασμένο αριστερό χέρι, όπως δείχνει η στάση των δακτύλων, θα στήριζε την ασπίδα και το δόρυ. Από την Αθηνά απουσιάζει ο δυναμισμός και η ρωμαλέα φύση των αγαλμάτων της Εποχής της Ειρήνης, ενώ στο πρόσωπο διαγράφεται ένας γλυκερός συναισθηματισμός. Το άγαλμα δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από το τέλος του 4ου αι. π.Χ. και δεν αποκλείεται, εάν βασιστεί κανείς στη μορφή των σανδαλιών της, να είναι της Ελληνιστικής Εποχής.

 

 

– Τελειώνοντας, θα ήθελα να μάθω πώς είναι η καθημερινότητά σου, την όποια σχέση με ομότεχνους και την άποψή σου για την ποιότητα της σύγχρονης τέχνης μας.

 

Ζω πολύ λιτά και κάπως στριμωγμένα εδώ και οκτώ χρόνια επειδή διακονώ τη μητέρα μου που πάσχει από άνοια. Κάθε φορά που βαραίνουν ιδιαίτερα οι καθημερινές μέριμνες στους ώμους μου, θλίβομαι πολύ επειδή διαπιστώνω πως δεν έχω περισσευούμενο χρόνο για τα ενδιαφέροντά μου. Το διαρκές άγχος για τα τρέχοντα θέματα του σπιτιού και το θέμα της μητέρας έχει υποσκάψει ανεπανόρθωτα την υγεία μου. Κάθε χρόνο κι άλλη μια νέα ασθένεια προστίθεται στο σώμα μου. Μου λείπει η ηρεμία κι ένα σπίτι με μένα κυρίαρχο οικοδεσπότη, στο οποίο να βασιλεύει, αν είναι δυνατόν, η απόλυτη ησυχία και η μυρωδιά του πράσινου τσαγιού ή του ινδικού στικ. Ένας χώρος με ελάχιστα, εκλεκτά βιβλία κι ένα γραφείο με απλά εργαλεία γραφής. Δεν ξέρω πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση του σπιτιού μου. Ξεπέρασα πια τα όρια της υπομονής. Αυτή η διαρκής θυσία και το ξόδεμα του χρόνου είναι, σίγουρα, εναντίον της πνευματικής δημιουργίας, αλλά η παρηγοριά πως αυτή η θητεία μετουσιώνεται σε τέχνη, όπως οι Αφορισμοί, κάνεις  υπομονή. * Η φιλία μεταξύ λογοτεχνών είναι ιδιαίτερα εύθραυστη κι ετοιμόρροπη λόγω ενός αφελούς ανταγωνισμού, που υποβόσκει. «Αρκετά συχνά, ενώ λες καλή κουβέντα για τον άλλο, μια σταγόνα σάλιου στέκεται στον λαιμό μέχρι να στεγνώσει». Μόνο αν σε γνωρίζει ο άλλος αρκετά, τότε μπορεί να σε βλέπει όπως πραγματικά είσαι, ώστε να μπορεί  να δικαιολογήσει και να καταλάβει τον τρόπο της γραφής σου. Σε μια τέτοια επισφαλή σχέση χρειάζεται μεγάλη διάκριση και από τα δύο μέρη. Μην ξεχνάτε πως η λογοτεχνία ως αξία κρύβει ένα φασισμό από μόνη της. Θεωρείται στη χώρα μας υπέρτατη αξία να είσαι ποιητής ή συγγραφέας και η ιδιότητα αυτή του γραφιά ίσως να οδηγεί τον άνθρωπο να έχει καμιά φορά αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα, ιδίως όταν βγαίνει κάποιος και τον αμφισβητήσει, ειδικά ο κριτικός. Δεν έχουμε μάθει να δεχόμαστε την κριτική και ιδίως την αρνητική, φυσικά την τεκμηριωμένη και όχι της μιας σελίδας με αφηρημένες, εντυπωσιακές λέξεις κι ένα καταστάλαγμα γνώμης κοινό και άκομψο. Εγώ πάντως, δυσπιστώ στους λογοτέχνες που είναι «ποζάτοι», έχουν τρομερή αυτοπεποίθηση κι επιθετικότητα, παρ’ όλο που η τέχνη τους είναι ανύπαρκτη, είναι υπερήλικες και το μόνο που επιθυμούν είναι να βραβευτούν και να τους διδάσκουν και στα πανεπιστήμια της χώρας λόγω της φιλίας τους με κάποια ασήμαντη καθηγήτρια. Είναι κάτι παραπάνω από γελοίο αυτό. Πιστεύω ελάχιστα στη λογοτεχνική φιλία, γιατί δεν είμαι τόσο καλός φίλος, είμαι πολύ μοναχικός και καμιά φορά κι αδέξιος – έγινα μάλλον γιατί «αναγκάστηκα» να ζω τα τελευταία χρόνια εσώκλειστος. Ούτε είμαι απόλυτα αθώος – κατέχω μια δεξαμενή γεμάτη από σκαιές συμπεριφορές ενάντια σε πολλούς. [ Θαυμάζω πολύ τα νέα παιδιά με ταλέντο, κι αν μπορώ να τα βοηθήσω, το κάνω, αν και η αγάπη, το ενδιαφέρον και τα αιχμηρά κείμενά μου στο Facebook, τους φοβίζουν, για να μην πω πως τους ενοχλούν και τους εκνευρίζουν. Εξάλλου, τα χρόνια μου δεν προσφέρονται για στενές φιλίες με τη νεότητα, παρά για πατρικές συμβουλές. (sic western) Συχνά, όταν αγαπώ και σέβομαι πολύ κάποιον νέο άνθρωπο στέκομαι μακριά. Αυτό μου στοιχίζει, επειδή ο χώρος, σχεδόν πάντα, είναι αναγκαστικά περιφραγμένος και δεν μου πάει να τον παραβιάσω. Δεν δικαιούμαι πια, λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας. Καμιά φορά στενοχωριέμαι που δεν βλέπω τη μορφή τους στο τσατ! – για τέτοιο κόλλημα μιλάμε! ] (Γέλια). Εύκολα όμως γλιστράω-εγκαταλείπομαι-παρασύρομαι από προσωπικές μου ενασχολήσεις κι αγωνίες και εισέρχομαι στο ρείθρο της σκυφτής μου ζωή. Σοφά νομίζω πράττει ο συγγραφέας όταν συνθέτει μέσα του αργά-αργά το ψηφιδωτό του βίου μετουσιώνοντάς το σε βιβλίο, γνωρίζοντας πως τα πράγματα και οι χώροι πάντα διαρκούν, ενώ όσα πρόσωπα φίλων είναι δίπλα μας ή προτίμησαν να φύγουν για πάντα από κοντά μας, είναι βέβαιο πως κι αυτά τα πρόσωπα ίσως να με βοηθούν ως χορηγοί στη λογοτεχνική σύνθεση ενός ποιήματος ή βιβλίου. Οφείλεις ν’ αγγίζεις τα πάντα με κατανόηση, ακόμα κι αυτόν που μπροστά σου λέει καλά λόγια για τα βιβλία σου και από πίσω τα χλευάζει. Πρόσφατα εκνευρίστηκα πολύ από έναν ποιητή-εκδότη της επαρχίας, που μου ανέφερε σε τυχαία συνάντηση στη συμπρωτεύουσα, για κάποιες συλλογές νέων παιδιών (πολύ καλές για μένα), που τις εξέδωσε για να πάρει τα χρήματα, ενώ δεν πίστευε καθόλου στην αξία τους… Επίσης ο νέος ποιητής πληρώνει τεράστιο ψυχικό κόστος αν ο εκδότης είναι κι αυτός της τέχνης… Σίγουρα προέχει η προβολή του εκδότη παρά των πελατών του… Ζώμεν εν Ελλάδι, αλλά ουκέτι την Ελλάδα ορώμεν. Πολλοί λογοτέχνες, χωρίς σπουδαίο ταλέντο, επειδή επιμένουν σ’ αυτό το μέτριο που κάνουν και δεν αφήνουν λογοτέχνη για λογοτέχνη να μην τον ενοχλήσουν και παρουσίαση για παρουσίαση έχουν καταφέρει να αποκτήσουν όνομα και ποιότητα. Αν επιμένεις τόσο, κάποια φωτιά στο τέλος θ’ ανάψει. Η στάχτη είναι που δεν φαίνεται. Αλλά το καλό βιβλίο είναι μια παρακαταθήκη αγάπης προς την εποχή και τους ανθρώπους που περιγράφει. Η φύση της ίδιας της τέχνης, για να μην πω ο σκοπός και ο στόχος πρέπει είναι η απλότητα και η σεμνότητα. Η έπαρση και η δια βίου προβολή χωρίς αντίκρισμα είναι κατά κανόνα προνόμιο αυτών που δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη, αλλά μόνο με την πολιτική, το φτηνό θέαμα και τις δημόσιες σχέσεις. Είναι κύριο χαρακτηριστικό των εγωμανών-αντιπνευματικών ανθρώπων. Σήμερα κυριαρχούν λόγω άμετρης της φιλοδοξίας, οι κλίκες, οι λυκοφιλίες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, αναίτιοι ανταγωνισμοί, πράγματα καμιά φορά εντελώς ξεπερασμένα σε πολλούς απλούς,  καθημερινούς, ταπεινούς κι αληθινούς ανθρώπους. Κι αυτό μπορείς να το καταλάβεις αν ο άλλος μιλάει άσχημα για αρκετούς  ομοτέχνους του. Για ένα όμως πρέπει να είσαι σίγουρος: την ίδια συμπεριφορά θα έχει απέναντί σου κάθε φορά που μιλάει για σένα σε τρίτους… Αυτό όμως που έχει σημασία είναι η μάχη που δίνεις καθημερινά με την έκφραση, όταν πασχίζεις με τ’ αλλεπάλληλα στρώματα της διόρθωσης να πάρει το κείμενό σου μια μορφή που να σε ικανοποιεί και προπάντων να σε δικαιώνει. Δεν γράφουμε και τ’ αριστουργήματα, τι να γίνει; Ωστόσο, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτό το «κατά μόνας μαρτύριο», που, πέρα από το αποτέλεσμά του, δεν μπορεί να συγκριθεί, βέβαια, με την οποιαδήποτε μιζέρια ενός εγωμανούς και ζηλόφθονου καμιά φορά ομότεχνου. Εξάλλου, η αξία, νομίζω, ενός λογοτέχνη, είναι το κατά πόσο μπορεί και στέκεται μακριά απ’ όλ’ αυτά, κάτι που κι εγώ δεν το έχω απόλυτα καταφέρει. «Ό,τι ακούς να σου λένε οι άλλοι για τη δουλειά σου, οφείλεις να έχεις πάντα τα πόδια σου χωμένα στη γη. Μόνο όταν νιώσεις τον ορίζοντα να σε πλησιάζει και να είναι κλειστά όλα του βουνού τα περάσματα, τότε να είσαι σίγουρος πως αξίζει η ματιά και η αλήθεια σου. Έτσι κι αλλιώς, στις λεωφόρους οι πάντες κινούνται άνετα σ’ ευθεία γραμμή». Σας ευχαριστώ πολύ

 

Πειραιάς, Απρίλιος 2017

 

 

1 Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε το 1955. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και τα έτη 1982-2012 υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση.

Έργα του: 1]. Ένα πακέτο “Άρωμα”, διηγήματα, Κέδρος 1995³, 2]. Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, Κέδρος 2001, 3]. Χαιρετίσματα από το νότο, μυθιστόρημα, Κέδρος 2003, 4]. Άλκης, νουβέλα, Μεταίχμιο 2003, 5]. Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, ταξιδιωτικό κείμενο, Κέδρος 2006, 6]. Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2006, και 7]. Άβατοι Τόποι, ποιήματα, (.poema..), Κορώνη 2015. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

2 Η διδασκαλία του Βούδα.

3 Το μόνο έργο του Πλίνιου του Πρεσβύτερου που έχει σωθεί είναι η Φυσική Ιστορία, ένα πλήρες εγκυκλοπαιδικό σύγγραμμα φυσικής φιλοσοφίας σε 35 τόμους, το οποίο συνόψιζε όλη τη γνώση της εποχής του, ανθολογημένη από διάσπαρτα προγενέστερα ελληνικά και λατινικά συγγράμματα, στους τομείς της μεταφυσικής, της αστρονομίας, των μαθηματικών, της γεωγραφίας, της εθνογραφίας, της ανθρωπολογίας, της ζωολογίας, της βοτανολογίας, της φαρμακολογίας, της ηφαιστειολογίας, της ορυκτολογίας, αλλά και της τέχνης της γλυπτικής, της ζωγραφικής, της αρχιτεκτονικής και ορισμένων συναφών τεχνολογικών κλάδων, όπως η εξόρυξη, η μεταλλουργία κλπ. Το υλικό ο Πλίνιος το είχε σχεδιάσει από τα χρόνια του Νέρωνα. Στην περιγραφή των φυτών, ο Πλίνιος μπόρεσε να συλλέξει αρκετές θεραπείες με βότανα. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν η Φυσική Ιστορία χρησιμοποιήθηκε ως έγκυρη πηγή από αναρίθμητους σοφούς, τόσο σε θέματα φυσικής φιλοσοφίας όσο και ιατρικής. Ο Πλίνιος αφιέρωσε το έργο στον αυτοκράτορα Τίτο το 77 μ.Χ.  Η ισχυρή επιθυμία του να παρατηρήσει την έκρηξη του Βεζούβιου από κοντά και επίσης να διασώσει φίλους του από την ακτή του κόλπου της Νεάπολης, τον οδήγησε να διασχίσει τον κόλπο ως τις Σταβιές. Ο ανιψιός του, Πλίνιος ο Νεότερος, γράφει ότι τον είδαν να καταρρέει και να πεθαίνει «αφού ανέπνευσε δηλητηριώδη αέρια εκπεμφθέντα από το ηφαίστειο». Ωστόσο, οι Σταβιές απείχαν 16 χιλιόμετρα από τον κρατήρα και οι σύντροφοί του δεν έπαθαν τίποτα, επομένως είναι πιθανότερο ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος να πέθανε από άλλη αιτία, π.χ. εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα του μυοκαρδίου, καθώς ήταν παχύσαρκος. Το πτώμα του Πλίνιου βρέθηκε χωρίς εμφανή τραύματα στις 26 Αυγούστου, αφού το σύννεφο καπνού και στάχτης από την έκρηξη είχε διαλυθεί αρκετά. Ο Πλίνιος ο Νεότερος σε άλλη επιστολή σε άλλο πρόσωπο περιγράφει τον τρόπο ζωής του θείου του: «Ξεκινούσε να εργάζεται πριν την αυγή… Δε διάβαζε τίποτα χωρίς να κρατά σημειώσεις. Συνήθιζε να λέει ότι δεν υπήρχε βιβλίο τόσο κακό, ώστε να μην περιέχει κάτι που να έχει αξία. Στο σπίτι του μόνο την ώρα που περνούσε στο λουτρό του δεν μελετούσε, κι όταν ταξίδευε, λες και δεν είχε άλλες φροντίδες, αφοσιωνόταν μόνο στη μελέτη. Κοντολογίς, θεωρούσε σπαταλημένο όλο τον χρόνο που δεν αφιερωνόταν στη μελέτη». Στην ηφαιστειολογία ο Πλίνιος τιμήθηκε με τον όρο πλίνια έκρηξη ή πλίνεια, που αναφέρεται σε μία πολύ βίαιη έκρηξη ηφαιστείου, της οποίας η στήλη της σποδού φθάνει μέχρι τη στρατόσφαιρα. Ο όρος υπερπλίνια, ultra-plinian, αναφέρεται στον βιαιότερο δυνατό τύπο μιας πλίνιας έκρηξης, όπως αυτή της καταστροφής του Κρακατόα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top